Δημοσθένης Ν. Βουτυράς: “Ευτυχία και γκρίνια” | Διήγημα

Μια βραδιά που οι φωνές της θάλασσας, το μούγκρισμά της υψωνόταν τρομερό, η γυναίκα μου ήρθε κει που καθόμουν μελαγχολικός κ’ εκάπνιζα, και μου ’πε πως στο αντικρινό πλούσιο σπίτι δερνόντουσαν, σκοτώνονταν!

by Times Newsroom
  • ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ

Ευτυχία και γκρίνια

ΚΑΠΟΤΕ, προ χρόνων, είχα γνωρίσει μια οικογένεια από τρία άτομα, που καθόταν αντικρύ μου σ’ ένα ψηλό σπίτι.

Ήταν μάνα, κόρη και γιος. Η μάνα, παλιά ομορφιά, σαν ξεβαμμένη παλιά ζωγραφιά ωραίας γυναίκας, που τα χρώματά της δεν ήταν στερεά, διαρκείας. Η κόρη δεν έμοιαζε διόλου της μάνας, κάτι άλλο· μύτη καμπουρωτή, βλέμμα ορνέου, αδύνατο το σώμα της και δίχως στήθος. Όμοιος με αυτήν ήταν και ο γιος, ο αδελφός της, μικρότερος λίγο απ αυτή, έτσι αδύνατος και μ’ αυτό το πρόσωπο και το βλέμμα. Έμοιαζαν καταπληχτικά. Και αν έκοβε αυτή τα μαλλιά της και φορούσε τα ρούχα του αδελφού της, θα την έπαιρναν όλοι για το Μιμάκη, τον αδελφό της. Το ίδιο και σ’ αυτόν αν φορούσε τα ρούχα της αδελφής του θα τον έπαιρναν για τη Γεωργία…

Είχαν χρήματα όμως, ήταν πλούσιοι, και φαίνονταν πως περνούσαν καλά. Η κόρη κάθε τόσο άλλαζε φορεσιά, όμοια και ο γιος. Μα και η μάνα δεν πήγαινε πίσω. Κι αυτή τα ίδια, κάθε τόσο παρουσιάζοταν μ’ άλλα ρούχα κι άλλο καπέλο. Και ντυνόταν και νεανικά.

Τους έβλεπα απ’ το μικρό σπιτάκι, που καθόμουν εγώ με την οικογένειά μου, να βγαίνουν και οι τρεις καλοντυμένοι, φρέσκοι, για να πάνε στη μεγάλη πλατεία της παραλίας, και τους μακάριζα. Το σπίτι ήταν δικό τους, μαζί και άλλα σπίτια και μαγαζιά έως στη γωνιά του δρόμου. Είχαν και στην Αθήνα χτήματα.

Ήταν ευτυχισμένοι, ό,τι ήθελαν, επιθυμούσαν το ’χαν. Και κάθε μέρα, πρωί απόγευμα, έβγαιναν μαζί και πήγαιναν για περίπατο, ή να καθίσουν, όταν ήταν ήλιος, στο μεγάλο καφενείο της πλατείας, ή σε κάποια μπιραρία…

Ήταν αρχή του χειμώνα που είχαμε πάει σε κείνο το σπίτι, στον εξοχικό εκείνο συνοικισμό. Μα εκεί που καθίσαμε μεις, στο δρόμο εκείνο, δεν υπήρχαν τα ωραία σπίτια, που ήταν στο κέντρο όλα, εκτός απ’ το σπίτι της πλούσιας οικογένειας, ήταν χαμηλά και παλιά. Και μαγαζιά, μαγαζιά! Ήταν στο δρόμο που είχε κίνηση μεγάλη· κάρα, αμάξια περνούσαν το ’να κοντά στ’ άλλο.

Και ησυχία έπεφτε στη γειτονιά, ή στο δρόμο εκείνον, όταν εβράδιαζε. Έσβηνε σιγά-σιγά, όσο η νύχτα προχωρούσε, ο θόρυβος, έσβηναν οι φωνές, η κίνηση. Κάποιο κάρο που άργησε κάποτε, οι κρότοι των τροχών του, που σα να κομματιάζονταν, καθώς προχωρούσε, κ’ έπειτα τίποτα άλλο. Και μόνον, όταν είχε θάλασσα, ακουγόταν το κύμα της, η βουή της να γεμίζει την ησυχία της νύχτας.

Και κανένα φως ή κανένα φωτάκι σε κανένα μαγαζί, στα σπιτάκια. Σκοτάδι βαθύ και στους δρόμους. Και μόνον ένα σπίτι έμενε φωτισμένο καλά. Το σπίτι το ψηλό της πλούσιας οικογένειας.

Κ’ εγώ καραβοτσακισμένος, πόσο το ’θελα το φως, το πολυφωτισμένο σπίτι!

***

Μια βραδιά που οι φωνές της θάλασσας, το μούγκρισμά της υψωνόταν τρομερό, η γυναίκα μου ήρθε κει που καθόμουν μελαγχολικός κ’ εκάπνιζα, και μου ’πε πως στο αντικρινό πλούσιο σπίτι δερνόντουσαν, σκοτώνονταν!

Άνοιξα κ’ εγώ το παράθυρο και προσπάθησα ν’ ακούσω μες στη βουή της θάλασσας, του ανέμου, τι γινόταν στο σπίτι το αντικρινό. Η γυναίκα μου δεν είχε άδικο: Φωνές, ξεφωνητά, κρότοι έβγαιναν θαμποί, βουβοί, από κει. Κάτι μεγάλο κακό γινόταν.

Θέλησα να τρέξω να δω, να βοηθήσω. Αλλά η γυναίκα μου μ’ εμπόδισε:

– Πού θα πας; Αναμεταξύ τους πιάνονται… Και συχνά το κάνουν αυτό, δεν περνά μέρα να μη πιαστούν. Δεν το πίστεψα και γι’ αυτό δε στο ’πα που μου το ’πε η κυρά Σάλενα… Πως δεν περνά μέρα ή νύχτα να μην πιαστούν! Και δέρνονται άγρια.

Και να, να! Δεν έλεγε ψέματα.

– Και, την άλλη μέρα, βλέπεις, (ξακολούθησε η γυναίκα μου να μου λέει:) μαυρισμένο το μάτι της μάνας, σχισμένα τα μάγουλα της κόρης, τσαγκρουνιές στο πρόσωπο του αδελφού…

”Αυτή, η κυρά Σάλενα, καθόταν τόσον καιρό εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, και είχανε σχέση μ’ αυτούς, μα δε μπορούσε να εξηγήσει αυτή, και ο άντρας της και τα παιδιά της, τα σημάδια, τα χτυπήματα που βλέπανε στη μάνα, στο γιο, ή στην κόρη. Αυτοί λέγανε, πως γινήκανε πάνω σε παιχνίδι, σε αστεία καθώς παίζανε! Το πίστευαν… Ποτέ δεν είχε ακούσει μάλωμα στο σπίτι αυτό. Αλλά απ’ την υπηρέτριά τους έμαθαν μια μέρα, την αλήθεια, ότι δερνόντουσαν. Και δέρνονται στο βάθος, που είναι η τραπεζαρία, για να μην ακούγονται. Κατά λάθος αυτή τη φορά, φαίνεται, εδάρθηκαν εδώ, ς’ αυτό το δωμάτιο…

”Και μη βλέπεις – μου είπε – που βγαίνουν μαζί. Το κάνουν επιτούτο, για να φαίνονται ότι είναι αγαπημένοι. Και όταν αρχίσουν να μαλώνουν, αφήνουν το μάλωμα, άμα θυμηθούν, ότι είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο και τρέχουν και το κλείνουν. Κ’ έπειτα μπαίνουν στην τραπεζαρία για να πιαστούν, αφού κλειδώσουν και την υπηρέτρια κάπου. Τώρα έχουν μια κουτή. Την άλλη τη μπάρκαραν για την πατρίδα της. Εκείνη, δηλαδή, που διηγήθηκε τι γίνεται στο σπίτι αυτό το περίφημο!

”Και άμα κλείσουν, που λες, πόρτες, παράθυρα, πιάνουν πάλι τον καυγά στην τραπεζαρία, βρίζει ελεεινά ο ένας τον άλλον, κ’ έπειτα έρχονται και στα χέρια. Και δέρνονται, ώς που να κατακουραστούν!

”Και ίσως αυτό να το ’χουν και για γυμναστική. Κ’ έτσι δε μπορούν να κάνουν χωρίς να δαρθούν, χωρίς να πέσει ξύλο, μια φορά, τουλάχιστο την ημέρα!… Φαίνεται όμως να ’χει μαζέψει ο ένας για τον άλλον πολλά, και μ’ αυτόν ερεθίζονται και πιάνονται!…

***

Πέρασε ο χειμώνας με τα κρύα του, τις βροχές του, τα χιόνια του, και η άνοιξη με τις ευωδιές της, το χλιαρό αεράκι της, και ήρθε το καλοκαίρι.

Η σκοτεινή, τα βράδια, μεγάλη πλατεία της παραλίας έλαμπε τώρα απ’ τα δυνατά φώτα, και ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο καλοντυμένο, μυρουδάτο.

Σαν ο μυθικό Σατανά που γυρίζει μακριά απ’ τις λειτουργίες, γύριζα κ’ εγώ μακριά απ’ το μυρουδάτο, ευτυχισμένο πλήθος που φλυαρούσε, βούιζε ερωτικά, μες στην πολυφωτισμένη πλατεία.

Έτσι, μια βραδιά, γυρίζοντας έφθασα, ή πήγα πιο κοντά συρμένος απ’ τη μουσική της πλατείας. Εκεί ήταν μια μπιραρία που φωτιζόταν απ’ το δικό της μικρό φως, και δεν την έφθαναν, ή μόλις την άγγιζαν, οι ακτίνες των φώτων της πλατείας.

Σ’ ένα τραπέζι της μπιραρίας είδα ξαφνικά, κείνη τη γνωστή μου τριάδα, που έβγαινε, ύστερα απ’ το δάρσιμο μαζί, σαν αγαπημένη. Αλλά πώς καθόντουσαν! Η μάνα γυρισμένη και να κοιτάζει προς τη γραμμή του σιδεροδρόμου, σα να περίμενε κάποιον, η κόρη προς την πλατεία, και ο γιος προς τη θάλασσα, που μόλις ακουγόταν κείνο το βράδυ.

***

Ένα πρωί ξύπνησα αργά. Είχαμε πάει στην Αθήνα και είχαμε γυρίσει τις μικρές ώρες.

Μόλις άνοιξα το παράθυρο, είδα ξαφνικά, αντικρύ, κάτι που με τάραξε:

Του αντικρινού σπιτιού η πόρτα ήταν ολάνοιχτη και είχε στις δυο κολώνες της νεκρώσιμες αγγελίες…

Γρήγορα έμαθα πως είχε πεθάνει η μάνα. Και πέθανε από χτύπημα. Είχε πέσει και χτυπήσει πίσω, στο κεφάλι. Και είχε γίνει αυτό μέσα στο σπίτι, καθώς έτρεχε να πάει στο μαγερειό, έτσι είπαν τα παιδιά της, γλίστρησε κ’ έπεσε…

Είχαν μείνει οι δυο, η αδελφή και ο αδελφός. Δεν έβγαιναν όμως μαζί· ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του, ντυμένος πλούσια και χωρίς πένθος. Και γύριζε οπόταν ήθελε. Πριν, που ζούσε η μάνα τους, αν και δερνόντουσαν κάθε μέρα, είχαν όμως και κάποια πειθαρχία, που θα ’ταν από άλλα χρόνια, ίσως όταν ζούσε ο πατέρας τους, και μαζευόντουσαν στο σπίτι το μεσημέρι· έβγαιναν και μαζί, και γύριζαν…

***

Εφύγαμε απ’ το σπίτι κείνο.

Και πέρασαν αρκετά χρόνια.

Μια μέρα στην αγορά των Αθηνών, είδα την κόρη. Γυναίκα μεσόκοπη πια, και άσχημη. Ήταν και κακοντυμένη. Είχε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά της. Τα παπούτσια του, φαγωμένα, παλιά…

Για τον αδελφό είχα διαβάσει πριν, μήνες πριν, σε μια εφημερίδα, πως τον είχαν συλλάβει για κάποια μεγάλη απάτη…

__________________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Πειραϊκά ΓΡΑΜΜΑΤΑ”. Μηνιαίο Λογοτεχνικό Περιοδικό. Διευθυντές – Ιδιοκτήτες: Ισιδώρα Καμαρινέα – Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Τόμος τρίτος, τεύχος 4, Απρίλιος 1943

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Δημοσθένης Βουτυράς, λογοτέχνης: «Ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας»

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή