Ερνστ Νόλτε (1923 – 2016) Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος

Το κυριότερο ενδιαφέρον του αποτέλεσε η συγκριτική μελέτη φασισμού και κομμουνισμού, ειδικότερα Ναζισμού και Σταλινισμού

by Times Newsroom

Ο Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte, 11 Ιανουαρίου 1923 – 18 Αυγούστου 2016) ήταν Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος. Το κυριότερο ενδιαφέρον του αποτέλεσε η συγκριτική μελέτη φασισμού και κομμουνισμού, ειδικότερα Ναζισμού και Σταλινισμού. Υπήρξε καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ (Marburg) μεταξύ 1965 και 1973. Aπό το 1973 μέχρι το 1991 δίδαξε, επίσης, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Freie Universität Berlin) , στο οποίο αργότερα έγινε ομότιμος καθηγητής. Είναι γνωστός για το πρωτότυπο έργο του Der Faschismus in Seiner Epoche (Ο Φασισμός στην εποχή του), το οποίο έτυχε παγκόσμιας επιδοκιμασίας όταν δημοσιεύτηκε το 1963. Υπήρξε διαπρεπής συντηρητικός ακαδημαϊκός από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ενεπλάκη σε πολλές έριδες σχετικά με την ερμηνεία της ιστορίας του φασισμού και του κομμουνισμού. Τα τελευταία χρόνια είχε επικεντρωθεί στη μελέτη του ισλαμισμού και ισλαμοφασισμού. Είχε λάβει διάφορα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Hanns Martin Schleyer και το Konrad Adenauer. Νυμφεύθηκε την Annedore Mortier και ήταν πατέρας του Γκέοργκ Νόλτε (Georg Nolte), καθηγητή διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου.

Ο Νόλτε γεννήθηκε σε μια καθολική οικογένεια στην πόλη Βίτεν (Witten) της Βεστφαλίας. Γονείς του ήταν ο Χάινριχ και η Άννα Νόλτε. Σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Eurozine στις 28 Μαρτίου 2003, ανάφερε ότι η πρώτη συνάντησή του με τον κομμουνισμό συνέβη στην ηλικία των επτά ετών το 1930, όταν σ’ ένα ιατρείο διάβασε τη μετάφραση ενός σοβιετικού παιδικού βιβλίου που χτυπούσε την καθολική εκκλησία, πράγμα που του δημιούργησε θυμό.

Το 1941, ο Νόλτε απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική υπηρεσία εξαιτίας μιας παραμόρφωσης στο χέρι. Σπούδασε Φιλοσοφία, Φιλολογία και Ελληνικά στα πανεπιστήμια του Μίνστερ (Münster), του Βερολίνου (Berlin) και του Φράιμπουργκ (Freiburg). Στο Φράιμπουργκ ήταν μαθητής του Μάρτιν Χάιντεγκερ, στον οποίο αναγνώριζε μεγάλη επιρροή. Από το 1944 και εξής, ο Νόλτε έγινε στενός φίλος της οικογένειας Χάιντεγκερ και, όταν το 1945 ο καθηγητής φοβήθηκε ότι θα τον συλλάβουν οι Γάλλοι, ο Νόλτε τον εφοδίασε με τρόφιμα και ρούχα για μια απόπειρα διαφυγής. Ο Όιγκεν Φινκ (Eugen Fink) ήταν ένας άλλος καθηγητής που άσκησε επιρροή στον Νόλτε. Μετά το 1945, αφού έλαβε το πτυχίο του στη Φιλοσοφία, εργάσθηκε ως διδάσκων σε Γυμνάσιο (Gymnasium). Το 1952, έλαβε το ντοκτορά του στη Φιλοσοφία στο Φράιμπουργκ για τη θέση του Selbstentfremdung und Dialektik im deutschen Idealismus und bei Marx (Αποξένωση και Διαλεκτική στον Γερμανικό Ιδεαλισμό και τον Μαρξ). Στη συνέχεια, άρχισε σπουδές στη σύγχρονη ιστορία (Zeitgeschichte). Το 1963, εξέδωσε το σύγγραμμά του Der Faschismus in seiner Epoche, με το οποίο έλαβε πιστοποίηση ακαδημαϊκών προσόντων στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας (Habilitationsschrift).

Ο Φασισμός στην εποχή του (Der Faschismus in seiner Epoche)

Ο Νόλτε άρχισε να γίνεται γνωστός το 1963 με το βιβλίο του Der Faschismus in seiner Epoche, το οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά με τίτλο The Three Faces of Fascism. Σ’ αυτό υποστήριξε ότι ο φασισμός ξεκίνησε ως μορφή αντίστασης και αντίδρασης ενάντια στη νεωτερικότητα. Η βασική υπόθεση και μεθοδολογία του ήταν βαθιά ριζωμένες στη γερμανική παράδοση της φιλοσοφίας της ιστορίας, μια μορφή διανοητικής ιστορίας που επιδιώκει να ανακαλύψει τη “μεταπολιτική διάσταση” της ιστορίας. Η μεταπολιτική διάσταση θεωρείται ότι είναι η ιστορία των μεγάλων ιδεών που λειτουργούν σαν βαθιές πνευματικές δυνάμεις, που διαχέονται με την ισχύ τους σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Κατά την άποψη του Νόλτε, μόνον αυτοί που έχουν εκπαίδευση στη φιλοσοφία μπορούν να ανακαλύψουν τη “μεταπολιτική διάσταση”, ενώ όσοι χρησιμοποιούν συνήθεις ιστορικές μεθόδους αποτυγχάνουν να συλλάβουν αυτή τη διάσταση του χρόνου. Χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της Φαινομενολογίας ο Νόλτε υπέβαλε σε συγκριτική ανάλυση τον γερμανικό ναζισμό, τον ιταλικό φασισμό, καθώς και το κίνημα της Action Française. Το συμπέρασμά του ήταν ότι ο φασισμός ήταν το μεγάλο αντι-κίνημα: Ήταν αντιφιλελεύθερος, αντικομμουνιστικός, αντικαπιταλιστικός και αντιαστικός. Κατά την άποψή του, ο φασισμός απέρριπτε ο,τιδήποτε είχε να προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος και αποτελούσε ουσιαστικά ένα αρνητικό φαινόμενο. Με μια εγελιανή διαλεκτική, ισχυρίστηκε ότι η Action Française ήταν η θέση, ο ιταλικός φασισμός η αντίθεση και ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός η σύνθεση των δύο προηγούμενων φασιστικών κινημάτων. Υποστήριξε, επίσης, ότι ο φασισμός είναι αντιμαρξισμός που σκοπεύει να καταστρέψει τον εχθρό με την ανάπτυξη μιας ριζικά αντίθετης και εντούτοις σχετικής ιδεολογίας και με τη χρήση σχεδόν ταυτόσημων και εντούτοις τυπικά διαφοροποιημένων μεθόδων, ωστόσο πάντα μέσα στο άκαμπτο πλαίσιο της εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης και αυτονομίας.

Ο Νόλτε έδωσε μικρή σημασία στις κοινωνικές βάσεις του φασισμού. Αντιθέτως, η ανάλυσή του για τα φασιστικά δόγματα τον οδήγησε σε μια “μεταπολιτική” κατανόηση του φασισμού ως sui generis και αυτόνομης δύναμης. Υποστήριξε ότι ο φασισμός λειτούργησε σε τρία επίπεδα: Στον κόσμο της πολιτικής ως μορφή αντίθεσης στον μαρξισμό, στο κοινωνιολογικό επίπεδο σε αντίθεση με τις αστικές αξίες και στον “μεταπολιτικό” κόσμο ως αντίθεση στην “υπερβατικότητα” (transzendenz). Βλέπει στον φασισμό -με κάποιον μυστικισμό και αμηχανία- μια πρακτική και βίαιη αντίσταση στην “υπερβατικότητα”, ένα ευρωπαϊκό κίνημα ταυτοχρόνως αντιπαραδοσιακό και αντινεωτερικό, που απορρίπτοντας καταρχήν και πριν απ’ όλα τον κομμουνισμό (την ανεστραμμένη εικόνα του) απειλεί εξίσου την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας. Με τον όρο υπερβατικότητα/transzendenz”, εννοεί μια διπλή διαδικασία: Την επιθυμία για χειραφέτηση και πρόοδο της ανθρωπότητας, την οποία χαρακτηρίζει ως “πρακτική υπερβατικότητα”, και την αναζήτηση της πνευματικής σωτηρίας του ανθρώπου, “πέρα απ’ ό,τι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει, σε ένα απόλυτο όλον”, δηλαδή την πίστη στον Θεό και σε μια μελλοντική ζωή, την οποία ταυτίζει με την “θεωρητική υπερβατικότητα”.

Ως παράδειγμα “πρακτικής υπερβατικότητας”, ο Νόλτε παρέθεσε την πτήση του Γιούρι Γκαγκάριν το 1961, που έδειχνε πώς η ανθρωπότητα προωθούσε την τεχνολογική της εξέλιξη και αποκτούσε γρήγορα δυνάμεις που παραδοσιακά θεωρούνταν αποτέλεσμα της πρόνοιας των θεών. Χρησιμοποιώντας ως πηγή το έργο των Μαξ Βέμπερ, Φρήντριχ Νίτσε και Καρλ Μαρξ ισχυρίστηκε ότι η πρόοδος και των δύο τύπων “υπερβατικότητας” γεννά φόβο, καθώς ο παλιός κόσμος οδηγείται στο περιθώριο από τον νέο, και αυτός ο φόβος οδηγεί στον φασισμό. Ένα παράδειγμα τέτοιου φόβου έβλεπε ο Νόλτε στον Σαρλ Μωρράς (Charles Maurras), ηγέτη και κύριο στοχαστή της Action Française. Ο Μωρράς, όπως και ο Χίτλερ, θεωρούσε αληθινό εχθρό την “ελευθερία μέχρι το άπειρο”, εγγενές χαρακτηριστικό του ατόμου και ουσία της εξέλιξης, γιατί απειλεί να καταστρέψει το οικείο και αγαπημένο.

Κολωνία 1933. Εβραίοι εξαναγκάζονται σε πορεία με αντισημιτικά πλακάτ, κατά τη διάρκεια του ναζιστικού μποϋκοτάζ ενάντια σε εβραϊκές επιχειρήσεις και Εβραίους επαγγελματίες.

Όσον αφορά το Ολοκαύτωμα, ο Νόλτε επέμεινε ότι, επειδή ο Χίτλερ ταύτιζε τους Εβραίους με τη νεωτερικότητα, η βασική πίεση των ναζιστικών πολιτικών απέναντι στους Εβραίους είχε πάντα ως μοναδικό σκοπό τη γενοκτονία. Έγραψε ότι “Οι αρχές της ρατσιστικής ναζιστικής θεωρίας περιείχαν το Άουσβιτς, όπως το φρούτο περιέχει το κουκούτσι”. Πίστευε ότι για τον Χίτλερ οι Εβραίοι αντιπροσώπευαν την “ιστορική εξέλιξη καθεαυτήν” και ισχυρίστηκε ότι ήταν λογικά συνεπής στην επιδίωξη της γενοκτονίας τους, επειδή μισούσε τη νεωτερικότητα και ταύτιζε τους Εβραίους με τα πράγματα που πιο πολύ σιχαινόταν στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Νόλτε, “η εξόντωση των Εβραίων από τον Χίτλερ δεν ήταν μια περίπτωση εγκληματιών που διέπραξαν εγκληματικές πράξεις, αλλά μια μοναδικά τερατώδης δράση με την οποία οι αρχές εκτροχιάστηκαν σε μια φρενίτιδα αυτοκαταστροφής”. Οι θεωρίες του Νόλτε για τον αντισημιτισμό των Ναζί ως αντίδραση στη νεωτερικότητα ενέπνευσαν τον Ισραηλινό ιστορικό Ότο Ντοβ Κούλκα (Otto Dov Kulka) να υποστηρίξει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε επίθεση στις “βαθιές ρίζες του δυτικού πολιτισμού, στις βασικές αξίες του και στα ηθικά του θεμέλια”.

Το έργο του Νόλτε Der Faschismus in seiner Epoche έχει λάβει πολλούς επαίνους ως γόνιμη συμβολή στη δημιουργία μιας γενικής θεωρίας του φασισμού βασισμένης στην ιστορία των ιδεών, καθώς ήταν στον αντίποδα προηγούμενων αναλύσεων που ερμήνευαν τον φασισμό με το εργαλείο της τάξης (συγκεκριμένα με τη θέση για την “οργή των κατώτερων μεσαίων τάξεων”) που χαρακτήριζε και τις μαρξιστικές και τις φιλελεύθερες ερμηνείες του φασισμού. Ο Γερμανός ιστορικός Γιεν Βέρνερ Μύλλερ (Jen-Werner Müller) έγραψε ότι ο Νόλτε “με σχεδόν μοναδική δεξιοτεχνία” ακύρωσε το παράδειγμα που κυριαρχούσε στη δεκαετία του 1960 για τον ολοκληρωτισμό και το αντικατέστησε με το παράδειγμα του φασισμού. Ο Βρετανός ιστορικός Ρότζερ Γκρίφιν (Roger Griffin) έχει γράψει ότι, αν και γραμμένη σε μυστικιστική και σκοτεινή γλώσσα, η θεωρία του Νόλτε για τον φασισμό ως “μορφή αντίστασης στην υπερβατικότητα” σηματοδότησε ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση του φασισμού και έσπρωξε τους ειδικούς σε νέους δρόμους έρευνας πάνω στον φασισμό.

Η κριτική από την αριστερά, για παράδειγμα από τον Ίαν Κέρσοου (Ian Kershaw), επικεντρώθηκε στην εστίαση του Νόλτε στις ιδέες, και όχι στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ως κινητήρια δύναμη του φασισμού, και στο ότι εξαρτήθηκε υπερβολικά από φασιστικά κείμενα για να υποστηρίξει τη θέση του. Ο Κέρσοου χαρακτήρισε τη θεωρία του Νόλτε για τον φασισμό ως μυστικιστική και αμήχανη. Ο Αμερικανός ιστορικός Φριτζ Στερν (Fritz Stern) έγραψε ότι το έργο του Νόλτε για τον φασισμό ήταν ένα “ασύμμετρο βιβλίο” που ήταν αδύναμο στην Action Française, δυνατό στον φασισμό και αριστοτεχνικό στον εθνικοσοσιαλισμό.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, ο Νόλτε επρόκειτο να απορρίψει όψεις της γενικής θεωρίας για τον φασισμό που είχε υποστηρίξει στο Der Faschismus in seiner Epoche και κινήθηκε πιο κοντά στο να ενστερνιστεί τη θεωρία του ολοκληρωτισμού ως τρόπο εξήγησης και της Ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά την άποψή του, η Ναζιστική Γερμανία ήταν το “είδωλο του καθρέφτη” της Σοβιετικής Ένωσης και, με εξαίρεση την “τεχνική λεπτομέρεια” της χρήσης αερίων για μαζική εξόντωση, καθετί που έκαναν οι ναζί στη Γερμανία είχε ήδη γίνει από τους κομμουνιστές στη Ρωσία.

Μεθοδολογία

Όλο το ιστορικό έργο του Νόλτε έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις γερμανικές παραδόσεις της φιλοσοφίας. Συγκεκριμένα, ο Νόλτε επιδιώκει να βρει τις ουσίες του “μεταπολιτικού φαινομένου” της ιστορίας, να ανακαλύψει τις μεγάλες ιδέες που έθεσαν σε κίνηση όλη την ιστορία. Ως τέτοια, η δουλειά του Νόλτε είναι προσανατολισμένη στα γενικά και όχι τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Στο βιβλίο του Deutschland und der kalte Krieg (Η Γερμανία και ο Ψυχρός Πόλεμος) του 1974, ο Νόλτε εξέτασε τον διαμελισμό της Γερμανίας μετά το 1945 όχι με τη διερεύνηση της ιδιαίτερης ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου και της Γερμανίας, αλλά με την εξέταση άλλων διαιρεμένων κρατών στην ιστορία, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική διαίρεση ως το υπέρτατο αποκορύφωμα της “μεταπολιτικής” ιδέας του διαμελισμού, που προκλήθηκε από ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Κατά την άποψη του Νόλτε, η διαίρεση της Γερμανίας έκανε αυτό το έθνος το κεντρικό πεδίο μάχης του κόσμου μεταξύ σοβιετικού κομμουνισμού και αμερικανικής δημοκρατίας, τα δύο ανταγωνιστικά ρεύματα της “υπερβατικότητας” που συνέτριψαν το Γ΄ Ράιχ, τον έσχατο εχθρό της. Όρισε τον Ψυχρό Πόλεμο ως την ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση για τη μελλοντική δομή ενός ενιαίου κόσμου, που συντηρήθηκε από ξεχωριστές μαχητικές κοσμοθεωρίες, καθεμιά από τις οποίες κυριαρχούσε τουλάχιστον σε ένα σημαντικό κράτος, για αόριστη χρονική διάρκεια από το 1917 (στην πραγματικότητα από πιο νωρίς, από το 1776).

Ο Νόλτε τέλειωσε το Deutschland und der kalte Krieg καλώντας τους Γερμανούς να ξεφύγουν από τη μοίρα τους να αποτελούν το κύριο πεδίο μάχης των ανταγωνιστικών ιδεολογιών του κόσμου -της αμερικανικής δημοκρατίας και του σοβιετικού κομμουνισμού- με την επιστροφή στις αξίες του Β΄ Ράιχ. Επικαλέστηκε, επίσης, το τέλος του άδικου στίγματος που συνδέθηκε με τον γερμανικό εθνικισμό εξαιτίας του Εθνικοσοσιαλισμού και ζήτησε από τους ιστορικούς να αναγνωρίσουν ότι κάθε χώρα του κόσμου σε κάποιο σημείο της ιστορίας της είχε “τη δική της χιτλερική περίοδο” με τις τερατωδίες και τα θύματά της. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, έγραψε ότι υπήρχε παγκόσμια κατακραυγή ότι στο Βιετνάμ δεν έθεσαν σε εφαρμογή τίποτα λιγότερο από τη σκληρότερη εκδοχή του Άουσβιτς.

Το 1978, ο Αμερικανός ιστορικός Τσαρλς Μάiερ (Charles S. Maier) έγραψε ότι η προσέγγιση του Νόλτε έπασχε από υπερβολική αφαίρεση. Πώς να διαχειριστούμε, έγραψε, μια μελέτη που αρχίζει τη συζήτηση για τον Ψυχρό Πόλεμο από τον Ηρόδοτο και τη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες; Ο Νόλτε αφέθηκε, κατά την άποψή του, σε μια σύνοψη των γεγονότων του Ψυχρού Πολέμου σε Ασία, Μέση Ανατολή και Ευρώπη, αρχίζοντας από την κινεζοσοβιετική διένεξη και φτάνοντας μέχρι τον πόλεμο του Βιετνάμ και τις συμφωνίες SALT. Το σκεπτικό του είναι προφανώς ότι η Γερμανία μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στο φως της παγκόσμιας σύγκρουσης, αλλά το αποτέλεσμα αγγίζει τα όρια μιας φυγόκεντρης αφήγησης σαλονιού.

Ο Νόλτε χειρίζεται την ιστορία των ιδεών αποδίδοντας μικρό σεβασμό στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Προτιμά, αντιθέτως, να αναζητά ό,τι ο Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt) περιέγραφε ως ιδεατούς ή έσχατους σκοπούς των ιδεών, που για τον Νόλτε είναι τα έσχατα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια ιδέα, αντιπροσωπεύοντας τον τελικό σκοπό του “μεταπολιτικού”. Για τον Νόλτε, οι ιδέες έχουν δική τους δύναμη και από τη στιγμή που μια νέα ιδέα εισάγεται στον κόσμο, αν εξαιρέσουμε την ολική καταστροφή της κοινωνίας, δεν μπορεί να αγνοηθεί, όπως δεν μπορεί να αγνοηθεί η ανακάλυψη της φωτιάς και η εφεύρεση πυρηνικών όπλων.

Τα βιβλία του Νόλτε Der Faschismus in seiner EpocheDeutschland und der kalte Krieg και Marxismus und industrielle Revolution αποτελούν τριλογία, με την οποία επιχείρησε να εξηγήσει τις σημαντικότερες, κατά την άποψή του, εξελίξεις του 20ου αιώνα.

Η διαμάχη των ιστορικών (Historikerstreit)

Η θέση του Νόλτε

Ο Νόλτε είναι πολύ γνωστός για τον ρόλο του στην πυροδότηση της διαμάχης των ιστορικών (Historikerstreit) το 1986 και 1987. Στις αρχές του 1986, είχε σχεδιάσει να εκφωνήσει λόγο στην ετήσια συγκέντρωση διανοουμένων της Φραγκφούρτης (Frankfurt Römerberg Gesprächen), αλλά ισχυρίστηκε ότι οι οργανωτές απέσυραν την πρόσκλησή τους. Ωστόσο, ένας από τους πιο αυστηρούς κριτές του Νόλτε, ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς (Richard J. Evans), ισχυρίζεται ότι οι οργανωτές της εκδήλωσης δεν απέσυραν την πρόσκλησή τους, απλώς ο ίδιος αρνήθηκε να παραστεί σ’ αυτήν. Ως απάντηση, ένας από τους συντάκτες και εκδότες της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο Γιοάχιμ Φεστ (Joachim Fest), επέτρεψε στον Νόλτε να δημοσιεύσει τον λόγο σαν επιφυλλίδα στην εφημερίδα του. Ο λόγος δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου 1986 στην Frankfurter Allgemeine Zeitung ως επιφυλλίδα γνώμης με τίτλο Vergangenheit, die nicht vergehen will: Eine Rede, die geschrieben, aber nicht mehr gehalten werden konnte (Το παρελθόν που δεν θα περάσει: Ένας λόγος που μπορεί να γράφεται αλλά όχι να εκφωνείται). Η επιφυλλίδα του ήταν ένα απόσταγμα ιδεών που για πρώτη φορά είχε εκφράσει σε διαλέξεις το 1976 και 1980.

Ο Νόλτε άρχιζε την επιφυλλίδα του με την παρατήρηση ότι ήταν ανάγκη, κατά την άποψή του, να τραβήξουν οι Γερμανοί μια γραμμή στο παρελθόν τους. Ισχυρίστηκε ότι η μνήμη της ναζιστικής περιόδου ήταν “ένας μπαμπούλας που είχε εγκατασταθεί στο παρόν και κρεμόταν πάνω απ’ αυτό σαν ξίφος δήμιου”. Προσέθεσε, επίσης, ότι το υπερβολικό ενδιαφέρον για τη ναζιστική περίοδο είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνεται η προσοχή από τα πιεστικά προβλήματα του παρόντος, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της “αγέννητης ζωής” ή η ύπαρξη γενοκτονίας, χθες στο Βιετνάμ και σήμερα στο Αφγανιστάν. Η οργή που δημιούργησε το 1985 η επίσκεψη του Ρήγκαν στο νεκροταφείο στο Μπίτμπουργκ, όπου υπάρχουν οι τάφοι των Waffen SS, αντανακλούσε, κατά την άποψή του, τα νοσηρά αποτελέσματα μιας ψύχωσης με τη μνήμη της ναζιστικής περιόδου. Ωστόσο, αν και ο καγκελάριος Κόρναντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer) είχε επισκεφθεί το 1953 το Εθνικό Κοιμητήριο στο Άρλινγκτον (Arlington National Cemetery) με τους τάφους των Αμερικανών αεροπόρων που συμμετείχαν στις “τρομοκρατικές επιθέσεις” εναντίον του άμαχου γερμανικού πληθυσμού, η δική του επίσκεψη δεν αμφισβητήθηκε. Δεν υπήρχε, όμως, όπως ο ίδιος πίστευε, καμιά ηθική διαφορά ανάμεσα στις δύο επισκέψεις. Ζήτησε, λοιπόν, να μπει ένα τέλος στην επίμονη διατήρηση της μνήμης του ναζιστικού παρελθόντος στο παρόν, σαν να είναι νωπό και τρέχον, και πρότεινε νέο τρόπο θέασης που θα επιτρέψει στους Γερμανούς να απελευθερωθούν από “το παρελθόν που δεν λέει να περάσει”.

Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού μάχονται τα φασιστικά στρατεύματα από τη στέγη ενός σπιτιού στο Στάλινγκραντ. Ιανουάριος 1943. Φωτογραφία: Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο.

Το κτήριο της φυλακής Λουμπιάνκα στη Μόσχα, αρχές 20ου αιώνα. Η ανέγερσή του έγινε το 1898 ως έδρα ασφαλιστικού ομίλου. Μετά το 1917 μετατράπηκε σε στρατηγείο της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας (Τσέκα).

Ο νέος τρόπος κατανόησης της γερμανικής ιστορίας είχε σχέση με τον ισχυρισμό του Νόλτε ότι τα εγκλήματα των Ναζί ήταν μόνο το επακόλουθο μιας αμυντικής αντίδρασης απέναντι στα σοβιετικά εγκλήματα. Κατά την άποψή του, ο εθνικοσοσιαλισμός προέκυψε μόνο σαν απάντηση στην “ταξική γενοκτονία” και τον “ασιατικό βαρβαρισμό” των Μπολσεβίκων. Ως παράδειγμα παρέθεσε τον Σόιμπνερ-Ρίχτερ (Max Erwin von Scheubner-Richter), ο οποίος υπήρξε πρόξενος της Γερμανίας στο Ερζερούμ στην Τουρκία κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και ένιωσε τη φρίκη της γενοκτονίας των Αρμενίων. Το γεγονός ότι αργότερα έγινε ναζί δείχνει ότι κάτι άλλαξε τις αξίες του και αυτό, σύμφωνα με τον Νόλτε, ήταν η Σοβιετική Επανάσταση και κάποιες πρακτικές που υποτίθεται χρησιμοποιούσαν οι Μπολσεβίκοι, όπως το βασανιστήριο με το “κλουβί του αρουραίου” (σύμφωνα με Ρώσους εμιγκρέ συγγραφείς ήταν το αγαπημένο βασανιστήριο των Κινέζων που υπηρετούσαν στην Τσέκα κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου). Ο Νόλτε ανέφερε τη χρήση του παραδείγματος και από τον Όργουελ στο μυθιστόρημά του 1984, για να αποδείξει ότι η γνώση για το βασανιστήριο ήταν διαδεδομένη σ’ όλο τον κόσμο. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι ήταν γνωστή πρακτική στην Κίνα επί μακρόν, γεγονός που αποδεικνύει τον “ασιατικό βαρβαρισμό” των Μπολσεβίκων. Έκανε αναφορά, επίσης, στη δήλωση του Χίτλερ μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ, ότι ο στρατάρχης Φρίντριχ Πάουλους γρήγορα θα στελνόταν στο “κλουβί με τους αρουραίους” στην Λουμπιάνκα KGB, ως απόδειξη του ότι ο Χίτλερ είχε εξαιρετικά έντονο φόβο για το εν λόγω βασανιστήριο.

Στο ίδιο πνεύμα ήταν και ο ισχυρισμός του ότι το Ολοκαύτωμα ή “φυλετική γενοκτονία”, όπως προτιμά να το ονομάζει, ήταν μια κατανοητή, αν και υπερβολική, απάντηση του Χίτλερ στη σοβιετική απειλή και στην “ταξική γενοκτονία”, με την οποία η γερμανική μεσαία τάξη υπήρχε άποψη ότι απειλούνταν. Κατά την άποψή του, οι μαζικές δολοφονίες που διέπραξαν οι Σοβιετικοί αποτελούσαν το πρότυπο (Vorbild) και το φόβητρο (Schreckbild) για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Ναζί. Θεωρούσε το Ολοκαύτωμα “υπερβολική αντίδραση” (überschießende Reaktion) στα εγκλήματα των Μπολσεβίκων και στις υποτιθέμενες δράσεις Εβραίων προς υποστήριξη των εχθρών της Γερμανίας. Κατά την άποψή του, η ουσία του eθνικοσοσιαλισμού ήταν ο αντικομμουνισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούσε μόνο δευτερεύον στοιχείο στη ναζιστική ιδεολογία. Η πιο ακραία αντίδραση στη Σοβιετική Επανάσταση έλαβε χώρα στη Γερμανία, επειδή τα γεγονότα στη Ρωσία απειλούσαν περισσότερο αυτήν, εγκαθιδρύοντας έτσι έναν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού. Το ότι ο Χίτλερ θεωρούσε τους Ρώσους βαρβάρους ήταν, έγραψε ο Νόλτε, υπερβολική έκφραση της διαίσθησής του, βασικά σωστής στην ουσία της. Έγραψε, επίσης, ότι ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ως “προληπτικό πόλεμο”, καθώς η επιθυμία των Σοβιετικών να φέρουν τον κομμουνισμό σ’ όλο τον κόσμο “ισοδυναμούσε με νοερό πόλεμο και μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος αν μια πλήρως απομονωμένη και ισχυρά εξοπλισμένη χώρα δεν αποτελούσε επικίνδυνη απειλή για τους γείτονές της και μόνο γι’ αυτούς τους λόγους”.

Ο Αμερικανός ιστορικός Πήτερ Μπάλντουιν (Peter Baldwin) επισήμανε ομοιότητες ανάμεσα στις απόψεις του Νόλτε και αυτές του Αμερικανού μαρξιστή ιστορικού Άρνο Μάγερ (Arno J. Mayer). Και οι δύο αντιλαμβάνονται τον Μεσοπόλεμο ως περίοδο έντονων ιδεολογικών συγκρούσεων μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και τον Β΄ ΠΠ ως το αποκορύφωμα αυτών των συγκρούσεων, ενώ το Ολοκαύτωμα ως υποπροϊόν του γερμανοσοβιετικού πολέμου. Ό,τι διέκρινε, σύμφωνα με τον Μπάλντουιν, Νόλτε και Μάγερ ήταν η στάση τους απέναντι στους Σοβιετικούς: Ο πρώτος τους θεωρούσε επιδρομείς που πήραν ό,τι τους άξιζε με την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ενώ ο δεύτερος θύματα της γερμανικής επίθεσης.

Στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Κεντρικό κτήριο, κύρια είσοδος. Θέα από το εσωτερικό.

Η ουσία του προβλήματος με τη θέση του Νόλτε παρουσιάστηκε όταν έγραψε ότι:

“Υπάρχει μια σημαντική παράλειψη στη σχετική με τον Εθνικοσοσιαλισμό βιβλιογραφία, η οποία δεν αναγνωρίζει ή δεν θέλει να παραδεχθεί σε ποιον βαθμό όλες οι πράξεις των εθνικοσοσιαλιστών -με μοναδική εξαίρεση την τεχνική διαδικασία της χρήσης αερίων- είχαν ήδη περιγραφεί σε ογκώδη βιβλιογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του 1920: Μαζικοί εκτοπισμοί και τουφεκισμοί, βασανιστήρια, στρατόπεδα θανάτου, εξόντωση ολόκληρων ομάδων ανθρώπων με τη χρήση αυστηρά αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής και διατάγματα για την εκμηδένιση εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων που θεωρούνταν “εχθροί”. Είναι πιθανό αυτές οι αναφορές να είναι διογκωμένες. Είναι σίγουρο, όμως, ότι ο “Λευκός Τρόμος” στην Ισπανία είχε διαπράξει φοβερά εγκλήματα, αν και το πρόγραμμά του δεν είχε καμιά αναλογία με την “εξόντωση της μπουρζουαζίας”. Παρόλ’ αυτά, το επόμενο ερώτημα πρέπει να είναι θεμιτό, ίσως και αναπόφευκτο: Μήπως οι εθνικοσοσιαλιστές ή ο Χίτλερ διέπραξαν ένα “ασιατικό” έγκλημα απλώς επειδή αυτοί και το είδος τους φοβούνταν ότι είναι τα δυνητικά θύματα ενός “ασιατικού” εγκλήματος; Μήπως το “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ” δεν προηγήθηκε του Άουσβιτς; Μήπως η δολοφονία μιας ολόκληρης τάξης από τους μπολσεβίκους δεν ήταν ο λογικός και πραγματικός πρόδρομος της “φυλετικής δολοφονίας” που πραγματοποίησαν οι εθνικοσοσιαλιστές; Μήπως τα πιο μυστικά εγκλήματα του Χίτλερ δεν μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι δεν είχε ξεχάσει το “κλουβί με τους αρουραίους”; Μήπως το Άουσβιτς δεν ρίζωσε σ’ ένα παρελθόν που δεν μπορεί να περάσει;”

Ο Νόλτε θεωρεί το έργο του ως το έναυσμα για μια πολύ αναγκαία αναθεωρητική διαχείριση του παρελθόντος, για να τελειώσει ο “αρνητικός μύθος” του Γ΄ Ράιχ. Είχε την άποψη ότι το κεντρικό πρόβλημα της γερμανικής ιστορίας ήταν αυτός ο “αρνητικός μύθος”, που εμφανίζει τη ναζιστική περίοδο ως το nec plus ultra του κακού. Επιμένει, επίσης, ότι το πιο αποφασιστικό γεγονός του 20ου αιώνα ήταν η Σοβιετική Επανάσταση που βύθισε όλη την Ευρώπη σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο που υπέβοσκε επί μακρόν και διήρκεσε μέχρι το 1945. Για τον Νόλτε, ο φασισμός, το δίδυμο του κομμουνισμού, εμφανίστηκε ως απελπισμένη απάντηση των απειλούμενων μεσαίων τάξεων της Ευρώπης σε ό,τι συχνά έχει αποκαλέσει “μπολσεβίκικο κίνδυνο”. Υπέδειξε, επιπροσθέτως, ότι, αν κάποιος θέλει να κατανοήσει το Ολοκαύτωμα, θα πρέπει να ξεκινήσει με τη Βιομηχανική Επανάσταση στη Βρετανία και μετά να καταλάβει τη διακυβέρνηση των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη.

Στο βιβλίο του Der europäische Bürgerkrieg, 1917–1945 του 1987, ο Νόλτε ισχυρίστηκε ότι στη μεσοπολεμική περίοδο η Γερμανία ήταν η καλύτερη ελπίδα της Ευρώπης για πρόοδο. Έγραψε ότι, αν επρόκειτο να γίνει η Ευρώπη παγκόσμια δύναμη ίσου διαμετρήματος με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, τότε η Γερμανία έπρεπε να είναι ο πυρήνας των νέων “Ηνωμένων Πολιτειών”. Επέμεινε, εξάλλου, ότι, αν έπρεπε η Γερμανία να συνεχίσει να μένει πιστή στο Ε΄ Μέρος της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που την είχε αφοπλίσει, τότε θα είχε καταστραφεί από επίθεση των γειτόνων της και, μαζί με την καταστροφή της, θα χανόταν και η ελπίδα για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Σχετικά μ’ αυτό το επιχείρημα, ο Ρίτσαρντ Έβανς έγραψε ότι ο Νόλτε είχε εμπλακεί σε μια γεωπολιτική φαντασία.

Οι διαφωνίες

Αυτές οι απόψεις πυροδότησαν θύελλα αντιδράσεων. Οι περισσότεροι ιστορικοί στη Δυτική Γερμανία και κατ’ ουσίαν όλοι έξω από τη Γερμανία αποδοκίμασαν την ερμηνεία του Νόλτε με το επιχείρημα ότι ήταν πραγματικά εσφαλμένη και σχεδόν δικαιολογούσε το Ολοκαύτωμα. Πολλοί ιστορικοί, όπως ο Στήβεν Κατζ (Steven T. Katz), υποστήριξαν ότι η έννοια “εποχή της γενοκτονίας” που χρησιμοποιούσε ο Νόλτε ευτέλιζε το Ολοκαύτωμα υποβαθμίζοντάς το απλώς σε μία από τις γενοκτονίες του 20ου αιώνα. Κοινή γραμμή στην κριτική που ασκήθηκε αποτελούσε το επιχείρημα ότι τα εγκλήματα των Ναζί, πάνω απ’ όλα το Ολοκαύτωμα, ήταν αποτρόπαια, κατά τρόπο ξεχωριστό και μοναδικό, και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με εγκλήματα άλλων. Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Χανς Ούλριχ Βέλερ (Hans-Ulrich Wehler), προχωρούσαν ακόμη πιο πέρα, διατυπώνοντας το επιχείρημα ότι οι συμφορές των κουλάκων, που εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για “αποκουλακοποίηση” στη Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1930, δεν ήταν με κανένα τρόπο ανάλογες των συμφορών των εκτοπισμένων Εβραίων στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Πολλοί από τους ιστορικούς αγανάκτησαν με την άποψη του Νόλτε ότι “η λεγόμενη εξολόθρευση των Εβραίων ήταν μια αντίδραση ή ένα στρεβλό αντίγραφο και όχι μια αρχική πράξη ή ένα πρότυπο” και πολλοί αναρωτήθηκαν για ποιον λόγο ο Νόλτε μιλούσε για τη “λεγόμενη εξολόθρευση των Εβραίων” όταν αναφερόταν στο Ολοκαύτωμα. Μεταξύ των ιστορικών που αποκήρυξαν τις απόψεις του Νόλτε ήταν οι: Χανς Μόμσεν (Hans Mommsen), Γιούργκεν Κόκκα (Jürgen Kocka), Ντέτλεβ Πόικερτ (Detlev Peukert), Μάρτιν Μπρόζατ (Martin Broszat), Χανς Ούλριχ Βέλερ (Hans-Ulrich Wehler), Μίχαελ Βόλφσον (Michael Wolffsohn), Χάινριχ Άουγκουστ Βίνκλερ (Heinrich August Winkler), Βόλφανγκ Μόμσεν (Wolfgang Mommsen), Καρλ Ντίτριχ Μπράχερ (Karl Dietrich Bracher) και Έμπερχαρντ Γέκελ (Eberhard Jäckel). Μεγάλο μέρος της κριτικής απέναντι στον Νόλτε προήλθε από ιστορικούς οι οποίοι προέκριναν είτε τη θεωρία του “ξεχωριστού δρόμου” (Sonderweg) για την ερμηνεία της ιστορικής πορείας της Γερμανίας είτε θεωρίες που εστίαζαν στις προθέσεις των ηγετών (π.χ. στον ρόλο του Χίτλερ στο Ολοκαύτωμα) ή στις δομές του γερμανικού κράτους (του Γ΄ Ράιχ όσον αφορά το Ολοκαύτωμα).

Την υπεράσπιση του Νόλτε ανέλαβαν ο δημοσιογράφος Γιοάχιμ Φεστ (Joachim Fest), ο φιλόσοφος Χέλμουτ Φλάισερ (Helmut Fleischer), και οι ιστορικοί Κλάους Χίλντεμπραντ (Klaus Hildebrand), Ράινερ Τσίτελμαν (Rainer Zitelmann), Χάγκεν Σούλτσε (Hagen Schulze), Τόμας Νίπερντεϋ (Thomas Nipperdey) και Ιμάνουελ Γκάις (Imanuel Geiss). Η σύμπλευση του τελευταίου με τους υπερασπιστές του Νόλτε ήταν περίεργη, καθώς ταυτιζόταν κανονικά με την Αριστερά, ενώ οι υπόλοιποι θεωρούνταν ότι ανήκουν στη Δεξιά ή εξέφραζαν κεντρώες απόψεις. Αργότερα, ο Γκάις εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο Η υστερική διαφωνία. Ένα μη πολεμικό δοκίμιο (Der Hysterikerstreit. Ein unpolemischer Essay), στο οποίο υπερασπίστηκε σε μεγάλο βαθμό τον Νόλτε απέναντι στην πολεμική του Χανς Ούλριχ Βέλερ (Hans-Ulrich Wehler). Μεταξύ άλλων, έγραψε ότι οι κριτικοί είχαν απομονώσει τις δηλώσεις του Νόλτε και ευθύνονταν για την επιπόλαιη ανάγνωση του δοκιμίου του.

Εκτός των άλλων, διαφωνία προέκυψε και γύρω από ένα επιχείρημα που ο Νόλτε είχε διατυπώσει σε δοκίμιό του με τίτλο “Die negative Lebendigkeit des Dritten Reiches” (Η αρνητική ζωτικότητα του Γ΄ Ράιχ), δημοσιευμένο για πρώτη φορά στις 24/7/1980 στην Frankfurter Allgemeine Zeitung ως άρθρο γνώμης, στηριγμένο σε αποσπάσματα από τη διάλεξη που είχε δώσει στο ίδρυμα Siemens-Stiftung το ίδιο έτος. Αργότερα, εμφανίστηκε στα αγγλικά με τίτλο “Between Myth and Revisionism? The Third Reich in the Perspective of the 1980s” στον συλλογικό τόμο Aspects of the Third Reich (1985). Ο Νόλτε διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι, αν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) επρόκειτο να καταστρέψει το Ισραήλ, ακολούθως η ιστορία που θα γραφόταν στο νέο παλαιστινιακό κράτος θα απεικόνιζε το πρώην ισραηλινό κράτος με τα μελανότερα χρώματα, με απουσία αναφορών σε οποιαδήποτε θετικά χαρακτηριστικά του. Κατά την άποψη του Νόλτε, μια παρόμοια κατάσταση ιστορίας που έγραψαν μόνον οι νικητές υπάρχει και σε σχέση με την ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας. Πολλοί ιστορικοί, όπως ο Ρίτσαρντ Έβανς (Richard J. Evans), ισχυρίστηκαν ότι μ’ αυτήν τη δήλωση ο Νόλτε φαίνεται να πιστεύει ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο ναζισμός θεωρείται αποκρουστικός είναι επειδή η Γερμανία έχασε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς κανένα σεβασμό για το Ολοκαύτωμα.

Στο “Die negative Lebendigkeit des Dritten Reiches” ο Νόλτε σκιαγράφησε κάποιες από τις ιδέες που εμφάνισε αργότερα στο άρθρο του 1986. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Βρετανία το σοκ από την αντικατάσταση της παλιάς χειροτεχνικής οικονομίας από μια βιομηχανοποιημένη, μηχανοποιημένη οικονομία οδήγησε στην εμφάνιση πολλών ριζοσπαστών, οι οποίοι άρχισαν να διακηρύττουν αυτό που ο Νόλτε αποκαλεί “θεραπεία εξόντωσης” ως λύση στα κοινωνικά προβλήματα. Ισχυρίστηκε ότι οι ρίζες του κομμουνισμού μπορούν να ανιχνευθούν στους ριζοσπάστες των αιώνων 18ου και 19ου, όπως οι Thomas Spence, John Gray, William Benbow, Bronterre O’Brian και François-Noël Babeuf. Η “ομαδική εξόντωση” άρχισε ως κρατική πολιτική με τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά μόνο με τη Σοβιετική έφτασε η θεωρία της “θεραπείας εξόντωσης” τη λογική ολοκλήρωσή της, προσέθεσε. Ισχυρισμός του ήταν, επίσης, ότι πολλοί στην ευρωπαϊκή Αριστερά θεωρούσαν πως τα κοινωνικά προβλήματα προκαλούνταν από “νοσούσες” κοινωνικές ομάδες και σκέφτονταν ως λύση τη “θεραπεία εξόντωσης”, οδηγώντας έτσι φυσικά στην “Κόκκινη Τρομοκρατία” και στη Yezhovshchina στη Σοβιετική Ένωση. Ο Νόλτε δηλώνει ότι η Δεξιά αντικατόπτριζε την Αριστερά, με μορφές όπως οι John Robison, Augustin Barruel και Joseph de Maistre να τάσσονται υπέρ της “θεραπείας εξόντωσης”. Ο Μαλθουσιανισμός και η πρωσσική στρατηγική της έσχατης εξόντωσης των εχθρών στους Ναπολεόντειους Πολέμους αποτελούν, επίσης, πηγές και επιδράσεις για τον εθνικοσοσιαλισμό. Τελικά, το Ολοκαύτωμα, σύμφωνα με τον Νόλτε, ήταν απλώς αντίγραφο της “κομμουνιστικής θεραπείας εξόντωσης”, παρά το γεγονός ότι υπήρξε πιο τρομερό και αηδιαστικό από το πρωτότυπο.

Το άρθρο δεν προκάλεσε πλατύ ενδιαφέρον ούτε διαφωνία μέχρι το 1986, όταν ο Γιούργκεν Χάμπερμας σε άρθρο του δημοσιευμένο στην Die Zeit στις 11/7/1986, άσκησε δριμεία κριτική στον Νόλτε, όπως και στους Άντρεας Χιλγκρούμπερ (Andreas Hillgruber) και Μίχαελ Στύρμερ (Michael Stürmer), για το ότι, γράφοντας για τη ναζιστική περίοδο, έκαναν “απολογητική” ιστορία και έκλειναν το άνοιγμα της Γερμανίας στη Δύση, που κατά την άποψη του Χάμπερμας υπήρχε μετά το 1945. Επιπροσθέτως, κατηγόρησε τον Νόλτε ότι ανέλαβε την αποστολή να προτείνει ηθική ισοδυναμία μεταξύ του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας που διέπραξαν οι Ερυθροί Χμερ. Κατά την άποψή του, όμως, δεν υπήρχε καμιά σύγκριση μεταξύ των δύο γενοκτονιών, από τη στιγμή που η Καμπότζη ήταν ένα καθυστερημένο αγροτικό κράτος του Τρίτου Κόσμου, ενώ η Γερμανία ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος.

Ο Κλάους Χίλντεμπραντ (Klaus Hildebrand), αντιθέτως, υποστηρικτής του Νόλτε, έγραψε σε κριτική που εμφανίστηκε στο περιοδικό Historische Zeitschrift στις 2/4/1986, ότι το δοκίμιο του Νόλτε άνοιγε νέους δρόμους. Στην ίδια κριτική, ο Χίλντεμπραντ υποστήριξε ότι ο Νόλτε με αξιέπαινο τρόπο επιδίωξε να ιστορικοποιήσει αυτό το κεντρικό στοιχείο για την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού και του Γ΄ Ράιχ, δηλαδή την ικανότητα της ιδεολογίας και του καθεστώτος για εξόντωση, και να κατανοήσει την πραγματικότητα του ολοκληρωτισμού στο αλληλοσυσχετιζόμενο πλαίσιο της ρωσικής και της γερμανικής ιστορίας. Την ίδια άποψη, ότι δηλαδή ο Νόλτε τολμά να θέσει νέα ζητήματα στην έρευνα, υποστήριξε ο Χίλντεμπραντ σ’ ένα άλλο δοκίμιο με τίτλο “Zeitalter der Tyrannen”, που παρουσιάστηκε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 31/7/1986 (στο αγγλόφωνο κοινό παρουσιάστηκε το 1993, με τίτλο “The Age of Tyrants: History and Politics”). Επιπροσθέτως, την άποψη του Νόλτε για το Ολοκαύτωμα, ότι δηλαδή αποτελούσε μία από τις γενοκτονίες του 20ου αιώνα, υποστήριξε σε επιφυλλίδα του στην Die Velt στις 22/11/1986 και ισχυρίστηκε ότι ο Νόλτε απλώς έθεσε σε εφαρμογή την “ιστορικοποίηση” του εθνικοσοσιαλισμού, την οποία είχε ζητήσει ο Μπρόζατ από τους ιστορικούς. Ο Χάμπερμας, ωστόσο, επιτέθηκε στον Χίλντεμπραντ για το ότι υπεράσπιζε τις απόψεις του Νόλτε, ότι δηλαδή ήταν “δικαιολογημένη” η απόφαση του Χίτλερ για εκτοπισμό των Εβραίων και εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα, από τη στιγμή που ο Χαΐμ Βάιτσμαν (Chaim Weizmann) είχε διακηρύξει στις αρχές Σεπτεμβρίου 1939 ότι οι Εβραίοι θα πολεμούσαν στο πλευρό της Βρετανίας. Τον κατηγόρησε, επίσης, για το ότι ήταν ευχαριστημένος που ο Νόλτε αρνούνταν τη μοναδικότητα των εγκλημάτων των ναζί.

Πόλεμος για την Ιστορία στον γερμανικό Τύπο

Από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η διαμάχη, διογκώθηκε και τίποτα δεν έδειχνε ότι έπρεπε να σταματήσει. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Δυτικογερμανοί ιστορικοί ένιωσαν την ανάγκη να πάρουν δημοσίως θέση. Τα μέτωπα γρήγορα παγιώθηκαν και η διαφωνία πήρε τη μορφή πολέμου αντίπαλων παρατάξεων. Οι μεγάλες εφημερίδες επέλεξαν στρατόπεδο: Η Frankfurter Allgemeine Zeitung στοιχήθηκε με την πλευρά των συντηρητικών “αναθεωρητών”, ενώ η Die Zeit με την πλευρά των αντεπιτιθέμενων σοσιαλφιλελεύθερων. Ξένοι παρατηρητές, ιστορικοί και δημοσιογράφοι, εκφράστηκαν, επίσης, άλλοι ξαφνιασμένοι κι άλλοι ανήσυχοι μπροστά σ’ αυτή την “αναθεώρηση” της στάσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας σε σχέση με τη ναζιστική προϊστορία της. Η διαμάχη των ιστορικών (Historikerstreit) ήταν, όμως, και αληθινά παραγωγική, αφού συνετέλεσε στην άνθιση δοκιμίων, άρθρων, σεμιναρίων, ιστορικών εργαστηρίων ή πολυσέλιδων έργων.

Επιτιθέμενος από την πλευρά του, ο Νόλτε άρχισε να γράφει στον Τύπο μια σειρά επιστολών. Σε μία από αυτές, την 1η Αυγούστου 1986 στην Die Zeit, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την προσπάθεια του Χάμπερμας να λογοκρίνει τις απόψεις του και τον κατηγόρησε ότι ο ίδιος τον εμπόδισε να παρακολουθήσει τις συζητήσεις στο Ρέμερμπεργκ στη Φραγκφούρτη (Römerberg Gesprächen). Στην ίδια επιστολή, ο Νόλτε αποκάλυψε ότι αυτός (ο Νόλτε) ήταν ο άγνωστης ταυτότητας ιστορικός που ανάγκασε με τις απόψεις του για τις αιτίες του Ολοκαυτώματος τον Σαούλ Φριντλάντερ να αποχωρήσει αηδιασμένος από ένα δείπνο τον Μάιο του 1986, γεγονός που είχε υπαινιχθεί ο Χάμπερμας σε προγενέστερη επιστολή. Βέβαια, ο ιστορικός Καρλ Ντήτριχ Μπράχερ (Karl Dietrich Bracher), σε επιστολή του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 6/9/1986, κατηγόρησε και τους δύο, Νόλτε και Χάμπερμας, ότι θεώρησαν ταμπού την έννοια του ολοκληρωτισμού και προέκριναν την έννοια του φασισμού.

Ωστόσο, οι επιθέσεις στον Νόλτε εξακολούθησαν. Σε ένα άρθρο του δημοσιευμένο στην Die Zeit στις 12/9/1986, ο ιστορικός Έμπερχαρντ Γέκελ (Eberhard Jäckel) θεώρησε τη θεωρία του Νόλτε α-ιστορική, στη βάση του ότι ο Χίτλερ περιφρονούσε τη Σοβιετική Ένωση και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να είχε αισθανθεί απειλημένος από αυτήν. Αργότερα, περιέγραψε τη μέθοδο του Νόλτε σαν ένα “παιχνίδι σύγχυσης”, αφού μεταμφίεζε τις υποθέσεις του σε υπαρκτά ζητήματα και έκανε επίθεση σε όσους τον έκριναν, για τον λόγο ότι ζητούσαν αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του. Κατά την άποψη του Γέκελ, είναι σαν να τους εμπόδιζε να θέτουν ερωτήματα.

Ο ιστορικός Γιούργκεν Κόκκα (Jürgen Kocka), σε άρθρο του στην Die Zeit στις 26/9/1986, υποστήριξε επίσης, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Νόλτε, ότι το Ολοκαύτωμα ήταν πράγματι “μοναδικό” γεγονός, ακριβώς επειδή το είχε διαπράξει ένα ανεπτυγμένο έθνος της Δύσης, και ισχυρίστηκε ότι οι συγκρίσεις του Ολοκαυτώματος με παρόμοια μαζικά εγκλήματα στην Καμπότζη του Πωλ Ποτ, στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν και στην Ουγκάντα του Ίντι Αμίν ήταν αβάσιμες λόγω της καθυστερημένης κατάστασης αυτών των κοινωνιών. Και ο πολιτικός επιστήμονας Κουρτ Ζοντχάιμερ (Kurt Sontheimer) σε άρθρο του στην εφημερίδα Rheinischer Merkur στις 21/11/1986, κατηγόρησε τον Νόλτε και τους υποστηρικτές του ότι δημιουργούσαν μια νέα εθνική συνείδηση με σκοπό να κόψουν τους διανοητικούς και πνευματικούς δεσμούς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας με τη Δύση.

Από την άλλη πλευρά, και οι υπερασπιστές του Νόλτε συνέχισαν να γράφουν στον Τύπο. Στο δοκίμιό του “Επιβαρυμένη Μνήμη”, δημοσιευμένο στην Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 29/8/1986, ο Γιοάχιμ Φεστ υποστήριξε πως το επιχείρημα του Νόλτε ότι τα εγκλήματα των ναζί δεν ήταν μοναδικά ήταν ορθό. Κατηγόρησε, εξάλλου, τον Χάμπερμας για “ακαδημαϊκή δυσλεξία” στις επιθέσεις του ενάντια στον Νόλτε.

Ο φιλόσοφος Χέλμουτ Φλάισερ (Helmut Fleischer), επίσης, σε δοκίμιό του δημοσιευμένο στην εφημερίδα Nürnberger Zeitung στις 20/9/1986, υπερασπίστηκε τον Νόλτε στη βάση του ότι επιδίωκε μόνο να τοποθετήσει το Ολοκαύτωμα στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο εκείνης της περιόδου. Κατηγόρησε και αυτός τον Χάμπερμας ότι επιχειρούσε να επιβάλει στους Γερμανούς μια αριστερή ηθική κατανόηση της ναζιστικής περιόδου και ότι δημιουργούσε ένα “ηθικό” έκτακτο δικαστήριο (Sondergericht). Ο Φλάισερ ισχυρίστηκε ότι ο Νόλτε αναζητούσε απλώς την “ιστορικοποίηση” του εθνικοσοσιαλισμού, την οποία είχε ζητήσει από τους ιστορικούς ο Μάρτιν Μπρόζατ σ’ ένα δοκίμιό του το 1985, προσπαθώντας να κατανοήσει τι προκάλεσε τον Εθνικοσοσιαλισμό με συγκεκριμένη εστίαση στον φόβο του κομμουνισμού.

Στις 14/11/1986, Ο Χάινριχ Άουγκουστ Βίνκλερ (Heinrich August Winkler) έγραψε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung ότι κανένας ιστορικός μέχρι τότε είχε λάβει υπόψη αυτό που οι αναγνώστες της εφημερίδας διάβασαν στο δοκίμιο του Νόλτε: Ότι το Άουσβιτς ήταν απλώς αντίγραφο του ρωσικού πρωτοτύπου, του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ. Ότι από φόβο για την “ασιατική θέληση” των Μπολσεβίκων για εξόντωση ο ίδιος ο Χίτλερ διέπραξε μια “ασιατική πράξη”. Το ερώτημα του Νόλτε ήταν αν η εξόντωση των Εβραίων αποτελούσε ένα είδος αυτοϋπεράσπισης. Σ’ αυτό, κατά την άποψη του Βίνκλερ, συνοψίστηκε ο συλλογισμός του Νόλτε.

Παρόμοιο επιχείρημα διατύπωσε και ο ιστορικός Χορστ Μέλλερ (Horst Möller) σε δοκίμιό του δημοσιευμένο στο περιοδικό Beiträge zur Konfliktforschung στο τέλος του 1986. Ο Μέλλερ υποστήριξε ότι ο Νόλτε δεν προσπαθούσε να “απαλλάξει” τους Ναζί από τα εγκλήματά τους συγκρίνοντάς τα με εγκλήματα άλλων, αλλά επιχειρούσε να εξηγήσει τα εγκλήματα πολέμου που εκείνοι (οι Ναζί) διέπραξαν. Ο Νόλτε, ισχυρίστηκε ο Μέλλερ, προσπαθούσε απλώς να εξηγήσει “ανορθολογικά” συμβάντα με ορθολογικό τρόπο και συμφώνησε ότι οι Ναζί πίστευαν πραγματικά ότι είχαν να αντιμετωπίσουν μια παγκόσμια εβραιο-μπολσεβίκικη συνωμοσία με επιδίωξη να καταστρέψει τη Γερμανία.

Ωστόσο, Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Ρίτσαρντ Λέβενταλ (Richard Löwenthal) παρατήρησε ότι τα νέα από τις σοβιετικές απελάσεις των κουλάκων και την εξόντωση εκατομμυρίων Ουκρανών από πείνα (Holodomor) δεν έφτασαν στη Γερμανία μέχρι το 1941, ώστε οι θηριωδίες των Σοβιετικών δεν ήταν πιθανό να έχουν επηρεάσει τους Γερμανούς, όπως ισχυριζόταν ο Νόλτε. Σε επιστολή του στον εκδότη της Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 29/11/1986, ο Λέβενταλ υποστήριξε ότι υπήρχε “θεμελιώδης διαφορά” ως προς τα μαζικά εγκλήματα μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης και τάχθηκε ενάντια στην “εξίσωση” των διάφορων εγκλημάτων του 20ου αιώνα.

Αυστρία, 1930. Παρέλαση της παραστρατιωτικής Ρεπουμπλικανικής Λίγκας για την Άμυνα (Republikanischen Schutzbund) του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Εργατών. (Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο)

Εξάλλου, απέναντι στον υποτιθέμενο τρόμο του Χίτλερ, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Νόλτε, για τις πριν το 1914 παρελάσεις του αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο πολιτικός επιστήμονας Βάλτερ Έχνερ (Walter Euchner) έγραψε σε δοκίμιο δημοσιευμένο στην Die neue Gesellschaft στο τέλος του 1986 ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και στη Γερμανία και στην Αυστρία ήταν ανθρωπιστικά και ειρηνιστικά, αντί για οντότητες τρομοκρατικές και επαναστατικές που υποτίθεται ότι ήταν, σύμφωνα με τον Νόλτε.

Συνοψίζοντας, δεν είναι σίγουρο, σύμφωνα με την άποψη του Ίαν Κέρσοου, αν αυτή η υπόθεση άξιζε τον κόπο. Γιατί η τεράστια αρθρογραφία που προκάλεσε δεν είχε πάντα σχέση με τα συγκεκριμένα προβλήματα που προέκυψαν από την ιστορική ερμηνεία της ναζιστικής περιόδου. Πράγματι, ισχυρίζεται ο ιστορικός, αν παρέμενε μια συμβατική διαφωνία μεταξύ ειδικών, η διαμάχη θα είχε σβήσει γρήγορα. Η διαμάχη δεν οδήγησε στην αποκάλυψη καμιάς ανέκδοτης πηγής, τα ζητήματα που τέθηκαν δεν ήταν και τόσο νέα, ούτε οι θέσεις των αναθεωρητών εγκαινίασαν νέες μορφές ερμηνείας. Στη Γερμανία σε μεγάλη έκταση αυτές οι θέσεις απορρίφθηκαν, ενώ οι αντιδράσεις στο εξωτερικό ήταν σχεδόν όλες αρνητικές. Τελικά, αυτός ο πόλεμος δεν προσέφερε τίποτα σε όποιον ενδιαφέρεται σοβαρά για τη γερμανική ιστορία.

Η κοινοτοπία του Ολοκαυτώματος: Επιχειρήματα ενάντια στη μοναδικότητα του Shoah

Μια άλλη περιοχή διαφωνίας υπήρξε το βιβλίο του Νόλτε Der europäische Bürgerkrieg (Ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος Πόλεμος), του 1987, και κάποιες συνοδευτικές δηλώσεις, με τις οποίες ο Νόλτε εμφανίστηκε να φλερτάρει με την Άρνηση του Ολοκαυτώματος ως σοβαρό ιστορικό επιχείρημα. Σε μια επιστολή του προς τον Ότο Ντοβ Κούλκα (Otto Dov Kulka) στις 8/9/1986, ο Νόλτε επέκρινε το έργο του Γάλλου αρνητή του Ολοκαυτώματος Ρομπέρ Φωρισσόν (Robert Faurisson) στη βάση του ότι το Ολοκαύτωμα πραγματικά υπήρξε, συνέχισε όμως να διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι τα κίνητρα της δουλειάς του Φωρισσόν ήταν αξιέπαινα, αφού ήταν η συμπάθεια προς τον παλαιστινιακό λαό και η αντίθεση στο Ισραήλ. Στο Der europäische Bürgerkrieg υποστήριξε, επίσης, ότι οι προθέσεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος είναι συχνά “έντιμες” και ότι κάποιοι από τους ισχυρισμούς τους δεν είναι εμφανώς “αβάσιμοι”. Ο Ίαν Κέρσοου έχει υποστηρίξει ότι ο Νόλτε κινούνταν στα όρια του αρνητή του Ολοκαυτώματος με τους υπαινιγμούς του ότι ο “αρνητικός μύθος” του Γ΄ Ράιχ δημιουργήθηκε από Εβραίους ιστορικούς, τους ισχυρισμούς του ότι Εβραίοι ιστορικοί κυριαρχούσαν στη γνώση για το Ολοκαύτωμα και τις δηλώσεις του ότι κάποιος ήταν αναγκασμένος να κρύβει τη γνώμη του για τους αρνητές, που ο Νόλτε επέμενε ότι δεν ήταν αποκλειστικά Γερμανοί ή φασίστες.

Στο Der europäische Bürgerkrieg ο Νόλτε προώθησε πέντε διαφορετικά επιχειρήματα για να ελέγξει επικριτικά τη θέση περί μοναδικότητας του Shoah. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

  • Υπήρξαν και άλλες αποτρόπαιες πράξεις βίας στον 20ο αιώνα. Μερικά από τα παραδείγματα που παρέθεσε ο Νόλτε ήταν η Γενοκτονία των Αρμενίων, οι σοβιετικοί εκτοπισμοί των λεγόμενων “προδοτικών εθνών” -όπως οι Τάταροι της Κριμαίας και οι Γερμανοί του Βόλγα-, οι βρετανικοί βομβαρδισμοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η βία των Αμερικανών στον πόλεμο του Βιετνάμ.
  • Η γενοκτονία που διέπραξαν οι ναζί ήταν αντίγραφο της γενοκτονίας που διέπραξαν οι Σοβιετικοί και, ως εκ τούτου, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μοναδική. Για να υποστηρίξει τη θέση του, ισχυρίστηκε ότι ο Λένιν “εξόντωσε” τη ρωσική ιντελλιγκέντσια και μνημόνευσε την παρατήρηση του Χίτλερ, σε συνέντευξη τύπου στις 10/11/1938, ότι ίσως έπρεπε να “εξοντώσει” τη γερμανική ιντελλιγκέντσια, σαν παράδειγμα του πώς εννοούσε ότι ο Χίτλερ αντέγραψε τον Λένιν.
  • Ο Νόλτε επέμεινε ότι η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών δεν είχαν καθόλου γνώση του Ολοκαυτώματος, όταν αυτό συνέβαινε. Ότι η γενοκτονία των Εβραίων ήταν αγαπημένο πρόγραμμα του Χίτλερ και ότι το Ολοκαύτωμα πραγματοποίησαν λίγοι Γερμανοί που δεν ήταν αντιπροσωπευτικοί της γερμανικής κοινωνίας στην ολότητά της. Αντικρούοντας τον Αμερικανό ιστορικό Ραούλ Χίλμπεργκ (Raul Hilberg), ο οποίος υποστήριξε ότι εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί ήταν συναυτουργοί στο Ολοκαύτωμα, από υψηλόβαθμους γραφειοκράτες μέχρι σιδηροδρομικούς υπαλλήλους και μηχανοδηγούς, ο Νόλτε ισχυρίστηκε ότι ο λειτουργικός καταμερισμός εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Γερμανία δεν είχαν ιδέα πώς μπορούσαν να βοηθήσουν στη γενοκτονία. Για να υποστηρίξει την άποψή του, παρέπεμψε στα ογκώδη απομνημονεύματα Γερμανών στρατηγών και ηγετικών στελεχών των ναζί, όπως ο Άλμπερτ Σπέερ (Albert Speer), ο οποίος έγραψε ότι δεν είχε ιδέα ότι η χώρα του διέπραττε γενοκτονία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
  • Ο Νόλτε διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι σε κάποιο βαθμό οι αντισημιτικές πολιτικές των ναζί ήταν δικαιολογημένες απαντήσεις σε εβραϊκές δράσεις εναντίον της Γερμανίας, όπως ήταν η υποτιθέμενη “κήρυξη πολέμου” από τον Βάιτσμαν το 1939 κατά της Γερμανίας.
  • Τελικά, ο Νόλτε υπαινίχθηκε την πιθανότητα να μην είχε συμβεί ποτέ το Ολοκαύτωμα. Αμφισβήτησε, επίσης, ότι έλαβε ποτέ χώρα η Διάσκεψη της Βάνζεε και διατύπωσε το επιχείρημα ότι η έρευνα για το Ολοκαύτωμα έχει σοβαρά προβλήματα, επειδή οι περισσότεροι ιστορικοί του Ολοκαυτώματος είναι Εβραίοι και είναι φυσικό να έχουν προκατάληψη απέναντι στη Γερμανία και να ευνοούν, αντιθέτως, την ιδέα για το Ολοκαύτωμα.

Ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς (Richard J. Evans) επέκρινε τον Νόλτε, κατηγορώντας τον ότι έπαιρνε πολύ σοβαρά τη δουλειά των αρνητών του Ολοκαυτώματος, τους οποίους ο Έβανς αποκαλούσε “ψώνια” και όχι ιστορικούς. Κατήγγειλε, επίσης, ότι ο Νόλτε είχε ευθύνη για το ότι έκανε ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, όπως ο ισχυρισμός του ότι οι δολοφονίες των Ρωσοεβραίων από τους SS ήταν ένας τύπος αντιτρομοκρατικής δράσης ή το ότι έπαιρνε τοις μετρητοίς τα δικαιολογητικά επιχειρήματα Γερμανών στρατηγών, οι οποίοι ομολογούσαν ότι είχαν άγνοια για το Shoah.

Η πιο ακραία απάντηση, ίσως, στη θέση του Νόλτε συνέβη στις 9/2/1988, όταν το αυτοκίνητό του πήρε φωτιά από αριστεριστές εξτρεμιστές στο Βερολίνο. Ο Νόλτε αποκάλεσε το γεγονός “τρομοκρατικό” εμπρησμό και ισχυρίστηκε ότι η πράξη υποκινήθηκε από τους αντιπάλους του στη διαμάχη των ιστορικών (Historikerstreit).

Διεθνής αντίδραση

Η κριτική έξω από τη Γερμανία προήλθε από τους Ίαν Κέρσοου (Ian Kershaw), Γκόρντον Κρεγκ (Gordon A. Craig), Ρίτσαρντ Έβανς (Richard J. Evans), Σαούλ Φριντλάντερ (Saul Friedländer), Τζον Λούκατς (John Lukacs), Μάικλ Μάρρους (Michael Marrus), Τίμοθι Μέισον (Timothy Mason) και πολλούς άλλους. Ο Μέισον έγραψε εναντίον του Νόλτε, επικαλούμενος τη γενική θεωρία του φασισμού που εκείνος κάποτε υπερασπίστηκε: “Αν μπορούμε να διαχειριστούμε την έννοια του “φασισμού” χωρίς να καταφύγουμε σε πολλές από τις αυθεντικές σημασίες της, δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς σύγκριση. Η “ιστορικοποίηση” μπορεί εύκολα να γίνει συνταγή για επαρχιωτισμό. Και η απόλυτη ηθική του Χάμπερμας, όσο κι αν είναι άψογη πολιτικά και διδακτικά, μπορεί εξίσου να φέρει μια σκιά επαρχιωτισμού, εφόσον αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι ο φασισμός υπήρξε φαινόμενο της ευρωπαϊκής ηπείρου και ότι ο ναζισμός ήταν ιδιαίτερο μέρος κάτι πολύ ευρύτερου. Ο Πολ Ποτ, το βασανιστήριο του αρουραίου και η μοίρα των Αρμενίων είναι όλα ξένα με κάθε σοβαρή συζήτηση για τον ναζισμό. Η Ιταλία του Μουσολίνι, όμως, δεν είναι”.

Ο Άνσον Ράμπινμπαχ (Anson Rabinbach) κατηγόρησε τον Νόλτε ότι επιχειρούσε να διαγράψει τη γερμανική ενοχή για το Ολοκαύτωμα. Ο Ίαν Κέρσοου έγραψε ότι ο Νόλτε ισχυριζόταν πως οι Εβραίοι ουσιαστικά έστρεψαν το Ολοκαύτωμα εναντίον τους και υπήρξαν οι δημιουργοί της δυστυχίας τους, ενώ ο Έλι Βίζελ (Elie Wiesel) αποκάλεσε τον Νόλτε, μαζί με τους Κλάους Χίλντεμπραντ (Klaus Hildebrand), Άντρεας Χιλγκρούμπερ (Andreas Hillgruber) και Μίχαελ Στύρμερ (Michael Stürmer), έναν από τους τέσσερις ληστές της γερμανικής ιστοριογραφίας.

Αντιδράσεις εξέφρασαν και οι Αμερικανοί ιστορικοί Τσαρλς Μάιερ (Charles Maier) και Ντόναλντ ΜακΚέιλ (Donald McKale). Ο πρώτος απέρριψε τους ισχυρισμούς του Νόλτε σχετικά με την ηθική ισοδυναμία Ολοκαυτώματος και σοβιετικής τρομοκρατίας γιατί, ενώ η τελευταία ήταν ακραία κτηνώδης, δεν αποτελούσε κρατική πολιτική φυσικής εκμηδένισης ενός ολόκληρου λαού. Ο δεύτερος εξαπέλυσε σθεναρή επίθεση εναντίον και του Νόλτε και του Χιλγκρούμπερ για τις δηλώσεις τους ότι οι στρατηγικές βομβιστικές επιθέσεις των συμμάχων ήταν πράξεις γενοκτονίας όσο και το Ολοκαύτωμα, γράφοντας ότι τέτοιες δηλώσεις είναι το είδος της ανοησίας που θα περίμενε κάποιος από απολογητές των ναζί, όπως οι ίδιοι. Ισχυρές ήταν και οι αντιδράσεις των Τζέρι Μύλλερ (Jerry Muller) και Ντέμπορα Λίπστατ (Deborah Lipstadt). Ο Μύλλερ αποκάλεσε τον Νόλτε αντισημίτη γιατί υπονοούσε ότι ο μοναδικός λόγος που οι απόγονοι των θυμάτων του Εθνικοσοσιαλισμού κρατούσαν ζωντανή τη μνήμη του ναζιστικού παρελθόντος ήταν για να εξασφαλίσουν μια προνομιούχα διάκριση. Ο Μύλλερ κατηγόρησε, επίσης, τον Νόλτε ότι έγραφε “ψευδοϊστορία” στο Der Europäische Bürgrkrieg. Η Ντέμπορα Λίπστατ (Deborah Lipstadt), εξάλλου, ισχυρίστηκε στο βιβλίο της Denying the Holocaust (1993) ότι δεν υπήρχε καμιά σύγκριση μεταξύ της γενοκτονίας των Ερυθρών Χμερ και του Ολοκαυτώματος, επειδή η πρώτη προέκυψε ως επακόλουθο ενός πολέμου που κατέστρεψε την Καμπότζη, ενώ το Ολοκαύτωμα υπήρξε συστηματική επιχείρηση γενοκτονίας που διαπράχθηκε μόνο για ιδεολογικούς λόγους.

Απαντώντας στο άρθρο του Νόλτε “Die negative Lebendigkeit des Dritten Reiches”, ο Ισραηλινός ιστορικός Ότο Ντοβ Κούλκα (Otto Dov Kulka), σε επιστολή του στις 24/11/1985, επέκρινε τον Νόλτε για εγκατάλειψη της άποψης που εξέφρασε στο Der Fascismus in seiner epoche, ότι δηλαδή το Ολοκαύτωμα υπήρξε “μοναδικό” γεγονός, και ρώτησε “ποιον από τους δύο Νόλτε θα έπρεπε να θεωρούμε αυθεντκό”.[109] Ο Νόλτε απάντησε στον Κούλκα ότι έπρεπε να διαβάσει το επερχόμενο βιβλίο του Der europäische Bürgerkrieg, για καταλάβει την αλλαγή κατεύθυνσης στην έμφασή του. Σε μια νέα απάντηση στις 6/5/1985, ο Κούλκα κατηγόρησε τον Νόλτε ότι άλλαξε κατεύθυνση ως προς την υπευθυνότητα για το Ολοκαύτωμα, με το να θεωρεί το Ολοκαύτωμα “προληπτικό μέτρο” που επιβλήθηκε στους Γερμανούς από την “εβραϊκή πρόκληση” της επιστολής του Βάιτσμαν στον Τσάμπερλεν. Στις 18/7/1985, ο Κούλκα έγραψε στον Νόλτε, υπερασπίζοντας τη “μοναδικότητα” του Ολοκαυτώματος: “Η μοναδικότητα της μαζικής δολοφονίας των Εβραίων από τους εθνικοσοσιαλιστές πρέπει να κατανοείται με το ιστορικό νόημα που παγκοσμίως αποδόθηκε σ’ αυτήν, σαν μια προσπάθεια να προκαλέσει αλλαγή στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και στους σκοπούς της. Έτσι, ο εθνικοσοσιαλιστικός αντισημιτισμός πρέπει να θεωρείται ως έκφραση της πιο επικίνδυνης ίσως κρίσης του δυτικού πολιτισμού, με τις βαρύτερες συνέπειες για την ιστορία της ανθρωπότητας”. Ο Νόλτε, με τη σειρά του, έγραψε στον Κούλκα στις 22/10/1986: “Αν παρακολουθούσα τη σκέψη μου από το 1963 και εξής, [θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι] αυτή υπήρξε σύμφωνη με τη γραμμή ότι ένα μεγιστοποιημένο καλό μπορεί εξίσου να γίνει κακό και ότι ένα μεγιστοποιημένο (ιστορικό) κακό μπορεί ξανά, κατά κάποιον τρόπο, να γίνει καλό“. Ο Κούλκα, εν τέλει, κατηγόρησε τον Νόλτε ότι προωθούσε “αναδρομικές ερμηνείες της παγκόσμιας ιστορίας στηριγμένες σε μια μοναδική αιτία” και ότι συμφωνούσε με την “ολοκληρωτική σκέψη”.

Ο Αγγλογερμανός ιστορικός Χάουαρντ Βίνσελ Κοχ (Hοward Winchel Koch) δέχθηκε το επιχείρημα του Νόλτε ότι η επιστολή του Βάιτσμαν στον Τσάμπερλεν αποτελούσε πράγματι μια “εβραϊκή κήρυξη πολέμου”, με την εννοούμενη συνεπαγωγή ότι, από τη στιγμή που όλοι οι Εβραίοι ήταν τότε εχθροί του “Ράιχ”, οι Γερμανοί νομιμοποιούνταν να τους μεταχειριστούν όπως ήθελαν. Υποστήριξη από το εξωτερικό προήλθε και από τους Νορμπέρτο Σερεζόλε (Norberto Ceresole) και Άλφρεντ-Μωρίς ντε Ζάγιας (Alfred-Maurice de Zayas).

Σε δοκίμιό του το 1987, ο γεννημένος στην Αυστρία Ισραηλινός ιστορικός Βάλτερ Γκραμπ (Walter Grab) κατηγόρησε τον Νόλτε ότι είχε αναλάβει μια “απολογία” για τη ναζιστική Γερμανία. Ο Γκραμπ αποκάλεσε τον ισχυρισμό του Νόλτε ότι η επιστολή του Χαΐμ Βάιτσμαν (Chaim Weizmann) στον Τσάμπερλεν ήταν “εβραϊκή κήρυξη πολέμου” που δικαιολόγησε τον εγκλεισμό των Εβραίων της Ευρώπης σε στρατόπεδα “ειδεχθή θέση” (“monstrous thesis”) που δεν στηρίζεται σε γεγονότα. Ο Γκραμπ κατηγόρησε τον Νόλτε ότι αγνοούσε την οικονομική ένδεια και την παντελή έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων της εβραϊκής κοινότητας το 1939. Έγραψε, επίσης, ότι ο Νόλτε χλευάζει τους Εβραίους που υπήρξαν θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού με την εντελώς αχρεία δήλωσή του ότι ο Βάιτσμαν και η επιστολή του προκάλεσαν τα δεινά και τον θάνατο των Εβραίων στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

Μία από τις επιστολές του Νόλτε δημιούργησε κι άλλη διαμάχη στα τέλη του 1987, όταν ο Ότο Ντοβ Κούλκα εξέφρασε δυσαρέσκεια για το ότι ο Νόλτε είχε κάνει παρεμβάσεις σε μια δική του επιστολή, ώστε να τον κάνει να φαίνεται ότι συμπαθεί τα επιχειρήματα του Νόλτε, και μετά την έδωσε στον Τύπο. Για να απαντήσει στους επικριτές του ο Νόλτε, έγραψε το 1987 ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο Das Vergehen der Vergangenheit : Antwort an meine Kritiker im sogenannten Historikerstreit (Το παράπτωμα του παρελθόντος: Απάντηση στους επικριτές μου στη λεγόμενη “Διαμάχη των ιστορικών”), το οποίο προκάλεσε εκ νέου αμφισβήτηση, επειδή ο Νόλτε ανατύπωσε τη διορθωμένη εκδοχή των επιστολών του Κούλκα, παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου να συμπεριληφθούν στο βιβλίο με την κολοβή μορφή τους. Στο Das Vergehen der Vergangenheit, ο Νόλτε δήλωσε ότι η Historikerstreit θα έπρεπε να είχε αρχίσει 25 χρόνια πριν, επειδή “καθετί που έχει προκαλέσει τέτοια εξέγερση στην πορεία αυτής της διαμάχης είχε ήδη αναλυθεί λεπτομερώς σ’ εκείνα τα βιβλία (τα πρώτα βιβλία του)” και ότι “το απλοϊκό σχήμα “αυτουργοί-θύματα” συρρικνώνει τις πολυπλοκότητες της ιστορίας υπερβολικά”. Ο Νόλτε εμφανίστηκε να επιστρέφει σε κάποιες από τις θεωρίες του, γράφοντας ότι, μετά την επιστολή του Βάιτσμαν, οι Εβραίοι θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως “πολιτικοί κρατούμενοι” και όχι ως “αιχμάλωτοι πολέμου”. Ο Έβανς έγραψε ότι ο μοναδικός σκοπός του Νόλτε με το Das Vergehen der Vergangenheit φάνηκε ότι ήταν να συσκοτίσει τα ζητήματα με το να συγχέει δηλώσεις του σχετικά με ό,τι είπε ή έγραψε, και ότι αληθινός στόχος του ήταν να δικαιολογήσει το Shoah, καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος γιατί έπρεπε να είχε διατυπώσει τέτοια επιχειρήματα. Όταν εκδόθηκε ανθολογία της “Διαμάχης των ιστορικών” με τίτλο Historikerstreit, ο Νόλτε είχε ενστάσεις για τον υπότιτλο Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigkeit der Nationalsozialistischen Judenvernichtung (Η τεκμηρίωση της διαφωνίας σχετικά με τη μοναδικότητα της εθνικοσοσιαλιστικής εξολόθρευσης των Εβραίων) και αντ’ αυτού πρότεινε τον τίτλο Dokumentation der Kontroverse um die voraussetzungen der karakter der “Endlösung der Judenfrage” (Τεκμηρίωση της διαφωνίας που πλαισίωσε τις προϋποθέσεις και τον χαρακτήρα της “Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος”). Μόνον όταν έγινε σαφές ότι το βιβλίο δεν μπορούσε να εκδοθεί, ο Νόλτε υποχώρησε από τις απαιτήσεις του.

Η “Διαμάχη των ιστορικών” προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Δυτική Γερμανία, όπου οι ιστορικοί έχουν ένα υψηλό δημόσιο προφίλ, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα ο Νόλτε και οι αντίπαλοί του να γίνουν συχνοί προσκεκλημένοι στο γερμανικό ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Η διαμάχη χαρακτηρίστηκε από έναν υψηλού βαθμού καυστικό τόνο, με τον Νόλτε, τους υποστηρικτές του και τους αντιπάλους τους να καταφεύγουν συχνά σε εμπαθείς επιθέσεις ο ένας στον άλλο. Συγκεκριμένα, η Historikerstreit σηματοδότησε την πρώτη περίπτωση μετά τη Διαφωνία για τον Φίσερ (Fischer Kontroverse) στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στην οποία Γερμανοί ιστορικοί αρνήθηκαν να ανταλλάξουν χειραψία ο ένας με τον άλλο. Στο εξωτερικό, η Historikerstreit συσσώρευσε φήμη στον Νόλτε, σε κάπως μικρότερη έκταση. Εκτός από την Αυστρία, ο ξένος Τύπος έτεινε να είναι εχθρικός προς τον Νόλτε, με τη δριμύτερη κριτική να προέρχεται από το Ισραήλ. Το 1988, μια ολόκληρη έκδοση του περιοδικού Yad Vashem Studies του Ινστιτούτου Yad Vashem στην Ιερουσαλήμ αφιερώθηκε στην Historikerstreit. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ενδιαφέρον για τους ισχυρισμούς και των δύο πλευρών στην Historikerstreit οδήγησε στη σύγκληση συνεδρίου στο Λονδίνο, στο οποίο παραβρέθηκαν κάποιοι από τους σημαντικούς Βρετανούς, Αμερικανούς, Ισραηλινούς και Γερμανούς ειδικούς στη σοβιετική και τη γερμανική ιστορία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και οι ακόλουθοι: Ralf Dahrendorf, Isaiah Berlin, George Weidenfeld, Harold James, Carol Gluck, Noel Annan, Fritz Stern, Gordon A. Craig, Robert Conquest, Samuel Ettinger, Jürgen Kocka, Nicholas Henderson, Eberhard Jäckel, Hans Mommsen, Michael Stürmer, Joachim Fest, Hagen Schulze, Christian Maier, Wolfgang Mommsen, Hugh Trevor-Roper, Saul Friedländer, Felix Gilbert, Norman Stone, Julius Schoeps και Charles S. Maier. Ο Νόλτε προσκλήθηκε, αλλά απέφυγε να παραστεί στο συνέδριο, προφασιζόμενος ότι ερχόταν σε σύγκρουση με το δικό του πρόγραμμα.

Ο Ισραηλινός ιστορικός Σάμουελ Έτινγκερ (Samuel Ettinger) περιέγραψε τον Νόλτε σαν κάποιο που έγραψε για τη σοβιετική ιστορία χωρίς να είναι ειδικός. Έγραψε σχετικά με τον Νόλτε: “Παραπομπές στον Μάρτιν Λάτσις (Martin Latsis), που υπήρξε πρώτος αρχηγός της Τσέκα στην Ουκρανία, τον σατιρογράφο και αρθρογράφο Τουκόλσκυ (Tucholsky), και τον Τεοντόρ Κάουφμαν (Theodore Kaufmann) (ποιος τον ξέρει;) χρησιμοποιήθηκαν ως ιστορικές πηγές. Μπορεί μια συλλογή πηγών αυτού του είδους να χρησιμεύσει ως βάση για σοβαρή επιστημονική ανάλυση, το σημείο εκκίνησης για τον ισχυρισμό ότι ο φτωχός Χίτλερ φοβήθηκε τόσο πολύ τις “ασιατικές πράξεις” των Μπολσεβίκων ώστε άρχισε την εξολόθρευση των εβραιόπουλων; Και όλο αυτό χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιστορική εξέλιξη της σχέσης της Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση και η στρατιωτική συνεργασία τους στη δεκαετία του 1920. Όπως είναι γνωστό, ο λόγος του Μιχαήλ Τουκαλέφσκυ χειροκροτήθηκε σε μια διάσκεψη του Γερμανικού Επιτελείου το 1935 για τις αντιδυτικές παρατηρήσεις του. Στη συνέχεια, υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Στάλιν και Χίτλερ από το 1936 και εξής, που δημιούργησαν μια προσέγγιση και οδήγησαν στην εκδίωξη Εβραίων διπλωματών και άλλων αξιωματούχων μέχρι τη διαίρεση της Πολωνίας το 1939″.

Ο ειδικός στην τρομοκρατία του Στάλιν Αγγλοαμερικανός ιστορικός Ρόμπερτ Κόνκεστ (Robert Conquest) αναφέρει: “Νομίζω ότι όλοι δεχόμαστε ότι τα εγκλήματα των ναζί υπήρξαν φοβερά και μοναδικά και η πρόταση ότι αυτά υπήρξαν αντίδραση στον κομμουνιστικό τρόμο δεν είναι υπερασπίσιμη. Είναι κατανοητό ότι η υποστήριξη στους εθνικοσοσιαλιστές αποτέλεσε σε μεγάλη έκταση αντίδραση απέναντι στον διεθνή εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε ο Λένιν το 1918, αλλά τα πραγματικά εγκλήματα του Ολοκαυτώματος είναι εντελώς διαφορετικής φύσης από τα εγκλήματα του Στάλιν και δεν βλέπω οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Αλλά έστω κι αν δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση, συγκρίσεις μπορούν να γίνονται”.

Ο Γερμανός ιστορικός Γιούλιους Σέπς (Julius Schoeps) δήλωσε: “Θα ήθελα να επισημάνω έναν σημαντικό παράγοντα στην Historikerstreit: Οι ιστορικοί που ενεπλάκησαν σ’ αυτή τη διαφωνία είναι εξηντάρηδες, δηλαδή ήταν ίσως στρατιώτες στον πόλεμο. Γι’ αυτούς, η κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ μετατράπηκε σε τραύμα που συνδέθηκε με το Ολοκαύτωμα και το Άουσβιτς. Η αντίδραση του Νόλτε είναι, θεωρώ, τυπική αυτής της γενιάς διανοουμένων. Σε αντίθεση με κάποιους ιστορικούς που επιμένουν ότι οι Γερμανοί δεν θα έπρεπε καθόλου να θέτουν τέτοια ερωτήματα, πιστεύω ότι πρέπει να το κάνουν. Αλλά δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για ερωτήσεις που υποβάλλουν τις απαντήσεις και αμφιλεγόμενες δηλώσεις που αθωώνουν τη γερμανική ιστορία. Δυστυχώς, ερωτήσεις αυτού του είδους τέθηκαν στην Historikerstreit και έγιναν τέτοιοι ισχυρισμοί. Αν οι ιστορικοί προτείνουν σήμερα ότι ο Χίτλερ είχε το δικαίωμα να εγκλείσει τους Εβραίους σε στρατόπεδα, μπορεί αύριο να επιχειρήσουν να προτείνουν ότι είχε το δικαίωμα και να τους σκοτώσει. Να γιατί είναι κρίσιμο να συζητάμε τέτοια ηθικά, πολιτικά και δεοντολογικά ψέματα”. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Έμπερχαρντ Ζέκελ (Eberhard Jäckel) και ο Γιοάχιμ Φεστ (Joachim Fest) συγκρούστηκαν πάλι για το ζήτημα της “μοναδικότητας” του Ολοκαυτώματος, με τον Φεστ να κατηγορεί τον Ζέκελ ότι αντιπροσωπεύει μια καρικατούρα των αντιπάλων του.

Δρέσδη, 1945. Θέα από τον πύργο του Δημαρχείου πάνω από την κατεστραμμένη πόλη.

Το 1989, ο Βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς έγραψε:

«Οι προσπάθειες του Νόλτε να θεσπίσει τη συγκρισιμότητα του Άουσβιτς στηρίζονται εν μέρει στην επέκταση της έννοιας “γενοκτονία” σε πράξεις που λογικά δεν μπορούν να περιγραφούν με τέτοιο τρόπο. Όσο κι αν θα μπορούσε κάποιος να κατακρίνει τις συμμαχικές βομβιστικές επιθέσεις ενάντια σε γερμανικές πόλεις, αυτές δεν μπορούν να ονομαστούν γενοκτονία, επειδή δεν υπήρχε πρόθεση να καταστρέψουν όλον τον γερμανικό λαό. Η Δρέσδη βομβαρδίστηκε μετά το Κόβεντρυ και δεν είναι εύλογο να θεωρείται ο βομβαρδισμός του απάντηση στον βομβαρδισμό της πρώτης. Αντιθέτως, υπήρξε πράγματι ένα στοιχείο ανταπόδοσης και αντεκδίκησης κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι βομβαρδισμοί στη Δρέσδη έχουν δεχθεί συχνά κριτική. Δεν υπάρχει, όμως, καμιά απόδειξη της υπόθεσης του Νόλτε ότι, αν οι ναζί δεν ολοκλήρωναν γρήγορα την εισβολή τους στην Πολωνία, η εθνοτική ομάδα των Γερμανών στην Πολωνία θα είχε εξολοθρευτεί ολοκληρωτικά. Ούτε οι Πολωνοί ούτε οι Ρώσοι είχαν κάποια πρόθεση να εξοντώσουν συνολικά τον γερμανικό λαό. Σ’ αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε το συμπέρασμα του Γερμανού ιστορικού και ειδικού στον Χίτλερ, Έμπερχαρντ Ζέκελ, ότι “η ναζιστική δολοφονία των Εβραίων ήταν μοναδική, επειδή ποτέ πριν δεν είχε αποφασίσει και εξαγγείλει κράτος, με την εξουσία του υπεύθυνου αρχηγού του, ότι είχε την πρόθεση να δολοφονήσει στην ολότητά της, όσο πιο γρήγορα γίνεται, μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπινων όντων, συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών, παιδιών και βρεφών, και μετά έθεσε σε εφαρμογή αυτή την απόφαση με κάθε δυνατό μέσο διαθέσιμο στο κράτος”.

Οι προσπάθειες που ανέλαβαν ο Νόλτε, ο Χιλγκρούμπερ, ο Φεστ και άλλοι νεοσυντηρητικοί ιστορικοί να αποφύγουν επιμελώς αυτό το γεγονός δεν είναι εν τέλει πειστικές. Απαιτείται σημαντικός βαθμός μυωπίας για να θεωρήσει κάποιος τις πολιτικές των ΗΠΑ στο Βιετνάμ στη δεκαετία του 1960 ή την κατάληψη του Αφγανιστάν από την ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1980 ως γενοκτονία. Όσο κι αν μπορούμε να καταδικάσουμε τη συμπεριφορά των στρατών κατοχής, δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για σκόπιμη πολιτική εξόντωσης των κατοίκων των υπό συζήτηση χωρών. Η φοβερή σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915 ήταν περισσότερο σκόπιμη, μεγαλύτερης κλίμακας και διαπράχθηκε σε πολύ μικρότερο χρόνο απ’ όσο έγινε ο αφανισμός ανθρώπινων ζωών στο Βιετνάμ και το Αφγανιστάν. Δεν διαπράχθηκε, επίσης, ως τμήμα στρατιωτικής εκστρατείας, αν και συνέβη σε καιρό πολέμου. Αλλά αυτές οι άγριες θηριωδίες διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας βάναυσης πολιτικής εκδίωξης και επανεγκατάστασης [μειονοτήτων]. Δεν αποτελούν προσπάθεια εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού. Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν για τη βίαιη απομάκρυνση Ελλήνων από τη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αν και αυτή γενικά δεν έχει θεωρηθεί γενοκτονία, σε αντίθεση με τα γεγονότα του 1915.

Το καθεστώς του Πολ Ποτ στην Καμπότζη έδειξε το φοβερό θέαμα των ηγετών ενός έθνους να στρέφονται ενάντια στον λαό τους, με τρόπο συγκρίσιμο με αυτόν του δικτάτορα της Ουγκάντα, Ίντι Αμίν, λίγα χρόνια πριν. Τα θύματα, των οποίων ο αριθμός ξεπέρασε το εκατομμύριο, δολοφονήθηκαν όχι σε φυλετική βάση, αλλά στο πλαίσιο μιας σκόπιμης πολιτικής τρομοκρατίας για την υποταγή της αντιπολίτευσης και την αντεκδίκηση ενάντια σε εκείνους για τους οποίους υπήρχε υπόνοια ότι είχαν συνεργαστεί με τους Αμερικανούς εχθρούς στις προηγούμενες εχθροπραξίες. Επιπλέον, οι βαρβαρότητες του καθεστώτος του Πολ Ποτ ενάντια στον λαό της Καμπότζης ήταν σε σημαντική έκταση το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αποκτήνωσης που συνόδευσε έναν φοβερό πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου τεράστιες ποσότητες βομβών έπεσαν πάνω στη χώρα, καταστρέφοντας ένα μεγάλο μέρος της φυσικής και ηθικής βάσης της κοινωνίας της. Αυτό με κανέναν τρόπο δικαιολογεί τις φονικές πολιτικές των Ερυθρών Χμερ. Αποκαλύπτει, ωστόσο, για μια ακόμη φορά, την αντίθεση με τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί, η οποία, όπως έχουμε δει, ήταν μια πέραν του δέοντος πράξη που διαπράχθηκε από ένα ακμάζον, βιομηχανικά ανεπτυγμένο έθνος στο ζενίθ της ακμής του.»

Ο Έβανς επέκρινε τον Νόλτε για το ότι απέδιδε τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας των Αρμενίων ως “ασιατικής πράξης” στον Σόιμπνερ-Ρίχτερ (Scheubner-Richter) και, πράγματι, αυτός ο χαρακτηρισμός έγινε γνωστός από βιογραφία του Σόιμπνερ-Ρίχτερ του 1938. Ωστόσο, ο Έβανς επέμεινε ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που υποστηρίζει τον ισχυρισμό του Νόλτε ότι, επειδή ο Σόιμπνερ-Ρίχτερ ήταν αντίθετος στη γενοκτονία των Αρμενίων, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι και ο Χίτλερ σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο το 1915.[128] Μνημονεύοντας το Mein Kampf, ο Έβανς υποστήριξε ότι ο Χίτλερ ήταν αντισημίτης πολύ πριν το 1914 και ότι ήταν η μετριοπαθής αριστερά, το SPD, και όχι οι Μπολσεβίκοι, που ο Χίτλερ θεωρούσε ως κύριο εχθρό του.

Οι αντίπαλοι του Νόλτε έχουν εκφράσει έντονη διαφωνία για τη μαρτυρία του σχετικά με τον εβραϊκό “πόλεμο” εναντίον της Γερμανίας. Υποστηρίζουν ότι η επιστολή του Βάιτσμαν προς τον Τσάμπερλεν συντάχθηκε με την ιδιότητά του ως επικεφαλής της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, όχι εκ μέρους όλων των Εβραίων του κόσμου, και ότι οι απόψεις του Νόλτε βασίζονται στην κίβδηλη ιδέα ότι όλοι οι Εβραίοι αποτελούσαν μια ξεχωριστή “εθνικότητα” που έπαιρναν εντολές δράσης από εβραϊκές οργανώσεις. Η Λίπστατ επέκρινε τη θέση του Νόλτε, στη βάση του ότι ο Βάιτσμαν δεν είχε κάποιο στρατό το 1939 για να διεξάγει πόλεμο με τη Γερμανία και ότι ο Νόλτε αγνόησε τα έξι προηγούμενα χρόνια ναζιστικής καταδίωξης των Εβραίων, αφήνοντας να φανεί ότι ο Βάιτσμαν επέφερε ένα αδύναμο πλήγμα εναντίον της Γερμανίας το 1939 για κανένα προφανή λόγο. Ακόμη περισσότερο, έχει υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Χίτλερ είχε ακούσει ποτέ για την επιστολή του Βάιτσμαν στον Τσάμπερλεν και ότι ήταν φυσικό για έναν Βρετανό Εβραίο, όπως ο Βάιτσμαν, να διακηρύξει την υποστήριξή του στη χώρα του εναντίον ενός άγρια αντισημιτικού καθεστώτος.

Όσον αφορά το βιβλίο του Κάουφμαν (Theodore Kaufman) Germany Must Perish!, οι ναζί ήταν ενήμεροι για την ύπαρξή του. Είχε μεταφραστεί στα γερμανικά την περίοδο του πολέμου και θεωρήθηκε παράδειγμα του τι σκέφτονταν οι Εβραίοι για τους Γερμανούς. Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί επέμειναν ότι οι ριζοσπαστικές απόψεις ενός Αμερικανοεβραίου δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν τυπικές της σκέψης όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Η πρόταση, εξάλλου, για αναγκαστική στείρωση των Γερμανών ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ως συμμαχική πολιτική. Επιπλέον, φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι το βιβλίο του Κάουφμαν έπαιξε κάποιο ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα. Εν τέλει, και η σύγκριση που έκανε ο Νόλτε ανάμεσα στο Ολοκαύτωμα και στον εγκλεισμό Ιαπωνοαμερικανών σε στρατόπεδα είναι επιπόλαιη, αφού οι Εβραίοι της Ευρώπης στάλθηκαν μάλλον σε στρατόπεδα θανάτου, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση δεν επιχείρησε να εξοντώσει τους Ιαπωνοαμερικανούς στα στρατόπεδα εγκλεισμού.

Εξαιτίας των απόψεων που εξέφρασε στην Historikerstreit, ο Νόλτε έχει συχνά κατηγορηθεί ότι είναι απολογητής των ναζί και αντισημίτης. Ο ίδιος έχει αρνηθεί πάντα έντονα αυτές τις κατηγορίες και επιμένει ότι είναι πολιτικά νεοφιλελεύθερος. Έχει παραδεχθεί, επίσης, ότι είναι ένθερμος εθνικιστής και ξεκάθαρος σκοπός του είναι να αποκαταστήσει την αίσθηση περηφάνιας στην ιστορία των Γερμανών, που διαισθάνεται ότι την έχουν χάσει μετά το 1945. Σε συνέντευξή του, τον Σεπτέμβριο του 1987, δήλωσε ότι οι Γερμανοί ήταν “κάποτε η κυρίαρχη φυλή (Herrenvolk), τώρα είναι η ένοχη φυλή (Sündervolk). Η μία δεν είναι τίποτα περισσότερο από αντιστροφή της άλλης”. Ο Νόλτε διαβεβαίωσε ότι πάσχιζε για τη δημιουργία μιας κατάστασης όπου κανείς δεν θα αξιώνει από τους Γερμανούς να διακηρύξουν την ενοχή τους. Πάνω απ’ όλα, είναι αντίθετος σε οποιοδήποτε είδος θεωρίας ξεχωριστού δρόμου (Sonderweg) για την ερμηνεία της γερμανικής ιστορίας. Κατά την άποψή του, οι ρίζες του Εθνικοσοσιαλισμού μπορούν να κατανοηθούν μόνο ως αντίδραση που δικαιολογείται από την αγωνία για την καταστροφική εμφάνιση της Ρωσικής Επανάστασης. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την πριν από το 1917 γερμανική ιστορία. Επιπροσθέτως, κατέκρινε για αντιγερμανικό ρατσισμό όσους επιχειρούσαν να εξισώσουν τον γερμανισμό (Deutschum) με τον εθνικοσοσιαλισμό, όπως έκαναν, κατά την άποψή του, ο Ουίλλιαμ Σίρερ (William L. Shirer) και ο Άλαν Τέιλορ (A. J. P. Taylor). Οι υπερασπιστές του Νόλτε έχουν υποδείξει πολυάριθμες δηλώσεις του, με τις οποίες καταδικάζει τη Ναζιστική Γερμανία και το Ολοκαύτωμα. Οι επικριτές του, από την άλλη, έχουν αναγνωρίσει ότι υπάρχουν αυτές οι δηλώσεις, συνεχίζουν όμως να ισχυρίζονται ότι ο Νόλτε διατυπώνει επιχειρήματα που μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζουν συμπάθεια προς τους Ναζί. Τέτοια είναι η υπεράσπιση της διαταγής του Χίτλερ για άμεση εκτέλεση των πολιτικών κομισαρίων του σοβιετικού στρατού (Kommissarbefeh) ως θεμιτής στρατιωτικής διαταγής• το επιχείρημά του ότι οι σφαγές Εβραίων της Σοβιετικής Ένωσης από δυνάμεις των Einsatzgruppen ήταν λογική απάντηση προληπτικής ασφάλειας στις επιθέσεις των Σοβιετικών παρτιζάνων• οι δηλώσεις του -παραπέμποντας στον Viktor Suvorov- ότι η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ήταν προληπτικός πόλεμος που επιβλήθηκε στον Χίτλερ από επικείμενη, υποτίθεται, σοβιετική επίθεση• ο ισχυρισμός του ότι αμέτρητα έργα για το Ολοκαύτωμα έχουν γραφεί από προκατειλημμένους Εβραίους ιστορικούς ή η χρήση εκ μέρους του της γλώσσας της ναζιστικής περιόδου, όπως η πρακτική του να αναφέρει τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού ως “ασιατικές ορδές”.

Φωτογραφία από τη σφαγή του Μι Λάι

Ο Έβανς περιέγραψε τη μέθοδο του Νόλτε πρώτα να κρίνει και μετά να δικαιολογεί το Γ΄ Ράιχ ως μεθοδολογία παρόμοια με αυτήν του Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon), ο οποίος στο έργο του The History of the Decline and Fall of the Roman Empire έγραψε ότι η μεταστροφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον Χριστιανισμό ήταν έργο του θεού και ότι ο ιστορικός μπορούσε μόνο να εξηγήσει τις δευτερεύουσες αιτίες, τις οποίες περιέγραφε ως ηθική σήψη, εκφυλισμό και απληστία, αιτίες που ο Έβανς επισήμανε ότι υπονόμευαν εντελώς την πρώτη δήλωσή του. Πολλοί Βρετανοί και Αμερικανοί ιστορικοί, εξάλλου, αγανάκτησαν με τις δηλώσεις του Νόλτε στην Historikerstreit, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ηθική διαφορά μεταξύ των βομβαρδισμών γερμανικών πόλεων στον Β’ΠΠ, των εγκλημάτων πολέμου των Αμερικανών στο Βιετνάμ (σφαγή του Μι Λάι) και των εγκλημάτων των Ναζί. Παραπέμποντας στον Ντέιβιντ Ίρβιν, ο Νόλτε θεωρούσε την καταστροφή του Αμβούργου από βομβιστικές επιθέσεις της RAF παράδειγμα της βρετανικής θέλησης να εκμηδενίσει τον γερμανικό πληθυσμό, πράγμα που δεν διέφερε καθόλου από το Ολοκαύτωμα. Πίστευε ότι οι βρετανικές βομβιστικές επιθέσεις ήταν πράξη γενοκτονίας του γερμανικού πληθυσμού και δεν αποτελούσαν απάντηση στους γερμανικούς βομβαρδισμούς στη Βρετανία. Η διαχείριση του πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση θεωρούσε ότι ήταν ακόμη χειρότερη γενοκτονία από αυτήν που διέπραξε η Αγγλία.

Ο Έβανς ισχυρίστηκε ότι σχεδόν καθετί που έγραψε ο Νόλτε απηχούσε τη ναζιστική προπαγάνδα. Προσέθεσε, επίσης, ότι η χρήση της λέξης “ασιατικός”, ακόμη και με την περιορισμένη διάσταση που της απέδωσε ο Νόλτε, περικλείοντάς την σε εισαγωγικά, για να περιγράψει τα έκτροπα των Μπολσεβίκων, αναπόφευκτα ανακαλεί χρόνια φυλετικής καταστροφολογίας, στην οποία ο κομμουνισμός απεικονιζόταν σαν το πιστεύω σχιστομάτηδων που απειλούσαν τη Γερμανία από την Ανατολή. Επιπλέον, πολλοί ιστορικοί θεώρησαν την έννοια του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού υπερβολικά ευρωκεντρική, που παραγνώριζε εντελώς τον ρόλο των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ιαπωνίας και άλλων μη ευρωπαϊκών εθνών στον Β΄ΠΠ. Η έννοια μπορεί να μην έγινε ευρέως αποδεκτή, το βιβλίο του Νόλτε, όμως, ήταν τυπικό μιας τάσης στην ιστοριογραφία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να δίνεται έμφαση στον ρόλο της ιδεολογίας στη λήψη αποφάσεων.

Ύστερο Έργο

Το 1990, ο Νόλτε δημοσίευσε το έργο του Nietzsche und der Nietzscheanismus, στο οποίο χαρακτήρισε την έννοια partei des lebens του Νίτσε ως φιλοσοφική δικαιολόγηση της γενοκτονίας. Υποστήριξε ότι ο Νίτσε υπήρξε ο μεγαλύτερος προφήτης της σύγχρονης εποχής, επειδή κατανόησε ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν, χωρίς επιφύλαξη, προϋπόθεση για τη σωτηρία ενός έθνους. Σύμφωνα με τον Νόλτε, ο Νίτσε αναγκάστηκε να συνηγορήσει υπέρ της “βιολογικής” και της “φιλοσοφικοϊστορικής καταστροφής” ολόκληρων λαών σαν απάντηση στην πρόσκληση του Μαρξ για “κοινωνική καταστροφή ολόκληρων τάξεων. Ο Νίτσε και ο Μαρξ ήταν, κατά την άποψη του Νόλτε, οι δύο προφήτες του 19ου αιώνα που προέβλεψαν τον Ευρωπαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο του 20ου αιώνα. Την ίδια χρονιά, ο Νόλτε συνέβαλε στη δημιουργία του τόμου Die Schatten der Vergangenheit (Οι σκιές του Παρελθόντος) (υπό την επιμέλεια των Eckhard Jesse, Rainer Zitelmann και Uwe Backes), ο οποίος στόχευε να επιτύχει το είδος της “ιστορικοποίησης” του εθνικοσοσιαλισμού που ζήτησε το 1985 ο Μάρτιν Μπρόζατ. Στο δικό του άρθρο στον τόμο, ο Νόλτε άρχισε για μια ακόμη φορά τη διαμάχη με τους αντιπάλους του από την Historikerstreit σχετικά με την ουσία της θεωρίας του για έναν “αιτιώδη δεσμό” ανάμεσα στον φασισμό και τον κομμουνισμό.

Το 1991, η υποδοχή του βιβλίου του Geschichtsdenken im 20. Jahrhundert (Ιστορική Σκέψη στον 20ό αιώνα) εκ μέρους των περισσότερων ιστορικών ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, εχθρική. Σ’ αυτό το έργο του, ο Νόλτε δήλωσε ότι ο 20ός αιώνας παρήγαγε τρία κράτη έκτακτης ανάγκης, δηλαδή τη Γερμανία, τη Σοβιετική Ένωση και το Ισραήλ. Ισχυρίστηκε ότι και τα τρία ήταν κάποτε “αντικανονικά”, αλλά ενώ τα δύο πρώτα έγιναν “κανονικά”, το Ισραήλ παρέμενε ακόμη ένα “αντικανονικό” κράτος και κινδύνευε, κατά την άποψή του, να γίνει φασιστικό κράτος που θα μπορούσε να διαπράξει γενοκτονία εναντίον των Παλαιστινίων. Πολλοί επέκριναν το βιβλίο όχι μόνο για αντισημιτισμό, αλλά και για εχθρική στάση απέναντι στο κράτος του Ισραήλ, με την εννοούμενη συνεπαγωγή ότι υπάρχει ηθική ισοδυναμία μεταξύ σοβιετικού κομμουνισμού, γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και ισραηλινής δημοκρατίας. Ο Νόλτε επικρίθηκε και για το ότι ταξινομούσε χωρίς διάκριση υποθετικά μαζικά εγκλήματα του Ισραήλ μαζί με πραγματικά μαζικά εγκλήματα της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στο ίδιο βιβλίο υπαινίχθηκε ότι η χρήση θαλάμων αερίων αποτελούσε ένα εντελώς αμυντικό μέτρο.

Το 1992, ο Νόλτε προκάλεσε πάλι διαφωνίες με τη βιογραφία του μέντορά του, Μάρτιν Χάιντεγκερ, του οποίου η στροφή στον ναζισμό δικαιολογήθηκε από τον ίδιο, στη βάση του ότι στο κόντεξτ των αρχών της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη των Ναζί ήταν “ορθολογική” επιλογή για έναν Γερμανό. Ισχυρίστηκε ότι ο Χάιντεγκερ ήταν “gerechtfertigt” (δικαιολογημένος) που εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό, καθώς η άλλη εναλλακτική ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα (K.P.D.). Η εχθρική κριτική του Τζέιμς Σίαν (James J. Sheehan) για τη βιογραφία προκάλεσε τη διαμαρτυρία του Νόλτε στις σελίδες της New York Review of Books τον Απρίλιο του 1993. Ο Νόλτε κατηγόρησε τον πρώτο για παραποίηση και λανθασμένη ερμηνεία κάποιων δηλώσεών του. Απαντώντας με τη σειρά του ο Σίαν, δήλωσε ότι και ο Νόλτε είχε κάνει σκόπιμα επιλεκτική παραποίηση της κριτικής του. Αστειευόμενος, ίσως, ο Νόλτε περιέγραψε τον εαυτό του στην επιστολή διαμαρτυρίας του ως “αχρείο αναθεωρητή”.

Ο Ισραηλινός ιστορικός Όμερ Μπαρτώφ (Omer Bartov) έγραψε το 1992 ότι ο Νόλτε ήταν ένας από τους ηγέτες του “νέου αναθεωρητισμού” στη γερμανική ιστορία που υποδαύλισε την Historikerstreit στο τέλος της δεκαετίας του 1980, ο οποίος με κάποιο τρόπο επιχειρούσε να προωθήσει την εικόνα της Βέρμαχτ (Wehrmacht) ως δύναμης του καλού και ως θύματος των Συμμάχων αντί ως θύτη των λαών της Ευρώπης. Έγραψε ότι οι τρεις υπέρμαχοι του νέου ρεβιζιονισμού αντέστρεψαν τον ρόλο της Βέρμαχτ και μ’ αυτό τον παράλογο τρόπο, άλλοτε ανοιχτά κι άλλοτε υπαινικτικά, ο στρατός μεταμορφώθηκε από ένοχο σε σωτήρα, από αντικείμενο μίσους και φόβου σε αντικείμενο εμπαθητικής κατανόησης και ελέους. Ειδικότερα, έγραψε ότι:

  • Η γεωγραφική ερμηνεία της γερμανικής ιστορίας από τον Στύρμερ σήμαινε ότι η “αποστολή” της Γερμανίας στην Κεντρική Ευρώπη ήταν να αποτελεί προπύργιο ενάντια στη σλαβική απειλή από την Ανατολή και στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
  • Το επιχείρημα του Νόλτε σχετικά με την εθνικοσοσιαλιστική γενοκτονία, που την παρουσίαζε ως λογική, αν και ακραία, απάντηση στον τρόμο του κομμουνισμού, οδήγησε στη δικαιολόγηση των εγκλημάτων της Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση. Και αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο, καθώς ο Νόλτε επέμενε ότι η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ήταν ένας “προληπτικός πόλεμος”, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Χίτλερ, δηλαδή τα εγκλήματα της Βέρμαχτ απεικονίζονταν ως αμυντική απάντηση στην απειλή των “ασιατικών ορδών” εναντίον της Γερμανίας.
  • Η πρόσκληση του Άντρεας Χιλγκρούμπερ στους ιστορικούς να δείξουν εμπαθητική κατανόηση απέναντι στα γερμανικά στρατεύματα στο Ανατολικό Μέτωπο το 1944-45 χωρίς αμφιβολία απαξίωνε τις ζωές αυτών που υπέφεραν και πέθαναν στο Ολοκαύτωμα.

Και οι τρεις ιστορικοί, κατά την άποψη του Μπαρτώφ, επιχείρησαν με πολλούς τρόπους να δικαιολογήσουν και να συγχωρήσουν τα εγκλήματα πολέμου της Βέρμαχτ, παριστάνοντάς την να διεξάγει μια ηρωική μάχη για τον δυτικό πολιτισμό, χρησιμοποιώντας συχνά ακόμη και την ίδια γλώσσα με τους Ναζί. Αυτό το είδος επιχειρημάτων, κατέληξε ο Μπαρτώφ, αντανακλούσε μια μεγαλύτερη απροθυμία εκ μέρους κάποιων Γερμανών να παραδεχθούν ό,τι έπραξε ο γερμανικός στρατός στη διάρκεια του πολέμου.

Αν και ο Νόλτε ποτέ δεν αρνήθηκε το Ολοκαύτωμα, συχνά έχει επαινέσει το έργο των David Irving, David Hoggan, Fred Leuchter, Arthur Butz, Paul Rassinier και άλλων αρνητών του Ολοκαυτώματος ως ανώτερο του έργου ακαδημαϊκών του κυρίαρχου ρεύματος. Το 1993, έγραψε στο βιβλίο του Streitpunkte ότι η έρευνα των ριζοσπαστών αναθεωρητών του Ολοκαυτώματος, για κάποιον που είναι εξοικειωμένος με τις πηγές και την κριτική τους, είναι πιθανόν ανώτερη από αυτήν των κατεστημένων ιστορικών της Γερμανίας. Ο Γερμανός ιστορικός Καρλ Ντήτριχ Μπράχερ (Karl Dietrich Bracher) στο βιβλίο του Wendezeiten der Geschichte: Historisch-politische Essays, 1987-1992, 1992, (στα αγγλικά παρουσιάστηκε ως Turning Points In Modern Times : Essays On German and European History, 1995) επιτέθηκε στον Νόλτε για τους ισχυρισμούς του ότι ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ήταν απλώς ένα “είδωλο στον καθρέπτη” της Σοβιετικής Ένωσης. Έγραψε ότι η δουλειά του καθιστά κοινότοπο τον απεχθή ρατσισμό που, κατά την άποψη του Μπράχερ, βρισκόταν στην καρδιά του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1993, ο Αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Πάιπς (Richard Pipes) επέκρινε τον Νόλτε για το ότι διατύπωσε ένα Post hoc ergo propter hoc επιχείρημα. Έγραψε, επίσης, ότι ο ιταλικός φασισμός και ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ήταν γηγενή προϊόντα στις χώρες τους και δεν θα μπορούσαν να περιγραφούν ως αντίδραση στη Ρωσική Επανάσταση.

Σε συνέντευξή του στο Der Spiegel το 1994, ο Νόλτε δήλωσε ότι δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σημασία της έρευνας για τους θαλάμους αερίων, με την οποία αναζητήθηκαν υπολείμματα της χημικής αντίδρασης που δημιούργησε το Zyklon B, και ότι ήταν αντίθετος στους αναθεωρητές του Ολοκαυτώματος, αλλά η “μελέτη” των θαλάμων αερίων από τον Fred Leuchter πρέπει να τύχει προσοχής, γιατί κάποιος πρέπει να παραμείνει ανοιχτός και σε “άλλες” ιδέες. Στην ίδια συνέντευξη ο Νόλτε δήλωσε ο Β΄ΠΠ ουσιαστικά ήταν πόλεμος για την ενοποίηση της Ευρώπης και ότι η Γερμανία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή σαν το Πεδεμόντιο της Ευρώπης.

Διαφωνία προέκυψε και γύρω από έναν λόγο του Νόλτε το 1994, στον οποίο υποστήριξε ότι υπήρχαν πολλά “θετικά” στον ναζισμό και ότι πολλοί ιστορικοί αδιαφόρησαν για τις “θετικές” όψεις του. Αυτή η τελευταία δήλωση προκάλεσε δημόσιο λεκτικό πόλεμο μεταξύ του Νόλτε και του παλιού αντιπάλου του από την Historikerstreit, Ρούντολφ Άουγκσταϊν (Rudolf Augstein), ο οποίος χρησιμοποίησε τις σελίδες του Der Spiegel για να κατηγορήσει τον πρώτο για απολογητή των Ναζί. Τελικά, για χάρη της δημόσιας ευπρέπειας, διάφοροι πολιτικοί κάλεσαν και τους δύο να σταματήσουν τις επιθέσεις ο ένας στον άλλο.

Σε συνέντευξή του το 1996, ο Νόλτε ισχυρίστηκε ότι οι προσπάθειες νεοναζί σκίνχεντς να πυρπολήσουν κτήρια που στέγαζαν ξένους πρόσφυγες θα έπρεπε να θεωρηθούν όχι απόπειρα φόνου, αλλά μάλλον έκφραση απογοήτευσης. Στην ίδια συνέντευξη, κατέκρινε εκείνους τους αξιωματούχους που ζήτησαν την καταδίωξη των σκίνχεντς, επειδή έλαβαν μια εντελώς αμφισβητήσιμη απόφαση. Κατά την άποψή του, υπήρχαν αρκετοί σοβαροί λόγοι που θα οδηγούσαν κάποιον να ρίξει εμπρηστική βόμβα σ’ έναν ξενώνα. Εντέλει, μετά την Historikerstreit, Ο Νόλτε έγινε μια όλο και περισσότερο περιθωριακή φιγούρα ανάμεσα στους επαγγελματίες ιστορικούς στη Γερμανία. Ακόμη κι αυτοί που υπερασπίζονταν τον γερμανικό εθνικισμό, όπως οι Μίχαελ Βόλφζον (Michael Wolffsohn) και Μίχαελ Στύρμερ, (Michael Stürmer), επιδίωξαν να απομακρυνθούν από αυτόν.

Ένα άλλο αμφισβητήσιμο έργο του Νόλτε ήταν το βιβλίο του Historische Existenz που εκδόθηκε το 1998. Προεξέχον θέμα του βιβλίου αποτέλεσε η επαναδιατύπωση της άποψης που είχε εκφράσει για πρώτη φορά στη Historikerstreit, ότι λόγω του δυσανάλογου αριθμού των Εβραίων Σοβιετικών παρτιζάνων οι σφαγές των Einsatzgruppen, που οδήγησαν στη δολοφονία 2.2 εκατομμυρίων Εβραίων της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν μια αποδεκτή τακτική “προληπτικής ασφάλειας”, που δεν θα έπρεπε να θεωρείται είτε ως έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Στο ίδιο βιβλίο ισχυρίστηκε ότι ο Χίτλερ είχε δοβαρούς λόγους το 1939 να θεωρεί δίκαια όλους τους Εβραίους εχθρούς και είχε το δικαίωμα να πάρει “κατάλληλα μέτρα” εναντίον τους. Παραθέτοντας χωρία από την Τανάκ (Tanakh), όπου ο θεός διατάζει τους Ισραηλίτες να φονεύσουν όλους τους εχθρούς τους, ο Νόλτε υποστηρίζει ότι αυτό αποτελεί απόδειξη της υποτιθέμενης εβραϊκής νοοτροπίας για γενοκτονία, την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Χίτλερ. Ο Ισραηλινός ιστορικός Γεχούντα Μπάουερ (Yehuda Bauer) έγραψε ότι καθαρός σκοπός του Νόλτε ήταν να απαλλάξει τη γερμανική κοινωνία από κάθε ευθύνη για τον Β΄ΠΠ, γενικά,και από το Ολοκαύτωμα, ειδικά. Οι Γερμανοί, όπως είπε ο Φραντς Γιόζεφ Στράους (Franz Josef Strauss), έπρεπε να περπατούν πάλι με το κεφάλι ψηλά.

Μεταξύ 1995 και 1997, ο Νόλτε λογομάχησε με τον Γάλλο ιστορικό Φρανσουά Φυρέ (François Furet) μέσω μιας σειράς επιστολών πάνω στη σχέση φασισμού και κομμουνισμού. Η λογομαχία είχε αρχίσει από μια υποσημείωση στο βιβλίο του Φυρέ Le Passé d’une illusion, στην οποία ο συγγραφέας είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τη θεωρία του Νόλτε, πράγμα που ανάγκασε τον τελευταίο να στείλει επιστολή διαμαρτυρίας στον Φυρέ. Ο Γάλλος ιστορικός υποστήριξε ότι και οι δύο ιδεολογίες ήταν “ολοκληρωτικά δίδυμα” που μοιράζονταν τις ίδιες αρχές, ενώ ο Νόλτε επανέλαβε τις απόψεις του για τον “αιτιώδη σύνδεσμο” (kausale Nexus) φασισμού και κομμουνισμού. Το 1998, μετά τον θάνατο του Φυρέ, οι επιστολές εκδόθηκαν στη Γαλλία σε βιβλίο με τίτλο Fascisme et Communisme: échange épistolaire avec l’historien allemand Ernst Nolte prolongeant la Historikerstreit. Το 2001, το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά με τίτλο Fascism and Communism. Μεταξύ άλλων, ο Φυρέ υποστήριξε ότι δεν βλέπει ποια είναι η ακριβής παραλληλία μεταξύ Ολοκαυτώματος και αποκουλακοποίησης, ότι υπήρξαν μοναδικά γεγονότα σε κάθε κίνημα που διαφοροποιούσαν το ένα από το άλλο, ότι ο Χίτλερ δεν είχε ανάγκη το παράδειγμα της αποκουλακοποίησης για να εμπνευστεί για το Ολοκαύτωμα, ότι, τέλος, ο ακραίος αντισημιτισμός ήταν διαδεδομένος στη Γερμανία πολύ πριν τη Ρωσική Επανάσταση. Ο Νόλτε, από την άλλη πλευρά, ισχυρίστηκε ότι το γεγονός πως μεγάλος αριθμός σοσιαλιστών και κομμουνιστών ηγετών στους αιώνες 19ο και 20ο ήταν εβραϊκής καταγωγής παρείχε μια λογική βάση στους Ναζί να εξισώσουν Εβραίους και κομμουνισμό.

Ο Νόλτε γράφει συχνά ΄’αρθρα γνώμης σε γερμανικές εφημερίδες, όπως η Die Welt και η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Συχνά, επίσης, περιγράφεται ως ένας από τους αναμφισβήτητα πιο λαμπρούς και, σίγουρα, από τους πιο επίμονους με την ιστορία Γερμανούς στοχαστές. Σημαντικό θέμα των δοκιμίων του αποτελούν η ιστορική συνείδηση και η αυτοκατανόηση των Γερμανών. Έχει ονομάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία “κράτος που γέννησε η σύγχρονη ιστορία, προϊόν καταστροφής που ιδρύθηκε για να υπερβεί την καταστροφή”. Σε άρθρο του δημοσιευμένο στην Die Welt στις 2/1/1999 με τίτλο “Auschwitz als Argument in der Geschichtstheorie”, ο Νόλτε επέκρινε το βιβλίο του παλιού εχθρού του, Ρίτσαρντ Έβανς, In The Defence of History, στη βάση του ότι όψεις του Άουσβιτς είναι ανοικτές σε αναθεώρηση και, ως εκ τούτου, οι επιθέσεις του Έβανς στον ίδιο κατά τη διάρκεια της Historikerstreit ήταν αβάσιμες. Ειδικότερα, παραπέμποντας στον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Daniel Jonah Goldhagen, ισχυρίστηκε ότι η αποτελεσματικότητα των θαλάμων αερίων ως φονικών εργαλείων είχε διογκωθεί και ότι περισσότεροι Εβραίοι δολοφονήθηκαν με ομαδικούς τουφεκισμούς παρά με ομαδική εξόντωση με αέρια. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο αριθμός των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς είχε υπερεκτιμηθεί μετά το 1945 (όχι τέσσερα εκατομμύρια, αλλά μάλλον ένα εκατομμύριο δολοφονήθηκαν εκεί) και ότι οι μνήμες από το Άουσβιτς του Binjamin Wilkomirski είναι κίβδηλες, συνεπώς η ιστορία του Ολοκαυτώματος είναι ανοικτή σε νέα ερμηνεία. Ο Έβανς δήλωσε, με τη σειρά του, ότι αυτός ο τύπος επιχειρημάτων έδειχνε ότι ο Νόλτε προσπαθούσε να αποφύγει να απαντήσει στην κριτική που ο ίδιος του απηύθυνε στη διάρκεια της Historikerstreit.

Στις 4/6/2000, ο Νόλτε τιμήθηκε με το βραβείο Konrad Adenauer για τα Γράμματα. Το βραβείο προκάλεσε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και διαφωνίες. Ο άνθρωπος που παρέδωσε το βραβείο στον Νόλτε, ο Δρ Χορστ Μέλλερ (Horst Möller), από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας (Institut für Zeitgeschichte), εγκωμίασε τη συμβολή του στην επιστήμη, αποφεύγοντας να προσεγγίσει τα αμφιλεγόμενα επιχειρήματά του. Ο Χάινριχ Άουγκουστ Βίνκλερ (Heinrich August Winkler) υποστήριξε ότι ο Μέλλερ θα έπρεπε να παραιτηθεί από τη διεύθυνση του Ινστιτούτου, στη βάση του ότι επέτρεψε στον εαυτό του να γίνει μέρος μιας διανοητικής πολιτικής προσβολής που σκόπευε να ενσωματώσει δεξιές και αναθεωρητικές θέσεις στο κυρίαρχο συντηρητικό ρεύμα. Ο Μπέντζαμιν Μηντ (Benjamin Meed), πρόεδρος της Συνέλευσης των Εβραίων Επιζώντων του Ολοκαυτώματος στην Αμερική, αποκάλεσε το βραβείο “απεχθή προσβολή στη μνήμη”. Στον λόγο του κατά την αποδοχή του βραβείου, ο Νόλτε σχολίασε ότι θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η άποψη ότι οι αντίθετοι των σκοπών του εθνικοσοσιαλισμού είναι πάντα καλοί και σωστοί, παρατηρώντας ότι η υπερβολική εβραϊκή υποστήριξη στον κομμουνισμό όπλισε τους Ναζί με “λογικές αιτίες” για τον αντισημιτισμό τους.

Τον Αύγουστο του 2000, ο Νόλτε δημοσίευσε στην εφημερίδα Die Woche ευνοϊκή κριτική για το βιβλίο του Νόρμαν Φλίνκενσταϊν (Norman Finkelstein) The Holocaust Industry, ισχυριζόμενος ότι το βιβλίο του ενίσχυε το δικό του επιχείρημά πως η μνήμη του Ολοκαυτώματος έχει χρησιμοποιηθεί από εβραϊκές ομάδες για δικούς τους λόγους. Η θετική κριτική του βιβλίου μπορεί να συνδέεται με την επιδοκιμασία από τον συγγραφέα του αιτήματος που ο Νόλτε για πρώτη φορά διατύπωσε στην Historikerstreit σχετικά με την “κανονικοποίηση” του γερμανικού παρελθόντος. Και ο Έλληνας ιστορικός Αριστοτέλης Καλλής επικρότησε το αίτημα του Νόλτε να σταματήσουν οι προσπάθειες δαιμονοποίησης του εθνικοσοσιαλισμού και η αντιμετώπιση του ναζιστικού καθεστώτος ως μοναδικού και ξεχωριστού, χωρίς όμοιό του στην ιστορία. Προσέθεσε, επίσης, ότι, αν και το έργο του Νόλτε έχει αμφίβολη μεθοδολογική και ιστορική αξιοπιστία, η δήλωσή του ότι το Shoah καθιστά δύσκολη την κριτική απόσταση από τα χρόνια των Ναζί είναι βάσιμη. Συμφώνησε, όμως, με τον επικριτή του Νόλτε, Τίμοθυ Μέισον (Timothy Mason), ο οποίος υποστήριξε ότι η προσπάθεια του Γερμανού ιστορικού να φέρει τους Νεότουρκους και τους Ερυθρούς Χμερ στην ιστοριογραφία του Ολοκαυτώματος ήταν άσχετος με τα πραγματικά ζητήματα περισπασμός. Ό,τι χρειαζόταν αληθινά η ιστοριογραφία του Γ΄ Ράιχ, επισήμανε ο Καλλής, ήταν το παράδειγμα μιας γενικής θεωρίας για τον φασισμό, όπως αυτή που προώθησε ο Μέισον και ο ίδιος ο Νόλτε κάποτε.

Σε συνέντευξή της το 2003, η Λίπστατ είπε ότι ιστορικοί σαν τον Νόλτε είναι, κατά κάποιον τρόπο, ακόμη πιο επικίνδυνοι από τους αρνητές. Χαρακτήρισε τον Νόλτε αντισημίτη πρώτης τάξης, ο οποίος επιχειρεί να αποκαταστήσει τον Χίτλερ λέγοντας πως δεν ήταν χειρότερος από τον Στάλιν, αλλά είναι προσεκτικός ώστε να μην αρνηθεί το Ολοκαύτωμα. Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος κάνουν πιο εύκολη τη ζωή του Νόλτε, παρατήρησε η Λίπστατ: Έχουν σπρώξει, με τα ριζοσπαστικά επιχειρήματά τους, το κέντρο λίγο περισσότερο προς την πλευρά τους κι έτσι ένας λιγότερο ριζοσπάστης εξτρεμιστής, όπως ο Νόλτε, βρίσκεται κοντύτερα στον μεσαίο χώρο, πράγμα που τον κάνει πιο επικίνδυνο. Ο Αμερικανός ιστορικός Γουόρντ Τσώρτσιλ (Ward Churchill) έχει υπερασπιστεί τον Νόλτε απέναντι στις κατηγορίες της Λίπστατ, υποστηρίζοντας ότι έχει δίκιο (ο Νόλτε) να ισχυρίζεται ότι το Ολοκαύτωμα είναι απλώς μία από τις πολλές γενοκτονίες όλων των εποχών και, συνεπώς, δεν αποτελεί το μοναδικό κακό της ιστορίας. Το 2003 και 2004, ο Νόλτε ήταν προεξέχων υπερασπιστής του Μάρτιν Χόφμαν (Martin Hohmann), του οποίου οι απόψεις για το Shoah ήταν παρόμοιες με τις δικές του.

Σε κριτική της για τη μονογραφία του Ρίτσαρντ Όβερυ (Richard Overy) The Dictators το 2004, η αρθρογράφος Άνν Άπλμπαουμ (Anne Applebaum) υποστήριξε ότι η σύγκριση γερμανικής και σοβιετικής δικτατορίας είναι μια δυνατή διανοητική άσκηση, αλλά κατηγόρησε τον Νόλτε ότι με τα επιχειρήματά του είχε δυσφημήσει τη συγκριτική προσέγγιση. Την υπεράσπισή του απέναντι στην κατηγορία που του απηύθυνε η Άπλμπαουμ, ότι δηλαδή επιχειρούσε να δικαιολογήσει το Ολοκαύτωμα, ανάλαβε ο Πάουλ Γκότφριντ (Paul Gottfried), επισημαίνοντας πως ο Νόλτε απλώς ισχυρίστηκε ότι οι Ναζί είχαν συνδέσει στο μυαλό τους Εβραίους και κομμουνιστές και ότι το Ολοκαύτωμα ήταν μια προσπάθεια να εξαλείψουν τους πιο πιθανούς υποστηρικτές του κομμουνισμού.

Στο βιβλίο του The Russian Roots of Nazism: White Émigrés And The Making of National Socialism, του 2005, ο Αμερικανός ιστορικός Μάικλ Κέλογκ (Michael Kellogg) υποστήριξε ότι υπήρχαν δύο άκρα σκέψης σχετικά με τις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού. Το ένα άκρο αντιπροσωπεύει ο Νόλτε με το επιχείρημά του για τον “αιτιώδη σύνδεσμο” μεταξύ κομμουνισμού στη Ρωσία και ναζισμού στη Γερμανία και το άλλο ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ντάνιελ Γκολντχάγκεν (Daniel Goldhagen) με τις θεωρίες του για τη μοναδική γερμανική κουλτούρα ενός αντισημιτισμού με τάσεις “εκμηδενισμού”. Ο Κέλογκ ισχυρίστηκε ότι το βιβλίο του αντιπροσώπευε μια προσπάθεια για μια μεσαία θέση μεταξύ των ισχυρισμών του Νόλτε και του Γκολντχάγκεν, αλλά ότι έκλινε προς τη θέση του Νόλτε, επιμένοντας ότι οι αντιμπολσεβίκοι και αντισημίτες Ρώσοι εμιγκρέ έπαιξαν ρόλο στη δεκαετία του 1920 στην ανάπτυξη της ναζιστικής ιδεολογίας με την εξαιρετικά σημαντική επίδρασή τους στη σκέψη των Ναζί για τον εβραιομπολσεβικισμό, ρόλος που δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς.

Η θέση του Νόλτε ότι η ναζιστική Γερμανία αποτελεί το “είδωλο στον καθρέπτη” της Σοβιετικής Ένωσης έχει κερδίσει την υποστήριξη πολλών άλλων ακαδημαϊκών, αν και δεν ταυτίζονται απολύτως με όλες τις θέσεις του. Ο Γερμανός ιστορικός Götz Aly, για παράδειγμα, έγραψε το 2006 στην Die Zeit ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στη σύγκριση της γερμανικής με τη σοβιετική δικτατορία, αλλά ότι ο Νόλτε την έκανε με τέτοιο τρόπο, ώστε να ορθολογικοποιήσει και να δικαιολογήσει το Ολοκαύτωμα. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, συμφωνούσε με τη θέση ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μοναδικό, αλλά μέρος μιας ευρύτερης περιόδου βίας και τρόμου στον 20ο αιώνα, και, από την άλλη, κατέκρινε τον Νόλτε για τη θέση που υποστήριξε στο βιβλίο του Streitpunkte το 1993, ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μια ευσπλαχνική επιλογή εκ μέρους των Ναζί, καθώς τα θύματα πέθαναν εκεί με ένα σχετικά υποφερτό τρόπο. Τον κατηγόρησε, επίσης, ότι έδειχνε εξωφρενική απάθεια απέναντι στους επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Τη θέση του Νόλτε υποστήριξε και ο Γάλλος ιστορικός Στεφάν Κουρτουά (Stéphane Courtois), δηλαδή και την άποψη ότι η Γερμανία υιοθέτησε ένα σύστημα καταστολής που μιμούνταν τις σοβιετικές μεθόδους και ότι η γενοκτονία ανθρώπων που ζούσαν στον Καύκασο, καθώς και η εξόντωση μεγάλων κοινωνικών ομάδων στη Ρωσία δεν ήταν πολύ διαφορετικές από παρόμοιες πολιτικές των Ναζί. Ο Κουρτουά έγραψε τον πρόλογο στη γαλλική έκδοση του βιβλίου του Νόλτε Der europäische Bürgerkrieg (Ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος Πόλεμος) που δημοσιεύτηκε το 2000 με τίτλο Guerre civile européenne 1917–1945. Και ο Βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις (Norman Davies) φαίνεται ότι υποστήριξε την ίδια θέση στο βιβλίο του No Simple Victory, δημοσιευμένο το 2006. Αντιθέτως, ο Αμερικανός ιστορικός Φριτζ Στερν (Fritz Stern) και ο Καναδός Ρόμπερτ Γκελάτελυ (Robert Gellately) αποκήρυξαν τις θέσεις του Νόλτε για το Ολοκαύτωμα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος τον χαρακτήρισε, το 2006, αντισημίτη για την άποψή του ότι τα “εβραϊκά συμφέροντα” ήταν αυτά που κρατούσαν τη μνήμη του Ολοκατώματος ζωντανή και ο δεύτερος, το 2007, αν και υποστήριξε με σαφήνεια ότι υπάρχει ηθική ισοδυναμία μεταξύ των πράξεων των Ναζί στη Γερμανία και των κομμουνιστών στη Σοβιετική Ένωση, τον επέκρινε για την αναπαραγωγή της ναζιστικής ρητορικής και θεώρησε δίκαιη την παγκόσμια κατακραυγή για την απαράδεκτη και σοκαριστική θέση του ότι οι Εβραίοι είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή τους, αλλά και για την άρνησή του, ενάντια σε όλες τις αποδείξεις, ότι ο αντισημιτισμός ήταν ριζωμένος στον γερμανικό εθνικισμό.

Σε συνέντευξή του στην Die Welt τον Ιούνιο του 2006, στην οποία επανέλαβε τις θεωρίες του για τον φασισμό, ο Νόλτε χαρακτήρισε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό ως “τρίτη παραλλαγή” της “αντίστασης στην υπερβατικότητα”, μετά τον κομμουνισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό, εκφράζοντας τη λύπη του για το ότι δεν θα έχει πολύ χρόνο ακόμη στη διάθεσή του, για να μελετήσει πλήρως τον ισλαμοφασισμό. Στο τέλος της συνέντευξης, ο Νόλτε αποκάλεσε τον εαυτό του φιλόσοφο, όχι ιστορικό, και υποστήριξε ότι οι συχνές εχθρικές αντιδράσεις των ιστορικών απέναντί του οφείλονταν στο στάτους του ως φιλοσόφου που έγραφε ιστορία. Το τελευταίο βιβλίο του, Die dritte radikale Widerstandsbewegung: der Islamismus, μια μελέτη του ισλαμισμού, δημοσιεύτηκε το 2009.

Βιβλιογραφία

  • Almond, Mark, “Historiography”, στο: I.C.B. Dear and M.R.D. Foot (ed.), The Oxford Companion to World War II, Oxford: Oxford University Press, 2002, σελ. 418–424
  • Baldwin, Peter, “The Historikerstreit in Context”, στο: Baldwin, Peter (ed.), Reworking the Past: Hitler, the Holocaust, and the Historians’ Debate, Boston: Beacon, 1990, σελ. 3-37
  • Bartov, Omer, “Soldiers, Nazis and War in the Third Reich”, στο: Christan Leitz (ed.)The Third Reich: The Essential Readings, London: Blackwall, 1999, σελ. 131-150
  • Baurer, Yehuda “A Past That Will Not Go Away”, στο: Michael Berenbaum and Abraham Peck (ed.), The Holocaust and History: The Unknown, the Disputed and the Reexamined, Bloomington: Indiana University Press, 1998, σελ. 2-22
  • Braunthal, Gerard, “Review: Ernst Nolte (ed.), Theorien über den Faschismus“, [Neue Wissenschaftliche Bibliothek, Number 21.], Cologne: Kiepenheuer & Witsch, 1967, περ. The American Historical Review, τόμος 75, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1969, σελ. 487-488
  • Brockmann, Stephen, “The Politics Of German History”, περ. History and Theory, τόμος 29, τεύχος 2, 1990, σελ. 179-189
  • Buse Dieter K. and Doerr, Modern Germany: an encyclopedia of history, people, and culture 1871-1990, Garland Publishing, 1998
  • Diner, Dan, “The Historians’ Controversy: Limits to the Historicization of National Socialism”, περ. Tikkun, τόμος 2, 1987, σελ. 74–78
  • Eley, Geoff, “Viewpoint Nazism, Politics and the Image of the Past: Thoughts on the West German Historikerstreit 1986-1987″, περ. Past and Present, τόμος 121, 1988, σελ. 171-208
  • Evans, Ritsard J., In Hitler’s Shadow: West German Historians and the Attempt to Escape From the Nazi Past, Pantheon books, 1989
  • Friedländer, Saul, “West Germany and the Burden of the Past: The Ongoing Debate” περ. Jerusalem Quarterly, τόμος 42, άνοιξη 1987, σελ. 3–18
Memory, History, and the Extermination of the Jews of Europe, Indiana University Press, 1993
  • Friedrich, Carl J., “Review: Fascism versus Totalitarianism: Ernst Nolte’s Views Reexamined”, περ. Central European History, τόμος 4, τεύχος 3, Σεπτέμβριος 1971, σελ. 271–284
  • Gilbert, Felix, “Review: Ernst Nolte, Deutschland und der Kalte Krieg”, περ. The American Historical Review, τόμος 81, τεύχος 3, Ιούνιος 1976, σελ. 618-620
  • Grab, Walter, “German Historians and the Trivialization of Nazi Criminality: Critical Remarks on the Apologetics of Joachim Fest, Ernst Nolte and Andreas Hillgruber”, περ. Australian Journal of Politics and History, τόμος 33, τεύχος 3, 1987, σελ. 273–278
  • Griffin, Roger, International Fascism: Theories, Causes and the New Consensus, Bloomsbury: USA, 1998
  • Gutman, Yisreal, “Nolte and Revisionism”, περ. Yad Vashem Studies, τόμος 19, 1988, σελ. 115–150
  • Hanrieder, Wolfram F., “Review: Ernst Nolte, Deutschland und der Kälte Krieg“, περ. American Political Science Review, τόμος 71, Σεπτέμβριος 1977, σελ. 1316–1318
  • Heilbrunn, Jacob, “Germany’s New Right”, περ. Foreign Affairs, τόμος 75, τεύχος 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1996, σελ. 80–98
  • Hirschfeld, Gerhard, “Erasing the Past?”, περ. History Today, τόμος 37, τεύχος 8, Αύγουστος 1987, σελ. 8–10
  • Jarausch, Konrad, “Removing the Nazi Stain? The Quarrel of the German Historians”, περ. German Studies Review, τόμος 11, 1988, σελ. 285-301
  • Katz, Steven, The Holocaust in Historical Context, Oxford University Press, 1994
  • Kellogg, Michael, The Russian Roots of Nazism:White Ėmigrė and the Making of National Socialism 1917-1945, Cambridge: Cambridge University Press, 2008
  • Kershaw, Ian, The Nazi dictatorship: problems and perspectives of interpretation, Hodder Arnold, 1989
  • Kitchen, Martin, “Ernst Nolte and the Phenomenology of Fascism”, περ. Science & Society, τόμος 38, τεύχος 2, 1974, σελ. 130-149.
  • Koch, Hans Wolfang, Aspects of the Third Reich, Palgrave Macmillan, 1986
  • Knowlton, James and Cates, Truett (μτφρ.), Forever in the shadow of Hitler?: original documents of the Historikerstreit, the controversy concerning the singularity of the Holocaust, Humanities Press, 1993 [γερμανική έκδοση: Piper, Ernst Reinhard (ed.) “Historikerstreit”. Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der Nationalsozialistischen Judenvernichtung, Piper Verlag, München/Zürich 1987
    • Augstein, Rudolf, “The New Auschwitz Lie”, σελ. 131–134
    • Bracher, Karl Dietrich, “Letter to the Editor of the Frankfurter Allgemeine Zeitung, september 6 1986”, σελ. 72–73
    • Broszat, Martin, “Where the Roads Part: History is not a Suitable Substitute for a Religion of Nationalism” σελ. 125–129
    • Euchner, Walter, “The Nazi Reign-A Case of Normal Tyranny? On the Misuse of Philosophical Interpretations”, σελ. 237–242
    • Fest, Joachim, “Encumbered Remembrance: The Controversy about the Incomparability of National-Socialist Mass Crimes”, σελ. 63–71
      “Postscript, April 21, 1987”, σελ. 264–265
    • Fleischer, Helmut, “The Morality of History: On The Dispute about the Past that will not Pass”, σελ. 79–84
    • Geiss, Imanuel, “Letter to the Editor of Der Spiegel, October 20, 1986”, 147–148
      “On the Historkerstreit”, σελ. 254–258
    • Habermas, Jürgen, “A Kind of Settlement of Damages on Apologetic Tendencies in German History Writing”, σελ. 34–44
      “Letter to the Editor of the Frankfurter Allgemeine Zeitung, August 11, 1986”, σελ. 58–60
    • Helbling, Hanno, “A Searching Image of the Past: What is Expected from German History Books”, σελ. 98–100
    • Hildebrand, Klaus, “The Age of Tyrants: History and Politics: The Administrators of the Enlightenment, the Risk of Scholarship and the Preservation of a Worldview. A Reply to Jürgen Habermas””, σελ. 50–55
      “He Who Wants to Escape the Abyss Will Have to Sound it Very Precisely: Is the New German History Writing Revisionist?”, σελ. 188–195
    • Hillgruber, Andreas, “Jürgen Habermas, Karl-Heinz Janßen, and the Enlightenment in the Year 1986”, σελ. 222–236
    • Jäckel, Eberhard, “The Impoverished Practice of Insinuation: The Singular Aspect of National-Socialist Crimes Cannot Be Denied”, σελ74–78
    • Kocka, Jürgen, “Hitler Should not Βe Repressed by Stalin and Pol Pot: On the Attempts of German Historians to Relativize the Enormity of Nazi Crimes”, σελ. 85–92
    • Leicht, Robert, “Only by Facing the Past Can We Be Free. We Are Our Own Past: German History Should not Be Retouched”, σελ. 244–248
    • Löwenthal, Richard, “Letter to the Editor of the Frankfurter Allgemeine Zeitung November 29, 1986″, σελ. 199–201
    • Meier, Christian, “Keynote Address on the Occasion of the Opening of the Thirty-Sixth Conference of German Historians in Trier, October 8, 1986”, σελ. 135–142
      “Not a Concluding Remark”, σελ. 177–183
    • Möller, Horst, “What May Not Be, Cannot Be: A Plea for Rendering Factual the Controversy about Recent History”, σελ. 216–221
    • Mommsen, Hans, “Search for the ‘Lost History’? Observation on the Historical Self-Evidence of the Federal Republic”, σελ. 101–113
      “The New Historical Consciousness and the Relativizing of National Socialism”, σελ. 114–124
    • Mommsen, Wolfgang, “Neither Denial nor Forgetfulness Will Free Us From the Past: Harmonizing Our Understanding of History Endangers Freedom”, σελ. 202–215
    • Nipperdey, Thomas, “Under the Domination of Suspicion: Scholarly Statements Should Not Be Judged by Their Political Function”, σελ. 143–146
    • Perels, Joachim, “Those Who Refused to Go Along Left Their Country In The Lurch: The Resistance Is Also Being Reassessed in the Historikerstreit“, σελ. 249–253
    • Piper, Ernst, “Afterword to the Historikerstreit“, σελ. 272–275
    • Schulze, Hagen, “Questions We Have to Face: No Historical Stance Without National Identity”, σελ. 93–97
    • Sontheimer, Kurt, “Makeup Artists are Creating a New Identity”, σελ. 184–187
    • Winkler, Heinrich August, “Eternally in the Shadow of Hitler? The Dispute about the Germans’ Understanding of History”, σελ. 171–176
  • Kulka, Otto Dov, “Singularity and its Relativization: Changing Views in German Historiography on National Socialism and the `Final Solution'”, περ. Yad Vashem Studies, τόμος 19, 1988, σελ. 151–186
  • LaCapra, Dominick, “Revisiting the Historians’ Debate: Mourning and Genocide”, περ. History & Memory, τόμος 9, τεύχος 1–2, 1997, σελ.80–112
  • Lipstadt, Deborah E., Denying the Holocaust: The Growing Assault on Truth and Memory, The Free Press, 1993
  • Loewenberg, Peter, “Review: Ernst Nolte (ed.) Theorien über den Faschismus“, περ. The Journal of Modern History, τόμος 41, τεύχος 3, Σεπτέμβριος 1969, σελ. 368-370
  • Maier, Charles S., “Immoral Equivalence”, περ. The New Republic, τόμος 195, τεύχος 3, Δεκέμβριος 1986, σελ. 36–41
The Unmasterable Past: Ηistory, Ηolocaust, and German Νational Ιdentity, Harvard University Press, 1988
  • Marrus, Michael Robert, The Holocaust in History, Lester & Orpen Dennys, 1987
  • Mosse, George, “Review: Three Faces of Fascism: Action Française, Italian Fascism, National Socialism“, περ. Journal of the History of Ideas, τόμος 27, τεύχος 4, Οκτώβριος 1966, σελ. 621–625
  • Muller, Jerry, “German Historians at War”, περ. Commentary Magazine, τόμος 87, τεύχος 5, Μάιος 1989, σελ. 33–42
  • Nolan, Mary, “The Historikerstreit and Social History”, περ. New German Critique, τόμος 44, 1988, 51–80
  • Nolte, Ernst, The Three Faces of Fascism, London: Weidenfeld & Nicolson, 1965
  • Peacock, Mark S., “The Desire to Understand and the Politics of Wissenschaft: An Analysis of the Historikerstreit“, περ. History of the Human Sciences, τόμος 14, τεύχος 4, 2001, σελ. 87–110
  • Pulzer, Peter, “Germany Searches for a Less Traumatic Past”, περ. The Listerner, τόμος 117, τεύχος 3017, 1987, σελ. 16–18
    “Germany: Whose History?”, περ. Times Literary Supplement, 1987, σελ. 1076-1088
    “Review: “Ernst Nolte:Das Vergehen der Vergangenheit Antwort an meine Kritiker im sogenannten Historikerstreit“, περ. The English Historical Review, τόμος 103, τεύχος 409, 1988, σελ. 1095
  • Shlaes, Amity, “More History”, περ. The American Spectator, Απρίλιος 1987, σελ. 30–32
  • Sauer, Wolfgang, “National Socialism: Totalitarianism or Fascism?”, περ. The American Historical Review, τόμος 73, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1967, σελ. 404–424
  • Schönpflug, Daniel “Histoires Croisées: François Furet, Ernst Nolte and A Comparative History of Totalitarian Movements”, περ. European History Quarterly, τόμος 37, τεύχος 2, 2007, σελ. 265–290
  • Shorten, Richard, “Europe’s Twentieth Century in Retrospect? A Cautious Note on the Furet/Nolte Debate”, περ. European Legacy, τόμος 9, 2004, σελ. 285–304
  • Stern, Fritz, “Review: Ernst Nolte, Der Faschismus in Seiner Epoche: Die Action Française, der Italienische Faschismus, der Nationalsozialismus“, περ. The Journal of Modern History, τόμος 36, τεύχος 2, Ιούνιος 1964, σελ. 225-227
  • Sternhell, Zeev, “Fascist Ideology”, στο: Walter Laqueur (ed.), Fascism: A Reader’s Guide, Harmondsworth, 1976, σελ. 315–406

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή