Αυτοί οι κομψοί αρχαίοι Έλληνες

by Times Newsroom

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

Αυτοί οι κομψοί αρχαίοι Έλληνες

Ο άνθρωπος πριν ακόμα ντυθή, οπλίστηκε, για ν’ αμυνθή απ’ τ’ άγρια θηρία που τον απειλούσαν, αλλά κι απ’ τους συνανθρώπους του. Όπως λέει η Γραφή, σαν γίνανε δυο οι άνθρωποι, ο ένας φόνευσε τον άλλο, που φανερώνει την αλληλοεξόντωση στην οποία είχεν επιδοθή απ’ την αρχή ο homo erectus. Χρησιμοποίησε όμως τα πρωτόγονα όπλα του και για να εξασφαλίσει την τροφή του. Την δορά του πρώτου ζώου που έγδαρε, αφού το σκότωσε, τη μεταχειρίστηκε για να ντυθεί. Έβαλε την κεφαλή του ζώου με το πάνω σαγόνι στο κεφάλι του, κάλυψε με το δέρμα του κάτω σαγονιού τ’ αυτιά και τα μάγουλά του και τύλιξε με την υπόλοιπη δορά το κορμί του, δένοντας τα μπροστινά πόδια στο στέρνο του.

Αυτή ήταν η πρώτη του πανοπλία αλλά και το πρώτο του φόρεμα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το δέμα ήταν και ο πρώτος του στολισμός. Γιατί αν το θηρίο που είχε σκοτώσει τύχαινε να είναι κανένα λεοντάρι ή καμιά λεοπάρδαλη, φορώντας την λεοντή, ή την παρδαλή, θα έκανε φοβερή εντύπωση, που θα ενέπνεε τρόμο στους εχθρούς του, ενώ θα προκαλούσε το θαυμασμό των δικών του, έτσι καμαρωτός καθώς θα πρόβαινε με την τρομακτική αλλά ωραία στολή του. Κι όσο αγριότερο και ομορφότερο ήταν το θηρίο, τόσο μεγαλύτερη και πιο φρικιαστική η γοητεία που σκορπούσε γύρω του. Την ίδια αυτή δορά τη χρησιμοποιούσε, σαν κοιμότανε, για στρώμα. Το χειμώνα τη φορούσε με το τριχωτό μέρος από μέσα, το καλοκαίρι απ’ έξω. Κάποτε όμως κατάφερε να ξεχωρίσει το μαλλί και την τρίχα απ’ το δέρμα, το έξανε, το έγνεσε, του αρνιού κυρίως, κι έτσι κατασκεύασε το πρώτο ύφασμα.

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο το πρώτο φόρεμα που έφτιαξε απ’ αυτό το ύφασμα ο άνθρωπος ήταν ο “χιτών”, κι αυτό στάθηκε το βασικό του ρούχο, γι’ άντρες και γυναίκες, απ’ τους ομηρικούς χρόνους έως σχεδόν τα μέσα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Ήταν και το μόνο ραμμένο ρούχο, όλα τ’ άλλα ήταν ριχτά. Περνιόταν απ’ το κεφάλι, κι απ’ αυτό προέρχονται οι ομηρικές εκφράσεις: δύνω, ενδύνω ή δύω, ενδύω (βυθίζω, βουτώ και σε συνέχεια ντύνω). Μετά το μαλλί, χρησιμοποιήθηκε το λινάρι, κι έτσι μπορούσαν οι άνθρωποι να δροσίζονται το καλοκαίρι με τους λινούς χιτώνες. Αργότερα διακρίνονταν δυο είδη χιτώνων, ο Ιωνικός, όμοιος με τον ομηρικό, λινός με μανίκια, που τον φορούσαν άντρες και γυναίκες· έφτανε χαμηλά, καλύπτοντας τα πόδια, και γι’ αυτό λεγότανε “ποδήρης” ή “ορθοστάδιος” ή “στατός”, ή “βαθύστολμος”. Νωρίς είχε εισαχθεί στην Αττική η μόδα του. Οι άντρες τον φορούσαν με ιδιαίτερη κόμμωση: έδεναν κόμπο τα μαλλιά στην κορφή και τα στερέωναν με χρυσά τζίκια, και το είδος αυτό του χτενίσματος λεγότανε “κρωβύλος”. Στα χρόνια όμως του Περικλή, μας λέει ο Θουκυδίδης, πάψανε οι ευπορότεροι ηλικιωμένοι να στολίζονται έτσι. Ο Δωρικός χιτώνας πάλι φοριότανε σ’ όλη τη νότια και δυτική Ελλάδα, κι όταν καταργήθηκε ο Ιωνικός, φορέθηκε και στην Αθήνα. Ήταν μάλλινος, τετράγωνος, με κοντά μανίκια ή δυο απλές τρύπες, απ’ όπου περνούσαν τα χέρια και λεγόταν “αμφιμάσχαλος”. Οι δούλοι κι οι εργάτες είχαν μόνο το αριστερό μέρος ραμμένο στον ώμο κι άφηναν τον δεξί ώμο και το χέρι γυμνά, για να διευκολύνονται στη δουλειά κι αυτός ο χιτώνας λεγόταν “ετερομάσχαλος” ή “εξωμίς”. Οι γυναίκες της Σπάρτης φορούσαν κι αυτές τον δωρικό χιτώνα, μόνο που ήταν σκιστός στο κάτω μέρος απ’ τη μια μεριά κι άφηνε να φαίνεται, στο περπάτημα ή στο κάθισμα, ολόκληρος ο μηρός κι η γάμπα, και το φόρεμα τούτο ονομαζότανε “φαινομηρίς”.

Ασπρόρρουχα δεν είχαν οι αρχαίοι. Ο Ηλιογάβαλος, ο θηλυπρεπής εκείνος αυτοκράτωρ της Ρώμης, που κάλεσε τους γιατρούς του και τους ζήτησε να τον εγχειρίσουν για να τον κάνουν γυναίκα, και θα ’ταν τούτη η πρώτη εγχείριση του είδους, αν την τολμούσαν οι τότε γιατροί, πρώτος αυτός ανέβασε τον χιτώνα ώς τον λαιμό και τον μετέτρεψε σε πουκάμισο. Οι γυναίκες όμως φορούσαν κάτω από τον χιτώνα στηθόδεσμο, το “μαστόδετον”.

“…τα μαστόδετα που σφίγγαν
τα ωραία της στήθια,
τα πήγε τάμα η Ευφράντη
στο ναό της Άρτεμης
σαν έγινε ανώδυνη η γέννα της”

λέει ένα αρχαίο επίγραμμα.

Ένα πολύ λεπτότερο λινό ύφασμα ήταν η “βύσσος”, ένα λεπτό υποκίτρινο λινό. Μ’ αυτό τύλιγαν οι Αιγύπτιοι τις μούμιες. Ήταν σχεδόν διαφανές. Ίσως από τέτοιο ύφασμα να ’ταν το φόρεμα της Λυσιδίκης, που υμνεί ο αρχαίος επιγραμματοποιός:

“Βγάλε το διάφανό σου φόρεμ’ ακαμάτρα Λυσιδίκη,
και πάψε τους γοφούς σου να κουνάς.
Δε σε ντύνει ο λεπτός σου πέπλος με τις πτυχές,
παρά σε βλέπουμε σχεδόν σα να ’σουνα γυμνή,
και τότε πάλι όχι… Πρόσεχε γιατί…”

Και προχωρεί ο αρχαίος επιγραμματοποιός σε τολμηρότερες σκέψεις, που δεν θ’ άντεχαν τα κοχυλένια αυτάκια των αναγνωστριών…

Το “ιμάτιον” ήταν το δεύτερο φόρεμα των αρχαίων, το πανωφόρι τους. Έμοιαζε πολύ με το σαρί των Ινδιών. Ήταν μεγάλο ύφασμα σαν τον χιτώνα, αλλά πολύ μακρύτερο και πλατύτερο, κι είχε την ίδια αναλογία μήκους και πλάτους. Ο άντρας έριχνε το ένα άκρο από πίσω, πάνω απ’ τον αριστερό ώμο, που έπεφτε στο στήθος, καλύπτοντας εντελώς τις πλάτες, και το άλλο άκρο το περνούσε κάτω απ’ την δεξιά μασχάλη, ή πάνω από τον δεξιό ώμο προς τον αριστερό σχηματίζοντας κάθετες πτυχές. Μπορούσε να καλύπτεται με το ιμάτιο από πάνω ίσαμε κάτω, κρύβοντας μέσα τα χέρια ή βγάζοντάς τα έξω. Οι φιλόσοφοι δεν φορούσαν χιτώνα, μονάχα το ιμάτιο, γι’ αυτό εκαλούντο “αχίτωνες”. Αυτό φαίνεται καθαρά στα αγάλματά τους.

Όμοιο με το ανδρικό ήταν και το γυναικείο ιμάτιο. Αλλά η φυσική φιλοκαλία των γυναικών, ας είναι και γι’ αυτό ευλογημένες, που νοστιμίζουν με την κομψότητά τους την πικρή μας ζωή!- έδινε στο πανωφόρι αυτό ένα σωρό ωραία σχήματα, και φαινότανε αλλιώτικο σε κάθε γυναίκα, ανάλογα με την επινοητικότητά της, και το γούστο της. Άλλωστε, αντίθετα προς τους άντρες, που συνήθως κυκλοφορούσαν μονάχα με χιτώνα, οι γυναίκες δεν έβγαιναν ποτέ χωρίς ιμάτιο. Ήταν ντροπή.

Έμοιαζε σαν να έβγαιναν γυμνές. Σκέπαζαν το κεφάλι και συχνά το ανέβαζαν τόσο ψηλά, ώστε να σκεπάζει το πρόσωπο μέχρι τα μάτια και γινόταν κάτι σαν τον τούρκικο φερετζέ. Στα έξοχα ειδώλια της Τανάγρας φαίνεται ολοκάθαρα η χάρη του ντροπαρίσματος του ιματίου. Οι Ταναγραίες κόρες φορούν κι ένα παράξενο καπέλο, κωνικό σκιάδιο, που καταλήγει απάνω σε μια στενή μύτη. Το καπέλο αυτό λεγότανε “θολία”, και στερεωνότανε στο κεφάλι, πάνω απ’ το ιμάτιο, με περόνες.

Το συνηθέστερο χρώμα των χιτώνων ήταν το λευκό. Συνηθίζονταν όμως πολύ και τα πολύχρωμα φορέματα. Πριν ακόμα απ’ τους Περσικούς πολέμους φέρνανε απ’ την Ιωνία ποικιλόχρωμα υφάσματα “ιοβαφή”, δηλ. μενεξελιά, και “πορφυρά”, υφαντά με “κρόκινους”, δηλ. ξανθοκόκκινους, το χρώμα της ζαφουράς, ρόμβους. Ακόμα συνηθίζονταν ένας περσικός χιτώνας που λεγότανε “σάραπις”, άσπρη εσθήτα με κόκκινες ταινίες. Και μια μόδα που είχεν εισαχθεί απ’ την Αίγυπτο, η “καλάσιρις”, ένας χιτώνας με κρόσια, που κατασκευάζονταν κυρίως στην Κόρινθο. Γι’ αυτό τα φορέματα αυτά ονομάζονταν “κορινθιουργείς καλασίρεις”. Άρεσαν πολύ οι διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου, το φλόγινο, η “φοινικίς”, “αλαουργίς”. Όμως η ποικιλία των χρωμάτων ήταν ατέλειωτη. Φοριότανε η “βατραχίς”, που είχε χρώμα βατράχου, το “ονάγριο” με τις ταινίες της ζέμπρας και πολλά εμπριμέ υφάσματα, που τα λέγανε “κατάστικτα”. Φοριόταν επίσης το “μήλινο” χρώμα, δηλ. κυδωνί, και το ροζ, που φαίνεται αγαπούσαν πολύ οι κομψευόμενες της Τανάγρας (η Βοιωτία φημίζονταν για τους κουτούς και άμουσους άντρες, προς μεγάλη αγανάκτηση του Πλούταρχου, και τις ωραίες γυναίκες), και που ονομαζόταν “ενερευθές”.

Ένα άλλο πανωφόρι ήταν η “χλανίς”, διάφορο από τον κοντό στρατιωτικό μανδύα που λεγόταν “χλαμύς” ή και “λόκκη” που κάλυπτε τον χιτώνα και τον θώρακα, και που την φορούσαν καμιά φορά εκτός απ’ τους στρατιωτικούς οι γυναίκς και οι νέοι, από παραξενιά μόδας, όπως φορούν σήμερα κοπέλες και νέοι αμερικανικά στρατιωτικά σακκάκια.

Η “χλανίς”, που λεγότανε και “χλαίνα”, ήταν ένα γυναικείο, μάλλινο πανωφόρι, που το φορούσαν όμως και οι άντρες, αλλά μόνο οι θηλυπρεπείς, γι’ αυτό το “χλανίδα φορείν” σήμαινε τον εκτεθηλυμένο βίο, όπως φαίνεται κι από ένα χωρίο του Δημοσθένη, που, όπως είναι γνωστό, δεν ήταν κι ο ίδιος άμεμπτος απ’ αυτή την άποψη.

Παραπλήσιο ήταν και το “φάρος”, κάτι σαν καλύπτρα, που ρίχναν πάνω απ’ τους ώμους ή και το κεφάλι, για να προφυλαχτούν απ’ τον ήλιο ή τη βροχή.

“Αυτή τη χλαίνα, Πηνελόπη, και το φάρος σου ’φερε, ύστερ’ από δύσκολο ταξίδι ο Οδυσσέας’.

λέει ένα αρχαίο επίγραμμα.

Η μπορντούρα των φορεμάτων, η “πέζα”, προπάντων των γυναικείων, ήταν ποικιλμένη με διάφορα πολύχρωμα σχήματα, στρογγυλά, κωνικά, ή με κεντημένα ή απλικαρισμένα λουλούδια, άστρα κ.ά.

Πάνω απ’ το κυρίως φόρεμα οι γυναίκες έρριχναν τον “πέπλον”, μεγάλη εσθήτα που κάλυπτε το σώμα, σχηματίζοντας πολλές πτυχές. Ήταν κατασκευασμένος από πολύ λεπτό ύφασμα, ήταν “εανός”, δηλ. μαλακός, λεπτός, αέρινος, όπως τον χαρακτηρίζει ο Όμηρος και είχε πολλά κεντήματα. Ο πέπλος που πρόσφερε ο Αντίνοος στην Πηνελόπη ήταν φαίνεται στενά προσαρμοσμένος στο σώμα και κουμπωνότανε με δώδεκα κόπιτσες.

“…κι έστειλαν όλοι κήρυκα τα δώρα να τους φέρη. Του Αντίνοου πέπλο φέρανε πανώριο και μεγάλο και πλουμιστό, με δώδεκα μαλαματένιες κόπτσες που στα θηλύκια ταίριαζαν τα ομορφολυγισμένα’ (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη).

Ποιος δεν γνωρίζει τον περίφημο πέπλο της Αθηνάς, που κουβαλούσαν σαν κατάρτι μακρού πλοίου με ρόδες σε πομπή στην Ακρόπολη, για τη γιορτή των Παναθηναίων κάθε τέσσερα χρόνια τον μήνα Εκατομβιώνα. Ο πέπλος αυτό ήταν ποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και υφαινόταν επί εννιά μήνες από παρθένες αρχοντικών οικογενειών για ν’ αντικαταστήσει τον παλιό που είχαν ανεβάσει στα προηγούμενα Μεγάλα Παναθήναια.

Οι γυναίκες του χορού της Εκάβης του Ευριπίδη πασχίζουν να μαντέψουν πού θα καταλήξουν σκλάβες, κι αναρωτιούνται.

“Ή τάχατες στης Αθηνάς τη χώρα
θα ζέψω τα πουλάρια σ’ ώριο αμάξι
ξόμπλια ιστορίζοντας με θωριακές κλωνές
σε πέπλο κρόκινο με τάξη;”
(Από τη μετάφραση του Απόστολου Μελαχρινού).

Από δέρμα ήταν ένα φόρεμα ανδρικό, η “λώπη” ή “λώπος”. Το ’βγαζαν οι πλούσιοι νέοι στις ακρογιαλιές για να κολυμπήσουν, κι επειδή δεν ήταν ρούχο από απλό ύφασμα αλλ’ από δέρμα κατεργασμένο κι ήταν ακριβό, σπεύδανε οι κλέφτες και το βούταγαν κι έτσι έμεινε η λέξη: “λωποδύτης”.

Η “διπλοίς” ήταν μια χλαίνα διπλωμένη. Λεγότανε και “δίπλαξ” και ήταν υφασμένη με ποικιλόχρωμες κλωστές ή με διπλή “κρόκη” (υφάδι), κάτι σαν το δικό μας δίμιτο, κι ήταν το προτιμημένο φόρεμα των κυνικών φιλόσοφων, ενώ η “απλοίς” ήταν το νυχτικό των εύπορων γυναικών του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Η “αμπεχόνη” ήταν ένα άλλο είδος πανωφοριού, που φορούσαν οι γυναίκες και οι γυναικωτοί άνδρες. Ο Αριστοφάνης την ονομάζει και “αμπέχονον”, όπως λέγεται και σήμερα το στρατιωτικό σακκάκι. Αν δεν γελιέμαι, τους όρους του στρατιωτικού κανονισμού καθόρισε τον περασμένο αιώνα ο περίφημος “γλωσσαμύντωρ” Μιστριώτης, γι’ αυτό αρχαΐζουν οι περισσότεροι. Φορούσαν ακόμα οι κομψές κυρίες, προπάντων οι Ατθίδες, δηλ. οι γυναίκες της Αττικής, μια μικρή μπέρτα που λεγόταν “επωμίς”.

Το φθαρμένο και τραχύ πανωφόρι λεγότανε “τρίβων”, και το φορούσαν οι Λάκωνες. Ήταν κι αυτό ένα από τα μέτρα σκληραγωγίας της πολιτείας των. Αργότερα το φόρεσαν οι φιλόσοφοι σαν δείγμα λιτότητας και απεριττότητας. Τον φορούσε κι ο Σωκράτης, που δεν περιποιότανε καθόλου την εξωτερική του εμφάνιση, γύριζε διαρκώς ξυπόλητος, κι ήταν πάντοτε άπλυτος. Μια απ’ τις σπάνιες φορές που πλύθηκε ήταν σαν πήγε καλεσμένος του δραματικού ποιητή και ερωμένου πολλών επιφανών της εποχής καθώς και του Ευριπίδη- ωραίου Αγάθωνα, στο Συμπόσιο που μας περιέγραψε ο Πλάτων:

“Έφη γαρ” λέει το σχετικό χωρίο, “οι Σωκράτη εντυχείν λελουμένον και τας βλαύτας (ελαφριά σανδάλια) υποδεδεμένον, α εκείνος ολιγάκις εποίει”.

Για την απλυσιά του σατίριζε κι ο Αριστοφάνης τον Σωκράτη, ενώ ο Αριστοτέλης παρατηρούσε πως ήταν απρεπές να πηγαίνει κανείς σε συμπόσιο: “… συν ιδρώτι πολλώ και κονιορτώ…”.

Φυσικά τρίβωνα ή τριβώνιον φορούσε κι ο περίφημος Διογένης, ο επιλεγόμενος “κύων”. Λέει ένα παλιό επίγραμμα:

“Κατεβαίνοντας στον Άδη γέρος και σοφός ο Διογένης, ο σκύλος, ως αντίκρυσε τον Κροίσο έστρωσε το τριβώνιο κοντά σ’ εκείνον που κάποτε αντλούσε μπόλικο χρυσάφι απ’ το ποτάμι κι είπε: Εγώ έχω τώρα πιότερο τόπο από σένα Κροίσε, γιατί όλο μου το έχει το είχα πάνω μου”.

Άλλο είδος φτηνού φορέματος ήταν ο “λήδος” ή “θέριστον”, ένα ελαφρό καλοκαιρινό ρούχο των φτωχών. Οι δούλοι φορούσαν την “κατωνάκη”, που στο κάτω μέρος είχε ραμμένη προβιά. Ο Πεισίστρατος, ο μυαλωμένος εκείνος τύραννος των Αθηνών ο Αριστοτέλης λέει πως ήταν άνθρωπος φιλάνθρωπος, πράος και τοις αμαρτάνουσι συγγνωμικός- και που έκανε τόσα καλά στην Αθήνα τον καιρό της τυραννίδας του, τόσα που την εποχή του την είχαν βαφτίσει: “ο επί Κρόνου βίος” υποχρέωσε τους Αθηναίους να φοράνε το φτωχό αυτό φόρεμα, την “κατωνάκη”, για να μη ζηλεύουν τη ζωή της Αθήνας οι χωριάτες της Αττικής, αφήνουν τα χωριά τους και συρρέουν στην πρωτεύουσα. Τι έξυπνο σύστημα για την καταπολέμηση της αστυφιλίας!!!

Οι δούλοι φορούσαν ακόμη και το “εγκόμβωμα” που έμοιαζε με την εξωμίδα, ενώ οι βοσκοί φορούσαν “βαίτη”, ρούχο φτιαγμένο από προβιά.

Πολύχρωμα ήταν τα καλύμματα του κεφαλιού και τα παπούτσια των αρχαίων. Στο σπίτι μέσα οι άντρες τριγυρνούσαν ξυπόλητοι. Τα φορούσαν μόνον σαν έβγαιναν έξω. Μπαίνοντας όμως και στα ξένα σπίτια, για επίσκεψη ή για δείπνο, τα έβγαζαν και τ’ άφηναν στην πόρτα. Ας σημειωθεί πως δεν πρέπει να συγχέεται το δείπνο με το συμπόσιο, που άρχιζε μόλις τέλειωνε το πρώτο. Ο Πλούταρχος μας διηγείται πως ο Περικλής, που δεν δεχόταν ποτέ προσκλήσεις για δείπνα και συμπόσια, και μόνο ένα δρόμο γνώριζε, απ’ το σπίτι του στο βουλευτήριο και πίσω, πήγε μια φορά στο γάμο του ανεψιού του Ευρυπτόλεμου και κάθησε στο δείπνο, όταν όμως φέραν το κρασί για ν’ αρχίσει το συμπόσιο, σηκώθηκε κι έφυγε.

Το καλό υπόδημα το φρόντιζαν πολύ άντρες και γυναίκες. Τα σχήματα είχαν αφάνταστη ποικιλία, απ’ τους απλούς πάτους, “καττύματα”, που στερεώνονταν με κορδόνια, ώς τις “ενδρομίδες”, που φτάναν μέχρι το γόνατο. Τα πιο συνηθισμένα βέβαια ήταν τα “σανδάλια”, που δένονταν με πολύχρωμους και πολυτελείς ιμάντες. Αλλά και τα σαντάλια ήταν χρωματισμένα, γα να ταιριάζουν με τα χρώματα των ρούχων. Οι πάτοι των σανταλιών των κοριτσιών της Τανάγρας ήταν κόκκινοι, ενώ το υπόλοιπο δέρμα κιτρινωπό. Συχνά τα πολυτελή υποδήματα, εκτός από το χρώμα είχαν κολλημένα πάνω χρυσά λουλούδια. Τα παπούτσια δεν καθαρίζονταν με βούρτσα, αλλά με σφουγγάρι.

Εκτός από τη “θολία”, που είδαμε πως φορούσαν οι κόρες της Τανάγρας, το καπέλο εθεωρείτο συμπλήρωμα της γυναικείας κομψότητας, δεν γινόταν όμως συχνή χρήση. Αντίθετα, οι άντρες συνήθιζαν να κυκλοφορούν ασκεπείς, εκτός απ’ τους πεζοπόρους και τους καβαλλάρηδες που φορούσαν τον “πέτασσο” που κατασκευαζόταν από πίλημα κι ήταν πότε πλατύγυρος και πότε είχε μακρουλό μπορ ή κατέβαινε ώς τ’ αυτιά, ενώ οι ναυτικοί και χειρώνακτες φορούσαν καπέλο χωρίς γύρο, σαν κι αυτόν που βλέπουμε να φοράνε στις παραστάσεις των αγγείων ο Οδυσσεύς κι ο Ήφαιστος.

Επειδή λοιπόν βγαίνανε συνήθως ασκεπείς, άντρες και γυναίκες περιποιόντουσαν πολύ την κόμμωσή τους. Είναι γνωστή η ιστορία του Ξέρξη, που κορόιδεψε μαθαίνοντας πως οι Σπαρτιάτες, λίγο πριν απ’ τη μάχη των Θερμοπυλών, που δεν απόμεινε κανένας ζωντανός, χτένιζαν και περιποιόντουσαν τα μαλλιά τους.

Πήγαιναν τακτικά στο κουρείο, που ήταν κάτι σαν εντευκτήριο των ανδρών, όπου κυκλοφορούσαν ελλείψει εφημερίδων και άλλων μέσων ενημέρωσης, τα τελευταία νέα και τα πικάντικα κουτσομπολιά. Αυτές τις συγκεντρώσεις στα κουρεία ο Θεόκριτος τις είχε βαφτίσει: “άοινα συμπόσια”. Οι κουρείς ήταν, όπως σ’ όλους τους αιώνες, φλύαροι, και λένε πως όταν ένας κουρέας ρώτησε κάποιο σοφιστή πώς να τον κουρέψει, εκείνος αποκρίθηκε: “Σωπαίνοντας”.

Των γυναικών η κόμμωση είχε αφάναστη ποικιλία, κι ήταν άλλη για τις νέες, άλλη για τις μεγαλύτερες, για το σπίτι κι άλλη για έξω, άλλη για τον χειμώνα κι άλλη για το καλοκαίρι. Αναρίθμητα είναι τα είδη του χτενίσματος που παρατηρούμε στα έργα τέχνης. Συχνά μάζευαν τα μαλλιά τους σ’ ένα δίχτυ που λεγόταν “κεκρύφαλος”.

“Μαζεύεις τα μαλλιά σου στον κεκρύφαλο,
κι εγώ λειώνω από τον πόθο”.

λέει ένα επίγραμμα.

Οι γυναίκες έβαφαν τα μαλλιά τους, όχι μόνο σαν εμφανίζονταν τα πρώτα δώρα του χρόνου, οι άσπρες τρίχες, αλλά και για ν’ αλλάξουν τύπο. Κυρίως τα έβαφαν μαύρα, αφού οι περισσότερες αρχαίες Ελληνίδες ήταν ξανθές, για να ξεφύγουν απ’ το συνηθισμένο χρώμα και να γίνουν κάπως εξωτικές. Αλλά και οι άντρες δεν παραμελούσαν τη μπογιά προκειμένου να κρύψουν την ηλικία τους και να φαίνονται πιο νέοι. Στην Σπάρτη, κάποτε, έφτασε μια Χιακή αντιπροσωπεία για να συνηγορήση για κάποια πολιτική υπόθεση της Χίου. Ενώ μιλούσε ο Χιώτης πρεσβευτής σηκώθηκε ο βασιλιάς Αρχίδαμος δεν ξέρουμε ποιος απ’ τους πέντε ομώνυμους, αλλά μάλλον ο του Πελοποννησιακού πολέμου και είπε: “Μα δεν βλέπετε πως αυτός ο γέροντας έχει βαμμένα τα μαλλιά του για να φαίνεται νέος; Πώς μπορούμε να πιστέψουμε έναν άνθρωπο που περιφέρει το ψεύδος στο κεφάλι του;” Και ο Χίος πρεσβευτής εκδιώχθηκε κακήν κακώς.

Για την κόμμωση όμως θα χρειαζότανε να πούμε τόσα πολλά, που δεν θα μας το επέτρεπε ο χώρος.

Η φιλοκαλία των αρχαίων γυναικών δεν ήταν μικρότερη απ’ των σημερινών. Και η κομψή γυναίκα λεγότανε και τότε κομψή.

“Για στάσου μια στιγμή κομψή¨,

λέει σ’ ένα ποίημά του ο Φιλόδημος,

“Πώς σε λένε; Πού θα μπορούσα να σε δω;
Όσα ζητήσεις θα σου τα δώσω! Πάλι δεν μιλάς;
Πού μένεις; Μπας κι έχεις κάναν άλλο;
Ψωροπερήφανη, άντε, έχε γεια.
Μα ούτε γεια σου δεν μου λες;
Πάλι θα σου κολλήσω, μη φοβάσαι!
Έχω λυγίσει από σένα πιο σκληρές!
Και τώρα, τράβα στο καλό”.

Απαραίτητο συμπλήρωμα της γυναικείας αμφιέσεως ήταν η ζώνη. Και πολλές φορές ήταν βαρύτιμες, ολόχρυσες με πολύτιμα πάνω πετράδια. Ο Σιμωνίδης ο Κείος μας άφησε ένα χαριτωμένο σχετικό επίγραμμα.

“Το Βοίδιον, η αυλητρίς κι η Πυθιάς, παλιές εταίρες, τάξαν στο ναό σου, Αφροδίτη, τις ζώνες τούτες και τους πίνακες. Έμπορε κι εφοπλιστή, το βαλάντιό σας ξέρει από πού οι ζώνες κι από πού οι πίνακες!”

Οι εταίρες προπάντων απαιτούσαν ανάμεσα σε άλλα και τέτοια δώρα απ’ τους πλούσιους εραστές τους.

  • Δημήτρη Μυράτ, Αγαπημένα πρόσωπα και ιδέες. Εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980 (Πρώτη δημοσίευση: ΕΠΙΚΑΙΡΑ 1976)

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή