Άστορ Πιατσόλα (1921 – 1992) Αργεντίνος συνθέτης του τάγκο και μπαντονεονίστας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα

Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάγκο, ενσωματώνοντας σ' αυτό στοιχεία της τζαζ και της κλασικής μουσικής και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάγκο). Βιρτουόζος μπαντονεονίστας, συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως "El Gran Ástor" ("ο Μέγας Άστορ").

by Times Newsroom

Ο Άστορ Πιατσόλα (Ástor Pantaleón Piazzolla, Μαρ ντελ Πλάτα 11 Μαρτίου 1921 – Μπουένος Άιρες 4 Ιουλίου 1992) ήταν Αργεντίνος συνθέτης του τάγκο και μπαντονεονίστας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάγκο, ενσωματώνοντας σ’ αυτό στοιχεία της τζαζ και της κλασικής μουσικής και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάγκο). Βιρτουόζος μπαντονεονίστας, συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως “El Gran Ástor” (“ο Μέγας Άστορ”).

Το 1992, ο Αμερικανός κριτικός της μουσικής Stephen Holden περιέγραψε τον Πιατσόλα ως “τον καλύτερο συνθέτη της τάνγκο μουσικής παγκοσμίως”.

Γεννημένος στο Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής το 1921 και ήταν το μοναδικό παιδί Ιταλών μεταναστών, του Βιτσέντε Πιαρσόλα και της Ασούντα Μανέτι. Ο παππούς του Pantaleón Piazzolla, ναύτης και ψαράςστο επάγγελμα, μετανάστευσε στο Μαρ ντελ Πλάτα από το Τράνι, μια παραθαλάσσια πόλη στην νοτιοαναλική Απουλία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η μητέρα του ήταν η κόρη δυο Ιταλών μεταναστών από την Τοσκάνη.

Το 1925 ο Άστορ Πιατσόλα μετακόμισε με την οικογένειά του στο χωριό Γκρήνουιτς της Νέας Υόρκης, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν μια βίαιη γειτονιά, κατοικούμενη από γκάνγκστερ και σκληρά εργαζόμενους μετανάστες. Οι γονείς του εργάζονταν αρκετές ώρες κάθε μέρα και ο Πιατσόλα σύντομα έμαθε να φροντίζει ο ίδιος τον εαυτό του στον δρόμο παρόλο που κούτσαινε ελαφρά. Εκεί έμαθε να μιλά τέσσερις ξένες γλώσσες : ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Στο σπίτι άκουγε τις επιτυχίες του πατέρα του στις ορχήστρες του Κάρλος Γκαρδέλ και του Jylio de Caro. Από μικρή ηλικία άκουγε τζαζ και κλασική μουσική, συμπεριλαμβανομένου του Μπαχ. Ξεκίνησε να παίζει μπαντονεόν το 1929 όταν ο πατέρας του είδε ένα τέτοιο σε ένα παλαιοπωλείο της Νέας Υόρκης.

Με την επιστροφή στην Νέα Υόρκη μετά από μια σύντομη επίσκεψή της στο Μαρ ντελ Πλάτα το 1930, η οικογένεια μετακόμισε στο νότιο Μανχάταν. Το 1932 ο Πιατσόλα συνέθεσε το πρώτο του τάνγκο, με τίτλο “La Catinga”. Την επόμενη χρονιά έκανε μαθήματα μουσικής με τους Ούγγρο πιανίστα της κλασικής μουσικής Bela Wilda, μαθητή του Rachmaninoff ο οποίος τον δίδαξε να παίζει Μπαχ στο μπαντονεόν. Το 1934 συνάντησε τον Κάρλος Γκαρδέλ, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία του τάνγκο, και έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του El día que me quieras. Ο Γκαρδέλ προσκάλεσε τον νεαρό μπαντονεονίστα να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του. Προς απογοήτευση του Πιατσόλα, ο πατέρας του αποφάσισε ότι δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να πάει μόνος του. Το γεγονός ότι του απαγορεύτηκε η συμμετοχή στην περιοδεία του Γκαρδέλ αποδείχθηκε προφητική καθώς σε εκείνη την περιοδεία το 1935 ο Γκαρδέλ και ολόκληρη η ορχήστρα του σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα. Μετά από χρόνια, ο Πιατσόλα ανέφερε αστειευόμενος ότι εάν ο πατέρας του δεν ήταν τόσο προσεκτικός, ο ίδιος θα έπαιζε άρπα αντί για μπαντονεόν.

Πρώιμη καριέρα

Το 1936 επέστρεψε οικογενειακώς στο Μαρ ντελ Πλάτα, όπου ξεκίνησε να παίζει σε ορχήστρες τάνγκο, ενώ την ίδια περίοδο ανακάλυψε στο ραδιόφωνο την μουσική του Elvino Vardaro. Η διάσταση που απέδωσε ο Vardaro στο τάνγκο έκανε μεγάλη εντύπωση στον Πιατσόλα και μερικά χρόνια αργότερα έγινε ο βιολονίστας του Vardaro στην Orquesta de Cuerdas και στην First Quintet.

Εμπνευσμένος από το προσωπικό τάνγκο στυλ του Vardaro, και σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Πιατσόλα μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες το 1938 όπου, το επόμενο έτος, πραγματοποίησε ένα όνειρό του όταν συμμετείχε στην ορχήστρα του μπαντονεονίστα Anibal Troilo, η οποία θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες ορχήστρες τάνγκο εκείνης της εποχής. Ο Πιατσόλα προσλήφθηκε ως προσωρινός αντικαταστάτης του Toto Rodríguez αλλά όταν ο τελευταίος επέστρεψε, ο Troilo αποφάσισε να κρατήσει τον Πιατσόλα ως τέταρτο μπαντονεονίστα. Πέρα από μπαντονεονίστας, ο Πιατσόλα αντικαθιστούσε περιστασιακά τον Troilo παίζοντας το πιάνο στην θέση του. Από το 1941 κέρδιζε καλά χρήματα, αρκετά για να πληρώνει τα μαθήματα μουσικής που λάμβανε από τον Αλμπέρτο Χιναστέρα, έναν σημαντικό Αργεντίνο συνθέτη της κλασικής μουσικής. Ήταν ο πιανίστας Άρθουρ Ρούμπινσταϊν, τότε κάτοικος στο Μπουένος Άιρες, που τον συμβούλευσε να μαθητεύσει κοντά στον Χιναστέρα και να έρθει σε τριβή με παρτιτούρες του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ και άλλων. Ο Πιατσόλα ξυπνούσε αρκετά νωρίς κάθε μέρα ώστε να παρακολουθεί την πρόβα της ορχήστρας Teatro Colón ενώ συνέχιζε το πρόγραμμά του σε τάνγκο κλαμπ κατά την νύχτα. Κατά την διάρκεια της πενταετούς φοίτησής του δίπλα στον Χιναστέρα τελειοποίησε την ενορχήστρωση, την οποία αργότερα θεωρούσε ως ένα από τα δυνατά του σημεία. Το 1943 ξεκίνησε μαθήματα πιάνο με τον Αργεντίνο πιανίστα κλασικής μουσικής Raúl Spivak, τα οποία συνέχισε για τα επόμενα πέντε χρόνια, και έγραψε τα πρώτα κλασικά έργα του : Preludio No. 1 for Violin and Piano και Suite for Strings and Harps. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Dedé Wolff, καλλιτέχνη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, την Diana και τον Daniel.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ο Troilo άρχισε να φοβάται ότι οι προοδευτικές μουσικές ιδέες του νεαρού μπαντονεονίστα ενδέχεται να υποτιμούσαν το ύφος της ορχήστρας του και να την έκαναν λιγότερο αρεστή στους χορευτές του τάνγκο. Εντάσεις υπήρξαν ανάμεσα στους δυο μπαντονεονίστες μέχρι που το 1944 ο Πιατσόλα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να φύγει από την ορχήστρα του Troilo και να γίνει μέλος της ορχήστρας του τραγουδιστή τάνγκο και μπαντονεονίστα Francisco Fiorentino. Ο Πιατσόλα ηγήθηκε στην ορχήστρα του Fiorentino μέχρι το 1946 και έκανε αρκετές ηχογραφήσεις μαζί του, συμπεριλαμβανομένων των δυο πρώτων instrumental τάνγκο του, La chiflada και Color de rosa.

Το 1946 ο Πιατσόλα δημιούργησε την προσωπική του Orquesta Típica, η οποία, παρόλο που είχε μια παρόμοια μορφή με άλλες ορχήστρες τάνγκο της εποχής, τού χάρισε την πρώτη του ευκαιρία να πειραματιστεί με την προσωπική του προσέγγιση στην ενορχήστρωση και στο μουσικό περιεχόμενο του χορού τάνγκο. Την ίδια χρονιά συνέθσε το El Desbande, το οποίο θεώρησε πως ήταν το πρώτο του επίσημο τάνγκο. Έπειτα ξεκίνησε να συνθέτει μουσικά κομμάτια για ταινίες, ξεκινώντας με το Con los mismos colores το 1949 και το Bólidos de acero το 1950 ; και οι δυο ταινίες σκηνοθετήθηκαν από τον Carlos Torres Ríos.

Έχοντας φύγει από την πρώτη του ορχήστρα το 1950, εγκατέλειψε σχεδόν εξ’ολοκλήρου και το τάνγκο καθώς συνέχισε να μελετά τον Μπάρτοκ και τον Στραβίνσκυ καθώς και την διεύθυνση μιας ορχήστρας με τον Hermann Scherchen. Πέρασε αρκετό χρόνο στο να ακούει τζαζ μουσική και να αναζητά ένα μουσικό ύφος, που θα τον χαρακτήριζε, πέρα από τα όρια του τάνγκο. Αποφάσισε να παρατήσει το μπαντονεόν και να αφιερωθεί στην συγγραφή και στην μελέτη της μουσικής. Από το 1950 έχως το 1954 έκανε την σύνθεση σε μια σειρά έργων, τα οποία ξεκίνησαν να αναπτύσσουν το μοναδικό του μουσικό ύφος : Para lucirse, Tanguango, Prepárense, Contrabajeando, Triunfal, Lo que vendrá.

Σπουδές στο Παρίσι

Με την παρότρυνση του Χιναστέρα, στις 16 Αυγούστου 1953, ο Πιατσόλα συμμετείχε με την κλασική σύνθεση “Συμφωνία του Μπουένος Άιρες σε Τρεις Κινήσεις” στον διαγωνισμό σύνθεσης Fabian Sevitzky. Ο διαγωνισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και η σύνθεση του Πιατσόλα παρουσιάστηκε από την ορχήστρα του Radio del Estado υπό την διεύθυνση του ίδιου του Sevitzky. Με το πέρας της συναυλίας, μια διαμάχη ξέσπασε στο κοινό, το οποίο προσβλήθηκε από την είσοδο δυο μπαντονεονιστών σε μια παραδοσιακή συμφωνική ορχήστρα. Ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός, ο Πιατσόλα κέρδισε μια υποτροφία από τη Γαλλική Κυβέρνηση για να φοιτήσει στο Παρίσι δίπλα στην Γαλλίδα καθηγήτρια σύνθεσης και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ στο Ωδείο του Φονταινεμπλώ. Η διορατική Μπουλανζέ άλλαξε τη ζωή του σε μια μέρα, όπως διηγείται ο ίδιος ο Πιατσόλα:

Όταν τη συνάντησα της έδειξα συμφωνίες και σονάτες μου με το κιλό. Άρχισε να τις διαβάζει και ξαφνικά είπε το εξής φρικτό: ‘Είναι πολύ καλογραμμένα.’ Και σταμάτησε, βάζοντας μια μεγάλη τελεία, τεράστια σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Μετά από λίγο είπε: “Εδώ είσαι σαν τον Στραβίνσκι, σαν τον Μπάρτοκ, σαν τον Ραβέλ, αλλά ξέρεις τι; Δεν βρίσκω τον Πιατσόλα εδώ πέρα.” Κι άρχισε να διερευνά την προσωπική μου ζωή: τι έκανα, τι έπαιζα και τι δεν έπαιζα, αν ήμουν εργένης ή με κάποιον, ήταν σαν πράκτορας του FBI! Και της είπα με ντροπή ότι ήμουν μουσικός του τάγκο. Στο τέλος της είπα, “Παίζω σε ‘νυχτερινό κέντρο.’” Δεν ήθελα να πω “καμπαρέ.” Κι εκείνη απάντησε, “Νυχτερινό κέντρο, ναι, δηλαδή καμπαρέ, δεν είναι;” “Ναι,” απάντησα, και σκέφτηκα, “Θα τη χτυπήσω αυτή τη γυναίκα μ’ ένα ραδιόφωνο στο κεφάλι…” Δεν ήταν εύκολο να της πει ψέματα κάποιος.
Συνέχισε να ρωτάει: “Λες ότι δεν είσαι πιανίστας. Τι όργανο παίζεις τότε;” Και δεν ήθελα να της πω ότι έπαιζα μπαντονεόν γιατί σκέφτηκα ότι “Θα με ρίξει κάτω από τον τέταρτο όροφο”. Τελικά ομολόγησα και μου ζήτησε να της παίξω λίγα μέτρα από κάποιο δικό μου τανγκό. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια, μου άρπαξε το χέρι και είπε: “Βρε χαζέ, αυτός είναι ο Πιατσόλα!” Ύστερα πήρα όλη τη μουσική που είχα συνθέσει, δέκα χρόνια της ζωής μου, και την έστειλα στον διάολο μέσα σε δύο δευτερόλεπτα.

Το 1954 ο Πιατσόλα και η σύζυγός του άφησαν τα δυο παιδιά τους (την Diana, ετών 11, και των Daniel, ετών 10) στους γονείς του Πιατσόλα και ταξίδεψαν στο Παρίσι. Ο Πιατσόλα είχε κουραστεί από το τάνγκο και προσπάθησε να κρύψει το παρελθόν του (τα τάνγκο έργα του και τις μπαντονεόν συνθέσεις του) από την Μπουλανζέ, σκεπτόμενος ότι η μοίρα του βρισκόταν πάνω στην κλασική μουσική. Κατά την παρουσίαση του έργου του στην Μπουλανζέ, ο Πιατσόλα έπαιξε μερικά κομμάτια από τις κλασικές συνθέσεις του αλλά μόλις έπαιξε το τάνγκο του Triunfal, η Μπουλανζέ τον συνεχάρη και τον ενθάρρυνε να κυνηγήσει μια καριέρα στο τάνγκο, αναγνωρίζοντας ότι το ταλέντο του Πιατσόλα βρισκόταν εκεί. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια ιστορική μέρα για τον ίδιο τον Πιατσόλα και ένα σταυροδρόμι για την καριέρα του.

Σπούδασε κλασική σύνθεση με την Μπουλανζέ, συμπεριλαμβανομένης της εναρμόνισης, η οποία κατείχε έναν σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα τάνγκο συνθέσεις του. Προτού φύγει από το Παρίσι, παρακολούθησε το οκτάτο του Αμερικανού τζαζ σαξοφωνίστα Gerry Mulligan, το οποίο τού έδωσε την ιδέα να δημιουργήσει το δικό του οκτάτο αμέσως μετά την επιστροφή του στο Μπουένος Άιρες. Συνέθεσε και ηχογράφησε μια σειρά από τάνγκο με την String Orchestra της Όπερας του Παρισιού και ξεκίνησε να παίζει το μπαντόνεον ενώ ήταν όρθιος, είχε το δεξί του πόδι πάνω σε μια καρέκλα και τους φυσητήρες του οργάνου μπροστά από τον δεξί του μηρό. Μέχρι τότε οι μπαντονεονίστες ήταν καθιστοί.

Nuevo Tango (Νέο Τανγκό)

Επιστρέφοντας στην Αργεντινή το 1955, ο Πιατσόλα σχημάτισε την Orquesta de Cuerdas, στην οποία συμμετείχε ο τραγουδιστής Jorge Sobral, και το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να παίζει τάγκο. Με δυο μπαντονεονίστες (τον Πιατσόλα και τον Λεοπόλντο Φεντερίκο), δυο βιολονίστες (τον Enrique Mario Francini και τον Hugo Baralis), ένα διπλό μπάσο (τον Juan Vasallo), ένα τσέλο (τον José Bragato), ένα πιάνο (τον Atilio Stampone) και μια ηλεκτρική κιθάρα (τον Horacio Malvicino), το Οκτέτο του προετοίμασε την παραδοσιακή orquesta típica και δημιούργησε έναν νέο ήχο παρόμοιο με την μουσική δωματίου, χωρίς την παρουσία ενός τραγουδιστή αλλά με τζαζ ήχους. Αυτό αποτέλεσε μια στροφή στην καριέρα του και στην ιστορία του τάνγκο. Η νέα προσέγγιση του Πιατσόλα στο τάνγκο, το nuevo tango, τον έκανε μια αμφιλεγόμενη παρουσία στην πατρίδα του, τόσο σε μουσικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, η μουσική του έλαβε θετική αποδοχή στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική ενώ οι τάνγκο επανεκτελέσεις του αγκαλιάστηκαν από φιλελεύθερους εκπροσώπους της αργεντίνικης κοινωνίας, οι οποίοι επιζητούσαν αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας παράλληλα με την μουσική επανάσταση του Πιατσόλα.

Το 1958 εγκατέλειψε τόσο το Οκτέτο όσο και την String Orchestra και επέστρεψε στην Νέα Υόρκη με την οικογένειά του όπου κυνήγησε μια καριέρα μουσικού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε το δικό του συγκρότημα, το Jazz Tango Quintet, με το οποίο έκανε μόλις δυο ηχογραφήσεις καθώς οι προσπάθειές του να αναμείξει την τζαζ με το τάνγκο ήταν ανεπιτυχείς. Έμαθε τα νέα για τον θάνατο του πατέρα του τον Οκτώβριο του 1959 ενώ συμμετείχε σε συναυλία με τον Juan Carlos Copes και την María Nieves στο Πουέρτο Ρίκο και κατά την επιστροφή του στην Νέα Υόρκη λίγες ημέρες αργότερα, ζήτησε να μείνει μόνος στο διαμέρισμά του όπου σε λιγότερο από μια ώρα έγραψε το δημοφιλές τάνγκο του Adiós Nonino, προς τιμήν του πατέρα του.

Ο Copes και η Nieves ολοκλήρωσαν την περιοδεία Club Flamboyan στο Πουέρτο Ρίκο με το “Compañia Argentina Tangolandia”. Ο Πιατσόλα ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής αυτής της περιοδείας, η οποία συνεχίστηκε στην Νέα Υόρκη, στο Σικάγο και στην Ουάσινγκτον. Η τελευταία συναυλία, στην οποία εμφανίστηκαν και οι τρεις μαζί, ήταν μια εμφάνιση στο CBS, το μοναδικό έγχρωμο τηλεοπτικό κανάλι στις ΗΠΑ, στην εκπομπή Arthur Murray Show τον Απρίλιο του 1960.

Πίσω στο Μπουένος Άιρε αργότερα την ίδια χρονιά, ο Πιατσόλα συνέθεσε το πρώτο, και ίσως πιο δημοφιλές, Κουιντέτο του ; το οποίο αποτελούνταν αρχικά από ένα μπαντονεόν (Πιατσόλα), ένα πιάνο (Jaime Gosis), ένα βιολί (Simón Bajour), μια ηλεκτρική κιθάρα (Horacio Malvicino ) και ένα διπλό μπάσο (Kicho Díaz). Μεταξύ των ensembles που συνέθεσε ο Πιατσόλα κατά την διάρκεια της καριέρας του, τα κουιντέτα του εξέφρασαν με τον καλύτερο τρόπο την προσέγγισή του στο τάνγκο.

Το 1963 ξεκίνησε το Nuevo Octeto και την ίδια χρονιά παρουσίασε για πρώτη φορά το Tres Tangos Sinfónicos, υπό την ορχηστρική διεύθυνση του Paul Klecky, για το οποίο έλαβε το βραβείο Hirsch.

Το 1965 κυκλοφόρησε το El Tango, ένας δίσκος στον οποίο συνεργάστηκε με τον Αργεντίνο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η ηχογράφηση περιλάμβανε το Quinteto του με την συνοδεία ορχήστρας ενώ ο τραγουδιστής Edmundo Rivero και ο Luis Medina Castro αφηγήθηκαν τους στίχους.

Το 1966 τερματίστηκε η συνεργασία του με τον Dedé Wolff και τον επόμενο χρόνο υπέγραψε ένα πενταετές συμβόλαιο με τον ποιητή Horacio Ferrer με τον οποίο συνέθεσε την οπερέτα María de Buenos Aires, σε στίχους του Ferrer. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1968 με την τραγουδίστρια Amelita Baltar στον πρωταγωνιστικό ρόλο και την εισαγωγή ενός νέου ύφους τάνγκο, το Tango Canción (“Tango Song”). Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε μια σχέση με την Amelita Baltar. Τον επόμενο χρόνο έγραψε το Balada para un loco σε στίχους του Ferrer, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Πρώτο Ιβηρικό-Αμερικανικό Φεστιβάλ Μουσικής με την Amelita Baltar και τον ίδιο τον Πιατσόλα από την θέση των μαέστρων της ορχήστρας. Ο Πιατσόλα βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο και η σύνθεση αυτή αποδείχθηκε πως ήταν η πρώτη του διεθνής επιτυχία.

Το 1970 ο Πιατσόλα επέστρεψε στο Παρίσι όπου, μαζί με τον Ferrer, έγραψε το ορατόριο El pueblo joven το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Saarbrücken της Γερμανίας το 1971. Στις 19 Μαΐου 1970 έδωσε μια συναυλία με το Quinteto στο Teatro Regina στο Μπουένος Άιρες, όπου έκανε πρεμιέρα η σύνθεσή του Cuatro Estaciones Porteñas.

Πίσω στο Μπουένος Άιρες, ίδρυσε το Conjunto 9 (a.k.a. Nonet), ένα τμήμα μουσικής σύνθεσης, το οποίο αποτελούσε όνειρο για τον Πιατσόλα και στο οποίο συνέθεσε ένα μέρος της εξελιγμένης μουσικής του. Έβαλε πλέον στην άκρη το Quinteto του και πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις με το νέο του δημιούργημα στην Ιταλία. Μέσα σε έναν χρόνο, το Conjunto 9 απέκτησε οικονομικά προβλήματα και διαλύθηκε ενώ το 1972 ο Πιατσόλα συμμετείχε στην πρώτη του συναυλία στο Teatro Colón στο Μπουένος Άιρες, κατά την οποία μοιράστηκε τον λογαριασμό με άλλες ορχήστρες τάνγκο.

Μετά από μια περίοδο μεγάλης παραγωγής ως συνθέτης, υπέστη έμφραγμα το 1973 και την ίδια χρονιά μετακόμισε στην Ιταλία όπου ξεκίνησε μια σειρά ηχογραφήσεων οι οποίες διήρκεσαν πέντε χρόνια. Ο μουσικός εκδότης Aldo Pagani, στέλεχος της Curci-Pagani Music, προσεφερε στον Πιατσόλα ένα 15ετές συμβόλαιο στην Ρώμη για να ηχογραφήσει ό,τι μπορούσε ο τελευταίος να γράψει. Ο δίσκος Libertango ηχογραφήθηκε στο Μιλάνο τον Μάιο του 1974 και αργότερα την ίδια χρονιά χώρισε με την Amelita Baltar. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογράφησε τον δίσκο Summit (Reunión Cumbre) με τον σαξοφωνίστα Gerry Mulligan και μια ιταλική ορχήστρα που περιλάμβανε μουσικούς της τζαζ όπως τον μπασίστα Pino Presti και τον ντράμερ Tullio De Piscopo, στο Μιλάνο. Ο δίσκος περιλαμβάνει την σύνθεση Aire de Buenos Aires από τον Mulligan.

Το 1975 ίδρυσε το Electronic Octet, ένα οκτέτο που αποτελούνταν από μπαντονεόν, ηλεκτρικό πιάνο ή/και ακουστικό πιάνο, κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, συνθεσάιζερ και βιολί, που αργότερα αντικαταστάθηκε από φλάουτο ή σαξόφωνο. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Aníbal Troilo πέθανε και ο Πιατσόλα συνέθεσε το Suite Troileana προς τιμήν της μνήμης του, ένα έργο σε τέσσερα μέρη, το οποίο ηχογράφησε με το Conjunto Electronico. Την ίδια περίοδο ο Πιατσόλα ξεκίνησε μια συνεργασία με τον τραγουδιστή Jose A. Trelles με τον οποίο είχε κάνει έναν αριθμό ηχογραφήσεων.

Τον Δεκέμβριο του 1976 ο Πιατσόλα συμμετείχε σε μια συναυλία στο Teatro Gran Rex στο Μπουένος Άιρες, όπου παρουσίασε το έργο του, “500 motivaciones”, γραμμένο ειδικά για το Conjunto Electronico, και το 1977 συμμετείχε σε ακόμα μια αξέχαστη συναυλία στο Θέατρο Olympia στο Παρίσι, με μια νέα μορφή του Conjunto Electronico.

Το 1978 δημιούργησε το δεύτερο Quintet, με το οποίο έκανε περιοδεία σε όλο τον κόσμο επί 11 χρόνια και με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός. Επέστρεψε στην γραφή μουσικής δωματίου και στα έργα συμφωνικής μουσικής.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του αργεντινού στρατού από το 1976 μέχρι το 1983, ο Πιατσόλα έζησε στην Ιταλία αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Αργεντινή, ηχογράφησε εκεί, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση γευμάτισε με τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Όμως η σχέση του με τον δικτάτορα πρέπει να ήταν όχι και τόσο φιλική, όπως περιγράφεται στο βιβλίο Astor Piazzolla, A manera de Memorias:

Ε: Έναν χρόνο πριν από το θέμα Los Largartos πήγατε στο σπίτι του Βιδέλα και γευματίσατε μαζί του, γιατί αποδεκτήκατε την πρόσκληση;
A: Τι πρόσκληση, αλήθεια! Στείλανε δυο τύπους με μαύρα κοστούμια και μια επιστολή που πάνω έγραφε το όνομά μου η οποία έλεγε ότι ο Βιδέλα με περίμενε κάποια συγκεκριμένη μέρα σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο. Κάπου έχω ένα βιβλίο, με φωτογραφίες όλων των καλεσμένων: Ελάδια Μπλάκες, Ντανιέλ Τινάιρε, Όλγα Φέρι, ο συνθέτης Χουάν Κάρλος Ταουριέγιο, ήταν ζωγράφοι, ηθοποιοί […]

– Astor Piazzolla, A manera de Memorias, Libros Perfil 1998, ISBN 950-08-0920-6, σ. 85

Ο Πιατσόλα έδωσε την τελευταία συναυλία του στις 3 Ιουνίου 1990 στην Αθήνα.[12] Η συναυλία ηχογραφήθηκε, με μαέστρο το Μάνο Χατζιδάκι και την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Ήταν η τελευταία ζωντανή/συναυλιακή ηχογράφηση του Πιατσόλα και θεωρείται εξαιρετικής σημασίας. Ένα μήνα αργότερα έπαθε θρόμβωση στο Παρίσι και πέθανε δύο χρόνια αργότερα, όντας σε κώμα, στο Μπουένος Άιρες.

Το 1995 η οικογένειά του έλαβε το βραβείο Konex του πιο σημαντικού μουσικού της δεκαετίας στην Αργεντινή. Από τους συνεχιστές του, ο Μαρσέλο Νίσινμαν είναι ο πιο γνωστός αναδιαμορφωτής της μουσικής τάγκο στη νέα χιλιετία.

Μουσική

Ο Άστορ Πιατσόλα και ο Οράσιο Φερέρ (Horacio Ferrer) γύρω στο 1970.

Το nuevo tango του Πιατσόλα ξεχώριζε από το παραδοσιακό τάγκο λόγω της ενσωμάτωσης στοιχείων τζαζ, της χρήσης περίπλοκων συγχορδιών και διαφωνιών – ετεροφωνιών, της χρήσης αντίστιξης, και των μακρών συνθετικών μορφών. Ο Πιατσόλα εισήγαγε επίσης μουσικά όργανα που δεν χρησιμοποιούνταν στο παραδοσιακό τάγκο, όπως το φλάουτο, το σαξόφωνο, την ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικά όργανα, το βιμπράφωνο, και ντραμς.

Ο Πιατσόλα έπαιξε με διάφορα σχήματα: με την Ορχήστρα (1946), το “Οκτέτο Μπουένος Άιρες” (1955), το “Πρώτο Κιντέτο” (1960), το “Νονέτο” (1971), το “Δεύτερο Κιντέτο” (1978) και το “Σεστέτο” (1989). Εκτός από τις πρωτότυπες συνθέσεις και διασκευές που παρείχε, ήταν ο μαέστρος και μπαντονεονίστας σε όλα τα σχήματα. Ηχογράφησε επίσης τον δίσκο Summit με τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν. Ανάμεσα στις πάμπολλες συνθέσεις του περιλαμβάνονται ορχηστρικά έργα όπως το “Concierto para Bandoneón, Orquesta, Cuerdas y Percusión”, το “Doble-Concierto para Bandoneón y Guitarra”, το “Tres Tangos Sinfónicos” και το “Concierto de Nácar para 9 Tanguistas y Orquesta”, κομμάτια για σόλο κλασική κιθάρα—τα “Cinco Piezas”, καθώς και μουσική για τραγούδια τα οποία είναι ακόμη πολύ γνωστά στη χώρα του, όπως το “Balada para un loco” (Μπαλάντα για έναν τρελό) και το “Adiós Nonino” (αφιερωμένο στον πατέρα του) το οποίο ηχογράφησε πολλές φορές με διάφορους μουσικούς και διάφορα σχήματα. Οι βιογράφοι υπολογίζουν ότι ο Πιατσόλα συνέθεσε γύρω στις 3.000 κομμάτια από τα οποία ηχογράφησε περίπου τα 500.

Μουσική καριέρα

Μετά την αποχώρησή του από την ορχήστρα του Troilo την δεκαετία του 1940, ο Πιατσόλα διηύθυνε αρκετά μουσικά σύνολα ξεκινώντας με την Orchestra (1946), το Octeto Buenos Aires (1955), το “First Quintet” (1960), the Conjunto 9 (1971), the “Second Quintet” (1978) και το New Tango Sextet (1989). Παρουσίασε συνθέσεις και συναυλίες και ήταν ο διευθυντής και ο μπαντονεονίστας σε όλα αυτά. Ηχογράφησε επίσης τον δίσκοSummit (Reunión Cumbre) μαζί με τον τζαζ βαρύτονο σαξοφωνίστα Gerry Mulligan. Οι πολυπληθείς συνθέσεις του περιλαμβάνουν ορχηστρικά έργα όπως το Concierto para bandoneón, orquesta, cuerdas y percusiónDoble concierto para bandoneón y guitarra, το Tres tangos sinfónicos και το Concierto de Nácar para 9 tanguistas y orquesta, το Cinco Piezas (1980), καθώς και συνθέσεις σε μορφή τραγουδιού οι οποίες είναι μέχρι και σήμερα γνωστές στο ευρύ κοινό της χώρας του, μεταξύ των οποίων η “Balada para un loco” (Ballad for a madman) και το Adiós Nonino (αφιερωμένο στον πατέρα του), τα οποία ηχογράφησε πολλές φορές με διαφορετικούς μουσικούς και μουσικά σύνολα. Οι βιογράφοι εκτιμούν ότι ο Πιατσόλα έγραψε περίπου 3,000 έργα και ηχογράφησε περίπου 500.

Το 1984 εμφανίστηκε με το Quinteto Tango Nuevo στο Δυτικό Βερολίνο της Γερμανίας και για την τηλεόραση στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Το καλοκαίρι του 1985 συμμετείχε στο Almeida Theatre στο Λονδίνο για μια σειρά συναυλιών, διάρκειας μιας εβδομάδας. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1987, το quintet του έδωσε μια συναυλία στο Central Park της Νέας Υόρκης, η οποία ηχογραφήθηκε και το 1994 κυκλοφόρησε σε ψηφιακό δίσκο με τον τίτλο The Central Park Concert.

Κληρονομιά

  • Το Αεροδρόμιο Άστορ Πιατσόλα στο Μαρ ντελ Πλάτα, φέρει το όνομά του.
  • Το μουσικό ωδείο “Conservatorio Superior de Música de la Ciudad de Buenos Aires” στο Μπουένος Άιρες φέρει το όνομά του.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com