Φρανσουάζ Σαγκάν: Στα όρια της αντοχής

Η γραφή της είναι ανάλαφρη, κοφτή και διαυγής και ο χειρισμός των θεμάτων της, προκλητικός για εποχή της, είναι αυτός ακριβώς για τον οποίο ο ακαδημαϊκός κόσμος την αντιμετώπισε με δυσπιστία : σοβαρά θέματα, ενίοτε τραγικά, γραμμένα με τρόπο "ανάλαφρο", στο όριο του αμοραλισμού

by Times Newsroom
Françoise Sagan Απόσπασμα | Κεφάλαιο 9 Το Αιγκλόν, στην οδό ντε Μπερί, ήταν κατά τα λεγόμενα του πορτιέρη και απ’ όσα γράφανε οι παρισινές εφημερίδες, το νυχτερινό κέντρο της μόδας. Μια καλή  ορχήστρα έπαιζε διάφορους ρυθμούς κι ένας θαυμάσιος βιολιστής, που υποστήριζε πως ήταν βέρος Ουγγαρέζος ενώ μάντευες πως ήταν τσιγγάνος –παρ’ όλες τις επίμονες  όσο και ακατανόητες διαμαρτυρίες του–, σου έφερνε δάκρυα στα μάτια. Οι διασημότητες της εποχής, οι βεντέτες του κινηματογράφου, του θεάτρου, της λογοτεχνίας, του τύπου, εμφανίζονταν συχνά εκεί σαν να ήθελαν να σφραγίσουν έτσι το ausweiss, δηλαδή το πιστοποιητικό του βεντετισμού τους. Οι πιο κομψοντυμένοι Γερμανοί αξιωματικοί έφερναν σ’ αυτό τις Γαλλίδες ερωμένες τους κι όλο το κοσμικό Παρίσι περνούσε εκεί υπέροχες βραδιές, μια και η μουσική εξημερώνει τα ήθη. Για να βρεθεί τραπέζι την τελευταία στιγμή χρειάστηκε μια μικρή περιουσία, αλλά ο Σαρλ, ήδη από χαρακτήρα πολύ σπάταλος, θα έδινε και το πουκάμισό του για να χορέψει με την Αλίς, για να κρατήσει δυο λεπτά στην αγκαλιά του την Αλίς, για να νιώσει την Αλίς σφιγμένη επάνω του, για να οδηγήσει τα βήματά της σύμφωνα με το δικό του ρυθμό και, βοηθητικά, με της ορχήστρας. Ήταν τ’ όνειρό του. Ήταν τ’ όνειρό του αλλά, από τη στιγμή που είχε δει την Αλίς να κατεβαίνει ντυμένη με μια τουαλέτα στο ίδιο γκρι-μπλε χρώμα με τα μάτια της κι εφαρμοστή στο κορμί της σαν γάντι, αφήνοντας γυμνό τον ένα μόνο ώμο και το ένα μπράτσο, το όνειρό του έγινε πιο συγκεκριμένο και μάλιστα υπερβολικά συγκεκριμένο. Ήταν παραδομένος σ’ ένα πρωτόγονο πάθος, βίαιο, σχεδόν οδυνηρό, που τον αποβλάκωνε και που κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα της Αλίς έμοιαζε να διπλασιάζει την έντασή του. Έτσι, στο νυχτερινό κέντρο μπήκε ένας μουγκός που, πίσω από το μαιτρ ντ’ οτέλ, ακολούθησε την Αλίς ανάμεσα στα τραπέζια. Οι φωνές, τα γέλια, η μουσική, τα κρύσταλλα, οι γερμανικές στολές, τα σμόκιν, οι γυναίκες δεν ήταν πια παρά ένας φτηνός και βουερός διάκοσμος, ένας διάκοσμος αφηρημένος, βαλμένος στην τύχη γύρω από το μόνο αληθινό και χειροπιαστό πράγμα αυτής της βραδιάς: την Αλίς που βάδιζε μπροστά του, ύστερα την Αλίς που καθόταν απέναντί του, την Αλίς που, αν δεν του παραδινόταν με τη θέλησή της πολύ γρήγορα, ίσως μια από αυτές τις μέρες να έφτανε στο σημείο να την πάρει με το ζόρι. Άνοιξε τρέμοντας το μενού και της έδειξε ένα πρόσωπο αλλοιωμένο, τόσο χλωμό που εκείνη ανησύχησε για μια ακόμα φορά. «Είστε άρρωστος, Σαρλ;» Καθώς όμως εκείνος τραύλιζε αόριστες δικαιολογίες, τον αγνόησε και πάλι, παλεύοντας κι η ίδια με μια κακοδιαθεσία λιγότερο σωματική αλλά έντονη όσο κι η δική του.  Άρχιζε να μισεί αυτό το μέρος, να το φοβάται. Στο διπλανό τους τραπέζι, ακριβώς πίσω από τον Σαρλ, κάθονταν δυο Γερμανοί αξιωματικοί δίχως γυναικεία συντροφιά και αρκετά ήρεμοι, σε σύγκριση με τους  συμπατριώτες τους. Μιλούσαν τα γερμανικά των μορφωμένων, παραδέχτηκε μέσα της, κι όπως σήκωσε λίγο το κεφάλι της είδε ότι ήταν κι οι δυο μάλλον όμορφοι, ότι το βλέμμα τους δεν φανέρωνε ούτε αλαζονεία ούτε περιφρόνηση κι ότι, μ’ όλο που έδειχναν να πλήττουν, το έκαναν τουλάχιστον μ’ ευγένεια. Το βλέμμα του Σαρλ, αντίθετα, απέφευγε επίμονα το δικό της εδώ και μια περίπου ώρα, για την ακρίβεια από τότε που είχαν αλλάξει ρούχα. «Τόσο άσχημο βρίσκετε λοιπόν το φόρεμά μου;» είπε χαμογελώντας, οπωσδήποτε όμως με αρκετή δόση ειλικρίνειας, μια και δεν ένιωθε πια εδώ και τόση ώρα επιθυμητή. Και βλέποντας στο πρόσωπο του Σαρλ μια έκφραση αγανάκτησης γι’ αυτή την εικασία, βιάστηκε να προσθέσει: «Δε μου μιλάτε πια από τη στιγμή που έβαλα αυτό το φόρεμα, είναι λοιπόν φυσικό να υποθέσω ότι δεν σας αρέσει». «Μου αρέσει και μάλιστα πάρα πολύ», είπε απότομα ο Σαρλ. «Ακούστε, Αλίς, φέρθηκα σαν ηλίθιος και το ξέρω, αλλά δεν έχω, βλέπετε, συνηθίσει να κάνω παρέα με γυναίκες… εννοώ με γυναίκες σαν εσάς, ούτε και να είμαι ερωτευμένος μαζί τους», πρόσθεσε πασχίζοντας να γελάσει και φέρνοντας στα χείλια του το γεμάτο με άσπρο κρασί ποτήρι του, το πέμπτο εδώ και δέκα λεπτά και που ίσως δεν ήταν πιο αποτελεσματικό από τα προηγούμενα. «Μα σίγουρα θα έχετε ερωτευτεί στο παρελθόν, έτσι δεν είναι;» είπε η Αλίς, χαμογελώντας με τη σειρά της, αλλά με προσπάθεια τώρα, γιατί το βλέμμα του Γερμανού αξιωματικού είχε στραφεί πάνω της κι έμενε στυλωμένο στο πρόσωπό της. «Ω, ναι, φυσικά», απάντησε ο Σαρλ. «Έτσι τουλάχιστον πιστεύω, αυτό όμως δεν με φόβιζε». «Γιατί ήσασταν βέβαιος ότι θα πετυχαίνατε το σκοπό σας;» ρώτησε η Αλίς. Υπήρχε στη φωνή της μια θλιμμένη ειρωνεία που ξαφνικά πλήγωσε βαθιά τον Σαρλ. Ήταν φανερό ότι τον έπαιρνε για επαρχιώτικο κοκοράκι. «Όχι δα», είπε κοφτά. «Δεν ήμουνα βέβαιος ότι θα έβρισκα ανταπόκριση. Ποιος μπορεί άλλωστε να είναι; Ήμουνα όμως βέβαιος ότι μπορούσα πολύ γρήγορα να το βάλω στα πόδια». «Ενώ τώρα θα μπορούσα να το βάλω εγώ στα πόδια, αυτό είναι;» είπε η Αλίς, χρησιμοποιώντας την υποθετική έγκλιση που εκείνος την πήρε για άμεσο μέλλοντα: Το διάβασε στα μάτια του… και αυθόρμητα ακούμπησε το χέρι της στο δικό του. «Θα έφευγα ακόμα κι αν σας αγαπούσα, Σαρλ, θα έπρεπε να φύγω, αυτό το ξέρετε». «Α όχι», είπε αποφασιστικά ο Σαρλ. «Αν μ’ αγαπούσατε κι εσείς, δεν θα φεύγατε. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μια γυναίκα θυσιάζει έναν άντρα γιαμια ιδέα! Το  αντίθετο, ναι γιατί οι άντρες είναι βλάκες. Οι γυναίκες δεν είναι!» «Κάνετε λάθος», του είπε εκείνη, αλλά με την άκρη των χειλιών της, γιατί ο αξιωματικός από το διπλανό τραπέζι είχε σηκωθεί και πλησίαζε στο τραπέζι τους. Στάθηκε μπροστά τους και διπλώθηκε στα δυο. «Μπορώ να ζητήσω αυτό το χορό;» είπε με ελαφρά ξενική προφορά και με τόνο εξαιρετικά ευγενικό. Ο Σαρλ τον κοίταξε κατάπληκτος. Ήταν αλήθεια, η ορχήστρα έπαιζε, ο κόσμος χόρευε κι εκείνος ούτε που το είχε πάρει είδηση. Σηκώθηκε με τη σειρά του: «Η κυρία είναι μαζί μου», είπε με κοφτή φωνή. Ο αξιωματικός στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε κατάματα. Ήταν ένας ομορφάντρας, ξανθός, με ύφος λυπημένο, αλλά σε τελευταία ανάλυση αυθάδικο· και η επιθυμία να χτυπηθεί μαζί του κυρίεψε τον Σαρλ, ξαναδίνοντάς του για ένα λεπτό τη χρήση των πέντε αισθήσεών του. Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, η Αλίς χλόμιασε σαν να βρισκόταν στα πρόθυρα συγκοπής. «Αν η κυρία είναι μαζί σας», είπε ο αξιωματικός, «τότε πολύ καλά. Ήθελα να δω αν είστε αντάξιός της. Οι συμπατριώτες σας μας δανείζουν μερικές φορές τις ντάμες τους. Χίλια συγνώμη, κυρία», πρόσθεσε κάνοντας μια υπόκλιση στην Αλίς πριν απομακρυνθεί. Ο Σαρλ ξανακάθισε, έκπληκτος και αόριστα απογοητευμένος. Έριξε μια ματιά στην Αλίς που έβρισκε και πάλι το ρόδινο χρώμα της και που του ανταπέδωσε το βλέμμα του χαμογελώντας. «Έχει απόλυτο δίκιο», της είπε. «Ας χορέψουμε. Δεν σας το είχα καν ζητήσει». Από τότε που ήταν σε ηλικία να χοροπηδάει στις πίστες, ο Σαρλ Σαμπρά είχε τη φήμη, αν όχι σπουδαίου χορευτή, τουλάχιστον ευχάριστου καβαλιέρου. Αν δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για τη χάρη, τη δύναμη και την τεχνική του στο χορό, οπωσδήποτε ξεχείλιζε από κέφι. Απέφευγε τις επιδείξεις, τα περίπλοκα βήματα κι ήταν φανερό πως ενδιαφερόταν κυρίως για την άνεση και την ευχαρίστηση της ντάμας του κι όχι για το θαυμασμό του πλήθους. Ωστόσο, η Αλίς κινδύνευε να μη μάθει ποτέ αυτή του τη φήμη κι ακόμα περισσότερο να μην την προσυπογράψει. Ο Σαρλ παραπάτησε όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του κι ύστερα επέμενε να την κρατάει μακριά του, σε απόσταση μέτρου, με ύφος προσποιητό και αξιολύπητο. Ανάπνεε με το στόμα, με δυσκολία, όργωνε την πίστα σαν γερο-ζευγάς, από αριστερά στα δεξιά, από το κέντρο στην άκρη, ακούραστα, λίγο ή πολύ γρήγορα, ανάλογα με το ρυθμό της ορχήστρας. Η Αλίς είχε επιχειρήσει στο πρώτο ταγκό να κάνει μια φιγούρα υποτίθεται αργεντίνικη, είχε μάλιστα γείρει λίγο πίσω, σαν λάστιχο, στηρίζοντας το βάρος της στο μπράτσο του Σαρλ, αλλά τον είδε κατάπληκτη κι έπειτα πανικόβλητη να γέρνει ταυτόχρονα μ’ εκείνη, θαμπωμένος, και μπόρεσε ν’ αποφύγει το σώριασμά τους στο πάτωμα μόνο μ’ ένα θαυματουργό στρίψιμο της μέσης της. Από εκείνη τη στιγμή παραιτήθηκε και περιορίστηκε να διανύει πειθήνια, σε διαγώνιο, την ίδια απόσταση με τον καβαλιέρο της. Πρέπει να είχαν κάνει έτσι πέντε ή έξι ολόκληρα χιλιόμετρα, υπολόγιζε, καθώς μοίραζε μικρά απολογητικά χαμόγελασε όσα ζευγάρια ενοχλούσε ο Σαρλ που, ήταν φανερό, δεν ανεχόταν το παραμικρό εμπόδιο στην τροχιά του. Στο τέλος, απαυδισμένη από αυτή την αναγκαστική πορεία, σήκωσε τα μάτια της στον Σαρλ: σιγοσφύριξε, από τη μεριά του τη μελωδία του Ροζ κερασιές κι άσπρες μηλιές, ενώ τα βιολιά της ορχήστρας άρχιζαν να παίζουν με πάθος για δέκατη ίσως φορά το Είμαι μόνος απόψε. Για να τραβήξει την προσοχή αυτού του φρενιασμένου κωφάλαλου, έσφιξε με τα χέρια της τα μανίκια του, σταύρωσε τα σκαρπίνια της στο πάτωμα, κι ο Σαρλ της έριξε ένα σαστισμένο βλέμμα, φρέναρε χωρίς βιασύνη και σταμάτησε στην περιοχή του, καταμεσής στην πίστα (όπου μερικά ζευγάρια, ποδοπατημένα από κείνον και ολοφάνερα εχθρικά, τους έριχναν άγριες ματιές). «Τι λέγατε;» ρώτησε ο Σαρλ. «Δεν άκουσα». «Έλεγα» –η Αλίς ξελαρυγγιαζόταν για να καλύψει την ξέφρενη ορχήστρα– «ότι, αν μια από τις φιγούρες σας τύχει να μας χωρίσει, θα ξαναβρεθούμε  στο τραπέζι μας, εντάξει; Συμφωνείτε;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ύφος σοβαρό. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε η Αλίς. Εδώ και μισή περίπου ώρα προσπαθούσε να της κρύψει τη γελοία και άκαιρη υπερδιέγερση του απείθαρχου κορμιού του, να κρύψει στην ντελικάτη αυτή γυναίκα την κατάστασή του που θύμιζε στερημένο σεξουαλικά μαθητή λυκείου. Ένιωθε πρόστυχος και γελοίος. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η βραδιά, όπως και η υπόλοιπη διαμονή τους, θα ήταν καταστροφή. Είχε μέχρι τώρα επιθεωρήσει σχολαστικά όλους τους τοίχους του νυχτερινού κέντρου, δίσταζε να χαμηλώσει τα μάτια σ’ αυτό το ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη πρόσωπο που ήταν σηκωμένο προς το δικό του. Της έριξε μια ζωηρή ματιά, σαν αλαφιασμένο άλογο, πριν στρέψει και πάλι το βλέμμα του στην ορχήστρα μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο ενθουσιασμού. «Δεν καταλαβαίνω», τραύλισε, «δεν σας αρέσουν οι φιγούρες μου; Είναι μήπως παλιομοδίτικες;» Το δυνατό γέλιο της Αλίς τον ξάφνιασε φανερά. Ήταν κυριολεκτικά ένα ξέσπασμα και τώρα, καθώς τρανταζόταν σύγκορμη με το κεφάλι στηριγμένο στο στήθος της, έλεγε με φωνή που κοβόταν από λόξιγκα: «Αστειευόμουνα, αστειευόμουνα. Φιγούρες; Θεέ μου, αστειευόμουνα, Σαρλ! Ποιες φιγούρες;… Περπατάμε ανατολή-δύση, βορά-νότο εδώ κι ένα τέταρτο!… Σας ορκίζομαι, ήταν καθαρά ειρωνικό. Μα ποιες φιγούρες, Θεέ μου;» Γελούσε με την καρδιά της, τόσο που ο Σαρλ χαλάρωσε ξαφνικά κι εκείνος και τον έπιασε ένα άλλου είδους γέλιο, νευρικό και γεμάτο ανακούφιση· και, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, γύρισαν στο τραπέζι τους και σωριάστηκαν στις καρέκλες τους. Ο ένας δεν ήξερε καλά-καλά γιατί γελούσε ο άλλος, πάντως γελούσαν για τα χάλια τους, γι’ αυτές τις δυο αποτυχημένες, απαίσιες και για τους δυο, ημέρες. Γελούσαν που ήταν και πάλι μαζί κι ο Σαρλ γελούσε κυρίως γιατί ξανάβρισκε τον εαυτό του, εκείνο τον Σαμπρά, τον ευτυχισμένο άνθρωπο. Και πραγματικά είχε άχτι τον τρομοκρατημένο και ταπεινωμένο για το τίποτα Σαμπρά, που είχε αντικαταστήσει για λίγο τον κανονικό. Τον είχε άχτι με τον τρόπο που θα εχθρευόταν έναν άγνωστο. Και μάλιστα σην όλη κακία του ερχόταν να προστεθεί κάποιος τρόμος. Όλη η τωρινή νηφαλιότητά του δεν θα εμπόδιζε –αδιάφορο πότε, αδιάφορο πώς, αδιάφορο πού– το γελοίο και φοβισμένο σωσία του να ξαναγυρίσει, να ξαναβγεί στην επιφάνεια καινα του κλέψει τη θέση του. Στο μεταξύ, από την άλλη μεριά του τραπεζιού, η Αλίς γελούσε σαν κοριτσάκι. Ένα κοριτσάκι ελκυστικό, αλλά πάντοτε κοριτσάκι και που, σαν κοριτσάκι, έπρεπε να το θαμπώσει. Και, κατά παράξενο τρόπο, έχοντας επιτέλους ξεχάσει τον ανδρισμό του, ένιωθε και πάλι άντρας. Ήπιε, χόρεψε, τραγούδησε, άγγιξε τον ώμο, τα μάγουλα, τα μαλλιά της Αλίς. Με λίγα λόγια, φλερτάρισε με όλες τις μεθόδους και όλο τον ενθουσιασμό που μπορεί κανείς να φανταστεί, καθώς το παρελθόν και το παρόν του συμμαχούσαν για να του δώσουν συμβουλές. Και η Αλίς διασκέδαζε όσο κι εκείνος. Η Αλίς ήταν λίγο μεθυσμένη. Η Αλίς ακουμπούσε επάνω του χορεύοντας, η Αλίς είχε μάτια διεσταλμένα, στόμα κάπως πρησμένο από το αλκοόλ. Η Αλίς θα γινόταν σύντομα δική του, απόψε ή κάποιο άλλο βράδυ, αν εκείνος δεν παραδινόταν και πάλι στις γελοίες και κυριαρχημένες από το πάθος φαντασιώσεις του, αν θυμόταν ότι ήταν κι αυτή μια γυναίκα σαν τις άλλες που μάλιστα εδώ και σαράντα οκτώ ώρες δεν έδειχνε και τόσο αδιάφορη στη γοητεία του. Η ορχήστρα, τελειώνοντας το πρόγραμμά της, έπαιξε μερικούς παλιούς σκοπούς της δεκαετίας του ’30. Σκοπούς της εφηβείας τους και των πρώτων ερώτων τους, σκοπούς που είχαν ακουστεί για πρώτη φορά πριν δέκα  περίπου χρόνια, σκοπούς που ξύπνησαν μέσα τους κάποιες νοσταλγίες: εκείνες τις ανώνυμες και ακαθόριστες που την επιστροφή τους επιτρέπει μόνο ένα ευτυχισμένο παρόν, εκείνες τις νοσταλγίες όπου δεν κατηγορείς τόσο το παρελθόν επειδή βρίσκεται πια πολύ μακρά όσο το παρόν επειδή άργησε πολύ να έρθει. Εκείνες τις νοσταλγίες όπου νομίζεις ότι βλέπεις τη νιότη σου να χορεύει, κάπου, ευτυχισμένη και θλιμμένη συνάμα, μοναχική, χωρίς αυτόν τον καβαλιέρο που είναι τώρα κοντά σου, αλλά που έκανε το λάθος να μη μοιραστεί μαζί σου αυτή τη νιότη. Εκείνες τις συναισθηματικές και άδικες νοσταλγίες, τις τόσο εγωιστικές, που σε κάνουν να λες στο σημερινό σύντροφό σου –και χωρίς καμιά κυνικότητα– αυτή τη φράση που, μέσα στην κοινοτοπία της, είναι ωστόσο το άκρο άωτο της κακοπιστίας: «Γιατί δεν ήσουνα εκεί, εσύ;» Φράση που χρησιμοποιείς για να ρίξεις στον καινούργιο σου εραστή την ευθύνη των στιγμών ηδονής και ευτυχίας που έζησες παλιά με κάποιον άλλο. Σαν αυτό να οφειλόταν, με λίγα λόγια, σε δική σου αφερεγγυότητα κι όχι μάλλονσε δικό σου λάθος· και σαν, μέσα στην αναδρομική ζήλια του, να έπρεπε να ρίξει το βάρος στη δική του αργοπορία κι όχι στη δική σου βιασύνη. Κακοπιστία και κυνικότητα ασυναίσθητες κι άλλωστε πολύ φυσικές: δεν θυμάται πια κανείς ότι είχε πεινάσει ή ότι είχε ψάξει για τροφή, από τη στιγμή που τη βρήκε και χόρτασε την πείνα του. Θυμάται κανείς τον εαυτό του σαν θήραμα απρόσεκτο και μοναχικό που, λίγο-πολύ με τη θέλησή του, είχε πέσει στην παγίδα κάποιου άλλου. Δεν θυμάται ποτέ ότι κάποια στιγμή είχε γίνει κι ο ίδιος κυνηγός. Και ξεχνάει ότι, αν συγκρίνουμε το κυνήγι με τον έρωτα, υπάρχει συχνά κάποια στιγμή που ο ρόλος του θηράματος κι ο ρόλος του κυνηγού αντιστρέφονται, για μεγάλη συνήθως ευχαρίστηση και των δυο ενδιαφερομένων. Μετάφραση: ΕΡΗ ΚΑΝΔΡΗ Î‘Ï€Î¿Ï„Î­Î»ÎµÏƒÎ¼Î± εικόνας για Φρανσουάζ Σαγκάν Στα όρια της αντοχής Το έργο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα (1985)

Φρανσουάζ Σαγκάν

Η Φρανσουάζ Σαγκάν γεννήθηκε το 1935 στο Καζάρκ της Γαλλίας με όνομα Φρανσουάζ Κουαρέ. Στην εφηβεία της υπήρξε ατίθασο πνεύμα και εκδιώχθηκε από το καθολικό σχολείο στο οποίο φοιτούσε, πριν πάρει απολυτήριο. Γνωρίστηκε με τη Ζυλιέτ Γκρεκό και τον Ζαν Πολ Σαρτρ. Σε ηλικία 18 ετών, το 1953, έγραψε μέσα σε επτά εβδομάδες τη νουβέλα “Καλημέρα θλίψη”, που κατέθεσε στον εκδότη Ρενέ Ζυλιάρ στο Παρίσι. Το έργο έκανε ρεκόρ πωλήσεων, μεταφράστηκε σε 22 γλώσσες και την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Όττο Πρέμινγκερ, με πρωταγωνίστριες τη Ντέμπορα Κερ και τη Μιλέν Ντεμονζό). Ακολούθησαν πενήντα περίπου βιβλία, τα περισσότερα μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία έγιναν μπεστ-σέλερ. Η ίδια υπήρξε διάσημη τόσο για τα έργα όσο και για τον τρόπο ζωής της, που ήταν γεμάτος ζωντάνια, καταχρήσεις και απρόοπτα. Η γραφή της είναι ανάλαφρη, κοφτή και διαυγής και ο χειρισμός των θεμάτων της, προκλητικός για εποχή της, είναι αυτός ακριβώς για τον οποίο ο ακαδημαϊκός κόσμος την αντιμετώπισε με δυσπιστία : σοβαρά θέματα, ενίοτε τραγικά, γραμμένα με τρόπο “ανάλαφρο”, στο όριο του αμοραλισμού. Πέθανε στην πόλη Ονφλέρ της δυτικής Γαλλίας στις 24 Σεπτεμβρίου 2004. Ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Ζακ Λανγκ δήλωσε για το θάνατό της: “Θρηνούμε τη συγγραφέα που σημάδεψε με το ζωηρό και φλογερό της ταλέντο τη σύγχρονη λογοτεχνία και ενσάρκωσε μέσα στον κόσμο μια Γαλλία της ζωής και της κίνησης”.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή