Αναμνήσεις Πυθαγόρα Κόσιβα, Πειραιάς δεκαετίες 1950 – 1960.

Για εμάς τους γηγενείς Πειραιώτες, ο τόπος που ζούμε αποτελεί το κέντρο της γης. Μια πανάρχαια πόλη με μεγάλη ιστορία, που απέκτησε ισχύ και εξελίχθηκε στο σημαντικότερο εμπορικό και πολιτισμικό κέντρο της ηπείρου μας...

by Times Newsroom

[Ο φίλος Πυθαγόρας Κόσιβας συνεχίζει να γράφει τα όσο θυμάται για τον παλιό Πειραιά, να αναπτύσσει το σκεπτικό του πάνω στα ναυτιλιακά πράγματα όπως τα έχει βιώσει λόγω επαγγέλματος και συναναστροφών, να κρίνει καταστάσεις και να υποδεικνύει στους επαΐοντες πώς θα βελτιώσουν τις δράσεις τους. Παρά την εμφανή διατύπωση των πολιτικών του πεποιθήσεων, που ίσως ενοχλήσει μερικούς αναγνώστες, αφήνεται να ειπωθεί ελεύθερα η γνώμη του, ειλικρινής, πηγαία και χαρακτηριστική της ανεξάρτητης ιδιοσυγκρασίας του]

Για εμάς τους γηγενείς Πειραιώτες, ο τόπος που ζούμε αποτελεί το κέντρο της γης. Μια πανάρχαια πόλη με μεγάλη ιστορία, που απέκτησε ισχύ και εξελίχθηκε στο σημαντικότερο εμπορικό και πολιτισμικό κέντρο της ηπείρου μας, από πολλούς αιώνες, ίσως από την νεολιθική εποχή, ενώ μεγαλούργησε στην κλασική περίοδο, πριν καταστραφεί το μεγαλείο του Πειραιά μας από τις ορδές του Ρωμαίου Σύλλα το 86/85 π. Χ. που κυριολεκτικά ισοπέδωσε τον ιστό της πόλη μας.

Η περίοδος της παρακμής διήρκησε μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους και την καταχνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ωστόσο, έγινε γνωστός επίσης ο Πειραιάς, ως το Πόρτο Λεόνε. Η πόλη όμως, επανήλθε σε νέους ρυθμούς ανάπτυξης τον 19ο αιώνα, όταν εξελίσσεται και πάλι στον σημαντικότερο λιμένα της Μεσογείου, με νέα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω της μετακίνησης προς αυτήν μεγάλου αριθμού πληθυσμιακών ομάδων από το εσωτερικό της χώρας και την Μικρά Ασία.

Η σημαντική ναυτιλιακή δραστηριότητα των συμπατριωτών μας εφοπλιστών, έδωσε ακόμη μια άνθηση και ώθηση, με πολύ μεγάλο κόπο, στον βομβαρδισμένο με την λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου Πειραιά, καθιστώντας τoν και πάλι στο σημαντικότερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου.

Αυτή είναι η πολυτραγουδισμένη, έως τα πέρατα της γης πόλη μας, που υμνήθηκε διεθνώς με τα “Παιδιά του Πειραιά” όπως επίσης επενδύθηκε μελωδικά, το Παρίσι και η Νέα Υόρκη.

Η περίοδος των παιδικών μας χρόνων είναι σημαδεμένη με τις μετά την απελευθέρωση από τον κατακτητή προσπάθειες που ξεκίνησε η καθημαγμένη πατρίδα μας να σταθεί, έστω και για λίγο διάστημα στα πόδια της, πριν αιματοκυλιστεί ξανά από τα εγκληματικά λάθη των ανεγκέφαλων συμπατριωτών μας και φορτωθούμε καταστάσεις φρικτές, ιδιαίτερα εμείς οι μικρής ηλικίας, δηλαδή τα παιδιά της δεκαετίας του 1940.

Ήταν η χειρότερη δεκαετία στην ιστορία μας. Πόνος, πόλεμος, πείνα, εμφύλιος, κακουχίες. Αντιλαμβάνομαι τώρα, ότι υπήρξαν ενοχές των πολιτικών εκείνης της εποχής, με επιλεκτική αμνησία και πολιτική εκμετάλλευση στην συνέχεια.

Θύματα κυρίως τα παιδιά, αυτών των ψυχών του «παιδομαζώματος», ακόμη και οι βετεράνοι του πολέμου αλλά και οι γενοκτόνοι, παντού επικράτησε το παράλογο. Είχα την ευτυχή συγκυρία να γνωριστώ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στο άμεσο εργασιακό μου περιβάλλον με τον Γιώργο Παΐσιο και την αδελφή του Ελένη από τους Χιονάδες Ιωαννίνων, παιδιά του «παιδομαζώματος», που ένοιωσαν αυτή την φρίκη, εντελώς μόνα τους, χωρίς τους γονείς τους (σε απάντηση των όσων ακούσθηκαν, περί οικειοθελούς εκπατρισμού και άλλων τέτοιων αναληθειών της προπαγάνδας). Αυτά τα παιδιά επαναπατρίσθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Είχαν όμως, την τιμή… να έχουν δάσκαλό τους στην Ουγγαρία, τον πεφωτισμένο της Δικτατορίας ινστρούχτορα, Γεωργαλά!

Πριν εκτυλιχθούν οι αναμνήσεις μου, θα μου επιτραπεί η ανοχή σας, σ’ ένα προσωπικό οικογενειακό θέμα. Η μητέρα μου είχε μια εμμονή, θα την έλεγα αυτή της υπερπροστασίας, αφού ήμουν και το στερνοπούλι της και πάντα φρόντιζε να μειώνει τους όποιους πιθανούς κινδύνους με περιέβαλαν. Εκείνο που φοβόταν περισσότερο ήταν το Τουρκολίμανο και ο πιθανός πνιγμός μου από κανένα ατύχημα στα βράχια του λιμενοβραχίονα.  Έτσι τον Ιούνιο του 1952, με τοποθέτησε, μέσω γνωριμίας, σε ένα κουρείο στο κέντρο του Πειραιά, δίπλα από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Εκεί, στο τεράστιο Καφενείο των “ΚΥΝΗΓΩΝ”, ιδιοκτησίας Κατσούλη, στο δεξιό άκρο του καφενείου λειτουργούσε από πολλών ετών ένα κουρείο, του ηλικιωμένου κουρέα, κ. Δημήτρη (δεν ενθυμούμαι το επώνυμο), που απομονώνονταν από το καφενείο με ξύλινα κατασκευάσματα. Το κουρείο αυτό, βρίσκονταν σε πολύχρονες διαπραγματεύσεις με τον κ. Κατσούλη, προκειμένου να ελευθερωθεί ο χώρος και να εξαπλωθεί το καφενείο. Εκείνο τον Ιούλιο του 1952, τα βρήκαν, μετρώντας στον κ. Δημήτρη 200 χρυσές λίρες! Έτσι, μια Κυριακή πρωί – πρωί, φώναξε ένα φορτηγό και φόρτωσε όλα του κουρείου, βάζοντας κι εμένα στην καρότσα, κατευθυνόμενοι στην Βούλα, στο σπίτι μιας ανεψιάς του, γιατί ο ίδιος ήταν χωρίς οικογένεια. Ήταν μια καλή εμπειρία διότι η κίνηση εκεί ήταν μεγάλη.

Επίσης στην Καραΐσκου τριγύρω ήταν τα ανθοπωλεία και η μεγάλη πιάτσα των ΤΑΧΙ, τα περίεργα εκείνα που έμοιαζαν με τα εγγλέζικα και τους ταξιτζήδες που ήταν μια απόλαυση να τους ακούει κανείς!

Όσον αφορά τις εμμονές της μητέρας μου, δεν βρήκαν την πλήρη επιδίωξή της, το μόνο κακό ήταν πως δεν πήγα κατασκήνωση στην Φανερωμένη Σαλαμίνας ή με τα Λυκόπουλα στον Διόνυσο.

Οι εμμονές της είχαν και στην εφηβεία συνέχεια, για να μην μπλέξω με τα αριστερά κόμματα, κάτι αδιανόητο, αλλά και τους “ανώμαλους”. Εγώ, πάντα της απαντούσα με καθησυχαστικό πνεύμα, λέγοντάς της: Μαμά, ο «Κουλοχέρης» βαρκάρης εδρεύει στα βράχια της Πειραϊκής, ενώ, ο θείος Καραγιάννης, στο καφενείο της Μυροβόλου, κάτω από το Γαλλικό Ινστιτούτο στο Πασαλιμάνι, δηλαδή μακριά απ’ εμάς!

Φυσικά και ο Πειραιάς, δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεαστεί από την δίνη των γεγονότων και συνεπειών και – θα συμπλήρωνα – ταλαιπωρήθηκε τόσο όσο κανείς άλλος ελλαδικός τόπος. Η ναυτιλία αποδεκατισμένη από τις πολεμικές επιχειρήσεις και την μανία του άξονα, έχασε περίπου το 75% του στόλου της, γύρω στα 500 πλοία και πάνω από 2000 ναυτικούς νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες, στους τρεις ωκεανούς, προκειμένου οι θαλάσσιοι δρόμοι να μείνουν ανοιχτοί. Αυτό ήταν το τίμημα της μικρής χώρας μας στην μάχη ενάντια στην δικτατορία του φασισμού. Είναι εύκολο να σκεφθεί κάποιος, πώς θα μπορούσε να αναταχθεί η ναυτιλία όταν οι πλοιοκτήτες δεν διέθεταν πλέον τα απαιτούμενα κεφάλαια για να αγοράσουν πλοία, έστω αυτών των Liberty ships. Οι Αμερικανοί ήθελαν cash το τίμημα και σε δολάρια. Ο τραπεζικός κλάδος είχε δυσκολίες με τους ασχολούμενους με την ναυτιλία Έλληνες. Από την άλλη, οι σχέσεις της πλοιοκτησίας με το επίσημο, αλλά και ναυαγισμένο ελληνικό κράτος, δεν ήταν οι καλύτερες, κάτι που είχε αρχίσει προ του πολέμου, λόγω της άδικης φορολογίας των εφοπλιστών. Εκτός αυτών υπήρχαν και άλλα δυσβάσταχτα προβλήματα, όπως οι πολεμικές αποζημιώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών για τα πλοία που χάθηκαν, ενώ με κάποιο νόμο που θεσπίστηκε από την ελληνική πολιτεία, δυσκόλεψε περαιτέρω τα πράγματα. Η ουσία ήταν να κρατηθεί ένα 30% για αντικατάσταση του Στόλου, μέσα σε μια επταετία για τα πλοία που χάθηκαν, κάτι που ναυάγησε κι αυτό. Επίσης, παρά το επιστρατευμένο από το 1940, ναυτικό προσωπικό, υπήρχαν ταραχές μέσα στα πλοία και άλλα σοβαρά ζητήματα, που ωθούσαν στην φυγή των πλοιοκτητών, παρά την επιθυμητή ανασυγκρότησή του.

Τελικά, τα πράγματα μεταξύ πλοιοκτησίας και κράτους ξεπεράστηκαν και υπογράφτηκε, με την βοήθεια του Μανώλη Κουλουκουντή (1898 – 1988), από την Νέα Υόρκη μια συμφωνία το 1947, που εγγυήθηκε η Ελλάδα την αγορά των 98 Liberty’s από τις ΗΠΑ, με τιμή $ 550.000, με το ¼ μετρητοίς, τα ¾ σε 17 ετήσιες δόσεις, και επιτόκιο 3,5%, με την εγγύηση πάντοτε του κράτους μας. Με την βοήθεια, και πάλι του κράτους, αγοράσθηκαν 7 δεξαμενόπλοια, τα περίφημα Τ2, της εποχής, αντί του ποσού των $ 2.000.000 έκαστο! Ένα άλλο δυσάρεστο ήταν, ότι ο συνεχιζόμενος συμμοριτοπόλεμος (εμφύλιος για άλλη μερίδα του λαού) είχε τις επιπτώσεις του στην όλη προσπάθεια ανάκαμψης, με αποτέλεσμα να χαθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής σημαίας. Έτσι, στράφηκε η πλοιοκτησία σε σημαίες ευκαιρίας. Περιέργως (;) επίσης, το ελληνικό μισθολόγιο ήταν ανώτερο (!) του αγγλικού ή του νορβηγικού. Με όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες, μπόρεσε να επιβιώσει τελικά.

Με την ευκαιρία της αναδρομής μου στην μεγάλη Ελληνική Ναυτιλία μας στην παράγραφο αυτή, θα επιθυμούσα να εξάρω τις αμέτρητες αρετές των πλοιοκτητών μας, εκείνης της ταραγμένης εποχής 1948 – 1950, αλλά και των επόμενων τεσσάρων δεκαετιών. Είχα την τύχη να εργασθώ, πολύ κοντά σε έναν μεγάλο άρχοντα της Ναυτιλίας μας, και να γνωριστώ επίσης, με συγγενείς του, πλοιοκτήτες, αλλά και φίλους – συναδέλφους του, κοινωνικά ή μέσα από την διοικητική συνεργασία του στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (Ε.Ε.Ε.). Χωρίς περιττές αναφορές, ήταν όλοι τους υπερπατριώτες, με γνήσια παραδοσιακά ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, πραγματικοί  Έλληνες.

Για παράδειγμα, τον αφελληνισμό των ελληνικών πληρωμάτων μας, της δεκαετίας του ’70 τον αποδέχθηκε ο εργοδότης μου, με ιδιαίτερα μεγάλη συντριβή, αλλά δεν τον εκμεταλλεύτηκε οικονομικά όπως θα μπορούσε να σκεφθεί ο κάθε πολιτικά κακόπιστος, κι αφού εξαντλήθηκαν όλες οι προσπάθειες προσέλκυσης Ελλήνων ναυτικών από την Ήπειρο, με την ανέγερση της προπαιδευτικής μονάδας της Πρέβεζας, αλλά και της δαπανηρής εκστρατείας, άγρας νεαρών Ελλήνων, πιθανών ναυτικών από την Κεντρική Μακεδονία, που ήλθαν στα πλοία, αλλά δυστυχώς, μόνο προσωρινά, 3 – 4 μηνών, προκειμένου ν’ αποκτήσουν την μηχανή Yamaha enduro, αλλά μέχρι εκεί! Η συμφωνία μας με το ναυτικό πρακτορείο (Έλληνας ιδιοκτήτης) El Greco στην Μανίλα έγινε με βάση, τα ίδια μισθολόγια που ίσχυαν για τους Έλληνες ναυτικούς, κάτι που ενόχλησε αρκετούς από την Ένωση, αλλά και άλλοι παραδοσιακοί το εφήρμοσαν, δικαιολογημένα!

Στην συνέχεια ήλθε επίσημα στην Γενική Συνέλευση της Ε.Ε.Ε. η υπογραφή διμερούς συμβάσεως με το κράτος του Μπαγκλαντές, με εξαιρετικά χαμηλά μισθολόγια, κάτι που ο εργοδότης μου δεν ενέδωσε.

Πριν από λίγους μήνες διάβασα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, κάποια συζήτηση – πρόταση από κύκλους της Ε.Ε.Ε., να γίνει προσπάθεια στροφής των Ελλήνων ανέργων προς το ναυτικό επάγγελμα, και μάλιστα, αντί 1.000 ευρώ μηνιαίως! Ενώ σε ειδική ανοιχτή συνάντηση τον περασμένο Φεβρουάριο, στην οποία παραβρέθηκα σε κεντρικό λογοτεχνικό σημείο των Αθηνών, με θέμα “Η ναυτιλία σήμερα”, ο σημαντικότατος Έλληνας ομιλητής, υποστήριξε ότι, τα πράγματα θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτή την γραμμή, εφόσον θέλουμε η ελληνική ναυτιλία να πορεύεται επιτυχώς!

Ένα άλλο πολύ κακό που συμβαίνει στις ημέρες μας είναι, οι δόκιμοι πλοίαρχοί μας, που κατ’ ανάγκη πρέπει να ακολουθούν το πρόγραμμα Sandwich courses, λαμβάνουν πλέον αμοιβές κλειστές 600 ευρώ, για το εξάμηνο τμήμα σπουδών τους στο πλοίο.

Με όλα αυτά τα περίεργα, ως μια νέα σελίδα πολιτικής στην ναυτιλία μας, ο καπετάν Παναγιώτης Τσάκος, ετοιμάζει την υλοποίηση της περυσινής υπόσχεσής του, των εγκαινίων των νεοανεγερθέντων εγκαταστάσεων, ενός Ιδιωτικού Ναυτικού Λυκείου στην γενέτειρά του Χίο, μέσα στον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Φυσικά, η μνήμη της θυγατέρας του, Μαρίας, αξίζει κάθε σεβασμού και τιμής, ενώ η ευαισθησία του κ. Τσάκου για τον χώρο που τον ανέδειξε, απολύτως κατανοητή. Θα μου επιτραπεί όμως, να σχολιάσω ότι, τα χρήματα, οπωσδήποτε είναι δικά του και δύναται να τα χρησιμοποιεί όπως αρέσκεται, αλλά η εποχή είναι εξαιρετικά δύσκολη για τους ανθρώπους του κύματος, τους εν ενεργεία και τους απομάχους. Ιδιαίτερα για τους δεύτερους και συνομήλικούς του είναι τραγικές, αυτούς που επικαλείται, και τους οποίους είχε μέσα στα πλοία συνεργάτες!

Ο αφελληνισμός καπετάν Παναγιώτη, δεν είναι τυχαίος και δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό! Τι θα πεις άραγε στα παιδιά ή στην νέα γενιά, όπως αναφέρεις στον οργανικό συλλογισμό σου, ότι ο παππούς τους στερήθηκε το ΝΑΤ, τον Οίκο Ναύτου και έγινε ΕΟΠΥ, την σύνταξη του, τον σφαγιασμό της αποτίμησης της, ως επαγγελματίας μορφωμένος αξιωματικός και ότι δεν μπορεί να επιβιώσει; Ποια παιδιά θα πεισθούν στο όραμα του καπετάν Παναγιώτη, ότι θα εξελιχθούν αύριο, στο μέλλον τέλος πάντων, ως επιτυχημένοι ηγέτες της Ελληνικής Ναυτιλίας; Γνωρίζω, καπετάν Παναγιώτη ότι αγαπάς την Τέχνη και μάλιστα τις Εικαστικές. Δεν θα είναι υπερβολή η ίδρυση στην Χίο ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Μην τρομάζετε και δεν είναι υπερβολή, σε καμία περίπτωση, άλλωστε ουδείς συμπατριώτης σας στράφηκε, ιδιαίτερα στον χώρο της Τέχνης.

Η Τέχνη, δεν αποδίδει χρήματα, ζητεί χρήματα. Όμως, πόσο σημαντικά πολύτιμο θα είναι αύριο για τους συμπατριώτες σας, όταν μυηθούν στον θαυμάσιο και απολαυστικό χώρο της Τέχνης! Βοηθήσετε το νησί σας. Έχετε τον τρόπο αλλά και τις χρήσιμε γνωριμίες προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Χίος, διαθέτει προς τιμή σας την ΔΣΕΝ Μηχανικών, αλλά και οι Οινούσες το αναβαθμισμένο από πολλών ετών Ναυτικό Γυμνάσιο, σε ΔΣΕΝ Πλοιάρχων.

Επανερχόμενος όμως, στον Πειραιά του 1945, είναι εύκολο να φαντασθεί ο καθείς, ποιες θα ήταν και οι κοινωνικές επιπτώσεις, μετά τον πόλεμο. Βέβαια, η Ελλάδα έπρεπε και επιβάλλονταν να αναταχθεί, να προχωρήσει μετά απ’ όλα αυτά τα τραγικά που πέρασε στην κατοχή, και να τα αφήσει πίσω, τις μνήμες επιβίωσης, ακόμη και του καλοδεχούμενου τότε, τουρκικού πλοίου επισιτισμού “ Kurtuluş, Κουρτουλούς” και σιγά- σιγά αλλά σταθερά, να αρχίσει να ξεφτίζει το παρελθόν. Οι Έλληνες που ήταν τότε δραστηριοποιημένοι στην οικονομική και κοινωνική ζωή, είχαν συνειδητοποιήσει, ύστερα από τόσες δεκαετίες (1922 – 1944) δυστυχίας, ότι εάν δεν δημιουργήσουν, θα χαθούν οριστικά. Ήταν όντως στην πλειοψηφία τους, έτοιμοι να αλλάξουν και να επιτύχουν. Τα δραματικά χρόνια του εμφυλίου είχαν φωτίσει αρκετούς  Έλληνες να αλλάξουν την μοίρα της χώρας τους, όπως για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Βλέπουμε ότι το σκηνικό της καθημερινής ζωής στον Πειραιά αρχίζει να επανέρχεται. Στις αρχές του ’50 για παράδειγμα, οι σοβατζήδες, έχουν κάποιες δουλίτσες, όπως και οι κεραμιδάδες, με την συνεχεία τους ασπριτζήδες. Δουλειές πολύ απλές αλλά, απαραίτητες γιατί παντού επικρατούσε η πολύχρονη εγκατάλειψη συντήρησης των όποιων, τέλος πάντων ονομαζόμενων σπιτιών.

Οι πρώτοι δοσάδες έκαναν πάλι την εμφάνισή τους στην πόλη, και από πόρτα σε πόρτα, είτε με είδη προικός, είτε με γυναικεία φτηνά υφάσματα, όπως εμπριμέ τσελβόλ ή τσίτια του Ρετσίνα και για τους διαθέτοντες τα cottonant του Τσαντίλη για το καλοκαίρι, είτε με υφάσματα της ελληνικής υφαντουργίας, κάπως χονδρά μάλλινα για τον χειμώνα, γιατί η λεπτή ποιοτική ύφανση των εισαγωγής, ήταν απρόσιτη ακόμη για τον γενικό πληθυσμό. Για τον πολύ φτωχό ανδρικό πληθυσμό πάλι, υπήρχαν τα ντρίλια, για τους πολύ φτωχούς, ενώ ο Δημητριάδης, μπορούσε να καλύψει τις ανδρικές ανάγκες, όλων των βαλαντίων.

Στην λαϊκή παιδική ένδυση, φυσικά βοήθησε και η Αμερικανική UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) που είχε το πρατήριό της στην οδό Κολοκοτρώνη, πίσω από την Ράλλειο. Κάπου δίπλα από τις ραπτομηχανές Singer. Απ’ εκεί απόκτησα και το πρώτο μου golf παντελονάκι, κάπως χονδρουλό ύφασμα βέβαια, αφού μου έκανε έντονες κοκκινίλες στα ποδαράκια μου, ψηλά στα αχαμνά, αλλά αφρίζει, ξαφρίζει… το φορούσα!

Οι καθώς πρέπει, προ του πολέμου Πειραιώτες, προσαρμόστηκαν στις μεταποιήσεις των καλής ποιότητας ρούχων τους από την προηγούμενη ειρηνική εποχή, όσα περισώθηκαν βέβαια, από τους μαυραγορίτες. Αυτά έπλεαν πάνω τους, αφού τα περιττά κιλά είχαν πάει περίπατο. Έτσι, έκαναν δουλειές οι ραφτάδες, όπως, ο Ανδρέας Τριαλώνης, στην οδό Νοταρά, δίπλα ακριβώς από τα μετέπειτα ιατρεία του ΙΚΑ. Για τις γυναίκες επίσης, ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, υπήρχαν αμέτρητες μοδίστρες.

Με την ευκαιρία, θυμάμαι στην πρώτη τάξη (Γ΄) του Γυμνασίου Καστέλας το 1952, τον ηλικιωμένο φιλόλογο Δέρβο, να ζητά μελάνι εν ώρα μαθήματος, προκειμένου να βάψει το εμφανισθέν λευκό μέρος της φόδρας του κουστουμιού του, που είχε τριφτεί, πριν τις κουμπότρυπες!

Για εμάς, η σύνταξη της γιαγιάς από τον αεροπόρο θείο (αδελφό της μητέρας μου), χωρισμένου από την σύζυγό του Πίτσα Ρέππα, κόρη του μεταξικού Αρχηγού Αεροπορίας, Γεωργίου Ρέππα, δηλαδή του φονευθέντος επισμηναγού Μιχάλη Αναστασάκη, καλά κρατούσε και έφθασε μέχρι το 1956, όταν η γιαγιά αναχώρησε, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό. Βλέπετε, το διαζύγιο του θείου, έφερε την γιαγιά δικαιούχο της σύνταξής του, ενώ βοήθησε εμάς να επιβιώσουμε!

Η εποχή εκείνη απαιτούσε την έγκαιρη και μεθοδευμένη προετοιμασία, για τις κοπέλες των οικογενειών με τα απαραίτητα είδη προικός. Έπρεπε να διαθέτουν τα χασεδένια λευκά σεντόνια, κεντημένα και μη, με μαξιλαροθήκες σε φάκελο, αλλά και καθημερινής χρήσης, σωλήνες, προσόψια όλων των μεγεθών, τραπεζομάντηλα 12 προσώπων (κεντητά και μη) τόσο του φαγητού όσο και τσαγιού, προσωπικά εσώρουχα ικανού αριθμού οπωσδήποτε, κουβέρτες μάλλινες (μερικοί διέθεταν εγγλέζικες ή Αυστραλίας double-face, με μαλλί moss ή merinos) αλλά και λινές, μα και το απαραίτητο παραδοσιακό πάπλωμα για τον χειμώνα (μέχρι που εξαφανίστηκε, ως λαϊκό αντικείμενο). Εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ο πλέον ειδικός Πειραιώτης παπλωματάς, που άφησε εποχή, ο Μαράκης στην γωνία Χατζηκυριακού και Σαχτούρη, δεύτερης γενιάς τεχνίτης, ο οποίος είχε για τους μεσαίας τάξης Πειραιώτες, καθοριστικό λόγο στην επιλογή των υφασμάτων του παπλώματος και του νυφικού κουβερλί, καθώς και του στρώματος, αφού αυτά κατασκευάζονταν από τον ίδιο. Βλέπετε, ο Νίκος Σηφαλάκης (παράγων του Δ.Σ. του Ολυμπιακού), με τα μοντέρνα του stromatex και τα νέας γραμμής έπιπλα, εμφανίσθηκε στην οδό Γεωργίου Α΄ και Κουντουριώτου, κάτω από τα πολυϊατρεία “Ευαγγελισμός”, μετά το 1958. Είχαμε και στον Πειραιά “Ευαγγελισμό”, το κτήριο υπάρχει ακόμα.

Οι παλαιότεροι έμποροι του Πειραιά για καλής ποιότητας είδη προικός ήταν το εξειδικευμένο κατάστημα Ντάβαρη στην γωνία Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ιακώβου Δραγάτση, πριν ακόμη ανεγερθεί εκεί η Εισαγγελία Πειραιά. Στην Δραγάτση 4 επίσης, ήταν τα υποκάμισα Δούμα. Είδη προικός για τους εύπορους Πειραιώτες διέθεταν επίσης οι Αφοί Δανηλάτου, καθώς και οι Αφοί Δολόγλου, αμφότεροι επί της Βασ. Κωνσταντίνου. Δύο ανταγωνιστικά καταστήματα, με εισαγωγές γυναικείων υφασμάτων κατ’ ευθείαν από το εξωτερικό, κυρίως στα γυναικεία υφάσματα.

Τότε, έτοιμα ενδύματα, γυναικεία και ανδρικά, ΔΕΝ υπήρχαν ακόμη στην Ελληνική αγορά, τουλάχιστον μέχρι το 1962. Οι καλύτερες μοδίστρες για τον Πειραιά ήταν η κυρία Καφαντάρη στην οδό Θεάτρου, η οποία διέθετε το απαιτητικότερο γυναικείο πελατολόγιο. Ακολουθούσε η κυρία Ελένη, σύζυγος μετέπειτα ανωτέρου υπαλλήλου του Δήμου Πειραιά, Δημήτρη Σκότη. Υπήρχαν και αρκετές άλλες πρωτοκλασάτες αλλά θα είναι κουραστική η αναφορά τους. Οι μοδίστρες αυτές συνήθως συνόδευαν τις κυρίες στις αγορές τους, όταν ήθελαν την αγορά τουαλέτας, κατά προτίμηση μπροκάρ (brocart) ή βελούδου σιφόν, εισαγόμενα από Γαλλία, αλλά και Ελληνικά του Μηναΐδη ή του Ναθαναήλ για φθηνότερη ικανοποιητική, οπωσδήποτε λύση. Επίσης, η αγορά μαύρου παλτού, ήταν ένα απαραίτητο ρούχο για κάθε κοινωνική περίπτωση. Δεν υπήρχε κυρία της μεσαίας και ανώτερης τάξης που δεν διέθετε στην γκαρνταρόμπα της μαύρο παλτό του γαλλικού εργοστασίου, Blin- Blin. Η επισημότερη παρουσία, συγγενών και καλεσμένων, ήταν αυτή της τελέσεως γάμου. Οι τουαλέτες αυτές, φοριόταν και στις χοροεσπερίδες της πόλης μας κατά την διάρκεια των Απόκρεω, όχι όμως, για δεύτερη φορά! Για τους μοντέρνους άνδρες της δεκαετίας ’50 και ’60 ράφτης ήταν ο Ν. Πιπιτσούλης που τον διαδέχθηκε ο υιός του Τάκης. Στα ανδρικά υφάσματα, οι Αφοί Ανδριανόπουλοι, μονοπωλούσαν. Παράλληλα αναδείχτηκε και ο Τσακίρης στην Μακρά Στοάς (Δ. Γούναρη) και Ναυαρίνου. Ράφτες υπήρχαν πολλοί γύρω από την Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου.

Ακόμη και τα συνδικαλιστικά σωματεία των Εμποροϋπαλλήλων είχαν την δική τους λογική. Για παράδειγμα, τα λεγόμενα αριστοκρατικά μαγαζιά, είχαν υιοθετήσει τον Σύλλογο Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων Πειραιά, με πρόεδρο τον Χαρίλαο Παπαδόπουλο, για πολλά χρόνια και μετέπειτα τον Ανδρέα Γαλιατσάτο (ο πυρήνας τους ήταν στο κατάστημα Αφοί Δανηλάτου). Το έτερο Σωματείο ήταν ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Πειραιώς, με πρόεδρο τον Καλλιπολίτη, με πυρήνα τους το κατάστημα Δολόγλου (σε μεγάλο ποσοστό) και τα μαγαζιά των Μικρασιατών της Εθνικής Αντιστάσεως κ.λ.π.

Οι δοσάδες (πρωτοκλασάτοι) είχαν έδρα τους στους Δανηλάτους, οι Γ. Ζησιμάτος και Κώστας Ακάσογλου. Στον Δολόγλου ήταν ο Αιγινίτης (Μεσαγρός)  δοσάς, Σπύρος Γαλάρης, μετέπειτα καταστηματάρχης στην Βασ. Κωνσταντίνου (με επόμενη δράση σε τομείς, λαογράφος και γλύπτης) και επίσης ο Κώστας Ακάσογλου. Αναφερόμαστε για σοβαρότατο τζίρο πωλήσεων μέσω αυτών, με πελάτες, τους πιο απίθανους καλοβαλμένους Πειραιώτες. Σφήνα στα ανωτέρω καλά καταστήματα του Πειραιά ήλθε μετά το 1955 να μπει δυναμικά το κατάστημα των Αφών Ιωσηφίδη (πατέρας ο Νίκος, γιοί οι Γιάννης και Κυριάκος), έμποροι από την Νίκαια, εγκατασταθέντες το 1948 στην Εθνικής Αντιστάσεως 21, προς την πλατεία Ιπποδαμείας.

Κατ’ αρχάς ο Ιωσηφίδης, δεν διέθετε εισαγόμενα υφάσματα, αλλά Ελληνικά (είχε δικό του εργοστάσιο), με σαφώς χαμηλότερες τιμές από την Βασιλέως Κωνσταντίνου. Όμως, εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο ευκατάστατος Πειραιώτης, ΔΕΝ θα πήγαινε ποτέ στον Ιωσηφίδη, τουλάχιστον φανερά! Το κατάστημα αυτό στηρίχθηκε πολύ, στο αγοραστικό κοινό της περιφέρειας (Νίκαια, Πέραμα, Κουτσουκάρι κ.λ.π.) και στον μικρομεσαίο Πειραιώτη, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του.

Είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι, η καλή πειραϊκή αγορά, μέχρι το 1960 ήταν ο δρόμος της Βασιλέως Κωνσταντίνου (η Ερμού, θα λέγαμε της πόλης μας), και μόνο το τμήμα από την Βασιλέως Γεωργίου έως την Μπουμπουλίνας. Απ’ εκεί και πέρα, νεκρός τομέας. Η Βασιλέως Γεωργίου Α΄, είχε πολύ μικρό άξονα, δηλαδή πολύ λίγα μαγαζιά, μέχρι την Φίλωνος ενώ από το Δημοτικό Θέατρο, έφθανε με πολύ λίγα μαγαζιά μέχρι την Αλκιβιάδου. Η Τσαμαδού, είχε καταστήματα, τα οποία αποκαλούνταν μέχρι το 1960, “λαϊκά μικρομάγαζα”. Τα ίδια ίσχυαν και για την Σωτήρος Διός, που άρχισε δυναμικά να εξελίσσεται μετά το 1962, εποχή δηλαδή, του αρξαμένου πειράματος, του έτοιμου ενδύματος.

Το παπούτσι, ακολουθούσε ξεχωριστό δρόμο. Είχε διάσπαρτα καλά καταστήματα, αλλά ο παπουτσόδρομός του ήταν η Φίλωνος, στο τμήμα της, από Σωτήρος Διός έως Μπουμπουλίνας, ένθεν και εκείθεν. Στην παλαιά αγορά, που γκρέμισε ο Σωτήρας μας Δήμαρχος, Αρ. Σκυλίτσης (!), βρίσκονταν στην πλειοψηφία παραρτήματα της οδού Φίλωνος. Τα μαγαζιά αυτά λειτουργούσαν για τις ανάγκες του αγοραστικού κοινού των επιβατών, των νήσων του Αργοσαρωνικού.

Εκείνο που θα πρέπει εδώ να αναφερθεί, αφού το γνωρίζουμε, είναι ότι η πόλη μας αποτελεί το ναυτιλιακό κέντρο της χώρας. Μεγάλο μέρος της πειραϊκής οικονομίας οφείλεται, στους εργαζόμενους ναυτεργάτες μας, είτε διαμένουν στον Πειραιά είτε διέρχονται με πολυήμερες παραμονές τους στην πόλη, πάντοτε για σοβαρές αιτίες. Στον Πειραιά των δεκαετιών ’40, ’50 και ’60, υπήρχαν οι σχολές Μηχανικών του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Αρχιμήδη, του Ήρωνος, του Προμηθέα, του Πυθαγόρα από το 1956 και μετά το 1957 του Ασπροπύργου. Υπήρχε επίσης, η Σχολή Πλοιάρχων του Ασπροπύργου καθώς και ένα – δύο Ναυτικά Γυμνάσια, τέλος οι Σχολές Ασυρματιστών του Πειραϊκού Συνδέσμου και της Πάλμερ στην Αθήνα.

Υπήρχαν απαραιτήτως, τρεις περίοδοι προαγωγικών εξετάσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας για Γ΄ και Β΄ πλοιάρχους και δύο για Α΄ πλοιάρχους. Να υπενθυμισθεί ότι μέχρι το 1965, ο μεγαλύτερος όγκος των πλοιάρχων προήρχετο από τα κλασικά Γυμνάσια της χώρας, οι οποίοι μετά από μια τετραετή ναυτική υπηρεσία στα πλοία, άνοιγε ο δρόμος για την απόκτηση του πτυχίου Γ΄ πλοιάρχου. Το ίδιο ίσχυε και για τα προαγωγικά των Γ΄, Β΄ και Α΄ Μηχανικών Ε.Ν. Τέλος υπήρχαν δυο περίοδοι για Β΄ και Α΄ Ασυρματιστών. Εκτός των ανωτέρω υπήρχαν προαγωγικές εξετάσεις για λίγους Λογιστές και Φροντιστές των επιβατηγών πλοίων. Για τους υπαξιωματικούς των πλοίων, υπήρχαν και για αυτούς πιστοποιητικά, όπως Μαγείρων Α΄ και Αρχιμαγείρων. Τα ίδια και για του Θαλαμηπόλους Ε.Ν. Για τους θαλαμηπόλους εκείνης της εποχής υπήρχε μια υποχρεωτική εξάμηνη κατάρτιση, με ευθύνη της Ενώσεως Θαλαμηπόλων, που καταργήθηκε μετά το 1963. Κλείνοντας, θα πρόσθετα κάποιο μικρό αριθμό υποψηφίων πρακτικών πλοιάρχων και μηχανικών, που είχαν κι αυτοί εξετάσεις για πτυχία πρακτικών Γ΄ πλοιάρχων και Γ΄ μηχανικών.

Όλα αυτά τα προαγωγικά υποχρεωτικά σχήματα απαιτούσαν ειδικά δαπανηρά πολύμηνα ιδιωτικά φροντιστήρια. Τότε δεν υπήρχε το ΚΕΣΕΝ.

Ο εν λόγω ετήσιος, χιλιάδων ανθρώπων τζίρος, ζητούσε από την πόλη μας, κυρίως για τους ερχόμενους από την επαρχία, στέγαση και σίτιση, όπως και την καταβολή διδάκτρων. Σκέφθηκε κανείς ποτέ του για ποιό ύψος ποσών αναφερόμαστε;

Αυτά, τα επισημαίνω σαν χρήσιμο ιστορικό γεγονός, αφού δεν έχουν σχολιαστεί ποτέ, ούτε από τον αείμνηστο Τάσο Τζαμτζή (1925 – 2009), έναν πραγματικό ιστορικό της ναυτοσύνης, αλλά ούτε και από τον σημερινό ειδικό ιστορικό, με αναφορές σε μουσειακές αξίες, αλλά και με φωτογραφικό χρήσιμο υλικό, καθώς και άλλες αναζητήσεις, χρήσιμες κυρίως για την πλοιοκτησία μας, τον οποίο και τιμώ ιδιαιτέρως, κ. Γιώργο Φουστάνο.

Δεν έχει σχολιαστεί ενδελεχώς επίσης, και η κολασμένη δραστηριότητα των παρασίτων της Ακτής Μιαούλη, πέραν των αριστερών εντύπων με τα πονηρά κίνητρα τους. Αυτά τα άτομα, ως μεσίτες αυτοπροσδιοριζόντουσαν, βάναυσα και ελεεινά. Τους συναντούσαμε στις περιόδους μεγάλων κρίσεων, όπως του 1954-57 και του 1962. Αυτά τα τέρατα, ζητούσαν τεράστια ποσά από καταχρεωμένους και εξαθλιωμένους οικογενειάρχες ναυτικούς μας. Τραγική καταδυνάστευση ανθρώπων, στην λογική της παράνομης διαμεσολάβησης, για τις λιγοστές θέσεις εργασίας που παρουσιάζονταν. Θύμα της υπήρξε και ο πατέρας της αρραβωνιαστικιάς μου, Νίκος Σταθάκης, που έδωσε ένα σοβαρό ποσό, για την εποχή εκείνη. Οι λεβέντες αυτοί δρούσαν στις Στοές των Μεγάρων της Ακτής Μιαούλη σε αγαστή συνεργασία με ορισμένα υποκείμενα των Γραφείων. Αυτή η κατάσταση ευνοούσε πολιτικά τον αριστερό ναυτεργατικό συνδικαλιστή Αντώνη Αμπατιέλο και την σύζυγο του στο Λονδίνο.

Εκείνη την εποχή (1944 – 1949), οι περισσότερες Υπηρεσίες του ΥΕΝ, όπως το ΓΕΝΕ λειτουργούσαν στο μισογκρεμισμένο Μέγαρο Βάτη. Το Λιμεναρχείο στην σημερινή θέση του, ενώ το ΥΕΝ ήταν εγκατεστημένο στην Αθήνα. Το μετέπειτα συγκροτημένο city μας, άρχιζε από τον Άγιο Σπυρίδωνα (Μπουμπουλίνας) και τελείωνε στον Άγιο Νικόλαο, στην Ακτή Μιαούλη 65. Η Ακτή Ξαβερίου, δεν υπήρχε ακόμη, αυτή δημιουργήθηκε μετά το 1965, με ήπιους ή τολμηρούς ρυθμούς. Το να μπαρκάρει κάποιος για το εξωτερικό, μετά την απελευθέρωση, ήταν το λιγότερο άθλος. Έπρεπε να περάσει από την ψιλή κρησάρα και δικαιολογημένα. Τα πράγματα ήταν ακόμη δυσκολότερα για τους πρωτόμπαρκους, που θα έπρεπε να κάνουν οπωσδήποτε ένα τρίμηνο σε πλοίο του εσωτερικού, ακόμη και σε καΐκια. Αυτή η ταλαιπωρία κράτησε αρκετά χρόνια, ατυχώς.

Αλλά για να ξεφύγουμε από αυτό το άγριο ιστορικό γεγονός, θα αναφερθώ και σε ένα άλλο υπαρκτό ζήτημα, κυρίως ναυτεργατικό, όταν στου Τζελέπη και πλάι από το μέγαρο Γιαννουλάτου, ήταν το τραπεζάκι με τους συνδικαλιστές των Σωματείων που ζητούσαν τις καθυστερημένες συνδρομές των ναυτεργατών, των ακτοπλοϊκών σκαφών. Αρκετοί ναυτικοί τότε, πενήντα και πλέον χρόνια πριν και επί Γεν. Γραμματέως της ΠΝΟ, Μάνθου Πετρουλή, έθεταν το ερώτημα, πού πηγαίνουν άραγε, τα 4 σελίνια που νομίμως παρακρατούνταν μηνιαίως από τους ναυτικούς των ποντοπόρων πλοίων μας. Τότε το θεωρούσα εγώ προσωπικά, μικρότητα και απρέπεια από τους Ελληνάρες και θύμωνα, αλλά σήμερα διερωτώμαι, μήπως είχαν κάποιο μικρό δίκιο;

Το 1962 βγήκα κι εγώ στην αγορά εργασίας για την απόκτηση υπηρεσίας. Όμως, για εμένα ήταν πολύ απλά, δεδομένου ότι υπήρχαν οι γνωριμίες, όπως αυτή του αρχιπλοιάρχου Παρίση, της Θηραϊκής Ακτοπλοΐας του Μάρκου Νομικού.

Τον κ. Παρίση τον γνώρισα σε κάποια Εξεταστική Επιτροπή Α΄ Πλοιάρχων, στην οποία ήταν εκπρόσωπος για την Ένωση Πλοιάρχων, ενώ εγώ ήμουν Γραμματέας της επιτροπής αυτής. Έτσι, τακτοποιήθηκα άμεσα στο επιβατηγό ΚΑΝΑΡΗΣ, όπου ναυτολογήθηκα ως δόκιμος. Θυμάμαι ότι την πρώτη ημέρα μου στο πλοίο, πήγαμε αυθημερόν στην Πάρο, έτσι δεν διανυκτέρευσα στο πλοίο. Την επομένη το δρομολόγιο ήταν Χίος – Μυτιλήνη. Το δωμάτιο που με φιλοξένησε ήταν στο “στρίτσο”, δηλαδή κατάπλωρα στον χώρα αγκύρας. Αυτή η διανυκτέρευση έμεινε για εμένα για πάντα ζωντανή. Η κουκέτα ήταν ξύλινη, στην οποία συγκατοικούσαν, χωρίς υπερβολή, εκατομμύρια κοριοί!! Όταν φθάσαμε το πρωί στην Μυτιλήνη, έσπευσα στο φαρμακείο και αγόρασα χάπια τα οποία, έκαψα σε καμινέτο και έγινε ο χαμός από την κάπνα και την τούφα, στον πάνω από το μπαρκαρίζο κλειστό χώρο, των τριτοθεσιτών, καθώς και στα δωμάτια του πληρώματος, που πετάχτηκαν όλοι έξω σαν τους ποντικούς, έτοιμοι να με δολοφονήσουν, ιδιαίτερα οι κοιμώμενοι. Φώναξαν τον γηραιό Σαντορινιό ύπαρχο, Αλιφραγκή, για να με βάλει σε τάξη. Εξήγησα όμως, στον άνθρωπο, ότι ακριβώς απέξω μας είναι το Λιμεναρχείο και δεν θα πρέπει να φθάσει το ρεζιλίκι μέχρι εκεί. Το άλλο είναι να τηλεφωνήσω στον αρχιπλοίαρχο Παρίση στον Πειραιά και να του ζητήσω δωμάτιο επιβάτη, προκειμένου να τελειώσει το μαρτύριό μου, σε κάθε περίπτωση. Βέβαια, για τον δύστυχο ύπαρχο και οι δύο προτάσεις μου ήταν “σόνικες”, κυρίως για τον ίδιο. Βρέθηκε βέβαια η λύση, αφενός η παραμονή μου σε δωμάτιο της τουριστικής θέσεως, προσωρινά (έως μόνιμα), τους δε θορυβοποιούς ναύτες κ.λπ. τους εξύβρισε για την βρωμιά τους!! Όμως, η βαλίτσα μου, είχε ήδη μαγαρισθεί από τους κοριούς και χρειάσθηκε μαζί με την μητέρα μου να τινάξω τα πάντα, έξω στην αυλή μας.

Ένα άλλο περιστατικό ήταν, όταν έφυγα ένα πρωί από το ΚΑΝΑΡΗΣ για να πάρω το τρόλεϋ από την Ναυαρίνου προς την Καστέλα. Στη κίνησή μου να βγάλω από την τσέπη του παλτού μου το πορτοφολάκι για να πληρώσω το εισιτήριο, μαζί με αυτό, πετάχτηκε από την τσέπη και ένας ποντικός (μικρός) που κατατρόμαξε τους επιβάτες. Τεράστιο ρεζιλίκι! Είχε πάρα πολλά ποντίκια ο ΚΑΝΑΡΗΣ, όπως και όλα της ακτοπλοΐας, τα οποία έμπαιναν από το μπαρκαρίζο, το οποίο ήταν πάντα ανοιχτό στο λιμάνι. Ευτυχώς που οι ποντικοί ήταν μικρού μεγέθους!

Μια ευτυχής συγκυρία για εμένα στο ΚΑΝΑΡΗΣ ήταν η συνάντηση μου με τον πρόεδρο Καραμανλή, στις αρχές Οκτωβρίου του 1963 στην Αλεξανδρούπολη.

Ο πλοιοκτήτης Μάρκος Νομικός, ήταν βουλευτής Κυκλάδων και παραχώρησε τον ΚΑΝΑΡΗ για 5 ημέρες στον Πρόεδρο, προκειμένου να κάνει την προεκλογική του καμπάνια στα μεγάλα νησιά μας, αρχίζοντας από την Αλεξανδρούπολη, Λέσβο, Χίο, Χανιά, Ηράκλειο και Ρόδο. Την πρώτη ημέρα, στην Αλεξανδρούπολη, μπαίνοντας στο σκάφος, τού συστήθηκα αμέσως, παρά τις αντιρρήσεις του καπετάνιου Ν. Παπαγγελή. Του είπα ότι είμαι ενεργό μέλος της ΕΡΕΝ Πειραιά και θα βρίσκομαι στην διάθεση του, ανά πάσα στιγμή. Την επόμενη ημέρα μίλησε στην Μυτιλήνη, εκεί που για πρώτη φορά αναφέρθηκε ότι, εφόσον εκλεγεί, θα αναθεωρήσει το Σύνταγμα. Υπενθυμίζεται εδώ ότι, είχε μεσολαβήσει η άρνησή του προς το παλάτι, να ΜΗΝ γίνει η επίσημη επίσκεψή τους στην βρετανική πρωτεύουσα, κάτι που αγνοήθηκε και επακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα της παραίτησής του. Τον πρόεδρο συνάντησα στην Νεάπολη της Ιταλίας τον Ιούλιο 1967, όταν επιβιβάστηκε και παρέμεινε για ένα 20ήμερο στο Yacht Paloma, το σκάφος του παιδικού φίλου και συμμαθητή του στο Λύκειο Μακρή, αείμνηστου Βασίλη Γουλανδρή.

ΣΧΟΛΙΑ

*Ο επονομαζόμενος «Κουλοχέρης» και ο ευτραφής Καραγιάννης είναι από τους γνωστούς της εποχής εκείνης εραστές εφήβων και νέων ανδρών.
*ΔΣΕΝ. Η Σχολή στην Χίο ιδρύθηκε από τους εφοπλιστές Κ. Καρρά και Ι. Χανδρή. Λειτούργησε στα 1965 ως Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού. Από το 1979 έγινε Ανωτέρα Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού (ΑΔΣΕΝ). Στα 1996 προστέθηκε νέα πτέρυγα με συμβολή των Π. Τσάκου και Γ. Πατέρα. Στα 1998 – 99 ονομάστηκε Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Μηχανικών Χίου (ΑΕΝ/Μ/ΧΙΟΥ). Στις Οινούσες η αντίστοιχη ΑΕΝ είναι μόνο για πλοιάρχους.
*Kurtuluş, σωτηρία στα τουρκικά. Έτσι ονομάζονται και τα Ταταύλα στην Κωνσταντινούπολη.
*UNRRA: Το καλοκαίρι του 1946 είχε δώσει επίσης εκατοντάδες μεταχειρισμένα αυτοκίνητα σε επαγγελματίες, πολλά λάστιχα αυτοκινήτων σε υπηρεσίες και ιδιώτες, παπούτσια και στολές. Το Μετοχικό Ταμείο Στρατού έφερε από Αίγυπτο χιλιάδες ζεύγη παπουτσιών και τα μοίρασε σε διάφορες κοινωνικές ομάδες που βρίσκονταν σε αδυναμία.

Καθαρή Δευτέρα 1951. Ο Πυθαγόρας Κόσιβας και η γειτόνισσά του Κωνσταντίνα Δημακάκου στο Νέο Φάληρο. Κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό, υπήρχε ανοιχτός χώρος χωρίς σύρματα κατάλληλος για πέταγμα του αετού.

Νέο Φάληρο 1955. Ο Πυθαγόρας Κόσιβας και ο Καστελλιώτης φίλος του Παναγιώτης Βλατάκης.

Στην κλινική Τσιγγούνη στον Πειραιά του 1959. Κλινήρης η Σταματίνα Σταθάκη, μετέπειτα πεθερά του Πυθαγόρα, δίπλα η κόρη της Μαρία. Ο Αναστάσιος Τσιγγούνης ήταν από τα ιδρυτικά μέλη στα 1950 της Ιατρικής Εταιρείας Πειραιώς και μετά την αναγνώρισή της το 1952 εξελέγη πρώτος Γενικός Γραμματέας.   

 Άνοιξη του 1960. Η οικογένεια του Νικολάου Σταθάκη, πεθερού του Πυθαγόρα, ταξιδεύοντος με το Υ/Π ΠΑΤΡΙΣ. Από τα αριστερά: Ανέζα, Μαρία, Ελένη. Στο κέντρο η Σταματίνα Σταθάκη. Στις άκρες αριστερά ο Ιωάννης και δεξιά η Αναστασία. 


  Όρμος Βουλιαγμένης, γύρω στα 1966-67. Στην παραλία η ταβέρνα ΛΑΜΠΡΟΣ. Στην θαλαμηγό ΠΑΛΟΜΑ, ο Πυθαγόρας Κόσιβας και ο Δημήτρης Φακής. 

Ιούλιος 1967. Monte Carlo, Monaco. Θαλαμηγός ΠΑΛΟΜΑ. Ιδιωτική φωτογραφία τραβηγμένη σε ώρες χαλάρωσης από τον Πυθαγόρα Κόσιβα με την τότε διαδεδομένη στιγμιαία φωτογραφική μηχανή Polaroid.

Αύγουστος 1967. Στην Άνδρο, έξω από το Μ/Υ (Motor Yacht) PALOMA. Από τα αριστερά, Πυθαγόρας Κόσιβας, Βασίλης Γλυνός (ναύκληρος), Αλέξανδρος Θεοδώρου (ύπαρχος), Ελευθέριος Καλαμάρας (πλοίαρχος του CREOLE του Σταύρου Νιάρχου) και Δημήτριος Φακής, πλοίαρχος του ΠΑΛΟΜΑ. Καθισμένος ο Πειραιώτης μηχανικός Γιώργος Ανδρονικάκης (γεν. 1929).

Αύγουστος 1968. Άγιος Νικόλαος Κρήτης. Θαλαμηγός ΠΑΛΟΜΑ. Ο πλοίαρχος Δημήτρης Φακής, ο ναύκληρος Βασίλης Γλυνός, ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν και ο Πυθαγόρας Κόσιβας.

Ωρωπός 1968. Οικογένεια Πυθαγόρα Κόσιβα και η φίλη Βαρβάρα Πριονά. Πολλές πειραιώτικες συντροφιές, αλλά και άλλες, συνήθιζαν να κάνουν ημερήσιες εκδρομές στα χωριά και τις παραλίες της Αττικής για ψυχαγωγία και φαγητό.  

1975. Αποχαιρετιστήριοι λόγοι στις γυμναστικές επιδείξεις της ΣΤ΄ τάξης του 37ου Δημοτικού Σχολείου όπου βλέπουμε την Αναστασία Κόσιβα. Το σχολείο επί της Μουσών και Γεωργίου Α΄ ανεβαίνοντας αριστερά δεν υφίσταται πλέον στην θέση αυτή.
 

1976. Άγιος Ελευθέριος Καμινίων. Ο Πυθαγόρας Κόσιβας με τον μικρό βαφτιστήρα του Αντώνη Τζιβελέκη. Δυο φωτογραφίες από την εκκλησία επί της οδού Αγίου Ελευθερίου 7 που κατεδαφίστηκε για να ξανακτιστεί από την αρχή. Εγκαίνια, 15.12.2015. Μέγας ευεργέτης, ο Βαγγέλης Μαρινάκης στην μνήμη του πατέρα του Μιλτιάδη.

 

Ιούνιος 1977. Το Γυμνάσιο της Ραλλείου (από το 1973 έως το 1996 στεγαζόταν στην οδό Κολοκοτρώνη) στο Θεμιστόκλειο Γυμναστήριο στα Ταμπούρια. Η χορωδία του σχολείου. Στα αριστερά του μικροφώνου, η Αναστασία Πυθαγόρα Κόσιβα (γεν. 1963).

Πειραιώτες γιορτάζουν το Πάσχα του 1979 στο Χαϊδάρι. Στο τότε εξοχικό σπίτι του Πειραιώτη Σταύρου Ζαμπούνη (γεν. 1928) ήταν και η οικογένεια του Πυθαγόρα Κόσιβα.  


Δυο φωτογραφίες τραβηγμένες στο Πασαλιμάνι. Οι έφηβοι όλων των δεκαετιών αρέσκονται να συναντιούνται, να κάνουν εκεί τον περίπατό τους και να πίνουν καφέ στα καταστήματά του. Η πρώτη του 1979 δείχνει τον μικρό Παναγιώτη Κόσιβα του Πυθαγόρα (γεν. 1965) με τον φίλο του Ηλία Μονιάδη. Η δεύτερη του 1980 τις νεαρές Μαριέλενα (γεν. 1973) και Σταματίνα (Μανίνα) Κόσιβα (γεν. 1971).    

1987. Ο Πυθαγόρας Κόσιβας με τους Κώστα Πανιάρα (1934 – 2014) εικαστικό, Γεώργιο Νικολαΐδη (1924 – 2001), γλύπτη, τότε πρύτανη της Α.Σ.Κ.Τ. Επίσης διακρίνεται το κεφάλι του καλλιτέχνη και μετέπειτα πρύτανη Νίκου Κεσσανλή (1930 – 2004). Φωτο ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΙ Ο.Ε. Θεμιστοκλέους 18 – Πανεπιστημίου. 3 ΝΟΕ 1987.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com