Ελληνικές πολιτείες | Πειραιάς

Πασαλιμάνι με τα καφενεία τα υπαίθρια, Τουρκολίμανο με τις βάρκες που λιάζουνται, Φρεαττύδα – προτομές του Πορφύρα και του Νιρβάνα, να κοιτάζουνε με μάτια μαρμάρινα

by Times Newsroom
  • ΜΑΝ. ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ

Μ’ αρέσουνε οι πολιτείες σα δεν είναι άχρωμες. Εκείνες που λένε ευθύς το “να ’μαι”, όχι οι άλλες που ψάχνεις να βρεις “γωνιές”, σκαλίζεις τη μνήμη σου να θυμηθείς κάποιους δρόμους, κάποιες γειτονιές που τις πρόσεξες. Όχι που δε βρήκα “άλλο λιμάνι”. Δεν ψάχνω για να πω “Τζένοβα”· εκεί ’ναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου, το ξέρω. Όμως ο Πειραιάς μού μιλά, μου μιλάει γιατί ’ναι Πειραιάς, δεν κάνει τάχατες τον Ευρωπαίο, είναι ρωμιός Πειραιάς, και τόσο του φτάνει.

Καθόμουνα στο Ρολόι και κοίταζα, πλοία που φεύγανε και πλοία που μπαίνανε, το ’να είχε φτερωτό λιοντάρι στο φουγάρο του, τ’ άλλο ήτανε ρούσικο, μάταια προσπάθησα να διαβάσω τ’ όνομα, βγήκε και χάθηκε τραβώντας για την Οντέσσα. Τ’ άλλα πηγαίνανε στο Σαρωνικό· με λίγες δραχμές είχε την ψευδαίσθηση του ταξιδιού, οι κομψές σιλουέτες τους σκίζανε τα νερά, μόλις επρόφταινες να ζαλιστείς, κ’ είχες κιόλας φτάσει. Ήτανε λερός ο Πειραιάς στο λιμάνι, στην αγορά μύριζε ψαρίλα και κρέατα και τζαρτζαβατικά, είχε και μαγέρικα ακάθαρτα που τρώγανε άνθρωποι βιαστικά, λιμασμένοι. Όμως, ετούτη ήτανε η φατσάδα μονάχα, ο Πειραιάς απλωνότανε πίσω της, πολιτεία άλλη. Στο θέατρο το δημοτικό, είχα μιαν άλλη του αίσθηση, κάθισα στο γωνιακό καφενείο κι έβλεπα, έβλεπα, μου φάνηκαν όλα σαν άγνωστα, οι γυναίκες σα να ’τανε ράτσας άλλης. Πήρα τους δρόμους, βάδιζα στ’ άγνωστο, κάποιες βιτρίνες ήτανε πρόκληση, τα γυναικεία εσώρουχα, υπόσχεση ευδαιμονίας, τα πολύχρωμα φώτα πρόκληση για τ’ αλλού, ο Πειραιάς σα να βουτήχτηκε σε πελάγη κοσμοπολιτικής παγχρωμίας, ο Πειραιάς, που ’παιρνε ξαφνικά μιαν όψη άλλη.

Τη νοσταλγώ τη Στιγμή, τη νοσταλγώ. Πασαλιμάνι με τα καφενεία τα υπαίθρια, Τουρκολίμανο με τις βάρκες που λιάζουνται, Φρεαττύδα – προτομές του Πορφύρα και του Νιρβάνα, να κοιτάζουνε με μάτια μαρμάρινα.

Δεν ήθελα να σκεφτώ εκείνα τ’ άλλα, τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, κάτι τ’ απάνθρωπο. Όμως, είναι και τούτες ο Πειραιάς· δεν έχει άλλο. Ίσως και να ’ναι η ζωντανή του καρδιά, ο Πειραιάς δε φόρεσε ποτές του ρεπούμπλικα, φοράει στραβά λιγδιασμένο κασκέτο. Στο στρίψιμο ενός δρόμου, με παραφύλαγε η Αμαρτία. Η Αμαρτία μιλούσε εγγλέζικα, πρόσμενε ναύτες, έπιν’ ουίσκι μ’ Αμερικάνους και γελούσε πρόστυχα. Ήτανε στη σειρά τα “κέντρα” εκεί, γράφαν εγγλέζικα στις επιγραφές, στις βιτρίνες φωτογραφίες κοριτσιών που δείχναν τη γύμνια τους, ο δρόμος αντηχούσε τζατζμπαντικές κακοφωνίες, η ζούγκλα της σάρκας που πουλιέται στο ρυθμό του χορού, μισοσκότεινα “καμπαρέ”, άλλα μαγαζιά με πόρτες μισόκλειστες, άλλα υπόγεια να πονηρεύεσαι περισσότερο και να θες να κατέβεις. Η μεγάλη Φτώχεια φορούσε φουστάνια στενά, παράσταινε τη χαρούμενη, σκεφτότανε τ’ αντρικό πορτοφόλι. Οι ναυτικοί δεν είχανε άλλη παρηγοριά, η ζωή η σκυλίσια της θάλασσας γύρευε λύτρωση, απόστασαν πια τα ρουθούνια στην καρβουνόσκονη, θέλανε τώρα να μυρίσουνε γυναίκεια σάρκα. Μ’ άρεσε έτσι· μ’ αρέσει και τούτη η μορφή της ζωής, ένα χαστούκι στο μάγουλο της Ειμαρμένης.

Άφησα πίσω το δρόμο και βγήκα στο λιμάνι, η νύχτα ήτανε ζεστή, λουρίδες φωτεινές αυλακώνανε τη γαλήνη της θάλασσας. Η Αθήνα ήτανε μακριά και κοντά, ένας κόσμος εδώ, κι άλλος εκεί, δυο πόλεις διαφορετικές που όλο και σμίγουν, αγάπη και μίσος τις ενώνει και τις χωρίζει, μοίρα κοινή και μοίρα διάφορη.

Ένα βαπόρι σφύριξε φεύγοντας, τραβούσε για κάποια νησιά μονάχα τους κι έρημα, “άγονος γραμμή”, μοναξιά, ελπίδες για καλύτερες μέρες. Μια μπενζίνα ξεκίνησε, ο θόρυβος της μηχανής όλο χανόταν, στο τέλος σβήστηκε ολότελα, χάθηκε κ’ η μπενζίνα κατά κείνα τα πλοία. Φορτηγά με γεράνια ψηλά που προσμένανε ναύλο, λαμαρίνες αρμυροποτισμένες, μόχθος για το ψωμί.

Ο Πειραιάς απλωνότανε, πέταλο. Είχε ξεχάσει πια τους προγόνους, μάταια δείχνανε στο μουσείο τ’ αγάλματα. Ο Πειραιάς μιλούσε για το σήμερα, η εργατιά μεθούσε σε κάποια ταβέρνα, άλλοι βιαζόντανε να γυρίσουνε σπίτια τους, κορμιά τσακισμένα. Γυναίκες περνούσανε βιαστικές, η μίσθια δουλειά δεν είχε σκοτώσει τη φιλαρέσκεια, τα μάτια τους ψάχνανε, δεν είχε άλλο. Ο Πειραιάς τα ’βλεπε όλα τούτα καλόβολα, το μεγάλο Ρολόι μου φάνηκε γιγάντιο μάτι, ο Πειραιάς που φρόντιζε τα παιδιά του. Ήθελα να σμίξω μαζί τους, μ’ αρέσει να αισθάνομαι λιμανιώτης. Μπορώ να κάνω ευκολότερα όνειρα, τα όνειρα ταξιδεύουνε με τα πλοία που φεύγουν, πίνεις στη Μαρσίλια κρασί “μποζολέ”, παίζεις γροθιές μ’ έναν αλήτη στη Μπαρτσελόνα.

Μπήκα σε μια ταβέρνα και ζήτησα κρασί, “δε θέλω ρετσίνα”, είπα, “κρασί αρετσίνωτο”. Έπινα και κοιτούσα τα βαπόρια που φεύγανε με θολό μάτι. Ήπια πολύ; Ήτανε παραίσθηση; Ο Πειραιάς αργοσάλεψε. Ταξίδευε ο Πειραιάς –και γω μαζί του– μέσα στη νύχτα.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΛΕ΄, τόμος 69ος, τεύχος 814, 1 Ιουνίου 1961
  • Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: https://dimitriskrasonikolakis.blogspot.com/

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com