3 Μαΐου γιορτάζουν…

Μνήμη των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, Μνήμη του αγίου μάρτυρος Διοδώρου και του αγίου ιερομάρτυρος Ροδοπιανού, Μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος Ξενίας, Μνήμη των αγίων είκοσι επτά μαρτύρων, Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου πατρός ημών Λουκά του εν τω Στειρίω της Ελλάδος, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Οικουμενίου, επισκόπου Τρίκκης, Μνήμη των αγίων νεομαρτύρων Αναστασίας και Χριστοδούλου,

by Times Newsroom
  • Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα
  • Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Άργους και Ναυπλίου
  • Άγιοι Διόδωρος και Ροδοπιανός ο Διάκονος
  • Άγιοι Είκοσιεπτά Μάρτυρες
  • Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης
  • Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω
  • Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή
  • Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου
  • Άγιος Πάμβος «Καθολικός Γεωργίας»
  • Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
  • Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος
  • Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας
  • Άγιος Παύλος ο Μάρτυρας εκ Ρωσίας
  • Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ και Λευκής Λίμνης
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων εν Κιέβω

**********************************************************************************************************************

  • Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα. 

Οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα, γεννήθηκαν στη κωμόπολη Παναπέα στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου. Ο Τιμόθεος ήταν αναγνώστης και κήρυκας του Ευαγγελίου στην Εκκλησία των Παναπέων και εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με θερμότατο ζήλο και θαυμαστά αποτελέσματα. Το γεγονός αυτό προξενούσε ζηλοφθονία στους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τελικώς τον κατήγγειλαν στον αδίστακτο ειδωλολάτρη έπαρχο Αρριανό, είκοσι μόλις μέρες μετά τον γάμο του με την Αγία Μαύρα. Ο Αρριανός κάλεσε τον Τιμόθεο να παραδώσει τα ιερά βιβλία του στην πυρά. Ο Τιμόθεος αρνήθηκε με παρρησία να καταστρέψει τα βιβλία του, λέγοντας στον έπαρχο ότι τα θεωρεί ως ιερά πνευματικά του όπλα και εφόδια. Οργισμένος ο Αρριανός υπέβαλε τον άγιο σε διάφορα βασανιστήρια, τα οποία ο Τιμόθεος υπέμεινε με παροιμιώδη υπομονή.

Πρώτα πρώτα έβαλαν μέσα στα αυτιά του Μάρτυρα πυρακτωμένα σίδερα, με αποτέλεσμα να λιώσουν οι κόρες των ματιών του και να πέσουν στο έδαφος. Στη συνέχεια έδεσαν τους αστραγάλους πάνω σε τροχό βασανιστηρίων και σφράγισαν το στόμα του με φίμωτρο. Έπειτα έδεσαν μια βαριά πέτρα στόν τράχηλό του και τον κρέμασαν σε ένα δέντρο.

Για να κάμψει το σθένος του ο έπαρχος στράφηκε προς τη σύζυγό του Μαύρα, την οποία στην αρχή κολάκευε για να θυσιάσει στο είδωλα και μην ακολουθήσει τη θανατηφόρα πορεία του συζύγου της. Με παραίνεση όμως του Τιμόθεου, η Μαύρα ομολόγησε κι εκείνη την πίστη της στον Θεό. Τότε ο Αρριανός διέταξε τον άγριο βασανισμό της Αγίας, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων έψαλε.

Πρώτα πρώτα, λοιπόν, της ξερρίζωσαν τις τρίχες του κεφαλιού της και στη συνέχεια της έκοψαν τα δάχτυλα. Έπειτα την βύθισαν ολόκληρη μέσα σε ένα καζάνι γεμάτο νερό που κόχλαζε. Επειδή όμως η Αγία, αν καί ήταν μέσα στο βραστό νερό, δεν έπαθε το παραμικρό έγκαυμα, ο Αρριανός σχημάτισε τη γνώμη ότι το νερό δεν ήταν θερμό, αλλά ψυχρό. Έτσι, για να το διαπιστώσει, πρόσταξε να του ραντίσουν το χέρι. Τότε η Αγία πήρε με τη χούφτα της νερό και το έριξε πάνω στο χέρι του. Το νερό αυτό ήταν τόσο καυτό, ώστε να διαλυθεί το δέρμα του ηγεμόνα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Αρριανός δεν σταμάτησε και διέταξε να σταυρώσουν και τους δυο Αγίους. Ακόμη και στο σταυρό του μαρτυρίου, ο βδελυρός έπαρχος, πλησίασε την αγία σε μία απέλπιδα προσπάθεια έστω και την τελευταία στιγμή να την αποσπάσει από το μαρτύριο και την πίστη της. Φωτισμένη όμως από τη θεία χάρη η αγία τον απέπεμψε.

Ενώ η αγία Μαύρα ήταν κρεμασμένη στο σταυρό, την πλησίασε – σαν σε έκσταση – ο διάβολος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι γεμάτο με μέλι και γάλα. Της συνιστούσε μάλιστα να το πιεί για να μην φλογίζεται από τη δίψα. Η Άγία όμως, φωτισμένη από τον Θεό, κατάλαβε την πανουργία του διαβόλου και με την προσευχή της τον έδιωξε. Ο παγκάκιστος χρησιμοποίησε όμως και άλλο τέχνασμα. Φάνηκε στην Αγία ότι την μετέφερε σε ένα ποτάμι απ’ όπου έτρεχε μέλι και γάλα και της πρότεινε να πιεί. Εκείνη όμως, μετά από θείο φωτισμό, είπε: «Δεν πρόκειται να πιώ απ’ αυτά. Θα πιώ από το ουράνιο ποτήρι που μου πρόσφερε ο Χριστός». Έτσι, ο διάβολος έφυγε απ’ αυτήν νικημένος και καταντροπιασμένος.

Τότε παρουσιάστηκε στην Αγία άγγελος Θεού, ο οποίος την πήρε από το χέρι, την οδήγησε στον ουρανό και, αφού της έδειξε έναν θρόνο με μια στολή λευκή πάνω σ’ αυτόν και ένα στεφάνι, της είπε: «Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα». Στη συνέχεια, αφού την οδήγησε ακόμη ψηλότερα της έδειξε άλλον θρόνο και στολή και στεφάνι, της είπε πάλι: «Αὐτά προορίζονται για τον άντρα σου. Η διαφορά του τόπου δηλώνει το γεγονός ότι ο άντρας σου υπήρξε η αιτία της σωτηρίας σου». Μετά από εννιά μέρες παρέδωσαν και οι δύο την ψυχή τους στον Κύριο και έτσι το Άγιο ζεύγος συγκαταλέχθηκε στην ιερώνυμη φάλαγγα των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από το 1331 μ.Χ. θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε το 1810 μ.Χ., καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 μ.Χ. σε ναό. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σε ειδικό προσκυνητάριο.

Η ιστορία για το πως έφτασε η τιμή της Αγίας Μαύρας στην Λευκάδα έχει ως εξής: Το 1331 μ.Χ. το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας.

Στα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα – 130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ’ τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό. Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας – στην περιοχή της Απόλπαινας.

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαῦρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε, σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Δεῦτε πάντων φιλεόρτων συστήματα, ὕμνοις τὴν σεπτὴ ξυνωρίδα ἐγκωμιάσωμεν, Τιμόθεον τὸν μέγαν ἀθλητὴν, καὶ Μαῦραν Μαρτύρων καλλονήν, ὡς τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων εὐθαρσῶς ἀποσείσαντες. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τιμόθεον σήμερον σὺν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν, Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοῦ, τὴν τούτων γεραίροντες, εὔτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γὰρ σταυρωθέντες, ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος, ἠκολούθησαν πόθῳ, καὶ πάντων τὰς ἁμαρτίας, Σταυρῷ προσηλώσαντος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται· Ἀγγέλων ἅσμασι μεγαλύνομεν την μνήμην ὑμῶν Ἅγιοι ἅπαντες μελῳδοῦντες καί πιστῶς ἐκβοῶντες, χαίροντες· τῆς Τριάδος Δυάς Μαρτύρων καί κλέος, Τιμόθεε καί Μαῦρα, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύσατε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γηθοσύνως σήμερον ἡ Ἐκκλησία, εὐφημεῖ γεραίρουσα τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ· Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα, Τιμόθεον ἔνδοξον.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα Χριστοῦ ἀνυμνήσωμεν ὦ φιλέορτοι, τὸ θανεῖν γὰρ ὑπὲρ τὸ ζῇν διὰ Χριστὸν ἡρετίσαντο οἱ μακάριοι· τυράννων ἀπειλὰς μὴ πτοηθέντες, πυρὸς ὀδύνην, ἄρσεις τροχῶν, καὶ λεβήτων βράσματα ἀνδρικῶς καθυπέμειναν. Καὶ γενναίως τοῖς βασάνοις προσκαρτεροῦντες, συμφώνως τοῖς ἀνόμοις κατὰ Παῦλον ἔλεγον: Τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης;Οὐ θλίψις, οὐ στενοχωρία, οὐκ ὀδύνη, ἀλλ’οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος· διὸ σταυροῦσιν ἐπὶ ξύλου Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα Τιμόθεον ἔνδοξονΜεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ πανθαύμαστε ξυνωρὶς, πανσέβαστον ζεῦγος, γενναιότατοι Ἀθληταί· Τιμόθεε Μάρτυς, σὺ τῇ σεπτῇ συνάθλῳ Μαύρᾳ τῇ στεῤῥοτάτῃ, ἡμῶν τὸ καύχημα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα κατηξιώθητε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ζεῦγος ἁγιόλεκτον τοῦ Χριστοῦ, ξυνωρίς ἁγία ἡ κηρύξασα τόν Χριστόν, Τιμόθεε μάρτυς, ἅμα τῇ λαμπρᾷ Μαύρᾳ, συγχώρησιν πταισμάτων ἡμῖν αἰτήσασθε.

  • Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Άργους και Ναυπλίου. 

Ο Άγιος Πέτρος κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε περί τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι γονείς του διακρίνονταν όχι μόνο κατά τον επίγειο πλούτο τους, αλλά και στην ευσέβεια και στη φιλανθρωπία. Τα ονόματά τους δεν είναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ότι σε ατμόσφαιρα αρετής και σωφροσύνης, αγάπης και ελεημοσύνης, ευλάβειας και ευσέβειας, εξέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου τα πέντε τέκνα τους: Παύλο, Διονύσιο, Πέτρο, Πλάτωνα και την θυγατέρα τους.

Γονείς και τέκνα με ένθεο ζήλο επιλέγουν την άσκηση της μοναχικής ζωής και αποσύρονται σε μονή. Εκεί ο Πέτρος, από νεαρή ηλικία, απερίσπαστος από κοσμικές ή άλλες φροντίδες, αφοσιώνεται με όλες του τις δυνάμεις στην άσκηση και τον αγώνα της αρετής. Αναδεικνύεται ο αυστηρός ασκητής της ερήμου, κοσμούμενος με τις αρετές της ταπεινοφροσύνης, της σωφροσύνης, της φιλαλήθειας, της συμπάθειας, της φιλανθρωπίας, της υπομονής, της εγκράτειας, της προσευχής. Μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, αλλά και τη θυραθεν σοφία, την αρχαία ελληνική γραμματολογία, έχοντας ως πρότυπο τον Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Αφού έμαθε τις αρετές του Αγίου Πέτρου, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο Μυστικός (βλέπε 16 Μαΐου), άνδρας προικισμένος με σοφία, ικανότητα, διορατικότητα και αποφασιστικότητα, επιθυμούσε διακαώς να αναβιβάσει τον Άγιο στο αξίωμα της αρχιεροσύνης και τον κάλεσε προκειμένου να πληρώσει τη χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Άγιος Πέτρος διστάζει να ανταλλάξει την αγαπητή του ειρηνική ζωή με την τύρβη του κόσμου. Με μετριοφροσύνη αποποιείται την τιμή, ευχαριστεί και αρνείται. Ο Πατριάρχης τότε στρέφεται προς τον αδελφό του Αγίου, Παύλο (τιμάται 27 Μαρτίου), τον οποίο καθιστά Μητροπολίτη Κορίνθου. Αλλά και δεν παύει να προσπαθεί να πείσει τον Πέτρο να αποδεχθεί την αρχιεροσύνη. Ένεκα τούτο και για να μην πικραίνει τον Πατριάρχη, ο Άγιος αποφασίζει να κατέλθει στην Κόρινθο, τον θρόνο της οποίας κοσμούσε ο αδελφός του Παύλος, για να εφησυχάσει κοντά του.

Όταν χήρεψε η Επισκοπή Άργους, η οποία εξαρτιόταν από την Μητρόπολη Κορίνθου, Αργείοι και Ναυπλιείς απευθύνονται προς τον Επίσκοπο Παύλο ζητώντας επίμονα ως Επίσκοπο της περιοχής τους τον Άγιο Πέτρο. Ο Άγιος κάμπτεται και αποδέχεται τη θέση του Επισκόπου Άργους.

Ως Επίσκοπος αναδεικνύεται τύπος των πιστών σε όλα. Δίδασκε αδιάλειπτα με τα λόγια και τα έργα, στήριζε τους κλονιζόμενους, έτρεφε τους πεινώντες, θεράπευε τους πάσχοντες, εξαγόραζε αιχμαλώτους των Σαρακηνών. Όλοι φωτίζονται από το φως της αλήθειας και το άγιο παράδειγμά του. Ο Δωρεοδότης Θεός επιβραβεύει τις αρετές του Αγίου και απαντά στις δεήσεις υπέρ του ποιμνίου του, χαρίζοντας πλούσιες τις ευλογίες Του. Χάρη στην επέμβαση και τις προσευχές του Αγίου, επιτελούνται θαύματα. Ως άλλος προφήτης Ηλίας τρέφει σε καιρό λιμού τους κατοίκους της περιοχής με λίγο αλεύρι. Λυτρώνει με την επίμονη προσευχή του νεαρή αιχμάλωτη των Σαρακηνών. Θεραπεύει γυναίκα δαιμονισμένη.

Ακόμη ο Άγιος, πολυμαθής και σοφός, είναι ο παιδευτικός και ευφράδης διδάσκαλος. Τούτο μαρτυρούν οι διασωθέντες επτά λόγοι του.

Επί τρεις ημέρες η γλυκιά φωνή του Αγίου Πέτρου νουθετεί από το κρεβάτι τα τέκνα του και τα ευλογεί. Με την προσευχή και το σημείο του Σταυρού κοιμήθηκε με ειρήνη περί το 925 μ.Χ. Το πρόσωπό του φαινόταν ως να ζούσε και να κοιμόταν, φωτισμένο με φως. Ιερείς και πλήθος λαού, με συγκίνηση και ευλάβεια, ενταφιάζουν το ιερό λείψανο στην αριστερή πλευρά του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τα τίμια λείψανά του γίνονται πρόξενα πολλών θαυμάτων. Όμως, στις 21 Ιανουαρίου του 1421 μ.Χ., ο Λατίνος Επίσκοπος Σιγουντονάνης άρπαξε το ιερό σκήνωμα, για να το μεταφέρει στη Ρώμη.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πέτρα ἄρρηκτος, τῆς Ἐκκλησίας, ποιμὴν ἄριστος, πόλεως Ἄργους, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα πανεύφημε. Ὡς οὒν πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος, παντοίων νόσων ἠμᾶς ἐλευθέρωσαν, Πέτρε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ Κορυφαίῳ τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, συνωνύμησας εὐκλεῶς Πάτερ Πέτρε, τῶν τούτων κατετρύφησας ἁγίων δωρεῶν· ζήλῳ γὰρ τῆς πίστεως, εὐσεβῶς διαπρέψας, θαύμασιν ἐκόσμησας, τὸν σὸν ἔνθεον βίον· Ἱερουργὲ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, τοὺς σὲ τιμῶντας, κινδύνων διάσωζε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος βλαστός, καὶ τῆς Ἀργολίδος, ποιμενάρχης καὶ ἀρωγός· χαίροις Ἐκκλησίας, πνευματοφόρος πέτρα, τῆς χάριτος τὸ ὕδωρ, Πέτρε πηγάζουσα.
  • Άγιοι Διόδωρος και Ροδοπιανός ο Διάκονος.
Οι Άγιοι αυτοί έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (302 μ.Χ.) και για την πίστη τους στον Χριστό υπέμειναν πολλές βρισιές και μαστιγώσεις από τους στρατιώτες της πόλης Αφροδισίας της Καριάς (χώρα της Μικράς Ασίας, που καταλάμβανε την νοτιοδυτική γωνία της, απέναντι του χώρου μεταξύ των νησιών Σάμου και Ρόδου). Τελικά λιθοβολήθηκαν από τους ίδιους και έτσι παρέδωσαν την ψυχή τους στον στεφανοδότη Θεό.
  • Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης. 

Για τον Άγιο Οικουμένιο μεταξύ των ερευνητών υπάρχει μία μακρά διαμάχη, τόσο για την ταυτότητά του, όσο και για το πότε ακριβώς έζησε. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο Άγιος Οικουμένιος έζησε στα τέλη του 10ου αιώνα (995 μ.Χ.). Μελέτησε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας και αναδείχτηκε άριστος ερμηνευτής των αγίων Γραφών. Συγχρόνως συνέγραψε Ερμηνείες στις Πράξεις των Αποστόλων, στις 14 Επιστολές του Παύλου και στις 7 Καθολικές. Έτσι αφού εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους του για το άμεμπτο ήθος του και τη μεγάλη εξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε για τον επισκοπικό θρόνο της Τρίκκης (στη Θεσσαλία), τον οποίο κόσμησε σαν καλός Ποιμένας και του Αρχιποιμένα Χριστού μαθητής, και απεβίωσε ειρηνικά. Σύμφωνα όμως με μια ισχυρή και αδιάκοπη παλαιά τοπική παράδοση ο Άγιος Οικουμένιος έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, όπως αναφέρεται και στο Εγκώμιο που έγραψε για τον Οικουμένιο τον 14ο αιώνα μ.Χ. ο λόγιος μητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω Εγκώμιο, ο Άγιος Οικουμένιος καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν ανιψιός του Αχιλλείου Λαρίσης (βλέπε 15 Μαΐου) και εξάδελφος του Ρηγίνου επισκόπου Σκοπέλου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου). Ακολούθησε τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο Αχίλλειο στη Λάρισα και τελικά εκλέχτηκε επίσκοπος Τρίκκης, εκπληρώνοντας έτσι την μεγάλη επιθυμία του θείου του να τον δει ιεράρχη. Οι δυο τους έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), όπου και θαυματούργησαν εις απόδειξη της ορθής πίστης (λίθος ανέβλυσε νερό). Πέθανε πλήρης ημερών και αναδείχτηκε θαυματουργός. Τα τίμια λείψανά του Αγίου Οικουμένιου φυλάσσονταν σε λάρνακα στον ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρισκόταν μέσα στο φρούριο (Τρίκαλα). Στο χωριό Χαϊδεμένη Τρικάλων υπάρχει ομώνυμος ναός του Αγίου Οικουμενίου, απέναντί από τον λόφο Καταφύγι, όπου σύμφωνα με την παράδοση, αποσυρόταν ο Άγιος Οικουμένιος για ησυχία και πνευματική περισυλλογή.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τό στήριγμα καί διδάσκαλε, Ἱεραρχῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Οἰκουμένιε θαυματουργέ, Τρίκκης τό καύχημα, κῆρυξ τῆς πίστεως, ἱκέτευε διά παντός σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
  • Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω. 
Η μνήμη του Οσίου Λουκά τιμάται στις 7 Φεβρουαρίου, όπου και ο βίος του. Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά έγινε από τον ιερομόναχο Φιλόθεο, ηγούμενο της ομωνύμου μονής, από υπόγειο τάφο, σκαμμένο στο χώμα. Το περιώνυμο για τις θαυματουργίες του ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε και εναποτέθηκε σε λάρνακα, τοποθετημένη στο νεόκτιστο, φερώνυμό του ναό. Πιθανότερη χρονολογία της ανακομιδής το έτος 1011 μ.Χ.
  • Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή. 

Η Αγία Ξενία γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου το 291 μ.Χ. Οι γονείς της ονομάζονταν Νικόλαος και Δέσποινα, ήταν ευσεβείς χριστιανοί και κατάγονταν από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως των συνεχών και σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών στα χρόνια εκείνα, κατέφυγαν στην Καλαμάτα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο αγρόκτημα, έξω από την πόλη, διότι ο πατέρας της ήταν γεωργός. Από μικρή η Ξενία στόλιζε την ψυχή της με νηστείες, εγκράτεια, σιωπή, τακτική προσευχή, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίες. Επίσης βοηθούσε με όλη της τη δύναμη τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά.

Ο έπαρχος της Καλαμάτας Δομετιανός, όταν κάποτε τη συνάντησε τυχαία, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η Ξενία αρνήθηκε σθεναρά ν’ αλλάξει την πίστη της και να γίνει γυναίκα ειδωλολάτρη άρχοντα. Τότε ο Δομετιανός τη βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το φρόνημα της, τελικά την αποκεφάλισε στις 3 Μαΐου του έτους 318 μ.Χ. Μετά τον θάνατο της η Αγία – με τη χάρη του Θεού – επετέλεσε πολλά θαύματα. Το 1993 μ.Χ. ανηγέρθει Ιερός Ναός προς τιμήν της, ο οποίος βρίσκετε στα δυτικά της πόλης της Καλαμάτας και υπάγετε ως Παρεκκλήσιο στον Ενοριακό Ναό Αγίας Τριάδας Καλαμάτας.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βαφαίς των αιμάτων σου, φαιδράν στολήν σε αυτή, Ξενία, επέχρωσας, παρισταμένη Χριστώ ως νύμφη πανάσπιλος. Είληφας δε την χάριν, μαγγανείας του λύειν, δαίμονας εκδιώκειν, και τας νόσους ιάσθαι. Ικέτευε εκτενώς, υπέρ των ψυχών ημών.
  • Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου.

Ο Άγιος Θεοφάνης χρημάτισε ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου. Συνδεόταν με τον Όσιο Μάξιμο Καυσοκαλύβη (βλέπε 13 Ιανουαρίου), του οποίου υπήρξε βιογράφος. Ο Άγιος Θεοφάνης φαίνεται ήταν καλός γνώστης της ευρύτερης περιοχής των Καυσοκαλυβίων, αφού γνώριζε καλά τα τοπωνύμια, τους συνασκητές του οσίου Μαξίμου, αλλά και τους άλλους ενάρετους Γέροντες, σπουδαίους ησυχαστές του 14ου αιώνος μ.Χ., τους οποίους κατονομάζει, αναφέροντας τους τόπους τους και πιθανόν συνδεόταν μαζί τους, όπως διαφαίνεται στην ωραία βιογραφία του. Η βιογραφία του Θεοφάνη αποτέλεσε πηγή για όλους τους μετέπειτα βιογράφους και υμνογράφους του οσίου Μαξίμου.

Κατά την προφητεία του οσίου Μαξίμου ο άγιος Θεοφάνης, που διετέλεσε μαθητής του, έγινε αργότερα ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και κατόπιν επίσκοπος Περιθεωρίου Ξάνθης. Αναφέρεται ως επίσκοπος Περιθεωρίου περί το 1350 μ.Χ. Πλησίον του Περιθεωρίου ήταν το όρος Παπίκιο, γνωστό για τις μονές και τους ασκητές του, στο οποίο είχε ασκηθεί ο όσιος Μάξιμος, και είχε βρει εκεί αρκετούς ενάρετους μοναχούς, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Θεοφάνης. Το Περιθεώριο ήταν πόλη πλησίον της σημερινής Ξάνθης, που είχε κτισθεί στα ερείπια της Αναστασιούπολης στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ.

Αν ο Άγιος Θεοφάνης υπάκουσε στον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη να γράψει περί αυτού μετά την κοίμησή του, τότε ο βίος που έγραψε κυκλοφόρησε πιθανόν μετά το 1365 μ.Χ., όπου ορίζεται ως έτος της κοιμήσεως του οσίου Μαξίμου. Ο Άγιος Θεοφάνης τότε εκοιμήθη στα τέλη του 14ου αιώνος μ.Χ. Με ενέργειες του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονος και της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου διά της υπ’ αρ. 3401 της 11.4.2000 Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου έγινε η αγιοκατάταξη του αγίου Θεοφάνη και διά της Εγκυκλίου 2692 της 18.5.2000 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε γνωστή η ένταξή του στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Πρόσφατα αγιογραφήθηκαν εικόνες του αγίου και συντάχθηκε ιερά ακολουθία του.

  • Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου.

Ο Όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στην πόλη Βασίλιεφ της περιοχής του Κιέβου, το 1029 μ.Χ., από εύπορους γονείς. Κατά την ώρα της βαπτίσεώς του, ο ιερέας που τον βάπτιζε, είδε ότι το βρέφος αυτό θα αφιέρωνε αργότερα την ζωή του στον Θεό, γι’ αυτό και του έδωσε το όνομα Θεοδόσιος.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάσθηκαν, με διαταγή του ηγεμόνα, να μετοικήσουν μακριά σε άλλη πόλη, στο Κουρσκ, στην οποία γεννήθηκε ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψει εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του. Σε αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά αλλά αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε με επιμέλεια τον Θείο Λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμειναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως. Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή τις ιερές Ακολουθίες. Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος Θεοδόσιος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια και έκανε το καθετί με βαθιά ταπείνωση. Στην καρδιά του αρχίζει να καλλιεργείται η αίσθηση της πτώχιας και της ταπεινώσεως. Έτσι, σε νεαρή ηλικία απεκδύεται τα αρχοντικά του ρούχα, ενδύεται με τα ενδύματα των χωρικών, τους οποίους βοηθά σε κάθε είδους εργασίας. Η συμπεριφορά του εξοργίζει την μητέρα του, η οποία τον επιπλήττει και τον κτυπά.

Κάποτε ο Θεοδόσιος πήγε σε ένα σιδερά και παρήγγειλε μια σιδερένια ζώνη. Όταν ετοιμάσθηκε, την πήρε και την φόρεσε κατάσαρκα, χωρίς να την βγάζει καθόλου από επάνω του. Ήταν στενή, έσφιγγε πολύ το σώμα του και προξενούσε πόνους, που τους υπέμενε όμως καρτερικά σαν να μην συνέβαινε τίποτε.

Σε ένα εορταστικό γεύμα, που θα δινόταν στο μέγαρο του άρχοντα και θα παρευρίσκονταν όλοι οι προύχοντες της πόλεως, έπρεπε να πάει και ο Θεοδόσιος, για να υπηρετήσει. Αναγκάσθηκε λοιπόν από τη μητέρα του να ενδυθεί την καλή του στολή. Καθώς την φορούσε, δεν μπόρεσε να προφυλαχθεί και το διακριτικό μάτι της μητέρας πρόσεξε πάνω στη φανέλα στίγματα από αίμα. Πλησίασε να εξετάσει και μόλις διαπίστωσε πως οφειλόταν στο σφίξιμο της σιδερένιας ζώνης, άναψε από το κακό της. Όρμησε πάνω του με μανία, άρχισε να τον κτυπάει, του ξέσκισε την φανέλα και του αφαίρεσε τη ζώνη οργισμένη. Αλλά ο ευλογημένος εκείνος νέος, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, ενδύθηκε τα ρούχα του και ξεκίνησε ειρηνικά, για να υπηρετήσει στο γεύμα.

Μία ημέρα άκουσε στο Ευαγγέλιο τον Κύριο να λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Επίσης άκουσε κι άλλα: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχᾶς ὑμῶν». Με τα λόγια αυτά πυρπολήθηκε η καρδιά του φωτισμένου από τον Κύριο Θεοδοσίου. Και φλεγόμενος από θείο έρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πώς θα μπορούσε, κρυφά από την μητέρα του, να ενδυθεί το άγιο μοναχικό σχήμα.

Έτσι, ο Όσιος φεύγει από το σπίτι, για να έλθει να ασκητέψει στο Κίεβο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν τον δέχεται κανένας. Βρίσκει όμως πνευματικό καταφύγιο κοντά στον Όσιο Αντώνιο. Ο Όσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ολόψυχα στον Θεό και στον θεοφόρο Γέροντά του Αντώνιο. Επιδόθηκε σε μεγάλες ασκήσεις και βάσταζε με χαρά το ζυγό της μοναχικής ζωής. Τις νύχτες τις αφιέρωνε στη δοξολογία του Κυρίου, αρνούμενος την ξεκούραση του ύπνου. Τις ημέρες, σκληραγωγούσε τον εαυτό του με την εγκράτεια, τη νηστεία και τη χειρωνακτική εργασία. Πάντοτε θυμόταν το ψαλμικό: «Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἅφες πάσας τᾶς ἁμαρτίας μου».

Μάταια η μητέρα του τον αναζητούσε. Όταν επιτέλους τον βρήκε μετά από αρκετά χρόνια, τον παρακάλεσε να επιστρέψει σπίτι και να μείνει εκεί μέχρι το θάνατό της. Ο Όσιος την παρακάλεσε να γίνει μοναχή και να μείνει κάπου εκεί κοντά. Η μητέρα του τελικά πείσθηκε και έγινε μοναχή στη μονή του Αγίου Νικολάου. Αφού έζησε με μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της, κοιμήθηκε με ειρήνη.

Οι ασκητικοί αγώνες του Οσίου Θεοδοσίου μέσα στο σπήλαιο, πολύ γρήγορα τον ανέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά των πονηρών πνευμάτων. Όταν μάλιστα η μητέρα του ξεπέρασε τον πόνο της και έγινε μοναχή, τότε επιδόθηκε σε μεγαλύτερες ασκήσεις, φλεγόμενος από θείο έρωτα. Μέσα στο σπήλαιο μπορούσε τότε να δει κανείς τρεις λαμπάδες αναμμένες, που με την προσευχή και τη νηστεία διέλυαν το σκότος των δαιμόνων: τον Όσιο Αντώνιο, τον μακάριο Θεοδόσιο και τον μεγάλο Νίκωνα.

Όταν αργότερα, το 1062 μ.Χ., ο ηγεμόνας οργίσθηκε κατά των σπηλαιοτών μοναχών, επειδή είχαν δεχθεί στη μονή, τον βογιάρο Βαρλαάμ και τον Ευνούχο Εφραίμ, ο μακάριος Νίκων αναγκάσθηκε να φύγει με μερικούς αδελφούς. Πήγε στο Τμουταρακάν, στην ανατολική όχθη της Αζοφικής θάλασσας, όπου ίδρυσε μοναστήρι και έμεινε μέχρι το 1068 μ.Χ. Τότε ο Όσιος Θεοδόσιος, με θέλημα Θεού και επιθυμία του Οσίου Αντωνίου, χειροτονήθηκε ιερέας. Ως ιερέας τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία με πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες επάνω του τη φυσική πραότητα, την αταραξία των λογισμών και την απλότητα της καρδιάς. Ήταν γεμάτος πνευματική σοφία και έτρεφε αγάπη προς όλους αδιάκριτα τους αδελφούς, που μαζεύτηκαν γύρω από τον Όσιο Αντώνιο.

Μετά από αρκετό καιρό ο Όσιος Αντώνιος ανέθεσε την ηγουμενία στον μακάριο Βαρλαάμ και αναχώρησε σε ένα ήσυχο λόφο. Εκεί άνοιξε ένα άλλο σπήλαιο και συνέχισε την ασκητική του ζωή.

Ο ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, αφού πήραν την ευχή και ευλογία του Οσίου, συνέχισαν να ζουν οσιακά και ενάρετα στο πρώτο σπήλαιο. Επειδή όμως η αδελφότητα σιγά-σιγά αυξήθηκε και ο χώρος του σπηλαίου δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές συνάξεις της, ο ευλαβέστατος Θεοδόσιος και ο μακάριος Βαρλαάμ, με την ευλογία του Οσίου Αντωνίου, έκτισαν επάνω από το σπήλαιο ένα ευρύχωρο ξύλινο εκκλησάκι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να συναθροίζονται σε αυτό οι αδελφοί και να κάνουν τις Ακολουθίες.

Η στενότητα του χώρου μέσα στο σπήλαιο και οι κόποι της ασκήσεως προξενούσαν στους πατέρες μεγάλες θλίψεις και ταλαιπωρίες, που μόνο ο Θεός τις γνωρίζει και που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να τις εκφράσει. Συντηρούσαν τον εαυτό τους με νερό και λίγο ψωμί από σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο έτρωγαν μόνο το Σαββατοκύριακο και όχι πάντα, γιατί ορισμένες φορές δεν υπήρχε, οπότε κατέφευγαν στα βρασμένα χόρτα. Ανάμεσα στις άλλες εργασίες, έπλεκαν καθημερινά καλάθια, τα πουλούσαν και με τα χρήματα που έπαιρναν, αγόραζαν σιτάρι. Τη νύχτα άλεθε ο καθένας το μερίδιό του και έπειτα συγκέντρωναν το αλεύρι, για να φτιάξουν ψωμί. Πριν ξημερώσει, συναθροίζονταν στην εκκλησία για τον Όρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στα εργόχειρά τους, που προορίζονταν για πούλημα. Αν είχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν και στον κήπο. Έπειτα τελούσαν στο ναό τις Ώρες και τη Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τις εργασίες τους, που διαρκούσαν ως την ώρα του Εσπερινού και του Αποδείπνου. Έτσι μοχθούσαν κάθε ημέρα, αφοσιωμένοι στην αγάπη του Θεού.

Ο Όσιος Θεοδόσιος, που ήταν τώρα και ιερέας, κατέπλησσε όλους τους άλλους αδελφούς με τη νηστεία, την ανδρεία, την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή του. Ήταν πρόθυμος να τους εξυπηρετεί όλους. Μετέφερε νερό ή ξύλα από το δάσος. Ορισμένες φορές, ενώ οι αδελφοί αναπαύονταν, μάζευε το σιτάρι που έπρεπε να αλέσουν εκείνοι και το άλεθε ο ίδιος, εργαζόμενος και προσευχόμενος όλη τη νύχτα.

Αλλά συνέβη κάποτε να προσκληθεί ο μακάριος Βαρλαάμ, ο ηγούμενος της αδελφότητας, από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, για να αναλάβει την ηγουμενία της μονής του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, που ο ίδιος είχε ιδρύσει.

Όταν, λοιπόν, ο μακάριος Βαρλαάμ έφυγε για το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, οι αδελφοί πήγαν και ζήτησαν ομόφωνα από τον Όσιο Αντώνιο να τοποθετήσει ηγούμενο τον Όσιο Θεοδόσιο. Ο Όσιος Αντώνιος συμφώνησε. Με την ευλογία του ο Όσιος Θεοδόσιος έγινε ηγούμενος των είκοσι αδελφών. Ο αξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, αν και έγινε ηγούμενος, δεν απέβαλε το ταπεινό φρόνημα, αλλά θυμόταν πάντα τα λόγια του Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμὶν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τον εαυτό του και γινόταν έσχατος και υπηρέτης όλων. Στο καθετί παρείχε τον ευατό του, τύπο καλών έργων. Στην εργασία και στο ναό ήταν ο πρώτος που πήγαινε και τελευταίος που έφευγε. Οι δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου έφεραν πολλές ευλογίες και η ζωή της αδελφότητας άνθιζε και προόδευε. Σαν το σπόρο που έπεσε σε εύφορη γη και έφερε καρπό εκατονταπλάσιο, έτσι μεγάλωσε σε μικρό χρονικό διάστημα η αδελφότητα και έφθασε τους εκατό αδελφούς. Και όλοι προόδευαν με την ενάρετη ζωή τους και την προσευχή.

Πιστός ο Άγιος Θεοδόσιος στις παραδόσεις του Οσίου Αντωνίου ζει μια σκληρή ασκητική ζωή και συνεχή μετάνοια, προσευχή αλλά και χαρά. Η όψη του ήταν πάντοτε φωτισμένη, ιλαρή και αντανακλούσε την χαρά του Πάσχα. Από τις αρετές του ξεχώριζαν δύο: η ταπείνωση και η αγάπη. Η ευσπλαχνία του Οσίου στρεφόταν όχι μόνο προς τους πάσχοντες αδελφούς, τους ασθενείς και τους φτωχούς, αλλά και προς εκείνους που τον αδικούσαν ή έβλαπταν το μοναστήρι. Ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της διακρίσεως και της θαυματουργίας.

Ο ευσεβής Στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, που προερχόταν από την Ελλάδα, βρισκόταν τότε κοντά στην αδελφότητα. Είχε έλθει από την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τον νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062 μ.Χ.). Πληροφόρησε, λοιπόν, τον Όσιο Θεοδόσιο για τη θεάρεστη ζωή των Στουδιτών μοναχών, ζωή που αξιώθηκε και ο ίδιος να ζήσει. Οι πληροφορίες αυτές άρεσαν πολύ στον Όσιο. Χωρίς καθυστέρηση, αποστέλλει κάποιον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να βρει τον μοναχό Εφραίμ, τον ευνούχο, που τότε επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους και να του αναθέσει το σπουδαίο αυτό έργο: να επισκεφθεί δηλαδή τη μονή του Στουδίου, να γνωρίσει ο ίδιος με τον ακριβέστερο τρόπο την τάξη και το Τυπικό της και να καταγράψει όλα με κάθε λεπτομέρεια.

Πράγματι, ο μακάριος Εφραίμ, σύμφωνα με την εντολή του Οσίου, παρακολούθησε την τάξη της μονής, κατέγραψε με ακρίβεια το Τυπικό και επέστρεψε. Μόλις πήρε στα χέρια του ο Όσιος Θεοδόσιος το κείμενο, έδωσε εντολή να διαβασθεί σε όλη την αδελφότητα. Από τότε η Πετσέρσκαγια Λαύρα άρχισε να εφαρμόζει το Στουδίτικο Τυπικό. Από εκεί το παρέλαβαν και τα άλλα μοναστήρια, όπως ακριβώς το εφάρμοσε ο Όσιος. Έτσι, όλες οι Ρωσικές μονές, που προηγουμένως δεν γνώριζαν το καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα έστρεφαν τα βλέμματα στη Λαύρα του Οσίου Θεοδοσίου και τη θεωρούσαν για το καθετί ως πρότυπό τους.

Ο Όσιος νουθέτησε πάντοτε τους μοναχούς λέγοντας: «Σας ικετεύω, αδελφοί. Ας προοδεύσουμε στη νηστεία και στην προσευχή, ας φροντίσουμε για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας επιστρέψουμε από τις κακίες μας και τους δρόμους του πονηρού. Ας πλησιάζουμε τον Θεό με στεναγμούς, με δάκρυα, με τη μετάνοια, τις αγρυπνίες και την υπακοή, ώστε να αποσπάσουμε το έλεός Του. Και ας μισήσουμε τον παρόντα κόσμο, έχοντας πάντοτε στη σκέψη μας τα λόγια του Κυρίου. Έτσι κι εμείς, αδελφοί, που απαρνηθήκαμε τον κόσμο, ας απαρνηθούμε και τα πράγματα του κόσμου. Ας μισήσουμε το ψέμα, που μας ελκύει σε πράγματα ελεεινά, και ας μην στραφούμε στις πρώτες αμαρτίες μας. Πώς θα αποφύγουμε την αιώνια κόλαση, αν τελειώσουμε την ζωή μας με οκνηρία και χωρίς μετάνοια; Η μετάνοια είναι το κλειδί της βασιλείας των Ουρανών και χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια πατρίδα. Ας τον ακολουθήσουμε με φόβο Θεού και ας στερεώσουμε επάνω του γερά τα βήματά μας. Στην οδό της μετάνοιας δεν πλησιάζει ο πονηρός, και παρόλο που τώρα είναι τεθλιμμένη, αργότερα θα μας γεμίσει χαρά. Προτού πλησιάσουν οι έσχατες ημέρες, ας πάρουμε το δρόμο αυτό, για να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά».

Ο Όσιος, σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών, προαισθάνθηκε το τέλος του. Κάλεσε τους συνασκητές του και τους έδωσε τις τελευταίες του πατρικές συμβουλές για την σωτηρία της ψυχής τους. Τους υπέδειξε να εκτελούν με προσοχή τα διακονήματά τους, να επιμελούνται ιδιαίτερα το ναό και να εισέρχονται σε αυτόν με πολλή ευλάβεια και φόβο Θεού, να έχουν αγάπη μεταξύ τους και υπακοή στους μεγαλύτερους, να επιδίδονται στην άσκηση και τη νηστεία.

Ο Όσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1074 μ.Χ. Πολλοί Χριστιανοί, χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει, σαν να τους έσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν έξω από την πύλη της μονής και περίμεναν κλαίγοντας την ώρα της εκφοράς. Οι αδελφοί, σύμφωνα με την παραγγελία του Οσίου, είχαν ασφαλισμένη την πόρτα. Όσο υπήρχε ο κόσμος αυτός, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν για τον ενταφιασμό. Ευτυχώς όμως, κατά θεία βούληση, ο ουρανός σκεπάσθηκε ξαφνικά με σύννεφα και μια δυνατή βροχή σκόρπισε τα πλήθη που περίμεναν. Έτσι οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν την εκφορά. Έφεραν το τίμιο σκήνωμα του Οσίου Θεοδοσίου στο σπήλαιο που ασκήτευε και το ενταφίασαν εκεί με τιμές.

  • Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος. 
Οι Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος κατάγονταν από τη Γεωργία και έζησαν τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ασκήτεψαν σε μονή του όρους Όλυμπος της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας.
  • Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας.
Ο Όσιος Μάμας (ή Μαμάι) έζησε κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. και διετέλεσε Πατριάρχης της Γεωργίας. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 744 μ.Χ.
  • Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ και Λευκής Λίμνης.
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Ρωσία κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ., ήταν ηγούμενος στη μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο νησί Καμμένυι της λίμνης Κουμπενσκόε, κοντά στην περιοχή του Βολογκντά. Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος της πόλεως Ροστώβ και κοιμήθηκε με ειρήνη το 1416 μ.Χ.
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων εν Κιέβω.
Η ιερή εικόνα της Παναγίας των Σπηλαίων του Κιέβου αγιογραφήθηκε από τον Όσιο Αλύπιο, τον εικονογράφο (τιμάται 17 Αυγούστου). Στην εικόνα η Θεοτόκος απεικονίζεται ένθρονη, κρατώντας στα γόνατά της τον Ιησού Χριστό Βρέφος, και στις δύο πλευρές της οι ιδρυτές των Σπηλαίων του Κιέβου, Όσιος Αντώνιος (τιμάται 10 Ιουλίου) και ο Όσιος Θεοδόσιος (τιμάται 3 Μαΐου).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή