Έρνεστ Χεμινγουέι: “Σαν πέρασε η θύελλα” | Διήγημα

Ωστόσο, όμως, ώς που να πάμε πάλι στο ναυάγιο οι Έλληνες το είχαν ανοίξει και το είχαν καθαρίσει για καλά. Το άνοιξαν με δυναμίτη. Ποτέ κανείς δεν έμαθε πόσα πήραν. Είχε χρυσάφι και το πήραν όλο. Το έγδυσαν για τα καλά. Εγώ το πρωτοβρήκα κι ωστόσο δεν κατάφερα ούτε ένα νίκελ να του πάρω.

by Times Newsroom
  • ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

Σαν πέρασε η θύελλα

ΔΕΝ ΗΤΑΝ τίποτα το σπουδαίο. Κάτι σαν χαστούκι και στη στιγμή αρχίσαμε τον καυγά. Και γλίστρησα, κ’ έπεσε πάνω μου και πλάκωνε το στήθος μου με το γόνατό του, κ’ έσφιγγε το λαιμό μου με τα δυο του χέρια θέλοντας να με πνίξει, κ’ εγώ όλη αυτή την ώρα πάσχιζα να βγάλω το σουγιά μου από την τσέπη μου για να τον χτυπήσω και να γλιτώσω από το σφίξιμό του. Όλοι τους ήσαν μεθυσμένοι, κ’ έτσι ανήμποροι να τον ξεκολλήσουν από πάνω μου. Και κείνος όλο και συνέχιζε να σφίγγει το λαιμό μου και να κοπανάει το κεφάλι μου στο πάτωμα, ώς που κάποια στιγμή έβγαλα το σουγιά μου και τον άνοιξα και τον κάρφωσα στο δεξί του μπράτσο και τότες ξέντωσε το σφίξιμό του και μ’ άφησε. Όσο και να ήθελε δεν μπορούσε να τεντώσει το χέρι του. Ύστερα το περιτύλιξε κι αφού το κρέμασε από το λαιμό του άρχισε να φωνάζει, και τότες του είπα δυνατά:

– Τι στο διάβολο θέλησες να με πνίξεις;

Θα τον σκότωνα. Δεν μπορούσα να καταπιώ ολάκερη βδομάδα. Μου καταπλήγωσε το λαιμό.

Λοιπόν έφυγα από κει, κ’ έμειναν πολλοί μαζί του, και κάποιος με πήρε το κατόπιν κ’ έκανε ένα γύρο, κ’ έφτασε στα “ντοκς”, κι αντάμωσα ένα φίλο μου, και μου είπε πως κάποιος σκότωσε έναν πάνω στο δρόμο. Τον ρώτησα “ποιος τον σκότωσε” και μ’ αποκρίθηκε “δεν ξέρω, όμως είναι τέζα”. Κ’ ήταν σκοτάδι, και το νερό ήταν ασάλευτο στις γούβες των δρόμων, κι όλα τα φώτα ήσαν σβηστά και τα παράθυρα κ’ οι βάρκες κι όλα πάνω στην πόλη ήσαν δαρμένα από τον άνεμο, και τα δέντρα πεσμένα χάμω, και πήρα το βαρκάκι και πήγα στ’ ανοιχτά, και βρήκα τη μηχανή μου που την είχα χωμένη μέσα στο νησάκι Μάγγο. Ήταν εντάξει, μόνο που ήταν γιομάτη νερά. Άρχισα να τρομπάρω για να την αδειάσω, κ’ είχε φεγγάρι, μόνο που ήταν γιομάτο σύννεφα κ’ η όψη του ήταν στυφή, κ’ έφυγα μακριά. Κι όταν ξημέρωσε βρισκόμουνα πέρ’ από τ’ ανατολικό λιμάνι.

Αδερφέ μου, ήταν μια μπόρα!! Ήμουνα η πρώτη βάρκα στ’ ανοιχτά. Ποτέ σου δεν είδες νερά σαν κείνα που έβλεπα εκεί,. Ήσαν ολάσπρα κ’ έρχονταν από το ανατολικό λιμάνι προς τα νοτιοδυτικά νησιά, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τ’ ακρογιάλια τους. Ήταν ένα μεγάλο κανάλι ανοιγμένο ολόισια από τη μέση της προκυμαίας. Δέντρα κι αέρας κ’ ένα κανάλι κομμένο στα ίσια κι όλο το νερό και κάθε τι στην επιφάνειά του κάτασπρο σαν κιμωλία. Κλαδιά κι ολάκερα δέντρα και ψόφια πουλιά πλέανε σε τούτα τα νερά. Πάνω στα νησάκια ήσαν απαγκιασμένοι όλ’ οι πελεκάνοι του κόσμου κι όλα τα είδη των πουλιών. Θα πρέπει να είχαν μαζευτεί όλα τους εκεί γιατί σίγουρα θα κατάλαβαν τον ερχομό της καταιγίδας.

Βρισκόμουν στο νοτιοδυτικό νησί ολάκερη τη μέρα και κανένας δεν ήρθε πίσω μου. Ήμουν η πρώτη βάρκα κ’ είδα ένα κατάρτι να κουνιέται, και κατάλαβα πως θα πρέπει να ήταν από κάποιο ναυάγιο κι άρχισα να ψάχνω γι’ αυτό. Το βρήκα. Ήταν μια τρικάταρτη σκούνα και μπόρεσα να δω τα ξάρτια της να πλέουν πάνω στα νερά. Ήταν πολύ βαθιά και δεν μπορούσα να βγάλω τίποτε απ’ αυτήν. Έτσι κίνησα να ψάχνω για κάτι καλύτερο. Ήμουν ολομόναχος για όλα κει και ήξερα ότι μπορούσα να πάρω οτιδήποτε βρισκόταν. Γύρισα όλο το μέρος εκεί γύρω κοντά στη σκούνα και δεν μπόρεσα τίποτε να βρω· και συνέχισα μιαν ατέλειωτη περιπλάνηση. Ήμουν πολύ μακριά προς τις σύρτεις και δεν είχα βρει τίποτα και συνέχισα να ψάχνω. Όταν πια βρισκόμουν αντίκρυ στη Ρεμπέκα, είδα όλα τα πουλιά να πετάν πάνω από κάτι τις και σήκωσα το κεφάλι μου να δω τι ήταν κ’ είδα πως ήταν ένα σύννεφο από άλλα πουλιά όλο δεξιά. Άξαφνα ξεχώρισα κάτι σαν κατάρτι πάλι, που ξεπετιόταν όξω από το νερό, κι όταν πλησίασα όλα τα πουλιά πέταξαν ψηλά και συνέχιζαν να πετάν ολόγυρά μου. Τα νερά ήσαν ολοκάθαρα κ’ είδα ένα κατάρτι που μόλις πρόβελνε πάνω από το νερό. Μόλις κοντοζύγωσα είδα κάτω από το νερό κάτι κατάμαυρο σαν μια μακριά σκιά, κ’ ήρθα και στάθηκα από πάνω του και ξεχώρισα μέσα στο νερό πως ήταν ένα μεγάλο ποστάλι. Κείτονταν εκεί μέσα, βαθιά στα νερά, και φαινόταν μεγάλο σαν ολάκερο τον κόσμο. Βούτηξα ώς το καράβι. Είχε γείρει στο ένα πλευρό του και η πρύμνα του ήταν πολύ βαθιά χωμένη. Οι μπουκαπόρτες του ήσαν όλες τους σφιχτοκλεισμένες κ’ είδα μόνο τα τζάμια να λάμπουν στο νερό. Το πιο τρανό καράβι που είχα ιδωμένο στη ζωή μου βρισκόταν εκεί, κι αφού κολύμπησα σ’ ολάκερο το μάκρος του ανέβηκα πάνω κ’ έριξε άγκυρας κ’ ύστερα έσπρωξα το βαρκάκι που ’χα στο καΐκι μου μέσα στο νερό κι άρπαξα τα κουπιά ενώ τα πουλιά πετούσανε ολόγυρά μου.

Είχα ένα γυαλί σαν εκείνα που έχουμε για τα σφουγγάρια κι άρχισα να το δουλεύω έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω εύκολα και καθαρά. Όλες οι πόρτες στη σειρά ήσαν κλειστές. Όμως κάτω χαμηλά, στα ύφαλα, κάτι θα ’πρεπε να ’ταν ανοιχτό γιατί κει κοντά φαίνονταν κάτι κομμάτια να πλέουν όλη την ώρα. Δεν θα μπορούσες να πεις τι ήταν. Και τα πουλιά συνέχιζαν να γυροπετούν. Ποτέ σου δεν είδες τόσα πολλά πουλιά. Και πετούσανε ολόγυρά μου σκούζοντας μανιασμένα.

Μπορούσα να βλέπω ολοκάθαρα. Το κάθε τι. Μπορούσα να βλέπω σε κάθε μεριά και σ’ ένα μάκρος περισσότερο από ένα μίλι κάτω από το νερό. Και το καράβι κείτονταν πάνω σ’ έναν ολοκάθαρο πάγκο από άμμο και το κατάρτι του ήταν σαν ένα βίτζι γυρμένο πάνω στο νερό. Η πλώρη του δεν ήταν πολύ βαθιά κάτω από το νερό. Αν στεκόμουν πάνω στα γράμματά του που έφτιαχναν τ’ όνομά του, το κεφάλι μου θα έβγαινε λίγο όξω από το νερό. Όμως η πιο κοντινή πόρτα ήταν δώδεκα πόδια πιο βαθιά. Δοκίμασα με μια σιδερένια μπάρα να τη σπάσω. Όμως δεν έφτανα καλά και το γυαλί ήταν πολύ χοντρό. Έτσι πήγα στη μπενζίνα μου και πήρα ένα τρανό βιδολόγο και τον έδεσα στην άκρη της αμπάρας και κατάφερα να σπάσω λίγο τζάμι. Άρχισα να κοιτάζω μέσ’ από το γυαλί στο εσωτερικό του καραβιού. Ήμουν ο πρώτος που το έβλεπα. Όμως δεν μπορούσα ακόμα να μπω μέσα του. Θα έπρεπε να είχε πράγματα πάνω από πέντε εκατομμύρια δολάρια. Μου ήρθε ζαλάδα από χαρά σαν σκέφτηκα αυτό το θησαυρό. Από την πορτότρυπα που ήταν πιο κάτω όλο και ξεχώριζα διάφορα πράγματα. Όμως λογάριασα πως δεν θα μπορούσα να τα βγάλω από κείνη τη μικρή τρύπα που έκανα στο τζάμι. Κι ούτε που θα μπορούσα με την αμπάρα ν’ ανοίξω μεγαλύτερη τρύπα. Έτσι πήρα δυο βαθιές αναπνοές και πηδώντας με το βιδολόγο στο χέρι μου βούλιαξα ώς κάτω βαθιά. Κρατήθηκα για ένα λεφτό στην άκρη της μπουκαπόρτας και κοίταξα μέσα και κει είδα ένα γυναικείο κορμί να πλέει με ξέπλεκα τα μαλλιά. Μπόρεσα να το δω ως αργοκουνιόταν τεντωμένο και χτύπησα το γυαλί δυνατά δυο φορές με το βιδολόγο. Άκουσα τον κρότο ν’ αντηχεί στ’ αυτιά μου χωρίς όμως το γυαλί να σπάσει περισσότερο και βγήκα όξω.

Κρεμάστηκα από το βαρκάκι μου κι αφού ανάσανα λίγο σκαρφάλωσα πάνω του. Ανάσανα για καλά και βούτηξα πάλι. Κολύμπησα πολύ βαθιά και ξαναπιάστηκα από την άκρη της πορτότρυπας με τα δάχτυλά μου και ξαναχτύπησα με όλη μου τη δύναμη το γυαλί με το βιδολόγο. Ξανάδα τη γυναίκα μέσ’ από το γυαλί να πλέει στο νερό, τα μαλλιά της, δεμένα μια φορά, έπλεαν και κείνα γύρω από το κεφάλι της. Στο ένα της χέρι ξεχώρισα ένα μεγάλο δαχτυλίδι. Ήταν πολύ κοντά στο τζάμι. Και χτύπησα πάλι το γυαλί δυο φορές. Ωστόσο δεν κατάφερα να το σπάσω. Και ξαναβγήκα πάνω και πήρα βαθιές αναπνοές.

Βούτηξα κι άλλη μια φορά και κατάφερα να σπάσω κάπως το γυαλί. Όμως μόνο που το ράγισα. Όταν ξαναβγήκα, από τη μύτη μου έτρεχε αίμα πολύ, και στάθηκα πάνω στην πρώρα του καραβιού, πατώντας με το ξυπόλητο πόδι μου πάνω στα γράμματα που ’φτιαχναν τ’ όνομά του, και κράτησα το κεφάλι μου όξω από το νερό, ίσια-ίσια για ν’ ανασαίνω. Κι έμεινα κει για λίγο κ’ ύστερα κολύμπησα προς το βαρκάκι μου κι ανέβηκα πάνω του κι έκατσα περιμένοντας να σταματήσει ο πονοκέφαλός μου, δίχως να σταματήσω να κοιτάζω μέσ’ από το γυαλί το βουλιαγμένο καράβι. Όμως η μύτη μου έτρεχε ακόμα κι έτσι αναγκάστηκα να σταματήσω να κοιτάζω από το γυαλί. Ξάπλωσα τ’ ανάσκελα μέσα στο βαρκάκι μου κι έβαλα το χέρι μου κάτω από τη μύτη μου για να σταματήσω την αιμορραγία κι έμεινα κοιτάζοντας ψηλά τα εκατομμύρια πουλιά που εξακολουθούσαν να πετούν από πάνω μου κι ολόγυρά μου.

Όταν σταμάτησε να τρέχει η μύτη μου, έσκυψα και ξανακοίταξα μέσα στη θάλασσα και ύστερα με δυνατές κουπιές γύρισα στο βενζινάκι μου και πάσχισα να βρω κάτι πιο βαρύ και πιο σκληρό από το βιδολόγο. Ωστόσο δεν βρήκα τίποτα. Και ξαναγύρισα κοντά στο ναυάγιο. Τώρα τα νερά ήσαν ακόμα πιο καθάρια και μπορούσες να δεις το κάθε τι που έπλεε πάνω σε κείνη την ολάσπρη τράπεζα της άμμου. Κοίταξα μήπως τριγύριζε κανένας σκύλος, μα δεν είδα τίποτα. Ήταν εύκολο να τον έβλεπα κι από μεγάλη απόσταση. Κάποια στιγμή ξεχώρισα μέσα στο βαρκάκι μου την άγκυρα και κρατώντας την στα δυο μου χέρια βούτηξα μαζί της στο νερό. Με κατέβασε ολόισα πάνω από το πλοίο, μα λίγο πιο πέρα από την πορτότρυπα. Προσπάθησα να αρπαχτώ από κάπου. Όμως δεν το μπορούσα κι όλο βούλιαζα πιο βαθιά, γλιστρώντας στο μάκρος της κοιλιάς του καραβιού. Είδα πως έπρεπε ν’ αφήσω την άγκυρα. Την άφησα και την άκουσα με λύπη μου να χτυπάει στα πλευρά του καραβιού, ως βούλιαζε κάτω στα βαθιά. Ξαναβγήκα πάνω. Το βαρκάκι μου παρασυρμένο από το ρεύμα έπλεε μακριά μου. Κολύμπησα κοντά του κι από τη μύτη έτρεχαν αίματα μέσα στο νερό. Ανέβηκα στο βαρκάκι μου κι έκανα το σταυρό μου που δεν ήσαν σκυλόψαρα κει κοντά.

Ένιωθα πολύ κουρασμένος. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Έτσι ξάπλωσα στο βαρκάκι μου κι αφού ξανάσανα κάπως έπιασα τα κουπιά και ξαναγύρισα στο ναυάγιο. Η μέρα είχε προχωρήσει πια. Κοντοζύγωνε τ’ απόγιομα. Βούτηξα άλλη μια φορά με το βιδολόγο χωρίς να καταφέρω τίποτα. Ο βιδολόγος μου ήταν πολύ αλαφρός. Δεν θα κατάφερνα τίποτα εκτός αν είχα μια μεγάλη βαριά ή κάτι σαν αυτήν. Έδεσα το βιδολόγο στην άκρη της αμπάρας και βλέποντας μέσ’ από το γυαλί μου πάσχισα να καταφέρω κάτι. Κάμποσες φορές κατάφερα να σημαδέψω μ’ αυτόν το φιλιστρίνι. Μάταια όμως. Στο τέλος λύθηκε κι απόμεινα να τον βλέπω καθώς βούλιαζε και χάθηκε μέσα στην άμμο. Ύστερα από αυτό δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήμουνα σκοτωμένος από την κούραση και δεν μπορούσα ν’ ανεβάσω το βαρκάκι μου πάνω. Το έδεσα ξοπίσω της και ξεκίνησα. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει, κ’ ήταν πολύ όμορφος κείνη την ώρα. Τα πουλιά άρχισαν να ξεμακραίνουν σπρώχνοντας το ένα τ’ άλλο. Πήγα κατά τα νοτιοανατολικά ενώ τα πουλιά πετούσανε πίσω μου και μπροστά μου. Κ’ ήμουνα ψόφιος από την κούραση.

Κείνη τη νύχτα σηκώθηκε αέρας δυνατός, που κράτησε ολάκερη τη βδομάδα. Δεν μπορούσες να ξεμυτίσεις στ’ ανοιχτά. Κάποιοι ήρθαν από την πόλη και μου είπα πως κείνος που είχα μαχαιρώσει πολύ καλά, εκτός από το μπράτσο του. Και ξαναπήγα στην πόλη και μου έβαλαν 500 δολάρια πρόστιμο. Ήρθαν όλα βολικά γιατί μερικοί, φίλοι μου οι περισσότεροι, πήραν όρκο πως μου ρίχτηκε πρώτος μ’ ένα τσεκούρι.

Ωστόσο, όμως, ώς που να πάμε πάλι στο ναυάγιο οι Έλληνες το είχαν ανοίξει και το είχαν καθαρίσει για καλά. Το άνοιξαν με δυναμίτη. Ποτέ κανείς δεν έμαθε πόσα πήραν. Είχε χρυσάφι και το πήραν όλο. Το έγδυσαν για τα καλά. Εγώ το πρωτοβρήκα κι ωστόσο δεν κατάφερα ούτε ένα νίκελ να του πάρω.

Τούτο πλοίο θα βρέθηκε σε μια κόλαση, καθώς είπαν, όξω ακριβώς από το λιμάνι της Χαβάνας. Τους βάρεσε κατάφατσα το μπουρίνι και δεν μπόρεσαν να μπούνε στο λιμάνι. Μπορεί όμως και οι νοικοκυραίοι του να μην άφησαν τον καπετάνιο να δοκιμάσει να μπει. Έτσι αναγκάστηκε να παλέψει με τη θύελλα, πασχίζοντας μέσα στο σκοτάδι να περάσει τον κόλπο, ανάμεσα Ρεμπέκας και Τορτούγας. Ώς που κόλλησαν πάνω στη σύρτη. Μπορεί να χάλασε το τιμόνι κι έτσι τους έριξε στην ξέρα, μπορεί ακόμα να μην είχαν κανονίσει καλά την πορεία τους. Μια φορά δεν ήξεραν πως πήγαιναν να κάτσουν πάνω στις ξέρες. Έτσι, μόλις έκατσαν, ο καπετάνιος θα πρέπει να διάταξε ν’ αδειάσουν κάμποση σαβούρα για να ξαλαφρώσει το καράβι και να ξεκολλήσει. Όμως ήταν η άμμος, κι έτσι ώς θ’ άνοιξαν τ’ αμπάρια πλημμύρισε την πρύμνη πρώτα κ’ ύστερα, γλιστρώντας μέσ’ από τους διαδρόμους και τις καμπίνες, θα πλημμύρισε ολάκερο το καράβι. Είχε 450 επιβάτες χώρια το πλήρωμά του κι όλοι θα πρέπει να θάφτηκαν μέσα στο πλοίο και να βρίσκονταν ακόμα μέσα του όταν το πρωτοβρήκα. Θα πρέπει ν’ άνοιξαν τις πόρτες αμέσως μόλις κάθισε το καράβι και στη στιγμή να το πλημμύρισε η άμμος και να το τράβηξε στη γλιστερή της αγκαλιά. Ύστερα θα πήραν φωτιά και τα καζάνια και σίγουρα από κει θα ήσαν κείνα τα μαύρα κομμάτια που έπλεαν μέσα στο νερό. Ήταν περίεργο το πώς κείνη την ώρα δεν βρέθηκαν εκεί κοντά σκυλόψαρα. Δεν ήταν ούτ’ ένα ψάρι, αλλιώς θα το έβλεπα πάνω σε κείνη την ολάσπρη άμμο μόλις πρωτοβρήκα το ναυάγιο. Τώρα το πλοίο είναι γιομάτο ψάρια από τα πιο μεγάλα. Είναι ένα παράξενο είδος ψαριών κι όλα τους ζούνε μέσα στο πλοίο. Κάμποσα απ’ αυτά ζυγίζουν τριακόσιες και τετρακόσιες λίβρες. Κάποτε θα βγούμε στ’ ανοιχτά να ψαρέψουμε μερικά.

Μπορείς να δεις τα φώτα της Ρεμπέκας από κει που είναι το ναυάγιο. Τώρα έχουνε ρίξει μια σημαδούρα πάνουθέ του. Είναι πολύ καλά βολεμένο στο τέλος της σύρτης, δεξιά στην άκρη του κόλπου. Έπεσε έξω από τη γραμμή του κάπου 100 γυάρδες. Ξαστόχησε μέσα στη θύελλα και το σκοτάδι. Και πάνω απ’ όλα ήταν η βροχή και το πούσι που θα μπόδισε να ξεδιακρίνουν τη Ρεμπέκα. Έπειτα δε θα ήσαν μαθημένοι σε κάτι τέτοιες αναποδιές. Οι καπετάνιοι στα ποστάλια δεν είναι συνηθισμένοι να μαϊνάρουν την πορεία τους καλά. Ξέρουν ένα δρόμο μόνο και πάνω σ’ αυτόν κανονίζουν το κομπάσο και το τιμόνι τους. Και το καράβι πάει μοναχό του. Δε θα ήταν πολύ αν έλεγες πως μπορεί και να μην ήξεραν πού ήσαν όταν ξέσπασε το μπουρίνι. Μπορεί και να έχασαν τον έλικα. Όπως και να έχει, αν δεν βούλιαζαν, δε θα είχαν τίποτ’ άλλο να συναντήσουν ώς που να ’φταναν στο Μεξικό, μια και ρίχτηκαν σ’ αυτό τον κόλπο. Σίγουρα θα πρέπει να τους έτυχε και κάτι άλλο όταν κόλλησαν στην άμμο κείνη την ώρα της θύελλας και θα τους είπε κάποιος ν’ ανοίξουνε τ’ αμπάρια. Κανένας δεν μπορούσε να ήταν πάνω στο κατάστρωμα μ’ αυτή τη θύελλα. Όλοι θα πρέπει να ήσαν κάτω στις καμπίνες. Ήταν αδύνατο να σταθούν στο κατάστρωμα. Σίγουρα θα πρέπει να έγινα ν και κάμποσες σκηνές μέσα στις καμπίνες, που γρήγορα θα σταμάτησαν καθώς το πλοίο χώθηκε, σαν το βιδολόγο μου, μέσα στην άμμο. Ο καπετάνιος όταν κόλλησε είναι αδύνατο να μάντεψε ότι εκεί θα ήταν η σύρτις, εκτός κι αν ήξερε, από πριν, κείνα τα νερά. Ωστόσο μόλις που θα κατάλαβε ότι δεν έπεσε πάνω σε ύφαλο. Έπρεπε να το είδε καλά πάνω από τη γέφυρα. Έπρεπε να κατάλαβε τι ήταν γύρω του όταν κόλλησε το πλοίο του. Αναρωτιέμαι πόσο γρήγορα το κατάλαβε. Αναρωτιέμαι ακόμα αν ο δεύτερος ήταν στη γέφυρα μαζί του. Λέτε να ήσαν κλεισμένοι μέσα στη γέφυρα ή όξω απ’ αυτήν. Δε βρέθηκε κανένα πτώμα. Ούτ’ ένα. Τίποτα δεν έπλεε…

Λοιπόν, οι Έλληνες τα πήραν όλα. Το κάθε τι. Θα πρέπει να έφτασαν πολύ νωρίς. Το κούρσεψαν για τα καλά. Πρώτα τα πουλιά, ύστερα εγώ, ύστερα οι Έλληνες και πάλι τα πουλιά πήραν περισσότερα απ’ όσα πήρα εγώ.

Μετάφραση: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΠΑΝΟΣ

Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΛΑ΄, τόμος 61ος, τεύχος 713, 15 Μαρτίου 1957

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1899 – 1961) Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα…

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com