11 Μαΐου γιορτάζουν…

Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Μωκίου, πρεσβυτέρου Αμφιπόλεως Μακεδονίας, Μνήμη του αγίου μάρτυρος Εβελλίου, Μνήμη των αγίων ιερομαρτύρων Ανθίμου και Σισινίου και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων Διοκλήτου και Φλωρεντίου, Μνήμη των αγίων μαρτύρων Μαξίμου, Βάσσου και Φαβίου, Μνήμη του αγίου μάρτυρος Διοσκόρου η Διοσκορίδου του Νέου, εν Σμύρνη αθλήσαντος, Μνήμη των εγκαινίων της Κωνσταντινουπόλεως, Μνήμη των αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Φωτιστών των Σλάβων, Μνήμη των αγίων Κλήμεντος, Σαββα, Αγγελαρίου, Γοράσδου και Ναούμ, των Θαυματουργών και Ισαποστόλων, Μνήμη των αγίων οσιομαρτύρων Ολυμπίας η Ολυμπιάδος και Ευφροσύνης, των εν τη ιερά μονή Καρυών Θερμής της Λέσβου, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Σωφρονίου, του Εγκλείστου, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Νικοδήμου, αρχιεπισκόπου Σερβίας, Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Ιωσήφ, μητροπολίτου Αστραχάν, Μνήμη του αγίου νεομάρτυρος Αργυρίου, του Επανομίτου, Μνήμη του οσίου πατρός ημών Χριστοφόρου, του εκ Γεωργίας, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Θεοφυλάκτου, επισκόπου Σταυρουπόλεως, Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Αλεξάνδρου, αρχιεπισκόπου Χαρκωβ

by Times Newsroom
  • Άγιος Μώκιος ο Ιερομάρτυρας
  • Ανάμνηση των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης
  • Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων
  • Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας
  • Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες
  • Άγιος Διόσκορος ο Νέος
  • Άγιος Αρμόδιος ο Μάρτυρας
  • Όσιος Αγγελάριος Αρχιεπίσκοπος και φωτιστής Βοημίας
  • Άγιοι Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος οι Μάρτυρες
  • Όσιος Νικόδημος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας
  • Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος
  • Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας
  • Όσιος Χριστόφορος εκ Γεωργίας
  • Άγιος Αλέξανδρος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
  • Άγιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως
**********************************************************************************************************************
  • Άγιος Μώκιος ο Ιερομάρτυρας. 

Φως, μέσα στο ειδωλολατρικό σκοτάδι της Ρώμης, ήταν ο Ευφράτιος και η Ευσταθία (επί Διοκλητιανού 284 – 304 μ.Χ.). Οι ευσεβείς αυτοί γονείς μεταλαμπάδευσαν το φως αυτό του Ευαγγελίου και στο γιο τους Μώκιο. Γι’ αυτό από μικρή ακόμα ηλικία, ο Μώκιος είχε μεγάλο πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Και ο Θεός τον αξίωσε να εκπληρώσει τον Ιερό αυτό πόθο του. Αφού σπούδασε με ιδιαίτερη επιμέλεια τα Ιερά γράμματα και καταρτίσθηκε όπως έπρεπε στη γνώση και μετάδοση των θρησκευτικών αληθειών, σε κατάλληλη ηλικία έγινε κληρικός. Αργότερα, οι άριστες υπηρεσίες του στην Εκκλησία τον ανέβασαν στο αξίωμα του επισκόπου Αμφιπόλεως (Θράκης). Από τη θέση αυτή, ο Μώκιος εξαπέλυσε καυστικούς ελέγχους ενάντια στο ψέμα της ειδωλολατρίας. Επίσης, αγωνίστηκε πυρετωδώς να ενισχύσει την πίστη και την υπομονή των πιστών της επισκοπής του. Πάντα, βέβαια, με σκοπό «τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Προς Εφεσίους, δ’ 12). Δηλαδή, με σκοπό να καταρτίζονται οι χριστιανοί και να επιτελείται το έργο της διακονίας, με το οποίο οικοδομείται το σώμα του Χρίστου.

Η έντονη, όμως, διακονική δράση του Μωκίου, προκάλεσε την οργή του ειδωλολάτρη έπαρχου Λαοδικίου, που τον βασάνισε με ποικίλους τρόπους. Αργότερα, άλλος έπαρχος, ο Μάξιμος, του έσχισε τις σάρκες και τον έριξε τροφή στα θηρία. Έβλεπε, όμως, ότι πάντα ο Μώκιος έβγαινε ζωντανός. Τότε, το έτος 288 μ.Χ. τον έστειλε δέσμιο στο Βυζάντιο, όπου τον αποκεφάλισαν, και έτσι πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου. Αργότερα ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήγειρε προς τιμήν του Αγίου Μωκίου μεγαλοπρεπή ναό, στον οποίο κατέθεσε και τα ιερά λείψανα αυτού. Στο ναό αυτόν γινόταν αυτοκρατορική προσέλευση κατά την Μεσοπεντηκοστή. Στο ναό, επίσης, φυλασσόταν το ιερό λείψανο του Αγίου Σαμψών του Ξενοδόχου.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προαενήνοχας, ὅθεν Μώκιε, διπλῶ στεφάνω σὲ στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθεῖς σοῦ τοὶς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.
  • Ανάμνηση των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης. 
Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέλαβε την πόλη του Βυζαντίου, την έκτισε μεγαλύτερη και την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Το 330 μ.χ. και αφού τελείωσε όλο το τειχόκαστρο, τα σπίτια και τις Ιερές εκκλησίες, την αφιέρωσε στην Υπεραγία Θεοτόκο. Κατόπιν για να ευχαριστήσει τον Θεό, για το μεγαλοπρεπές αυτό έργο, έκανε λιτανεία με τον τότε Πατριάρχη, όλο τον κλήρο και τον λαό. Όταν ανέβηκαν στον Φόρο, έστησαν εκεί οι πολίτες δικό του ανδριάντα, που μέσα στο κεφάλι του έβαλαν τα καρφιά με τα όποια κάρφωσαν τον Χριστό. Στη βάση του ανδριάντα τοποθέτησαν τα δώδεκα καλάθια, που μέσα είχαν μαζέψει τα περισσεύματα των πέντε άρτων, που ευλόγησε ο Χριστός και πολλαπλασιάστηκαν. Από τότε λοιπόν η Εκκλησία, γιορτάζει κάθε χρόνο αυτή τη γιορτή για ανάμνηση. Η συγκεκριμένη ημέρα της τελέσεως των εγκαινίων της Κωνσταντινουπόλεως επιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε με την ημέρα της μνήμης του μαρτυρίου του Αγίου Μωκίου, ο οποίος ήταν και ο πολιούχος του Βυζαντίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ Πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν, ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι᾽ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτήν, Χαῖρε ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.
  • Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος Φωτιστές των Σλάβων.

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος και Μιχαήλ, ήταν παιδιά του δρουγγάριου στρατιωτικού διοικητού Λέοντος και γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε περί το 827, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ το 815. Είχαν δε άλλα πέντε αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος και είχε μεγάλη επιμέλεια στα γράμματα. Παιδί ακόμη, είχε διαβάσει τα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και είχε γράψει ύμνο προς τιμήν του. Τα χαρίσματά του τα πρόσεξε ο λογοθέτης Θεόκτιστος και τον έστειλε στην σχολή της Μαγναύρας, όπου με την καθοδήγηση του Λέοντος του Μαθηματικού και του ιερού Φωτίου σπούδασε βασικά φιλοσοφία. Διέπρεψε στις σπουδές του και αρχικά διορίσθηκε χαρτοφύλακας (αρχιγραμματέας) του Πατριαρχείου και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στη σχολή της Μαγναύρας.

Ο Μιχαήλ ακολούθησε την σταδιοδρομία του πατέρα τους. Έγινε στρατιωτικός και ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των πηγών του Στρυμόνος, δηλαδή στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Σερβίας, όπου και γνώρισε καλά τους Σλάβους. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία και των δύο αδελφών, βαθιά τους συγκλόνιζε ο ζήλος για την πνευματική ζωή. Είχαν μοναστική κλίση, αλλά πίστευαν στη μαρτυρική διακονία της κλίσεώς τους αυτής, για να σωθούν και άλλες ψυχές.

Ο 9ος αιώνας μ.Χ., όταν και έλαμψαν οι Άγιοι, είναι μια μεγάλη εποχή του Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται από ακμή στην πολιτική και στρατιωτική δύναμη και από άνθηση στην οικονομία, στα γράμματα, στις τέχνες. Η Εκκλησία της Ανατολής ανασυγκροτείται μετά την τρικυμία της εικονομαχίας. Το πρόβλημα της εικονομαχίας, αν μπορεί η φύση του Θεού, η θεία και η ανθρώπινη, να παρασταθεί εικονικά, έχει επιλυθεί. Τα ρήγματα όμως από τις εκκλησιαστικές και πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής γίνονται βαθύτερα. Τα εγκόσμια συμφέροντα, οι ανταγωνισμοί για την πνευματική και πολιτική εξουσία διασπούν την μέχρι τότε ενιαία Χριστιανική Οικουμένη σε δύο παράλληλους κόσμους, το Βυζαντινό και το Φραγκικό. Οι διαφορές είναι ορατές στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν ανέκυψε το θέμα του εκχριστιανισμού των Σλάβων της Δύσεως. Σε αυτήν την αντιδικία μπλέκονται οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί.

Αρχικά ο Κωνσταντίνος αναπτύσσει ιεραποστολικό έργο μεταξύ της Τουρκικής φυλής των Χαζάρων. Η μεγάλη όμως ευκαιρία δίνεται το καλοκαίρι του 862 μ.Χ., όταν φθάνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία του ηγεμόνος των Μοραβών Ραστισλάβου, που το έθνος του κατοικούσε από τη Βοημία μέχρι τα Καρπάθια και το Δούναβη. Ο Ραστισλάβος ζητά από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ έναν Επίσκοπο και δάσκαλο, για να τους διδάξει στη γλώσσα τους την αληθινή πίστη και να προσέλθουν και άλλοι στον Χριστό. Είχαν βαπτισθεί πολλοί, αλλά και οι βαπτισμένοι από τους Λατίνους ιεραποστόλους αγνοούσαν τον Χριστιανισμό, όσο και οι αβάπτιστοι, αφού οι Λατίνοι, συνεπείς στην παράδοσή τους, τους επέβαλαν την γνώση του Ευαγγελίου στα λατινικά και την λατρεία πάλι στα λατινικά, δηλαδή σε μία γλώσσα που αγνοούσαν.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεί τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτήν την αποστολή προς τους Μοραβούς. Το έργο το δέχεται ο Κωνσταντίνος υπό την προϋπόθεση της δημιουργίας γραφής στη γλώσσα των Μοραβών. Μετά από μελέτες φτιάχνει το λεγόμενο γλαγολιτικό (όχι το κυριλλικό) αλφάβητο και αρχίζει την μετάφραση του Ευαγγελίου και της Βυζαντινής Λειτουργίας, καθώς και άλλων βιβλίων.

Την άνοιξη του 863 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος παίρνει τον αδελφό του Μιχαήλ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Μεθόδιος, και φθάνει στην αυλή του Ραστισλάβου. Η εργασία τους διαρκεί τρία χρόνια. Έκαναν σπουδαίες μεταφράσεις, εισήγαγαν την βυζαντινή παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας στη Μοραβία. Άνοιξαν τους πολιτιστικούς ορίζοντες του ευαγγελιζόμενου λαού. Έγιναν οι πραγματικοί φωτιστές του. Με αφετηρία την αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει τον Θεό στη μητρική του γλώσσα, οι άγιοι αδελφοί συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν την σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, έγραψαν και πρωτότυπα έργα και κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητών για την επάνδρωση της τοπικής Εκκλησίας με διακόνους και πρεσβυτέρους, άριστους γνώστες της λειτουργικής παλαιοσλαβικής γλώσσας.

Η διείσδυση όμως αυτή ενόχλησε τους Φράγκους και τη Ρώμη που άρχισαν να υποσκάπτουν αδιάκοπα την ιεραποστολική εργασία τους.

Η θέση η δική τους, καθώς και των συνεργατών τους μοναχών, έγινε δύσκολη, όταν στην Πόλη την εξουσία κατέλαβε ο Βασίλειος ο Β’, που ξαναέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριάρχη τον Ιγνάτιο και επανασύνδεσε το Βυζάντιο με την Εκκλησία της Ρώμης. Το 866 μ.Χ. και οι Βούλγαροι είχαν συνδεθεί με την Ρώμη. Έτσι η ιερποστολή απομονώθηκε από τις ρίζες της και αναγκάσθηκε να έλθει σε συνδιαλλαγή με τους Λατίνους.
Στις αρχές του 868 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος φθάνουν στη Ρώμη κομίζοντας τα ιερά λείψανα του ιεραποστόλου Κλήμεντος, που είχε μαρτυρήσει στη χώρα των Χαζάρων. Προσπαθούν να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους με τους Λατίνους ιεραποστόλους ενώπιον του Πάπα Ανδριανού Β’. Η μόρφωση και η ευσέβεια των δύο αδελφών κατέπληξε τους Ρωμαίους κληρικούς. Ο Πάπας αναγνώρισε το έργο τους πανηγυρικά, αλλά επεδίωξε να το αποσυνδέσει από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και να το προσεταιρισθεί. Ο Πάπας Ανδριανός παρέλαβε από τους ιεραποστόλους τα σλαβικά βιβλία, τα ευλόγησε, τα απέθεσε στο ναό της Αγίας Μαρίας, τον αποκαλούμενο Φάτνη και τέλεσε με αυτά την Θεία Λειτουργία. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Πάπας απέθεσε τα σλαβικά βιβλία στην Αγία Τράπεζα και τα πρόσφερε ως αφιέρωμα στο Θεό. Έδωσε μάλιστα εντολή σε δύο Επισκόπους, τον Φορμόζο και τον Γκόντριχον, να προχωρήσουν στη χειροτονία των μαθητών του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου, των μελλοντικών κληρικών των Σλάβων στη μητρική τους γλώσσα. Και μετά ταύτα δόθηκε η άδεια σε αυτούς, τους νεοχειροτόνητους κληρικούς, να τελέσουν τη θεία λειτουργία σλαβιστί στους ναούς του Αγίου Πέτρου, της Αγίας Πετρωνίλλας και του Αγίου Ανδρέου.

Ο Πάπας καταδίκασε ακόμη τους πιστούς που αντιδρούσαν στην λειτουργική χρήση της σλαβικής γλώσσας και τους αποκάλεσε Πιλατιανούς και Τριγλωσσίτες. Μάλιστα υποχρέωσε έναν Επίσκοπο, που υπήρξε οπαδός του Τριγλωσσισμού, να χειροτονήσει τρεις ιερείς και δύο αναγνώστες από τους Σλάβους μαθητές των δύο Αγίων αδελφών.

Και το επιστέγασμα της λειτουργικής πανδαισίας σλαβιστί συνδέθηκε με τον Απόστολο των εθνών Παύλο. Οι Σλάβοι μαθητές κληρικοί λειτουργούσαν την νύχτα πάνω στον τάφο του μεγάλου διδασκάλου των εθνικών, του Παύλου. Και μάλιστα είχαν ως συλλειτουργούς τους τον Επίσκοπο Αρσένιο, δηλαδή έναν από τους επτά επισκόπους συμβούλους του Πάπα, και τον Αναστάσιο τον Βιβλιοθηκάριο. Η πράξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Είχε συμβολικό χαρακτήρα. Συνέδεε και παραλλήλιζε το έργο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου με τους ιεραποστολικούς άθλους του Παύλου. Σημειωτέον ότι ο ναός του Αποστόλου Παύλου βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Και συνεπώς η μετάβαση και η τέλεση Λειτουργίας σε αυτόν σλαβιστί και μάλιστα επάνω στον τάφο του Αποστόλου δεν αποτελούσε πράξη ρουτίνας, που απέβλεπε απλώς στην τέλεση ορισμένων λειτουργιών στη σλαβική γλώσσα. Ήταν η πανηγυρική έγκριση της σλαβικής ως λειτουργικής γλώσσας από τον Απόστολο των εθνών και της ακροβυστίας.Στο διάστημα της παραμονής τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος αρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται το τέλος του και ζητά να πεθάνει ως μοναχός. Κείρεται μοναχός και ονομάζεται Κύριλλος. Στις 4 Φεβρουαρίου του 869 μ.Χ. ο πύρινος ιεραπόστολος, που άναψε την φωτιά της πίστεως και του πολιτισμού στο σλαβικό κόσμο, κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο Μεθόδιος θέλει να μεταφέρει το σκήνωμά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Πάπας Ανδριανός δεν το επιτρέπει και τον θάβει στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, όπου μέχρι και σήμερα δείχνεται ο τάφος του.

Στη συνέχεια, ο Μεθόδιος χειροτονείται από τον Πάπα Αρχιεπίσκοπος Σιρμίου, για να εγκατασταθεί στην Παννονία. Η Ρώμη επιδέξια οικειοποιείται το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Η ζωή όμως του Μεθοδίου, ως Αρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στους ανταγωνισμούς των Λατίνων και των Φράγκων Επισκόπων, στις δολοπλοκίες των ηγεμόνων και των αρχόντων και γίνεται μαρτυρική. Τον φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σε μοναστήρι του Μέλανος Δρυμού και μόλις το 873 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης Η’ τον ελευθερώνει και τον αποκαθιστά. Η λατρεία όμως στα σλαβονικά απαγορεύεται και μόνο το κήρυγμα επιτρέπεται. Το 885 μ.Χ., στη Μοραβία, ο Μεθόδιος παραδίδει το πνεύμα του μέσα σε ένα κλίμα αντιδράσεων και ραδιουργιών. Είχε όμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ιεραποστόλους. Αυτοί ξεχύθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, διέδωσαν και στερέωσαν την Ορθοδοξία στα σλαβικά Έθνη. Ήταν τέτοια δε η δύναμη και το ρίζωμα του έργου τους, ώστε ούτε η λαίλαπα της Ουνίας κατόρθωσε να εξανεμίσει το θεολογικό και πολιτισμικό έργο των δύο Ισαποστόλων αδελφών, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.

Κατά την εξόδιο ακολουθία του Αγίου Μεθοδίου αναρίθμητος λαός, αφού συγκεντρώθηκε, τον συνόδευσε με λαμπάδες και θρήνησε τον αγαθό διδάσκαλο και ποιμένα. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, χήρες και ορφανά, ξένοι και ντόπιοι, ασθενείς και υγιείς, όλοι τον συνόδευσαν, γιατί έδινε τα πάντα σε όλους, για να τους κερδίσει.

Η ιεραποστολική πορεία τους, παρά τα τόσα θρησκευτικά και πολιτιστικά επιτεύγματά της για ολόκληρο το Βορρά, δεν μας είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς. Αν και εργάσθηκαν όσο λίγοι για την δόξα της Ορθοδοξίας, άργησαν οι Ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες να τους περιλάβουν στον κατάλογο των εκλεκτών του Θεού Αγίων. Τη ζωή και τη δράση τους τη μαθαίνουμε από σλαβικές και λατινικές πηγές και από δύο παλαιοσλαβονικές βιογραφίες.

Οι δύο Άγιοι ανεδείχθησαν άξιοι μιμητές του Αποστόλου Παύλου σε πολλούς τομείς του βίου και της δράσεώς τους. Καταρχάς εντάσσονται μέσα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Και μετά την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στη γη η Θεία Οικονομία εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη φράση του Αποστόλου Παύλου «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», την οποία επαναλαμβάνει ο βιογράφος του Αγίου Μεθοδίου, τον οποίο ο Θεός ανέστησε ως διδάσκαλο στους καιρούς του χάριν του Σλαβικού γένους, για το οποίο ποτέ κανείς ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί.

Ο Άγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τον Απόστολο Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του. Γι’ αυτό και ο βιογράφος του σημειώνει ότι σε όλα τα ταξίδια του ο Μεθόδιος περιέπεσε σε πολλούς κινδύνους, που προκλήθηκαν από τον κακό εχθρό (το διάβολο). Κινδύνευσε στις ερήμους από τους ληστές, στη θάλασσα από τρικυμίες, στα ποτάμια από θανάσιμους κινδύνους και έτσι εκπληρώθηκε σε αυτόν ο λόγος του Αποστόλου: «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη» και σε όλα τα παθήματα, τα μνημονευόμενα από τον Απόστολο. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στο σχόλιο αυτό δεν υπάρχει κάτι το υπερβολικό, αν αναλογισθούμε τα ταξίδια του στην Κριμαία, τη Χαζαρία και τη χώρα των Φούλλων, τη ματάβασή του στη Μοραβία, το ταξίδι στη Ρώμη μέσω Παννονίας και Βενετίας, την επιστροφή στην Παννονία και τη Μοραβία, τη σύλληψή του από τους Φράγκους, τη δίκη και καταδίκη του, τη φυλάκισή του επί δυόμισι έτη, την απελευθέρωσή του, τις συκοφαντίες σε βάρος του, τη μετάβασή του στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλὰ ὢ Κύριλλε παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον.
  • Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας. 

Ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανωμή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως υπηρέτης. Κατά τις ημέρες εκείνες κάποιος Χριστιανός από τη Σοχό βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Μην έχοντας να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς, τον απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει. Μπροστά στην απειλή του θανάτου ο φυλακισμένος αποφάσισε να αλλαξοπιστήσει. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους Αγαρηνούς, οι οποίοι αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.

Ο Αργύριος, που είχε πληροφορηθεί το γεγονός, εισήλθε και αυτός στο καφενείο και άρχισε να τον ελέγχει για το παράπτωμά του και ταυτοχρόνως να τον παρακινεί, για να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη. Η στάση του αυτή προκάλεσε τόσο πολύ τους Γενίτσαρους, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέστελλε την οργή τους η ελπίδα μήπως και μπορέσουν να τον προσελκύσουν στην δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Σα βροντή ακούσθηκε η φωνή του Νεομάρτυρα: «Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού».

Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα. Μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του. Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο. Εκείνοι ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του και έτσι ο κριτής διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του. Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομὴ σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ Αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις κόσμων τὸν βίον σου, Μαρτυρικῆς εὐκληρίας λαμπρῶς ἠξίωσαι, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀργύριε· καὶ νῦν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀπολαύων νοερῶς, ἱκέτευε σὺν Ἀγγέλοις, διδόναι λύσιν πταισμάτων, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ὡς κρῖνον ἔφυς τοῦ ἀγροῦ, λειμῶνι εὐσεβείας, καὶ εὐωδίαν μυστικήν, τῇ σῇ ἀθλήσει τῇ στεῤῥᾷ, διέπνευσας τῷ κόσμῳ, Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ παναοίδιμε σὺ γὰρ νεότητος ἄνθος, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἡδέα, θεόφρονι πάρειδες λογισμῷ, οἷα σφαλλόμενα πάντα· καὶ πίστει στρατευθεὶς τῷ Χριστῷ, τῆς ἀληθείας τοῖς ὅπλοις κατηκόντισας, τῶν ἀντικειμένων τὴν παράταξιν τῇ τελεία γὰρ πυρπολούμενος ἀγάπη, ἐξαγαγεῖν τοῦ βυθοῦ τῆς ἀπωλείας ἠβουλήθης, τὸν οἰκτρῶς ἐξολισθήσαντα, καὶ μαρτυρίου ὑπεισῆλθες τὸ στάδιον, μεγαλοφώνως βοῶν: Χριστιανός εἰμι ὦ ἄνομοι. Καὶ μαστίγων πεῖραν ἐνέγκας, καὶ ἀλγηδόνας ὑποστάς, τῷ δι’ ἀγχόνης θανάτῳ, ταῖς οὐρανίαις συνήφθης τάξεσι· διὰ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.
  • Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες. 

Η Οσία Ολυμπία και η οσία Ευφροσύνη έζησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ. Η Οσία Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς που καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και η μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δέκα ετών η Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, όπου η τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας.

Σε ηλικία 19 ετών έγινε η Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε η θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ., πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ’ όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών. Ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959 μ.Χ., όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της Θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις η ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της Αγίας Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Θεῶ ἀνατεθεῖσα ἐκ νεότητος πάνσεμνε, ἐμόνασας ὁσίως, καί ἀνδρείως ἐνήθλησας, διό ἐπιφανεῖσα μυστικῶς, ἐδήλωσας τήν ἄθλησιν τήν σήν, ἥν ὑμνοῦμεν Ὀλυμπία ἀσματικῶς βοῶντες Ὁσιομάρτυς, δόξα τῶ δεδωκότι σοι ἰσχύν δόξα τῶ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῶ τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς, λαμπρῶς σέ ἀριθμήσαντι.
  • Άγιος Διόσκορος ο Νέος. 
Ο Άγιος Μάρτυς Διόσκορος (ή Διοσκορίδης) ο Νέος καταγόταν από τη Σμύρνη και σ’ αυτή μαρτύρησε για τον Χριστό. Η μανία των ειδωλολατρών κατά των Χριστιανών, άναβε περισσότερο το ζήλο του για την αγία μας πίστη. Καταγγέλθηκε λοιπόν σα χριστιανός. Ομολόγησε ότι ήταν και θα μείνει αμετακίνητος στην Ιερή ομολογία του. Με την ιδέα ότι οι βαρείες φυλακίσεις θα δάμαζαν το φρόνημα του, τον έριξαν στην πιο άθλια και σκοτεινή φυλακή. Επειδή όμως και πάλι διακήρυττε, ότι μέχρι την τελευταία του πνοή θα μείνει πιστός στον Ιησού του, τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.
  • Άγιος Αρμόδιος ο Μάρτυρας. 
Ο Άγιος Μάρτυς Αρμόδιος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η μνήμη του αναφέρεται σε Κώδικα του 11ου αιώνα μ.Χ. της μονής Κρυπτοφέρρης στη Ρώμη, όπου και ή Ακολουθία του από τον Αρσένιο.
  • Όσιος Αγγελάριος Αρχιεπίσκοπος και φωτιστής Βοημίας. 
Ο Όσιος Αγγελάριος ήταν συνεργάτης και βοηθός των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Έζησε και έδρασε κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο Όσιος Αγγελάριος ήρθε στη Βουλγαρία, όπου και κοιμήθηκε οσιακά μετά από τις μύριες διώξεις και κακουχίες των Φράγκων κληρικών και των Γερμανών στρατιωτών. Το 1742 μ.Χ. εκδόθηκε στη Μοσχόπολη της Μακεδονίας «Ακολουθία των αγίων επταρίθμων, ποιηθείσα παρά του εν ιερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στην οποία βέβαια αναγράφεται ότι η μνήμη των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των συν αυτοίς εορτάζεται στις 17 Ιουλίου.
  • Άγιοι Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος οι Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος μαρτύρησαν στη Ρώμη, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.).
  • Όσιος Νικόδημος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας. 
Ο Όσιος Νικόδημος, Αρχιεπίσκοπος Σερβίας, ήταν ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλανδραρίου του Αγίου Όρους και χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 1316. Το 1319 μετέφρασε το Τυπικό του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου της Ιερουσαλήμ στη Σλαβονική γλώσσα και απαίτησε να χρησιμοποιείται ανελλιπώς στην Εκκλησία της Σερβίας. Ο Όσιος Νικόδημος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1325.
  • Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος. 
Ο Όσιος Σωφρόνιος έζησε στην Ρωσία κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου του Κιέβου. Φορούσε τρίχινα ρούχα και μια βαριά σιδερένια ζώνη και διάβαζε καθημερινά ολόκληρό το Ψαλτήρι. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη.
  • Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας. 
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Ιωσήφ, πρώτος Μητροπολίτης Αστραχάν, γεννήθηκε στο Αστραχάν το 1579 μ.Χ. Εκάρη μοναχός και έγινε ηγούμενος της μονής Αγίας Τριάδος Αστραχάν σε ηλικία πενήντα δύο ετών. Το 1656 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Αστραχάν. Στις 11 Μαΐου του 1672 μ.Χ. και κατά την διάρκεια μια επαναστάσεως των κατοίκων της πόλεως, ο Άγιος Ιωσήφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Το μαρτύριό του καταγράφηκε με λεπτομέρεια από δύο αυτόπτες μάρτυρες, ιερείς του καθεδρικού ναού του Αστραχάν, τον π. Κύριλλο και τον π. Πέτρο. Οι ιερείς πήραν το τίμιο λείψανο του Ιερομάρτυρα, το ένδυσαν με αρχιερατικά άμφια και το τοποθέτησαν σε ένα ετοιμασμένο μνημείο. Την επόμενη ημέρα, μετά την τέλεση της Πανυχίδος, το λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσι και παρέμεινε άταφο για εννέα ημέρες. Τα λείψανα του Αγίου Ιεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σε μνημείο και επιτελούσαν θαύματα σε εκείνους που προσέτρεχαν με πίστη. Ο Άγιος Ιωσήφ αγιοκατατάχθηκε στην Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον Απρίλιο του 1918 μ.Χ.
  • Όσιος Χριστόφορος εκ Γεωργίας.
Ο Όσιος Χριστόφορος ήταν μοναχός στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στην έρημο του Δαβιδγκαρέτζι, τη «Θηβαΐδα της Γεωργίας». Αφού ασκήτεψε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη το 1771 μ.Χ.
  • Άγιος Αλέξανδρος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Χάρκοβ. 

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Αλέξανδρος, κατά κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκιυ, γεννήθηκε στην πόλη Λουκ της περιοχής της Βολυνίας το 1851 μ.Χ. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Νομικής, μετά τον θάνατο της μητέρας του παραδόθηκε σε μία ζωή έκλυτη. Μία ημέρα του παρουσιάσθηκε στον ύπνο η νεκρή του μητέρα, που ο νέος την αγαπούσε πάρα πολύ και του ζήτησε να αλλάξει ζωή και να μπει σε μοναστήρι. Ο Αλέξανδρος υπάκουσε στην αίτησή της, άφησε τον κόσμο και έγινε μοναχός.

Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ. ο αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος μαζί με άλλους ιερωμένους των οποίων οι εκκλησίες είχαν κλείσει, βρήκε καταφύγιο στη γυναικεία μονή του Κοζέλσκινσκιυ, στην επαρχία της Πολτάβα. Εξαιτίας των διωγμών πενήντα μοναχές εγκατέλειψαν το μοναστήρι και εγκαταστάθηκαν στις όχθες του ποταμού Πσελ, όπου ίδρυσαν μία σκήτη. Ο Αλέξανδρος ήταν ο εξομολόγος τους. Με το κλείσιμο όλων των μοναστηριών και τις εκκλησίες εκείνης της περιοχής, η σκήτη παρέμεινε το μοναδικό κέντρο εκκλησιαστικής ζωής, προσελκύοντας ένα μεγάλο αριθμό πιστών με την ευκαιρία των διαφόρων τελετών. Το 1932 μ.Χ. η σκήτη λεηλατήθηκε από τις σοβιετικές αρχές. Μετά από αυτή την καταστροφή ο αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος χειροτονήθηκε Επίσκοπος του Ουμάνσκ και συνενώθηκε με την εκκλησιαστική ιεραρχία της οποίας ηγείτο ο Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκιυ. Το 1933 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη θέση της Βινίτσα και το 1937 μ.Χ. στην αρχιεπισκοπή του Χάρκοβ.

Ο Άγιος Αλέξανδρος γρήγορα κέρδισε την στοργή και την εκτίμηση των πιστών του ποιμνίου του. Η κοινωνικότητα, η ζωντάνια και το μειλίχιο ύφος του συνοδεύονταν από την ικανότητα να επιλύει με απλότητα και σοφία τις διαμάχες και να παρακινεί τους ενορίτες στην πίστη και στη χριστιανική ζωή κατά τη διάρκεια των διώξεων.

Κατά το 1930 μ.Χ. οι εκκλησίες του Χαρκώβ, που είχαν εναπομείνει, ήταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ιερέων που καθοδηγούνταν από την «Αναδιοργάνωση» (Obnovlency) ή την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Μονάχα η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λυσάγια Γκόρα, ένα μακρινό προάστιο της πόλεως, ανήκε στην κοινότητα της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας. Εδώ, χάρη στον ποιμαντικό ζήλο του Αγίου Αλεξάνδρου, εξελισσόταν μια ζωντανή εκκλησιαστική δραστηριότητα. Κάθε εβδομάδα οι ιερές Ακολουθίες του Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ανθρώπων και κάθε Κυριακή η Θεία Κοινωνία διαρκούσε αρκετές ώρες. Επίσης, πάντοτε την Κυριακή, ο Αρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ανθρώπων (μερικές φορές μέχρι και εκατόν είκοσι).

Η εκκλησιαστική αφύπνιση των κατοίκων του Χάρκωβ και ο ενθουσιασμός του Αρχιεπισκόπου προκάλεσαν την αποδοκιμασία των αρχών. Στις 28 Ιουλίου 1938 μ.Χ. ο Άγιος συνελήφθη και στις 17 Ιουνίου 1939 μ.Χ. καταδικάσθηκε από το στρατοδικείο σε δεκαετή φυλάκιση με την κατηγορία της «αντιεπαναστατικής προπαγάνδας». Στις 5 Ιανουαρίου 1940 μ.Χ. αυτή η καταδίκη αποσύρθηκε και η περίπτωση του Αλεξάνδρου τέθηκε σε συμπληρωματική έρευνα. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος δεν άντεξε την διάρκεια της προφυλακίσεώς του και πέθανε τον Μάιο του 1940 μ.Χ. στο αναρρωτήριο της φυλακής. Μέσα από μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους, οι πιστοί κατόρθωσαν να βγάλουν από την φυλακή το λείψανο του Αγίου και να το ενταφιάσουν μυστικά στο κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκιυ του Χάρκωβ. Έκτοτε ο τάφος του Αγίου Αλεξάνδρου έγινε τόπος ιερού προσκυνήματος και για πολλά χρόνια οι πιστοί του Χάρκωβ συνέχισαν να εναποθέτουν στον τάφο του λουλούδια. Το 1993 μ.Χ., η Σύνοδος της Ορθοδόξου Ουκρανικής Εκκλησίας (Πατριαρχείο Μόσχας) επεκύρωσε την τοπική τιμή του Αγίου Αλεξάνδρου εντός των ορίων της Ουκρανίας.

  • Άγιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως. 
Ο Άγιος Θεοφύλακτος, κατά κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σε ιερατική οικογένεια στο χωριό Μάκοβετς, κοντά στην Ταρούσσα, της επαρχία Καλούγκα. Το 1838 μ.Χ. σπούδασε στο θεολογικό σεμινάριο της Καλούγκα και αργότερα εισήλθε στη θεολογική ακαδημία της Μόσχας. Στις 8 Μαρτίου 1842 μ.Χ. εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοφύλακτος. Στις 15 Μαρτίου του ιδίου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και στις 28 Ιουνίου πρεσβύτερος. Αφού δίδαξε σε διάφορες θεολογικές σχολές, εξελέγη στις 10 Φεβρουαρίου 1863 μ.Χ. Επίσκοπος Σταυρουπόλεως. Αναδείχθηκε αληθινός ποιμένας και διέπρεψε στον ασκητικό του βίο. Ο Άγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1872 μ.Χ.
ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com