Share this
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919-1922 και στην Τουρκία ως το İzmir’in Yunanlar tarafından işgali (Ελληνική εισβολή της Σμύρνης) ή Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας) ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαΐου 1919 και Οκτωβρίου 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1919-1922
Ο επονομαζόμενος Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος του 1919-1922, ονομάστηκε έτσι από το γενικευμένο πόλεμο των Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον οποίο και ενεπλάκη η Ελλάδα στη λεγόμενη Μικρασιατική εκστρατεία. Είναι επίσης γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας, και για την Τουρκία αποτελεί κομμάτι του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως και η Ελλάδα).
Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διέταξαν την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με “εντολή” (η μέχρι πρότινος χρησιμοποιηθείσα λέξη “πρόσχημα” δεν αποδίδει σωστά την τότε κατάσταση) την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, στην ουσία δηλ. την απόφαση της Αντάντ περί εφαρμογής της επικείμενης συνθήκης των Σεβρών επί των ηττηθέντων Τούρκων. Και ναι μεν ο τελικός στόχος των Ελλήνων ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας (κυρίως στα παράλια) όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα, πρωταρχική όμως μέριμνα της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η “προστασία των ελληνικών πληθυσμών” από την τουρκική αυθαιρεσία καθώς και η ολοκλήρωση της επανάκτησης εδαφών και πληθυσμών από την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλ. η πραγματοποίηση της “Μεγάλης Ιδέας”. Μάλιστα αυτά γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλ . χιλιάδες μη-Τούρκοι μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης. Μάλιστα ο ελληνικός στρατός εστάλη εκεί από τους συμμάχους δίκην χωροφύλακα, χωρίς η Ελλάδα να έχει δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Μόνο μετά από 5 χρόνια και αφού θα διενεργείτο δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα “κέρδιζε” το δημοψήφισμα.
Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα. Και ενώ ο Σουλτάνος εδέχθη την συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ (Γενάρχης των Τούρκων) όπως ονομάστηκε από τους ομοεθνείς του στη συνέχεια δεν την αναγνώρισαν και άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο ώστε να αντιμετωπίσουν την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Αυτό οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει επιπλέον εδάφη, τα οποία θεωρούσε πλειοψηφούντα σε ελληνικό πληθυσμό (“γραμμή Βενιζέλου”). Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να προελαύνουν στην ημιάναρχη Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία μαστιζόταν από εμφύλιες διαμάχες μεταξύ του Σουλτάνου και των Κεμαλιστών.
Η κατάσταση στο Αιγαίο
Η αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν οι μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων για να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η Αγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι ήταν η Ίμβρος, η Τένεδος και τα μικρασιατικά παράλια, ενώ παλαιότερα (1915) είχε προσφερθεί και η Κύπρος, αλλά η προσφορά απορρίφθηκε από την ελληνική βασιλική κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη. Αυτή την περίοδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης μίας ομάδας επαναστατών, ίδρυσε το Τούρκικο Εθνικό Κίνημα στην Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες θέλησαν να ελευθερώσουν τα μέρη που είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα με την απραξία της Υψηλής Πύλης.
Άφιξη Ελληνικών στρατευμάτων
Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές, με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού. Ταυτόχρονα οι Έλληνες είχαν καταλάβει και την Ανατολική Θράκη. Αιματηρά επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης ή αυθόρμητη είτε εκ των προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια) έφεραν σαν άμεσο αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες, ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς. Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες. Οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στην ύπαιθρο. Οι Δυτικές δυνάμεις συνέχισαν την κατάκτηση των γύρω περιοχών με σκοπό να ενισχύσουν την θέση τους στην περιοχή της Σμύρνης. Σταδιακά, η Ελλάδα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των παραλίων της Μικράς Ασίας. Μέσα σε 15 μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων, ολόκληρη η περιοχή των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης και Αϊδινίου είχε καταληφθεί. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν στην ελληνική κατοχή.
Ισχυροποίηση των Ελληνικών διεκδικήσεων
Τον Μάιο του 1919 η Ελλάδα (εκ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της “Τριπλής Συνεννοήσεως” («Αντάντ») -και χάρις στις ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελευθέριου Βενιζέλου- την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, προκειμένου να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιωνίας έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και χωρίς αντίσταση (αν και κατά τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά αιματηρά επεισόδια με ευθύνη και των δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν Ελληνικές διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη και ξεκίνησε η προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι εχθρικές επιβουλές, με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τα ενδότερα. Το Φεβρουάριο του 1920 συγκροτήθηκε η “Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας”, αποτελούμενη από το Α΄Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης. Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια – Προύσσα – Ουσάκ.
Ασταθής ισορροπία
Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) του 1920 αποτέλεσε μια τεράστια διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε επίσημα σχεδόν καμιά από τις πλευρές που την υπέγραψαν και την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός και ως «Ατατούρκ», (περίφημος αξιωματικός του Τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ υπέστη πανωλεθρία). Ο Κεμάλ οργάνωσε ανταρτικό στρατό και όρισε την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στην Άγκυρα κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει “νεκρό γράμμα”, αποφάσισε να την επιβάλει δια των όπλων και διέταξε το καλοκαίρι του 1920, την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τη γενίκευση της σύγκρουσης (που γρήγορα μετατράπηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο με εκατέρωθεν ωμότητες) στη Μικρασιατική ενδοχώρα, υπό το στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ο ελληνικός στρατός, παρά τις δολιοφθορές των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στα οροπέδια της κεντρικής Ασίας. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων (καταληφθεισών, κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική επικράτεια.
Ελληνική επέκταση
Τον Οκτώβριο του 1920, ο Ελληνικός στρατός προχώρησε στην Ανατολική Μικρά Ασία με την στήριξη πάντα των Δυτικών οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στην εθνικιστική Τούρκικη κυβέρνηση να υπογράψει την Συνθήκη των Σεβρών. Οι επιχειρήσεις αν και ξεκίνησαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τον Δημήτριο Γούναρη, αφού το κόμμα του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές. Ο Γούναρης έκανε στρατηγούς του Ελληνικού στρατού, άσχετους και άπειρους μοναρχιστές με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο να έχει τον πλήρη έλεγχο των στρατευμάτων στη Σμύρνη. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν μία αποστολή. Να νικήσουν τον στρατό του Ατατούρκ και να τον αναγκάσουν σε διαπραγματεύσεις.
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων το έτος 1921
Στις 28 Δεκεμβρίου του 1920, σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εξέδωσε ο διοικητής της Ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιος Παπούλας, είχε επιτευχθεί πλήρως ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Αυτός ήταν, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια ανακοίνωση «η διασκόρπισις των προ του Σώματος Στρατού Αμύνης εχθρικών δυνάμεων, αίτινες είχον συγκεντρωθή αυτόθι με επιθετικάς κατ’ αυτόν διαθέσεις». Οι ελληνικές μονάδες, κατά το διήμερο 27 – 28 Δεκεμβρίου είχαν απωθήσει τις τουρκικές μονάδες, που υποχώρησαν άτακτα προς το Εσκή Σεχίρ. Αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλοί αιχμάλωτοι τούρκοι στρατιώτες, ότι στα ελληνικά χέρια περιήλθε πολεμικό υλικό (εξοπλισμός και πολεμοφόδια) και ότι καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορίας το οποίο καταστράφηκε εντελώς. Οι ελληνικές απώλειες από τη διήμερη μάχη, με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ήταν 39 νεκροί και 138 τραυματίες. Η έσχατη θέση των ελληνικών στρατευμάτων έφτασε έως τα οχυρά υψώματα της περιοχής Κοβαλίτσα, τα οποία καταλήφθηκαν από το 6ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (διοικητής Σταυριανόπουλος).
Ωστόσο, το γεγονός ότι, οι ελληνικές μονάδες καταδίωξαν τους υποχωρούντες τούρκους μόνο έως την περιοχή Ινονού και εν-συνεχεία επέστρεψαν στις θέσεις τους δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού του Καράκιοϊ προς Βαγδάτη, επέτρεψε στον τουρκικό τύπο να κάνει λόγω για την πρώτη ελληνική ήττα. Τους παραπάνω, όμως, τουρκικούς ισχυρισμούς, ανατρέπει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «Ματαίν» (1884 – 1944) η οποία παραθέτει «τηλεγράφημα εξ Αγκύρας, αγγέλον, ότι ο Κεμάλ δι’ ανακοινωθέντος, αναγνωρίζει την νίκην του ελληνικού στρατού. Το ανακοινωθέν τονίζει, ότι η ελληνική νίκη οφείλεται εις το γεγονός, ότι αι Ελληνικαί δυνάμεις ήσαν υπέρτεραι».
Μεταστροφή του διεθνούς παράγοντα
Ο Βενιζέλος απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Η Γαλλία και η Ιταλία βρήκαν σε αυτή την εξέλιξη το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από την Μικρά Ασία στην οποία κατείχαν σημαντικά εδάφη (αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα). Απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα Ελληνική κυβέρνηση. Το Νοέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο ύστερα απο δημοψήφισμα. Αγγλία και Γαλλία παρέδωσαν διακοινώσεις στη νέα κυβέρνηση με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Καθήλωση και αδράνεια

Λαϊκή εικόνα της εποχής που εικονίζει την Μάχη του Σαγγάριου.
Το τέλος
Ο Ελληνικός στρατός συνέχισε να προχωράει μέχρι και 100 χλμ. έξω από την Άγκυρα. Εκεί, τον Αύγουστο του 1921, ο Μουσταφά Κεμάλ με τον στρατό του υπερασπίστηκε την πρωτεύουσα, πλέον, όχι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά της Τούρκικης Δημοκρατίας. Μετά από σκληρή μάχη με πολλούς νεκρούς, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Τα ελληνικά τμήματα καθηλώθηκαν στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού και ένα χρόνο αργότερα εκδηλώθηκε μεγάλη τουρκική αντεπίθεση (Αύγουστος 1922). Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, ο Ελληνικός στρατός είχε μόνο την Σμύρνη υπό τον έλεγχό του.
Ο στρατός του Ατατούρκ έφτασε στην Σμύρνη, την οποία και κατέλαβε. Μπαίνοντας στην πόλη ο τουρκικός στρατός κατακρεούργησε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων Μικρασιατών, άνδρες, γυναίκες και δεν χαρίστηκαν ούτε στα παιδιά.
Η καταστροφή
ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org