Αγιασμένη Ελλάδα

Η αγαπημένη πατρίδα μας, η Ελλάδα, που ’θρεψε παλαιούς ανθρώπους, στολίσθηκε από το Δημιουργό με πολλές χάρες, και μ’ όλο που ’ναι μικρή, καταστάθηκε απ’ Αυτόν η γωνιακή πέτρα του κόσμου, κ’ οι ανθρώποι της σε κάθε καιρό αγαπούσανε να ζούνε στα βουνά, στις ακρογιαλιές, στις σπηλιές, στα δέντρα κι όπου αλλού.

by Times Newsroom
  • ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΣΑΝ τις προκομμένες μέλισσες που συχνάζουνε σε μέρη τερπνά, ήσυχα και ποιητικά, έτσι κ’ οι ασκητές διαλέγουνε τις πλέον εξαίσιες τοποθεσίες και χτίζουνε τα μοναστήρια και τ’ ασκηταριά τους.

Η αγαπημένη πατρίδα μας, η Ελλάδα, που ’θρεψε παλαιούς ανθρώπους, στολίσθηκε από το Δημιουργό με πολλές χάρες, και μ’ όλο που ’ναι μικρή, καταστάθηκε απ’ Αυτόν η γωνιακή πέτρα του κόσμου, κ’ οι ανθρώποι της σε κάθε καιρό αγαπούσανε να ζούνε στα βουνά, στις ακρογιαλιές, στις σπηλιές, στα δέντρα κι όπου αλλού. Και στ’ αλήθεια, καμιά άλλη χώρα δεν καλεί τον άνθρωπο, σα μητέρα πονετικιά και φιλόστοργη, να ζήσει στην αγκαλιά της, όπως η δική μας η μητέρα, για τούτο δεν είχε ποτές μεγάλες πολιτείες, σαν άλλα μέρη. Οι παλαιοί Έλληνες χαιρόντανε και κείνοι να χτίζουνε εκκλησιές σε έμορφα μέρη, όπου ανάβρυζε δροσερό νερό, απάνου σε ράχες και σε κάβους, απ’ όπου τις αγνάντευε ο κόσμος και χαιρότανε. Το ίδιο κάνανε κ’ οι κατοπινοί Έλληνες, σαν ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και φώτισε τους ανθρώπους. Τότες η ψυχή τους γίνηκε ακόμα πιο ποιητική και άνθισε σαν κρίνος αγιασμένος. Σαν άλλαξε η θρησκεία, πολλές εκκλησιές και μοναστήρια χτισθήκανε απάνω σε αρχαία θεμέλια, σε μέρη που βρισκόντανε πρωτύτερα ναοί της ειδωλολατρίας ή μαντεία.

Τ’ Άγιον Όρος είναι ο επίγειος παράδεισος, που πήγανε να ησυχάσουνε άνθρωποι σεβάσμιοι κι αγιασμένοι. Θαρρείς πως γι’ αυτούς είπε ο προφήτης Ησαΐας “Επί το όρος τούτο πίονται ευφροσύνην”. Αυτό το θεοσκέπαστο βουνό είναι η νέα Σιών της καλογηρικής, στολισμένο με είκοσι μοναστήρια, και με πολλές σκήτες και κελιά και μ’ άλλα ασκηταριά αναρίθμητα. Ύστερα έρχονται μοναστήρια, ων ουκ έστιν αριθμός, σε κάθε μεριά της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Μικρής Ασίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, της Αραβίας.

Όλα αυτά τα σεβάσμια προσκυνήματα βρίσκονται, όπως είπαμε, σε τοποθεσίες ωραίες και ευφρόσυνες, εξόν από κάτι λίγα, τα οποία είναι πνιχτικά και κατάξερα, για να παιδεύεται το κορμί. Αλλά τα πιο αλλόκοτα και τα πιο αξιοθέατα ανάμεσά τους είναι τα Μετέωρα.

Εκείνος που θα καθίσει να σκεφτεί τι απέραντα κλωνάρια βλαστήσανε από τη ρίζα της ζωής, θέλω να πω από τον Χριστό κι από το Ευαγγέλιό του, και δει με τη φαντασία του τ’ αμέτρητα πλήθη που τον ακολουθήσανε, ακούγοντάς τον να λέγει «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι», πώς και πώς γεμίσανε τα βουνά και οι λόγγοι ανθρώπους, π’ αφήσανε αξιώματα, γονείς, γυναίκα, παιδιά και κάθε τι του κόσμου τούτου, θα δοξάσει το Θεό.

Σε διάφορα μοναστήρια στ’ Άγιον Όρος, όπως στου Διονυσίου, στου Δοχειαρίου και σε άλλα, βρίσκονται εικόνες που παριστάνουνε την Κοίμηση του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί βλέπει κανένας πλήθος ασκητές και πατέρες, να πηγαίνουνε για να κηδέψουνε εκείνον τον άσαρκον όσιο, ερχόμενοι από κάθε μεριά της ορθοδοξίας “εκ δυσμών και βορά και θαλάσσης και εώας”. Κάθονται ολόγυρα στα βράχια, ετούτος απάνω σ’έναν στύλο ή σε καμιάν αρχαία κολόνα, όπου πρωτύτερα στεκότανε άσπλαχνος και θηριόψυχος αυτοκράτορας, ή καμιά αδιάντροπη νεράιδα της ειδωλολατρίας, άλλος μέσα σε μια σπηλιά, κάνοντας τα εργόχειρά του ή προσευχόμενος, όπως ακόμα και στις μέρες μας, στις σκήτες του Άθωνα, όπου βρίσκονται ασκητές αυστηροί και αδυσώπητοι, ζώντας από τα χέρια τους, σαν τον άγιο Παύλο, ζωγραφίζοντας εικόνες, πλέκοντας καλάθια, πελεκώντας κουτάλια και σφραγιστήρια και άλλα τέτοια, ο κάθε ένας κατά τον κανόνα του.

Κατανυχτικό και εξαίσιο θέαμα, να βλέπεις σε κάθε σπήλαιο, σε κάθε δέντρο, σε κάθε πέτρα της θάλασσας, απάνου στα βουνά τα έρημα και μέσα στους πυκνούς λόγγους, αντίθηρία αιμοβόρα, ανθρώπους άκακους και άγιους, να ψέλνουνε και να επιδίδονται σε ήμερα και σε θεόπνευστα έργα.

Η ερημιά γίνηκε παράδεισος γλυκύτατος. “Εὐφράνθητι ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος, καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον. Καὶ ἐξανθήσει, καὶ ὑλοχαρήσει, καὶ ἀγαλλιάσεται τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου ἐδόθη αὐτῇ, καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Καρμήλου”. Τα άγρια δέντρα, που’ναι φυτρωμένα ανάμεσα στους βράχους, τα ρουπάκια, οι σκοίνοι, τα πρινάρια και τα σφερδούκλια, και τ’ άγρια λουλούδια, αγιάσανε και κείνα κι αδερφωθήκανε με τους ασκητές “εν γαρ ευφροσύνη εξελεύσεσθε, και εν χαρά διδαχθήσεσθε· τα γαρ όρη και οι βουνοί εξαλούνται προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά, και πάντα τα ξύλα του αγρού επικροτήσει τοις κλάδοις· και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος, αντί δε της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη”.

Αλλά και τα πουλιά της ερημιάς και τα όρνια, που κουρνιάζουνε στις σκληρές πέτρες, κι αυτά φέρνουνε σέβας στους γέροντες και πετάνε απάνου από τ’ ασκηταριά τους και κουβεντιάζουνε μαζί τους περί Χριστού, σαν τον κόρακα εκείνον, που’θρεφε το φοβερό κορμί του προφήτη Ηλία, που δε γνώρισε θάνατο, και ζει και θα ζει έως τη συντέλεια του αιώνος.

Μα και τ’ άλλα τα θηρία μερέψανε, σαν τα λιοντάρια που γλύφανε τα πόδια του Δανιήλ, όπως βλέπει κανένας στην εικόνα του οσίου Εφραίμ, όπου ένας λέοντας φοβερός έχει καβαλικεμένον στη ράχη του κάποιον γέροντα, για να τον πάγει κοντά στο σκήνωμα. Σα να ακούς μια φωνή να τους καλεί, λέγοντας: “Οἱ ἐν τοῖς ἐρήμοις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις ἥκατε˙ ἀθροίσθητε”. Κι αν αγναντέψεις κατά τα βουνά, θα δεις ένα άλλο θηρίο να σέρνει από το χαλινάρι τις καμήλες, γιατί έτσι το πρόσταξε ο άγιος Γεράσιμος.

Απάνου σ’ έναν βράχο στέκεται ένα ελάφι, έχοντας το Σταυρωμένον ανάμεσα στα κλαδιά, που του χάρισε ο Θεός για κέρατα· “ἐκεῖ ἔλαφοι συνήντησαν καὶ εἶδον τὰ πρόσωπα ἀλλήλων”. Οι σαύρες τους κάνουνε συντροφιά ανάμεσα στα ασφέλαχτα, στα ζύγανα και στα χρυσάγκαθα. Οι ασπαλάκοι κ’ οι σκαντζόχοιροι, οι λαγοί και τ΄άλλα τα κακόμοιρα τα ζωντόβολα, που τρέμουνε τόσο την κακία τ’ ανθρώπου, σιμά τους περιτριγυρίζουνε, πατεράδες τους έχουνε·“ὄρνεα καὶ ἐχῖνοι καὶ ἴβεις καὶ κόρακες”. Όλα είναι ήμερα, γιατί τα φώτισεν η θεία χάρη. Ο σκορπιός δε δαγκώνει, κ’ η δεντρογαλιά απαράτησε την κακία της. Η αράχνη είναι η μοναχοκόρη τους και υφαίνει όλην την ημέρα στον αργαλειό της, για να στολίσει την πόρτα της σπηλιάς τους με “τα διαφανή λακωνικά”, που παινεύει ο Ησαΐας. Όλα είναι άγια, όλα είναι τερπνά, ωσάν κόρδες απάνου σε μελωδική λύρα, και ευφραίνονται όλα τα πλάσματα και πανηγυρίζουνε, γύρω από την μακαριότητα της πίστεως. “Τότε λύκοι καὶ ἄρνες βοσκηθήσονται ἅμα, καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα, ὄφις δὲ γῆν ὡς ἄρτον”.

Τα όρη σκιρτούνε σαν ζαρκάδια, το’να προβάλλει πίσ’ από τ’ άλλο, χαροποιά, βουνά αρχαία της μητέρας μας της Ελλάδας, ο Όλυμπος, ο Παρνασσός, ο Ελικώνας, ο Ταΰγετος, ο Κιθαιρώνας, ο Υμηττός κι ο Πίνδος. Παλαιοί ειδωλολάτρες, αναγαλλιάζουνε με καινούργια χαρά, επειδής ο Χριστός τ’ άγιασε, και κοντά στην αντρεία και στην αρχαία δόξα, έχουνε και την αγιοσύνη. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο μακάριο από την αγάπη του Θεού, αφού Αυτός μας έπλασε. “Ὁ στερεώσας τὴν οἰκουμένην καὶ κοσμήσας τὸν στέφανον πάντων τῶν πεποιημένων ὑπ’ αὐτοῦ”.

_____________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Πειραϊκά Γράμματα”. Μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Διευθυντές – ιδιοκτήτες: Ισιδώρα Καμαρινέα – Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Τόμος τρίτος, τεύχος 5, Μάιος 1943.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Φώτης Κόντογλου: Αναζήτησε την «ελληνικότητα», επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com