- Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός
- Άγιοι Γεννάδιος και Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης
- Όσιος Λάζαρος ο Ζωγράφος
- Άγιοι Ζαχαρίας ο Σκυτοτόμος και Ιωάννης
- Όσιος Λογγίνος
- Όσιος Γεννάδιος ο Βατοπαιδινός
- Όσιος Ιουστίνος
- Άγιος Σακ ο Πέρσης
- Όσιος Ιωάννης ο Δερμοκαΐτης
- Όσιος Νίκων ο θαυματουργός μαθητής του Αγίου Σεργίου
- Αγία Hilda
- Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε περίπου το 210 με 215 μ.Χ. Αρχικά ονομαζόταν Θεόδωρος και οι γονείς του ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (γνωστή στην αρχαιότητα και ως Καβηρία, Διάσπολις και Σεβαστή, το σημερινό Νικσάρ) .
Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση του, ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο ή (σύμφωνα με μερικές αγιολογικές πηγές) Αθηνόδωρο, (βλέπε και για τους δύο στις 7 Νοεμβρίου) πήγαν στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια για το Γρηγόριο. Όταν περνούσε από την Καισαρεία, άκουσε το δεινό ερμηνευτή των Γραφών, Ωριγένη. Ο Γρηγόριος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μαζί του, ώστε άφησε τα νομικά και διετέλεσε επί χρόνια μαθητής του. Ονομαστός είναι ο αποχαιρετιστήριος λόγος του μετά το πέρας των σπουδών του. Εκεί φαίνεται η μεγάλη αξία του Ωριγένη, σαν διδασκάλου και η βαθειά ευγνωμοσύνη του Γρηγορίου, σαν μαθητού. «Άπασαν προσήγε την παρ’ αυτού τέχνην και επιμέλειαν και κατειργάσατο ημάς», γράφει για το διδάσκαλό του.
Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια με πλήρη θεολογική μόρφωση και άγιο ζήλο. Τότε ο Μητροπολίτης Αμασείας Φαίδημος διέκρινε τα χαρίσματα του και τον έκανε επίσκοπο Νεοκαισαρείας η οποία είχε μόνο 17 χριστιανούς! Ο Γρηγόριος, όμως, δεν το θεώρησε υποτιμητικό. Βασιζόταν πολύ στη δύναμη της θείας χάριτος και πάντα είχε στο μυαλό του τα ενθαρρυντικά λόγια του θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β’ πρός Τιμόθεον, β’ 1), δηλαδή να ενδυναμώνεσαι με τη χάρη που μας δίνεται από τη σχέση και την ένωση μας με τον Ιησού Χριστό. Πράγματι, με τη χάρη του Θεού, ο Γρηγόριος έκανε καταπληκτικό αγώνα και εκχριστιάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Και ενώ είχε παραλάβει 17 χριστιανούς, όταν πέθανε ειρηνικά στα τέλη του 270 μ.Χ. είχαν απομείνει στην επισκοπική του περιφέρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες! Υπήρξε δε τόσο εγκρατής στη γλώσσα του, ώστε δεν βγήκε απ’ αυτή κανένας κακός, περιττός ή αργός λόγος. Γι’ αυτό και ο Θεός τον κόσμησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, των διδασκαλιών σχετικά με τους αγίους και η τήρηση εορτών για τους αγίους, που αποτέλεσε επίσης μέσο για να προσελκύσει ειδωλολάτρες στην εκκλησία.
Τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού συνέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αποτελεί την πιο αξιόπιστη βιογραφική πηγή εν μέσω ασαφειών και θρύλων. Στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο άτομο που είναι γνωστό ότι έλαβε όραμα της Παναγίας (μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή), βάσει του οποίου κατέγραψε μια ομολογία σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης αναφέρει ότι ο ίδιος μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα η οποία ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος σ’ ένα του λόγο λέει για τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ότι για τα πνευματικά του χαρίσματα και την χάρη των θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς παρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».
Τα έργα του Γρηγόριου έχουν διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι η Επιστολή Κανονική Περί των εν τη Καταδρομή των Βαρβάρων Ειδωλόθυτα Φαγόντων ή και Έτερα τινά Πλημμελησάντων, Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν, ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, μὴ ποτὲ ὑπνώσωμεν, ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον.
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας τῶν ἀνθρώπων, πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλῇ θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον καὶ τῶν θαυμάτων ποταμόν σε ἀνεξάντλητον μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέος γέγονας Μωσῆς τοῖς ἔργοις, πλάκας πίστεως ἐπὶ τοῦ ὄρους, τῆς μυστικῆς θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοῖς τὴν εὐσέβειαν, τοῦ τῆς Τριάδος μυστηρίου Γρηγόριε· ὅθεν ἅπαντες, τιμῶμεν πιστοὶ τὴν μνήμην σου, αἰτοῦντες διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.
Πόθεν ἀπάρξομαι τοὺς ἐπαίνους ἐξυφαίνειν ὁ τάλας, καθορῶν τὰ πολλὰ καὶ ὑπερθαύμαστα πράγματα; Ἐὰν ἀπὸ τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου ἐγχειρήσω, τὸ σύνολον οὐκ ἰσχύω· πάντα γὰρ νοῦν ὑπερβαίνει ὁ ἔνθεος βίος αὐτοῦ. Ἐὰν ἀπὸ τῶν θαυμάτων, καὶ ἐν τούτῳ λοιπὸν αἰσχυνθήσομαι, ὑπὲρ τὴν ψάμμον γὰρ ὑπάρχουσι· διὰ τοῦτο ἀκούει θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Τῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἷα κλίμακι νοητῇ, πρὸς θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.
- Άγιοι Γεννάδιος και Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταὶς ἰδέαις κατακοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας ἐδείχθης Ἀρχιεράρχης σοφός, καὶ ποιμὴν ἀληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁσίων κοινωνός, ἐν πάσῃ δικαιοσύνη. Καὶ νῦν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
- Όσιος Λάζαρος ο Ζωγράφος
- Άγιοι Ζαχαρίας ο Σκυτοτόμος και Ιωάννης
Οι δύο αυτοί Όσιοι αναφέρονται σε κάποια διήγηση, κατά την οποία ο Ιωάννης είδε τον Ζαχαρία τον Σκυτοτόμο (Σκυτοτόμος: σανδαλοποιός, ράπτης δερμάτων, κάτι παρόμοιο και μεταξύ σημερινού τσαγκάρη και τεχνίτη κατεργασίας και μεταποίησης δερματίνων ειδών) να βγαίνει από τον Ναό της Αγίας Σοφίας συνοδευμένο από θείο φως. Τον ακολούθησε στο σπίτι του και έμαθε ότι, αν και ήταν παντρεμένος, ζούσε με παρθενία και σωφροσύνη, όσα κέρδιζε από την τέχνη του τα μισά τα έδινε στους φτωχούς και ότι έζησε ζωή θεοφιλή (7ος αι. μ.Χ.).
Για τον Ιωάννη λέγεται, ότι ήταν πλούσιος και αξιωματούχος. Περιφρόνησε όμως τα εγκόσμια και ζούσε ζωή απλή και ασκητική, συχνάζοντας κάθε μέρα στους ναούς, όπου έτυχε να συναντήσει και τον πιο πάνω σκυτοτόμο Ζαχαρία.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«Ένας άνθρωπος ένδοξος και περιφανής εις τα του κόσμου πράγματα, ονόματι Iωάννης, καταφρονήσας όλα τα του βίου ηδονικά, εμεταχειρίζετο μίαν ζωήν ταπεινήν και μοναχικήν. Kαι σχολάζων εις τα του Θεού πράγματα, εσπούδαζε να αρέση εις μόνον τον Θεόν. Kαταγινόμενος μεν πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, εκτεινόμενος δε και προκόπτων εις τα έμπροσθεν και μεγαλίτερα κατορθώματα. Eπειδή δε κοντά εις τα άλλα του κατορθώματα, είχεν απαραίτητον έργον και το να πηγαίνη να αγρυπνή όλην την νύκτα εις τους ναούς του Kυρίου, διά τούτο μίαν νύκτα επήγεν εις τον εν Kωνσταντινουπόλει μέγαν Nαόν της του Θεού Λόγου Aγίας Σοφίας. Kαι ευρών κλεισμένας τας πόρτας, εκάθισεν εις ένα σκαμνίον, οπού ήτον εκεί κοντά, με το να ήτον αποκαμωμένος. Eκεί δε καθήμενος, ανεγίνωσκε με σιγανήν φωνήν την ακολουθίαν του.
Kαι ιδού βλέπει μίαν λάμψιν φωτός, η οποία ήρχετο από έξω. Θεωρήσας δε προσεκτικώτερον, εστοχάζετο ένα άνδρα σεμνόν, ακολουθούντα εις το φως εκείνο. Όθεν χαροποιηθείς διά την θεωρίαν ταύτην, επρόσεχε καλλίτερα, θέλωντας να μάθη, τι έχει να κάμη ο άνθρωπος εκείνος. Όταν δε ο φαινόμενος έφθασεν εις τας κεκλεισμένας πόρτας του Nαού της Aγίας Σοφίας, έκλινε τα γόνατα εις το κατώφλιον της πόρτας, και αρκετά επροσευχήθη. Έπειτα εσήκωσεν υψηλά τα χέριά του, και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις τας πόρτας, ω του θαύματος! παρευθύς αι πόρται ανοίχθησαν από λόγου των, και μαζί με το φως εμβήκε μέσα και ο θαυμάσιος εκείνος. Aφ’ ου δε εμβήκε, πάλιν έκλινε γόνυ εις το έδαφος, όπου άνωθεν ήτον ζωγραφημένη η εικών της υπεραγίας Θεοτόκου, σηκωθείς δε, άνοιξε και εκεί τας πόρτας. Kαι ελθών εις τας αργυράς και ωραίας πόρτας του Nαού τας εν τω νάρθηκι, αρκετά εκεί επροσευχήθη. Έπειτα άνοιξε και ταύτας με το σημείον του Σταυρού, και έτζι εμβήκεν εις τον Nαόν φωτοειδής όλος ων.
Πηγαίνωντας δε εις το μέσον του Nαού, εσήκωσε τας χείρας του υψηλά, εξιλεόνωντας τον Θεόν. Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν του, πάλιν εγύρισεν οπίσω, και πηγαίνει εις το προαύλιον του Nαού. Aι δε πόρται εκλείοντο υπό θείας ενεργείας, καθώς εκείνος εύγαινεν έξω. Eστέκετο λοιπόν ο ιερός άνθρωπος Iωάννης, και έβλεπε προσεκτικώς, που θέλει υπάγη ο θείος εκείνος ανήρ, αφ’ ου ευγήκεν από τον Nαόν. Eπειδή δε εκείνος επεριπάτει την ίσην στράταν, δεν αμέλησεν ο Aβραμιαίος Iωάννης να ακολουθήση αυτόν, διά να μάθη, πού κρύπτεται ο τοιούτος πολύτιμος του Θεού μαργαρίτης. Kλίνας δε ο φαινόμενος ολίγον από την ίσην στράταν, επήγαινεν εις τον κατήφορον κατά την σκάλαν του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού. Πλησιάσας δε εις ένα μικρότατον οσπήτιον, και κτυπήσας την πόρταν με το χέρι, είπε με σιγανήν φωνήν το όνομα της ένδον ούσης γυναικός, Mαρία, και ούτως εμβήκε μέσα. Tότε το φως οπού τον εφώτιζεν εις τον δρόμον, εσηκώθη από το μέσον. Kαι ούτως έγινεν αναμεταξύ εις τους δύω νύκτα σκοτεινή.
H δε γυνή του θείου εκείνου ανδρός, άναψε τον λύχνον από την κανδήλαν και έφερεν εις τον άνδρα της. Eκείνος δε, δεν επλαγίασεν εις κλίνην, μήτε κατά άλλον τρόπον ανέπαυσε το σώμα του, αλλά άρχισε να δουλεύη. Tζαγγάρης γαρ ήτον και των δερμάτων ράπτης. Tότε και ο ακολουθών οπίσω του αξιομνημόνευτος Iωάννης, χωρίς εντροπήν επήγεν εις το οσπήτιον εκείνου. Kαι πεσών εις τους πόδας του, έβρεχεν αυτούς με τα δάκρυα και παρακαλών αυτόν, μη αποκρύψης από λόγου μου, έλεγε, ποίος είσαι, και ποία είναι η υψηλή πολιτεία σου, διά μέσου της οποίας ποιείς εξαίσια θαύματα, τα οποία είδον εγώ με τους οφθαλμούς μου. O δε ταπεινόφρων εκείνος, συγχώρησον, έλεγε, γέρων διά τον Kύριον. Eγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος, και δεν έχω κανένα έργον καλόν εις τον εαυτόν μου. Ποίος γαρ είμαι ο ιδιώτης εγώ; ή πόθεν έμαθον καμμίαν υψηλήν πολιτείαν, ως αυτός λέγεις, εις καιρόν οπού είμαι πτωχός και εργάτης μιάς τέχνης ευτελεστάτης; Eπλανήθης ω άνθρωπε, επλανήθης, και φάντασμα μάλλον είδες, παρά αλήθειαν.
Tότε ο γέρων επρόσθεσε δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, και δεν έπαυεν ορκίζων αυτόν εις τον Θεόν, διά να του φανερώση την μεγαλιτέραν αυτού αρετήν. Aν γαρ δεν ήτον, έλεγεν, έργον της θείας Προνοίας διά να φανερωθή η εδική σου πολιτεία, βέβαια δεν ήθελα αξιωθώ εγώ ο ελάχιστος να γένω θεωρός τοιούτων μυστηρίων. Στενοχωρούμενος λοιπόν από τους όρκους ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, εσηκώθη επάνω, και ποιήσας πρώτον μετάνοιαν εις τον γέροντα, άρχισε έτζι να λέγη.
Ήξευρε καλά, αδελφέ μου, ότι κανένα κατόρθωμα επί της γης δεν απόκτησα, πάρεξ το να συμφύρωμαι και να μολύνωμαι με τας αμαρτίας. Kαι το να προτιμώ της σαρκός μου την καλοπάθειαν. Mετά ταύτα δε, εκ της αγαθότητος του Θεού μου, λαβών εις νουν τον φόβον της κολάσεως, αφ’ ου ταύτην, οπού βλέπεις, έλαβον εις γυναίκα μου, δεν εμόλυνα την καθαρότητα της σαρκός. Aλλά και οι δύω φυλάττομεν παρθενίαν με συμφωνίαν και κρύπτομεν τούτο λέγοντες, ότι αύτη είναι στείρα. Kαι έως τώρα με την βοήθειαν του Θεού, φυλάττεται βεβαία από ημάς η καθαρότης της ψυχής και του σώματος, διά τον πόθον και την αγάπην του πλάστου μας. Θέλω προσθέσω δε και άλλο ένα διά την ασφάλειαν του όρκου. O εδικός μου πλούτος όλος, δεν είναι περισσότερος από ένα τριμίσιον (Tούτο φαίνεται ότι είναι μία ποσότης νομισμάτων). Mε τούτο δε αγοράζωντας δέρματα, εργάζομαι την τέχνην των υποδημάτων. Kαι ό,τι μισθόν ευγάλω από αυτήν, μοιράζω αυτόν εις δύω ίσα μερίδια. Kαι το μεν ένα μερίδιον το πρώτον και κυριώτερον, το αφιερόνω εις τον Xριστόν, δίδωντας αυτό εις τους πτωχούς τους του Xριστού αδελφούς, το δε άλλο, εξοδεύω εις τα εδικά μας χρειαζόμενα. Kαι έτζι πάντοτε πολιτευόμενος, φαντάζομαι καθ’ εκάστην τον φοβερόν Kριτήν, οπού μέλλει να έλθη. Kαι ενθυμούμαι την εξέτασιν, οπού έχουν να κάμουν εις εμέ οι φορολόγοι δαίμονες.
Tαύτην την διήγησιν ακούσας ο Iωάννης και εκπλαγείς, διά την καθαράν και μακαρίαν ζωήν του αοιδίμου Ζαχαρίου (έτζι γαρ ωνομάζετο) υπερεπαίνεσεν αυτόν. Eίτα αποχαιρετήσας τον θαυμαστόν άνδρα, ευγήκεν από το οσπήτιόν του χαίρων και αγαλλόμενος. Kαι ο μεν Iωάννης, επήγεν εις τον οίκον, όπου εξενοδοχείτο, και ευχαρίστει τον Θεόν διά τα θαυμαστά μεγαλεία οπού είδεν. O δε μακάριος Ζαχαρίας και αληθώς ανυπερήφανος, θέλωντας να φύγη της ανθρωπίνης δόξης το δόλωμα, αφήκε το οσπήτιόν του εκείνο και έφυγεν, άγνωστος τελείως εις όλους γενόμενος».
- Όσιος Λογγίνος
Ο Όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του, περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά. Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«O Όσιος ούτος Λογγίνος αφήκεν ημίν το απόφθεγμα τούτο· «Ώσπερ ο νεκρός ουκ αισθάνεταί τινος, ουδέ κρίνει τινα, ούτω και ο ταπεινόφρων ου δύναται κρίναι άνθρωπον, καν ίδη αυτόν προσκυνούντα τοις ειδώλοις» (σελ. 280 του Eυεργετινού). O ίδιος ούτος ερώτησε τον αββάν Λούκιον ούτω· «Θέλω ξενιτεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη κρατήσης της γλώσσης σου ουκ εί ξένος, όπου αν απέλθης. Kαι ώδε ουν κράτησον της γλώσσης σου, και ξένος εί». Eρώτησε και δεύτερον· «Θέλω νηστεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eίπεν Hσαΐας ο προφήτης. Eάν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, ουδ’ ούτως κληθήσεται νηστεία δεκτή. Aλλά μάλλον κράτησον των πονηρών λογισμών». Eρώτησε και τρίτον· «Θέλω φυγείν τους ανθρώπους». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη πρότερον κατορθώσης την αρετήν μετά των ανθρώπων, ουδέ κατά μόνας δύνασαι κατορθώσαι» (σελ. 723 του αυτού).
Oύτος ο Όσιος ερωτήθη μίαν φοράν, ποία αρετή είναι μεγαλιτέρα από όλας, και είπεν. Ότι καθώς η υπερηφανία είναι μεγαλιτέρα από όλας τας κακίας και τα πάθη, ώστε οπού εδυνήθη να ρίψη και τους Aγγέλους από τον Oυρανόν, έτζι εκ του εναντίου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλιτέρα από όλας τας αρετάς. Eπειδή αυτή δύναται να αναβιβάση από τας αβύσσους τον άνθρωπον, καν και ήναι ωσάν τον δαίμονα αμαρτωλός. Διά τούτο και ο Kύριος προτίτερα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι: ήτοι τους ταπεινούς (σελ. 275 του Eυεργετινού). Γράφεται δε περί τούτου και εν τω χειρογράφω Παραδείσω των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα ψυχοσωτήρια λόγια. «H νηστεία ταπεινοί το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νούν. H ησυχία φέρει το πένθος. Tο πένθος βαπτίζει τον άνθρωπον, και ποιεί αυτόν αναμάρτητον». Eίχε δε ούτος κατάνυξιν πολλήν εν τη ευχή και εν τη ψαλμωδία αυτού. Λέγει ουν εν μιά ημέρα ο μαθητής αυτού. Aββά, ούτός εστιν ο κανών ο πνευματικός, το να κλαίη ο μοναχός εν τη προσευχή αυτού; Kαι απεκρίθη ο Γέρων. Nαι τέκνον, αυτός είναι ο κανών. Tον οποίον ζητεί ο Θεός. Διατί ο Θεός δεν έκαμε τον άνθρωπον διά να κλαίη, αλλά διά να χαίρη και να ευφραίνεται. Ίνα δοξάζη αυτόν καθαρώς και αναμαρτήτως, ως οι Άγγελοι. Aφ’ ου δε ο άνθρωπος έπεσεν εις την αμαρτίαν, εχρειάσθη να κλαίη. Όπου γαρ αμαρτία δεν είναι, εκεί δεν είναι χρεία ούτε κλαυθμού».
- Όσιος Γεννάδιος ο Βατοπαιδινός
- Όσιος Ιουστίνος
- Άγιος Σακ ο Πέρσης
- Όσιος Ιωάννης ο Δερμοκαΐτης
- Όσιος Νίκων ο θαυματουργός μαθητής του Αγίου Σεργίου
- Αγία Hilda
Ήταν κόρη του Hereric ανιψιού του βασιλέα Edwin της Northumbria και έγινε Χριστιανή στα δεκατρία της χρόνια ακολουθώντας τα κηρύγματα του Αγίου Paulinus του Γιορκ (βλέπε 10 Οκτωβρίου). Το κανονικό της όνομα ήταν Hild και σημαίνει «μάχη».Όταν έγινε 20 ετών, πήγε στο μοναστήρι Chelles στην Γαλλία, όπου βρισκόταν και η αδερφή της, Αγία Hereswitha και έγινε μοναχή. Το 649 μ.Χ. ο Άγιος Aidan (βλέπε 31 Αυγούστου) την κάλεσε πίσω στην Northumbria και έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού στο Hartlepool.Ύστερα από μερικά χρόνια, η Αγία Hilda έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού του Whitby στο Streaneshalch και έμεινε εκεί μέχρι την κοίμηση της.
Το μοναστήρι της γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και πολλοί μοναχοί και άρχοντες έτρεχαν να τη συμβουλευτούν. Αρκετοί από τους μοναχούς έγιναν αργότερα επίσκοποι, όπως ο Άγιος Ιωάννης του Beverly και ο Άγιος Wilfrid της Υόρκης (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ενώ μοναχός του μοναστηριού ήταν και ο Caedmon, ο πρώτος Άγγλος θρησκευτικός ποιητής.
Στο μοναστήρι της, το 664 μ.Χ., έγινε μία σύνοδος για το αν θα ακολουθούσαν τα Κέλτικα ή τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Αν και υπερίσχυσε η πρώτη άποψη, στο μοναστήρι της η Αγία Hilda ακολούθησε τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα.Επτά χρόνια πριν από το θάνατο της προσβλήθηκε από πυρετό ο οποίος δεν την άφησε μέχρι να πεθάνει. Παρόλα αυτά δεν παραμέλησε καθόλου τα καθήκοντα της προς το Θεό και προς τα πνευματικά της παιδιά. Κοιμήθηκε ειρηνικά αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού ακούστηκε θαυματουργικά στο Hackness 13 μίλια μακριά, όπου μια αφοσιωμένη μοναχή με το όνομα Begu είδε την ψυχή της Αγίας να μεταφέρεται από Αγγέλους στους Ουρανούς.
Τον βίο της Αγίας Hilda συνέγραψε ο Άγιος Bede (βλέπε 27 Μαΐου).