Δημήτρης Πικιώνης (1887 – 1968) Αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός

Το αρχιτεκτονικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη συνδυάζει καλλιτεχνική δημιουργία και φιλοσοφικό στοχασμό

by Times Newsroom

Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887 – 28 Αυγούστου 1968) ήταν  αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός, με πλούσιο ζωγραφικό, ποιητικό και συγγραφικό έργο.

Ο Πικιώνης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 από Χιώτες γονείς, και ήταν πρώτος εξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα και του δημοσιογράφου και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεωργίου Συριώτη. Ο πατέρας του από μικρός -όπως και ο ίδιος- είχε κλίση στη ζωγραφική. Ποίηση και ζωγραφική αποτέλεσαν λοιπόν, το πρώτο περιβάλλον για το Δημήτρη Πικιώνη. Το 1906 έγινε ο πρώτος (χρονολογικά) μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη ενώ παράλληλα σπούδαζε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, απ’ όπου το 1908 πήρε το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού.

Στη συνέχεια έφυγε για το Μόναχο για να κάνει σπουδές στο ελεύθερο σχέδιο και τη γλυπτική. Στο Παρίσι, διδάχθηκε σχέδιο και ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumière. Παράλληλα γράφτηκε στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα Λεόν Σιφλό και παρακολούθησε τα μαθήματα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Η πραγματική του επιθυμία βέβαια, ήταν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, και όχι με την αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σημαντική ήταν και η παρουσία του Αναστάσιου Ορλάνδου, του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, του Περικλή Γιαννόπουλου και του Γιώργου Μπουζιάνη.

Το 1912, την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψε στην Ελλάδα και όταν αποστρατεύτηκε στράφηκε και πάλι στην αρχιτεκτονική για να συμπληρώσει τις γνώσεις του αρχίζοντας και τις πρώτες μελέτες του πάνω στην αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης. Σχεδίασε πολλά σπίτια από τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Αίγινας. Το 1921 διορίστηκε επιμελητής του καθηγητή Αναστάσιου Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας όπου παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1923. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Αναστασίου (1925) με την οποία στη συνέχεια απέκτησε πέντε παιδιά. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε έκτακτος καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής και μονιμοποιήθηκε το 1930. Την περίοδο αυτή διατήρησε σημαντικές πνευματικές φιλίες με τους Σπύρο Αλιμπέρτη, Γιάννη Αποστολάκη, Γιώργο και Φώτο Πολίτη, Φώτη Κόντογλου, αρχιτέκτονα Νίκο Μητσάκη, Στρατή Δούκα, Νίκο Βέλμο, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Εγγονόπουλο και Γεράσιμο Σταματελάτο.

Μεταξύ 1935 και 1937 εξέδωσε μαζί με το ζωγράφο και φίλο του, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το περιοδικό 3ο Μάτι, στο οποίο δημοσίευσε ο ίδιος αρκετά κείμενά του. Το περιοδικό χαρακτηριζόταν ως καλλιτεχνικό και συνεργαζόταν με ονόματα όπως οι συγγραφείς Στρατής Δούκας και Τάκης Παπατσώνης, ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, ο θεατρικός σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος και ο χαράκτης Άγγελος Θεοδωρόπουλος.

Το έργο του ως αρχιτέκτονας ξεκίνησε με την οικία Μωραΐτου στις Τζιτζιφιές (1921-1923). Ήταν οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το 1932, με την ολοκλήρωση του Δημοτικού Σχολείου στα Πευκάκια Λυκαβηττού, διαπίστωσε πως δεν τον ικανοποιούσαν τα έργα του και άλλαξε τις αισθητικές του αντιλήψεις. Στοχάστηκε πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας. Όλα του τα επόμενα αρχιτεκτονικά έργα βασίστηκαν σ’ αυτή την αντίληψη. Τη δεκαετία 1940-1950 η αρχιτεκτονική του δημιουργία περιορίστηκε σε προσχέδια τάφων. Όμως, την αμέσως επόμενη περίοδο, από το 1951 ως το 1957, ασχολήθηκε με πολλά έργα. Ανάμεσά τους η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο Φιλοπάππου, ίσως το σημαντικότερο έργο του, και το τουριστικό περίπτερο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη, επιδιώκοντας το κατ’ εκείνον ιδεώδες, τη σύνδεση του οικουμενικού πνεύματος με το πνεύμα της παράδοσης. Η διαρρύθμιση των υπαίθριων χώρων γύρω από τον Ιερό Βράχο αποτελεί ένα έργο τέχνης. Το 1958, μετά από 35ετή θητεία στο ΕΜΠ ως καθηγητής, αποσύρθηκε. Το 1966 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Στις 28 Αυγούστου του 1968 πέθανε στην Αθήνα.

Αποτέλεσμα εικόνας για Δημήτρης Πικιώνης

Έργα

Ο Πικιώνης, άνθρωπος των καλών προθέσεων και μετριοπαθής, βίωνε έναν εσωτερικό διχασμό: του ζωγράφου που ήθελε να είχε γίνει και του αρχιτέκτονα που τελικώς έγινε, γεγονός που επηρέασε το σύνολο των έργων του. Πολυπράγμων καλλιτέχνης με πολλαπλές γνώσεις, εμβάθυνε στις φιλοσοφικές αισθητικές του αναζητήσεις και όπως σημείωσε και ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, “μες στην έρημο εκείνων των χρόνων ο Πικιώνης ήταν πραγματικά ένας αναχωρητής, ένας νέος Ιωάννης της Κλίμακος, ένας ταπεινός ασκητής ή ένας αρχαίος Έλλην σοφός, του οποίου οι πνευματικές και ηθικές συλλήψεις αποκτούσαν την ακρίβεια γεωμετρικού κανόνα“.

Το εξαιρετικό με τον Πικιώνη είναι ότι σε μια εποχή που η κτιριολογία ήρθε να αντικαταστήσει την αρχιτεκτονική, ο Πικιώνης αντέδρασε θέλοντας να παρουσιάσει την αρχιτεκτονική ως τέχνη, χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτό, όπως οι σύγχρονοί του που νόμιζαν πως είναι πιο καθωσπρέπει να είναι κτιριολόγοι“, έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης για τον Δημήτρη Πικιώνη, τον εμπνευσμένο αρχιτέκτονα, στοχαστή και φιλόσοφο, που άνοιξε νέους αισθητικούς ορίζοντες στην Ελλάδα. Προασπιστής της ελληνικής τέχνης που πήγαζε από την παράδοση και την ιστορική μνήμη, υποστήριζε την επιστροφή στις ρίζες, με την έννοια ότι το σφρίγος της νέας δημιουργίας θα ανάβλυζε μέσα από την ελληνική γη. Το έργο του Πικιώνη μπορεί να θεωρηθεί σήμερα σαν ένας εικαστικός αντίλογος της εποχής του μοντερνισμού χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρνιόταν την απλότητα έκφρασης του μοντέρνου κινήματος. Το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού και το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αποδεικνύουν τη συγκρατημένη αποδοχή, από τον Πικιώνη, των αρχών του μοντέρνου κινήματος.

Το αρχιτεκτονικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη συνδυάζει καλλιτεχνική δημιουργία και φιλοσοφικό στοχασμό. Αρχικά καθαρά ρασιοναλιστικό, έπειτα συνδυάζοντας το οικουμενικό πνεύμα μαζί με το πνεύμα της εθνότητας, πάντα όμως συνυφασμένο με την ιστορία, την παράδοση και ταυτόχρονα το νεωτερισμό, το έργο του διακρίνεται σε δύο περιόδους: πριν και μετά το 1932. Για την αλλαγή αυτή στη σκέψη του, που τον έκανε ν’ απαρνηθεί τα προ του 1932 έργα του, ο ίδιος σημειώνει:

Από την εποχή αυτή σημειώθηκε μια στροφή στις αισθητικές μου αντιλήψεις. Η ρασιοναλιστική αντιμετώπιση του σχήματος ως απαυγάσματος της οργανικής του υπόστασης […] μου φάνηκε ότι δεν ήταν δυνατό να επιλύσει τον υπερβατικό χαρακτήρα του. Το ωραίο είναι αναγκαίως και οργανικό, αλλά παν το οργανικό δεν είναι αναγκαίως ωραίο για τον άνθρωπο. Ένα σύστημα υπονόμων δύναται να είναι διδακτικό για τον αρχιτέκτονα […]. Δε δύναται όμως να αποτελέσει αντικείμενο της χαράς και της απολαύσεως την οποία χαρίζει μόνο η τέχνη. Το σχήμα είναι κάτι το υπερβατικό κι έτσι δε δύναται να αντιμετωπιστεί με μια στενή ρασιοναλιστική θεώρηση.

Το ζωγραφικό του έργο ο Δημήτρης Πικιώνης το διαχωρίζει στις ενότητες: Από την Φύση (1904-1905), Αναμνήσεις από το Παρίσι (1910-1925) Αρχαία (1910-1920), Βυζαντινά (1915-1946), Της Φαντασίας (1930-1940) και Λαϊκά (1940-1950). Οι ονομασίες που έδωσε σ’ αυτές τις ενότητες καταμαρτυρούν τη στενή σχέση της ζωγραφικής του, της αρχιτεκτονικής του και των στοχαστικών του αναζητήσεων.

Σημαντικά έργα

Δημοτικό σχολείο, στα Πευκάκια Λυκαβηττού, 1932
Το σχολείο εντάσσεται στο πρόγραμμα ευρείας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ανέγερσης σχολικών κτηρίων του ’30. Ανήκει στα έργα αναφοράς του ελληνικού μοντερνισμού, αν και ο Δημήτρης Πικιώνης το αποκήρυξε αμέσως μετά την κατασκευή του. Πρόκειται για συνηθισμένη τυπολογία σχολικού κτηρίου με τους κλειστούς χώρους διατεταγμένους γύρω από κεντρικό υπαίθριο. Κτισμένο στους πρόποδες του Λυκαβηττού, πατά σ’ ένα έντονα επικλινές έδαφος. Οι καθαροί μοντέρνοι όγκοι, που φιλοξενούν τις κλειστές λειτουργίες, και ο κεντρικός υπαίθριος χώρος ακολουθούν την κλίση διαμορφώνοντας επίπεδα. Έτσι, η αυλή του σχολείου αποκτά κλίμακα και θεατρικότητα και δύναται να φιλοξενήσει πολλαπλές δραστηριότητες -που αφορούν στην κάθε αίθουσα διδασκαλίας χωριστά ή στο σύνολο των παιδιών του σχολείου-. Για ακόμα μία φορά σ’ αυτό το έργο του Δημήτρη Πικιώνη, ίχνη της ιστορίας και της λαϊκής παράδοσης συντίθενται με το πνεύμα της νεωτερικότητας. Η μεγάλη στοά της εισόδου παραπέμπει σε αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική. Τα πεζούλια, οι πλακοστρώσεις και τα κλιμακωτά επίπεδα σε παραδοσιακή νησιώτικη αρχιτεκτονική. Στο σύνολο, όμως, το σχολείο κτίστηκε με βάση τις λειτουργικές θεωρίες της γερμανικής σχολής του Μπάουχαους: με ορθολογισμό και καθαρότητα στις λειτουργίες, με πολλούς ελεύθερους χώρους, με φωτεινές αίθουσες. Η κατασκευή του κτηρίου έγινε με μοντέρνα υλικά: ο φέρων οργανισμός είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ στις γεωμετρικές και αυστηρές όψεις κυριαρχούν οι επιχρισμένοι με λευκό σοβά τοίχοι και τα μεγάλα ξύλινα υαλοστάσια.
Διαμόρφωση του αρχαιολογικού περί την Ακρόπολη χώρου και του λόφου Φιλοπάππου, Αθήνα, 1954-1957
Μετά από τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά έργα του 19ου αιώνα και τη ρομαντική κηποτεχνία του Εθνικού Κήπου χρειάστηκε περίπου ένας αιώνας για να εμφανιστεί ένα έργο δημόσιου υπαίθριου χώρου τέτοιας σημασίας για την ευρύτερη νεώτερη Αθήνα. Το έργο περιλαμβάνει δύο κύριες σπειροειδείς διαδρομές, που ξεκινούν σχεδόν αντικριστά στη συμβολή Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου. Η μία ανεβαίνει βόρεια το λόφο της Ακρόπολης ως το ιερό της Αθηνάς. Η άλλη απομακρύνεται απ’ αυτόν δημιουργώντας δύο συνθήκες θέασής του: μια πρώτη στου Λουμπαρδιάρη, όπου ξεπροβάλλει για μοναδική φορά μετωπικά η κύρια όψη του Παρθενώνα, και μια δεύτερη στο Άνδηρο, όπου καταλήγει η διαδρομή συστρεφόμενη. Σ’ όλο το έργο ο Πικιώνης χρησιμοποίησε την οπτική αντίληψη ως συνθετικό εργαλείο. Ένα χωρικό σύστημα οπτικών χαράξεων ενώνει το τοπίο -εγγύτερα ή μακρινά- με την ιστορία του. Στα δύο σημεία θέασης όμως, οι χαράξεις είναι ιδιαίτερα εμφανείς. Στη διαμόρφωση γύρω απ’ τον Αγ. Δημήτριο οι αρμοί της δαπεδόστρωσης, κατά την είσοδο στον υπαίθριο χώρο του, οδηγούν το βλέμμα. Στον ημιυπαίθριο χώρο του παλιού καφενείου η κεκλιμένη στέγη στρέφεται προς την Ακρόπολη. Στην κορυφή του λόφου, στο Άνδηρο, μαρμάρινα καθιστικά και μικρές πέτρινες κατασκευές οργανώνονται έτσι ώστε να τοποθετήσουν τον άνθρωπο στα σημεία με την καλύτερη θέα των Προπυλαίων και της Ακρόπολης γενικότερα. Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο Πικιώνης συλλαμβάνει την έννοια της Φύσης. Φύση που είναι εδώ συνυφασμένη με την ιστορία και το παρελθόν του πολιτισμού της. Ενσωματώνει ανθρώπινες γραφές και απομεινάρια παλαιότερης κατοίκησης, τόσο που δεν ξεχωρίζει απ’ αυτά. Αρχαία μνημεία, κτίσματα, βράχοι, θάμνοι σαν ΕΝΑ τοπίο αφηγούνται την ιστορία της Αττικής Γης.
Παιδικός κήπος, στη Φιλοθέη, 1961-1965

Η παιδική χαρά της Φιλοθέης ανήκει στα έργα εκείνα του Δημήτρη Πικιώνη που εκφράζουν την αντίληψη ότι όλες οι κουλτούρες έχουν μια κοινή και αιώνια βάση: τα πάντα είναι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, βλέπει:

την παγκόσμια παράδοση ωσάν κάτι ενιαίο, που υπακούει στις “αΐδιες” αρχές (οι αρχές της παράδοσης είναι “αΐδιες”, οι μορφές παραλλάσσουν).

Ο ίδιος ακολουθεί περισσότερο μια φιλοσοφία ανατολίτικη. Στο περίπτερο και στην είσοδο του παιδικού κήπου είναι σαφείς και εμφανείς οι επιρροές από ιαπωνική αρχιτεκτονική -και δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται τέτοιες επιρροές στο έργο του-. Η έρευνα του Δημήτρη Πικιώνη για τα παιδιά και το παιδικό παιχνίδι φαίνεται ιδιαίτερα στον εξοπλισμό που επέλεξε: μια ξεχαρβαλωμένη βάρκα, μια καλύβα σαρακατσάνικου τύπου, ένα γεφύρι σε μια μικρή λίμνη. Ένας εξοπλισμός τελικά μυστηριακός, εξερευνητικός -όχι τυποποιημένος, βιομηχανικός-, που προσφέρει πολλές εναλλακτικές -συλλογικού ή ατομικού- αυθόρμητου παιχνιδιού.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή