Share this
ΑΡΧΕΙΟ / Συνέντευξη με τον ΣΤΡΑΤΗ ΔΟΥΚΑ
- Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Ο Στρατής Δούκας (6 Μαΐου 1895 – Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 1983), μια βιβλική μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας… Κάποτε είχα διαβάσει την Ιστορία ενός αιχμαλώτου και με είχε μαγέψει και με είχε συγκλονίσει.
“Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μεσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος. Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας”… [Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου]
Όταν, λοιπόν, μου δόθηκε η ευκαιρία, αναζήτησα τον συγγραφέα της… Μιλάω για τον Απρίλη του 1981! Μια συνέντευξη [1] χωρίς ωραιοποιήσεις που αξίζει να ξαναδιαβαστεί:
Έβαλα πόδι στ’ αχνάρια του για να τον βρω και ν’ αγγίξω τα χέρια του που γράψανε με λιτότητα ομηρική την ανεπανάληπτη Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Τον αναζήτησα σ’ εκείνο το παλιό και σκοτεινό υπόγειο της οδού Ορμηνίου, αλλά το βρήκα αμπαρωμένο και το σημείωμα στην πόρτα να μας λέει πως έφυγε ο Στρατής Δούκας και η γυναίκα του και τώρα πια μένουν σε οίκο ευγηρίας. Κι εκεί πήγα…
Τον σκεφτόμουν μακρινό, κλεισμένο βλοσυρά στη μοναξιά του. Και δεν ήταν έτσι. Ζαρωμένος τώρα στην καρέκλα του, τον κοιτάζω. Ένα κρεβάτι μοναχό και τέσσερις καρέκλες. Και στην αντικριστή γωνιά, η άρρωστη γερόντισσα κι αχώριστη σύντροφός του να κοιμάται.
Ο Στρατής Δούκας, άγια μορφή της λογοτεχνίας μας, έγινε θεσμός, μέτρο για τους κατοπινούς ομοτέχνους του. Έτσι τουλάχιστον το νιώθουμε. Δεν συγκρίνουμε περιπτώσεις ούτε αντιπαραβάλλουμε κάποια μεγέθη. Πεζογράφος από τους πλέον ολιγογράφους, έφερε κι εναπόθεσε στη γραμματολογία μας την Ιστορία ενός αιχμαλώτου, το πρωτοπόρο αυτό έργο της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, για το οποίο ο Φώτος Πολίτης θα γράψει: «Είναι ένα μικρό αριστούργημα. Η απλότητα του όλου κομματιού είναι μοναδική. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι από μια μονοκονδυλιά. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια, στάλα-στάλα, από κάθε περιγραφή».
Ιδού τι λέει ο Στρατής Δούκας: Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1929. Από τότε τής έγιναν αλλεπάλληλες εκδόσεις, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο, έστω, την αντοχή της στο χρόνο. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου όταν βγήκε, το 1929, έκανε εξαιρετική εντύπωση όχι μονάχα για το θέμα αλλά και για τη γραφή της. Μιλούσε για τη Μικρασιατική Καταστροφή, που ήταν ένα από τα πιο μεγάλα τραγικά γεγονότα της ιστορίας μας. Έφερνε ένα μύθο ολοκληρωμένο που δεν υπήρχε πριν. Διότι και του Μυριβήλη ήταν μερικά γράμματα στην αρραβωνιαστικιά του κι έπειτα γυναίκα του, χωρίς μύθο, χωρίς υπόθεση. Ήταν περιγραφές. Αλλά είπα ότι και στη γραφή έφερνε κάτι καινούργιο. Αυτό το επισήμανε, απ’ τις τελευταίες κριτικές ο κ. Σταματίου[2], όπου το αντιπαραβάλλει με του Μυριβήλη και του Βενέζη (Ζωή εν τάφω[3] – Νούμερο 31328[4]). Αλλά και ο Παπαγεωργίου με μια μεγάλη μελέτη του τα κρίνει σαν περίπου ομοειδή ως προς το θέμα – αν και διαφέρουν.
- Τι χαρακτηρίζει τη γραφή που λέτε;
Εγώ δεν γνώριζα καθόλου το έργο του Έζρα Πάουντ ούτε το κίνημα των εικονιστών στο οποίο αυτός είχε προσχωρήσει. Όμως έχοντας μέσα μου την απλή γραφή, δεν μπορούσα να ανεχθώ την επιθετομανία στην πεζογραφία, που ίσως προέκυψε από την ποίηση του Γρυπάρη. Έπειτα, δεν ανέχτηκα ούτε τα αφηρημένα ουσιαστικά, παρά μονάχα τα συγκεκριμένα κι έβγαλα όλα τα παράσιτα του λόγου – τους συνδέσμους κ.λπ. Έτσι κατόρθωσα να κάνω ένα πυκνό ύφος, το οποίο όλοι το επισήμαναν. Αυτά προσέφερα – τόσο πρώιμα – με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου.
- Η κριτική πώς αντιμετώπισε αυτό το έργο σας;
Επί πενήντα χρόνια η Ιστορία ενός αιχμαλώτου ακούει επαίνους μέχρις υπερβολής, αλλά κριτική δεν της έχει γίνει.
- Γιατί δεν έγινε;
Ήταν δύσκολο. Λιγάκι το έθιξε ο Φώτος Πολίτης, ο οποίος είχε όσφρηση και λέει ότι δεν είναι ζήτημα πώς βρέθηκε ο Στρατής Δούκας ν’ αφηγηθεί κάποια ιστορία. Το ζήτημα είναι ότι ο Στρατής Δούκας ήταν έτοιμος ν’ ακούσει. Πραγματικά υπήρξε μια μεγάλη ετοιμασία χωρίς την οποία ήταν αδύνατο εγώ να κάνω την ιστορία ενός αιχμαλώτου.
- Τι ακριβώς ήταν αυτή η προετοιμασία;
Πρώτα, η μακρά παραμονή μου στο στρατό, όπου μου έκανε να γνωρίσω τον στρατιώτη και μάλιστα επειδή είχα και τις ομιλίες να κάνω εκ μέρους του τάγματος – τον τρόπο να μιλάω και να με αντιλαμβάνεται ο στρατιώτης. Δεύτερο, η γνώση που είχα γύρω από τη λαογραφία. Όχι μονάχα από τα πρώτα χρόνια μου που φοίτησα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στη Νομική, αλλά κι έπειτα συνέχισα τις λαογραφικές μου μελέτες με τον Πρωτοπάτση[5], όταν κάναμε μια περιοδεία σε όλο το νησί της Λέσβου. Τρίτο και το κυριότερο, ήταν η ψυχική μου κατάσταση. Είχα χάσει πολύ καιρό γύρω από τους φίλους μου – να τους προωθώ στο έργο τους, εγκαταλείποντας σχεδόν τον εαυτό μου… Ενώ έγιναν τόσοι έπαινοι, δεν έγινε κριτική…
- Πού αποδίδετε, τελικά, το γεγονός ότι η κριτική δεν ασχολήθηκε με το έργο σας;
Η κριτική δεν έκανε κριτική παρά επαίνους διότι ήταν δύσκολο να καταλάβει το αλχημείο από το οποίο βγήκε η Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Πολλοί δούλεψαν. Δεν είναι μονάχα έργο δικό μου. Είναι έργο του λαού. Χέρι με χέρι δούλεψα με το λαό. Αλλά αυτός ο τρόπος, ο εργαστηριακός διακρίνει ολόκληρη την αρχαία τέχνη. Πάρε τους τραγικούς… Ο μύθος είναι κοινός. Δεν ενδιαφέρει ο μύθος αλλά ο χειρισμός του μύθου που κάνει να διαφέρει ο Αισχύλος από τον Σοφοκλή ή τον Ευριπίδη. Το ίδιο συμβαίνει και στη βυζαντινή αγιογραφία, όπου είναι σχεδόν δοσμένες οι θέσεις που θα πάρει η κάθε σύνθεση και μάλιστα οι πρώτες συνθέσεις είναι χριστολογικές και λίγες. Έπειτα, πλήθυναν με την παρεμβολή των λεγομένων απόκρυφων Ευαγγελίων. Γνώρισμα βασικό της αρχαίας τέχνης και της βυζαντινής είναι η αντίθεση – ο νόμος των αντιθέσεων. Μονάχα από τις αντιθέσεις γίνεται σύνθεση, με την αρμονία των αντιθέσεων. Κι αυτό διακρίνει όχι μονάχα την τέχνη αλλά και τη φιλοσοφία. Αυτού στηρίζεται και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Το αναφέρω και στην 7η έκδοση που λέω και το ιστορικό της. Είναι και κάποιο ζήτημα από τον Μάριο Βίττι, ο οποίος καίτοι έκανε θετική κριτική, σ’ ένα σημείο λέγει ότι δεν μπορεί να ξέρομε τι ανήκει στο συγγραφέα και τι στον αφηγητή. Αν θέλουν να μη μιλάνε εκ του προχείρου, να πάνε να δουν τις πρώτες εκδόσεις μου, όπου λέγω τι οφείλω στον αφηγητή και τι έχω κάνει εγώ ο ίδιος.
- Για την επίδραση η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» στη λογοτεχνία μας:
Ο Ραυτόπουλος λέγει ότι είναι ένα διαμάντι σ’ ένα στέμμα που δεν είχε τ’ όμοιό του. Διότι δεν είχε συνέχεια και επίδραση. Κάνει λάθος. Η επίδραση ήταν συνεχής απάνω στην πεζογραφία μας. Αυτή η «Ιστορία…» έφερε την απλότητα στο γράψιμο και τη λιτότητα στο ύφος. Και όχι διάφοροι που την φέρνουν δήθεν μετά σαράντα χρόνια – για να μην αναφερθώ σε πρόσωπα και πράγματα.
- Για την κριτική;
Κριτική υπήρξε μονάχα η επτανησιακή με τους Πολυλάδες, τους Καλοσγούρους κ.ά. Μετά ίσως πρέπει να σταθούμε λίγο στον Παλαμά, του οποίου η σημειωματογραφία δείχνει τον ευαίσθητο διανοητή. Και στον Φώτο Πολίτη. Από τους νεότερους, θα αναφέρω τον Αργυρίου. Θα ήταν υπολογίσιμος εάν δεν τον εύρισκα ότι ενδίδει κάποτε στο κατεστημένο. Υπάρχουν δυστυχώς κυκλώματα, οι κολακείες κι αλισβερίσια… Ο Κουν είχε πει, θαρρώ, ότι δεν υπάρχει κριτική κι έτσι πολλοί παίρνουν τις καρακάξες για… αηδόνια! Αφού υπάρχουν άνθρωποι ακόμα ν’ αμφιβάλλουν για την αξία του Σολωμού ή του Παπαδιαμάντη. Ο Δημαράς λέει το εξής καταπληκτικό, που το επαναλαμβάνει μέχρι την 6η έκδοση: «Δεν είναι παράξενο σ’ αυτό τον τόπο που πήρε για μεγάλο ποιητή τον Σουρή, να έχει πάρει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη»![6] Ποιος είσαι εσύ, τι ξέρεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους του πνεύματος, εσύ ο ποντικός των βιβλιοθηκών; Μόνο όσοι δεν έχουν όσφρηση των κειμένων μπορούν να λένε τέτοιες ηλιθιότητες. Όμως αυτός ο τόπος θα τους κρίνει. Και ο χρόνος. Ήδη οι νέοι βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα.
- Για τους νέους;
Εγώ είμαι φιλονεϊστής. Από το ’30 είχα κιόλας γράψει: «Χάρου μαζί με τους νέους, τους νέους παλμούς που σου χαρίζει η ζωή». Όμως αυτή η αισθηματολογία δεν πρέπει να μας εμποδίζει από το να αντιμετωπίζουμε και την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να παραβλέψω την καταστροφή που προξενεί το περιβάλλον σ’ ένα μέρος της νεολαίας και σ’ ένα άλλο μέρος που είναι αλλοτριωμένο – του πετούν ένα κόκαλο και γλείφει το κατεστημένο. Υπάρχει όμως και η νεολαία που προέρχεται από τη γενιά του Πολυτεχνείου, είναι αγνή και σ’ αυτήν ελπίζω.
Κι ο Στρατής Δούκας σ’ ένα κρεσέντο αγανάκτησης για εκείνους που ενέδωσαν θα πει:
«Εγώ σε ηλικία προχωρημένη και σε συνθήκες δύσκολες αποποιήθηκα τη χορηγία του Ιδρύματος Φορντ.[7] Κι όμως βρέθηκαν νέοι άνθρωποι να την πάρουν, νομίζοντας ότι μπορούν να παίρνουν δολάρια και συγχρόνως να κάνουν αντιαμερικανική προπαγάνδα».
Ύστερα θα μιλήσει για την πολιτική και κοινωνική ζωή μας:
«Όταν ομολογεί κάποιος υπουργός ότι η δωροδοκία στις δημόσιες υπηρεσίες έχει καταντήσει έθος πια, φαντάσου πού έχουμε φτάσει! Ή η γραφειοκρατία που ενώ στα λόγια την καταδικάζουν όλοι, αυτή πληθαίνει. Το είπα ξανά: Ο τόπος αυτός θα σαπίσει από το ψέμα. Ψέματα, ψέματα. Όλα είναι πλαστογραφημένα».
Ένας ζωντανός άνθρωπος ο Στρατής Δούκας, έτοιμος να περπατήσει χέρι-χέρι με τους νέους του 1981, να παλέψει μαζί τους για την κατάκτηση μιας νέας ζωής. Ένας νέος 87 χρονών που δεν θέλει και δεν μπορεί να αποδεχτεί τις «φρικτές πραγματικότητες».
«Όμως μη μου λες για ήττα, μια λέξη για τα άλογα στον Ιππόδρομο! Δεν αισθάνομαι νίκες και ήττες πια βαθιά μέσα μου. Θέλω, ελπίζω να ζήσω το όμορφο από τους πόθους μου και μαζί ησυχάζω, νιώθοντας το καζάνι από τη φωτιά να φθείρεται. Έχω μια νέα χαρούμενη αίσθηση από τη φθορά, την ελπίδα που τελειώνει. Και μαζί μ’ αυτά, όνειρα, χίλια όνειρα: ν’ αλλάξουν όλα, να γίνουν όλα απ’ την αρχή, με βία, να προφτάσει κανείς. Ανυπομονησία και υπομονή…».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εξόρμηση, 18-19/04/1981
[2] Αναφέρεται στον Κώστα Σταματίου, δημοσιογράφο και κριτικό στην εφημερίδα Τα Νέα.
[3] Το έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε το 1924, είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τη μορφή ημερολογίου, που άρχισε να σχεδιάζεται από το συγγραφέα στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο φοιτητής και εθελοντής Λοχίας Αντώνης Κωστούλας που περιγράφει μέσα από τα γράμματά του προς την αγαπημένη του γεγονότα και εντυπώσεις από τα χαρακώματα, δίδοντας όχι την ηρωική, αλλά τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου.
[4] To νούμερο 31328 το είχε ο Ηλίας Βενέζης στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, όπου βρέθηκε σε ηλικία 18 χρονών. Το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης που εξέδιδε ο Μυριβήλης. Το 1931 εκδόθηκε με τη μορφή βιβλίου και τον καθιέρωσε ως συγγραφέα.
[5] Αντώνης Πρωτοπάτσης (Μυτιλήνη, 1897 – Αθήνα, 1947). Ζωγράφος, σκιτσογράφος, λογοτέχνης, εμπνευστής με κείμενά του των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων της λεγόμενης «Λεσβιακής Άνοιξης» του Μυριβήλη. Οραματιστής της αναγέννησης του γνήσιου πατροπαράδοτου λαϊκού πολιτισμού, με αποφασιστική αντίδραση στον «εκφραγκισμό» της ελληνικής ζωής, ο Πρωτοπάτσης το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έγινε τακτικός σκιτσογράφος και γελοιογράφος της εφημερίδας «Le Journal» και συνεργάτης και άλλων παρισινών εντύπων (Paris Midi, l’ Ami du people, Le Quotidien, La Rumeur, La Semaine musicale, Les Nouvelles literaires κ.ά.) με το ψευδώνυμο «Pazzi», με το οποίο υπέγραφε και τις ελαιογραφίες, τις ακουαρέλες και τα χαρακτικά έργα του που εξέθετε στο Παρίσι, στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη, την Αλεξάνδρεια και σε άλλες πόλεις. Το 1925 διατέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Σκιτσογράφων Αθηναϊκών Εφημερίδων. Το 1939 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και έζησε ώς το 1945 στη Μυτιλήνη και τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα…(Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.8, σσ.384-385).
[6] «Η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο είταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη…» (Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 7η έκδοση, Ικαρος, σελ. 384)
[7] Το Ιδρυμα Φορντ (Ford Foundation) επιχορηγούσε άτομα και οργανισμούς σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Στη χώρα μας άρχισε τις επιχορηγήσεις του από το 1958 και μέχρι το 1967 ενίσχυε κυρίως ημι-κρατικούς ή ημιεπίσημους οργανισμούς και δραστηριότητες, αλλά από το 1968 κι εδώθε, οι επιχορηγήσεις, κατευθύνονταν σε ανεξάρτητους οργανισμούς, καθώς και σε ανθρώπους των τεχνών, των γραμμάτων και της επιστήμης. Βλέπε και «Οι χορηγίες του ιδρύματος Φορντ από το 1958 μέχρι το 1974», Η Καθημερινή, 04/06/75.
********************************************************************************************************************
Το παρακάτω υλικό αντλήθηκε από http://ebooks.edu.gr
- Βιογραφικά του Στρατή Δούκα
Τάσος Κόρφης, «Στρατής Δούκας», Βλ. Η μεσοπολεμική Πεζογραφία, Σοκόλης 1992,
τόμ. Γ’, σ. 322-352.
- Πρόλογος της α´ Έκδοσης του Έργου
(Στρατής Δούκας, Μάρτης 1929)
- Το Ιστορικό της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου
(Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, 29η έκδ., Κέδρος, 1998)
|
- Για την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου
Αποσπάσματα από συνέντευξη του Στρατή Δούκα στη Θεοδώρα Ζερβού για το περιοδικό Διαβάζω., τεύχος 74, 27.7.1982.
Γιώργος Ιωάννου: Εφήβων και μη, Κέδρος, Αθήνα 1982.
- Για το Λιτό Αφηγηματικό Ύφος
Στρατής Δούκας, από το «Γράμματα σε Νέο φίλο μου»
- Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Νεοελληνική Λογοτεχνία
Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Επικαιρότητα, 1985, σ. 119
- Χρονολόγιο Ιστορικής Περιόδου
1917: Η Ελλάδα παίρνει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).
1918: Οι δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη.
1919: Τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών.
1920: Ο Κεμάλ Ατατούρκ δημιουργεί επαναστατική κυβέρνηση. Θανατική καταδίκη του από τον Σουλτάνο.
1920: (Νοέμβριος): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος χάνει τις εκλογές. Επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου.
1921: Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αρχίζουν να αλλάζουν πολιτικές θέσεις. Μυστική συμφωνία με τον Κεμάλ Ατατούρκ.
1922: Νίκη των Τούρκων στον Σαγγάριο ποταμό. Οι Έλληνες συντρίβονται. Οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού.
1922: (Αύγουστος-Σεπτέμβριος): Μικρασιατική καταστροφή. Πυρπόληση Σμύρνης.
1923: Υπογράφεται στη Λωζάνη η ομώνυμη συνθήκη. Αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον Στρατή Δούκα ΕΔΩ:
Ο Στρατής Δούκας με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» πλούτισε τη νεοελληνική λογοτεχνία
Share this




Τελευταία άρθρα απόΝίκος Λαγκαδινός (δείτε τα όλα μαζί)
- Νίκος Χ. Λαγκαδινός: «Χτίζει δικές της πόλεις η μνήμη…»! - 30 Ιανουαρίου 2021
- “Θέλω να είμαι το κέντρο του κόσμου…” – ζητάω πολλά; - 6 Ιανουαρίου 2021
- Κάποιοι κάνουν τον έξυπνο και μου σπάνε τα νεύρα - 19 Δεκεμβρίου 2020