«Γανωμένο μπακίρι δε μουχλιάζει», λέει ο σοφός λαός!

Καλαντζήδες, γανωματήδες, και γανώματα…. στις Κροκεές!

by Times Newsroom

Στην φωτογραφία ο Γιώργος και Βασίλης Τσάλτας στην γύρα για χαλκώματα το 1985, από το λεύκωμα «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ (ΚΡΟΚΕΕΣ- ΛΕΒΕΤΣΟΒΑ) του αείμνηστου Πέτρου Λιακάκου.

Από πολύ παλιά η ανάγκη έκανε πολλούς ανθρώπους να μετακινούνται για αρκετό χρόνο, ή εποχιακά, για να δουλέψουν. Εκείνα τα χρόνια δουλειές δεν υπήρχαν πολλές, το χρήμα δεν κυκλοφορούσε όπως σήμερα, όμως όποιος ήταν φτωχός γιατί δεν είχε περιουσία, χωράφια, ζώα, κλπ, αλλά είχε όρεξη να δουλέψει, εύρισκε μια δουλειά, έστω και για ένα κομμάτι ψωμί στην αρχή! Έτσι λοιπόν οι μαστόροι που ασχολούνταν κυρίως με δουλειές του ποδαριού, όπως οι καλαντζήδες, μετακινούνταν σε διάφορα μέρη, εξυπηρετούσαν τον κόσμο, και ζούσαν τις οικογένειές τους. Για το επάγγελμα του γανωματή, ένα από τα πιο παλιά παραδοσιακά επαγγέλματα, δεν χρειαζόταν και κανένα κεφάλαιο να ξεκινήσει κανείς, παρά μόνο λίγα σύνεργα για την δουλειά, και καθώς ήταν ευκολομάθητο, είχε γίνει η δουλειά των φτωχών.
Κάθε φθινόπωρο μέχρι και τα Χριστούγεννα, τουλάχιστον μέχρι το1980, επισκέπτονταν το χωριό μας οι καλαντζήδες για να γανώσουν τα χαλκώματα. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της εποχής, γιατί όλες οι δουλειές έπρεπε να γίνουν στον καιρό τους. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτή την εποχή θα πετύχουν πολύ κόσμο στα σπίτια τους, και ότι θα έχουν μπόλικη δουλειά.. Οι δουλειές των αγροτών ποτέ δεν είχαν σταματημό, αλλά τέτοιο καιρό λιγόστευαν. Είχε τελειώσει η πολλή δουλειά στα χωράφια, και οι νοικοκυρές βρίσκονταν πιο συχνά στα σπίτια τους για την φροντίδα του νοικοκυριού τους. Πριν βγουν για τις ελιές είχαν φτιάξει και το σαπούνι του σπιτιού για την καθαριότητα, για όλα τα πλυσίματα, για τα ρούχα, για το λούσιμο και για το μπάνιο. Όμως το «σπίρτο» που έριχναν στο σαπούνι «έτρωγε» το γάνωμα του χαρανιού, και για να μην τρυπήσει έπρεπε να γανωθεί για να προστατευτεί.
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού, ήταν από την προίκα τους, που έπρεπε να την προσέχουν! «Γανωμένο μπακίρι δε μουχλιάζει» λέει μια παροιμία που χρησιμοποιεί ο θυμόσοφος λαός σχετικά με την αξία του γανώματος, και μεταφορικά για την επιμελημένη εργασία που οδηγεί στην σίγουρη επιτυχία, όπως επίσης και την φράση  «ντενεκές ξεγάνωτος» που λέγεται για τον ασήμαντο άνθρωπο!
Η προίκα περιλάμβανε και χαρανιά, καζάνια, τζεντζερέδες, τηγάνια, τεψιά, τσουκάλια, μπρίκια, κουταλοπίρουνα. Ήταν όλα χάλκινα, και κάθε χρόνο έπρεπε να γανωθούν με καλάϊ, γιατί όταν έφευγε το καλάϊ, το χάλκωμα προκαλούσε σοβαρή δηλητηρίαση. Το μεγάλο χαρανί, που γι αυτό γίνονταν ακόμη και τσακωμοί στην προίκα, το ήθελαν για να φτιάχνουν το σαπούνι, για να πλένουν, και για να θερμίζουν το γουρούνι. Άλλα καζάνια μικρότερα τα χρησιμοποιούσαν για να βράσουν την γλίνα, για να τυροκομήσουν το γάλα, για να βράζουν το στάρι στα μνημόσυνα, για το μαγείρεμα σε μια πολυμελή οικογένεια, για το νόστιμο φαγητό στην φωτιά με τα ξύλα, και τα χαλκοματένια τεψιά για το ψήσιμο γλυκών και φαγητών στον φούρνο σε γιορτές, γάμους, βαφτίσια.
Στα τέλη του φθινοπώρου έπρεπε να είναι γανωμένα και τα καζάνια που έβγαζαν το τσίπουρο, και αφού τέτοιο καιρό σφάζανε και τα πρώτα γουρούνια και έβραζαν την γλίνα και τα λουκάνικα, έπρεπε όλα τα χαλκώματα, χαρανιά, τζετζέρια, τεψιά, τηγάνια, οι κουτάλες να είναι φρεσκογανωμένα και καλογανωμένα. Γάνωναν όλα τα χάλκινα, τα κουταλοπίρουνα, τα χαλκοματένια τεψιά για να ψήνουν στον φούρνο τα γλυκά, το αρνί και το κατσίκι, τα τζετζέρια για το μαγεριό, για να βράσουν το στάρι για τα κόλυβα, και τα μικρά τα τζετζεράκια που έβαζαν μέσα τους κουραμπιέδες πάνω στο ράφι, γιατί οι κουραμπιέδες είχαν βούτυρο και δεν έπρεπε να έρθουν σε επαφή με αγάνωτο αγγειό! Όλα αυτά τα πρόσεχαν να μην πάθει ο κόσμος καμιά δηλητηρίαση από την οξείδωση του χαλκού, και τρέχουν σε τίποτα νοσοκομεία. Άσε που θα τους κουβέντιαζε όλο το χωριό και οι κακές γειτόνισσες θα την βγάζανε την νοικοκυρά «στου κουτσού την ρέντα» για την ανοικοκυροσύνη της!
 Ήταν δύσκολη η δουλειά του καλαντζή-γανωματή, αλλά οι υπηρεσίες του ήταν σημαντικές και πολύτιμες στην υγιεινή και ασφάλεια στα τρόφιμα. Τον ερχομό τους πρόδινε η γνώριμη μακρόσυρτη διαπεραστική φωνή. Για κατάλυμα δεν τους πολυένοιαζε και τόσο, αρκεί να εύρισκαν κάπου να βάλουν το κεφάλι τους, καμιά παλιοκαλύβα, ή παρατημένη αποθήκη! Το φθινόπωρο που ήταν καλός ο καιρός έβρισκαν κάποιο υπόστεγο, ή έφτιαχναν κάποιο δικό τους σκέπαστρο από πρόχειρα υλικά, καλάμια, τσίγγους, σανίδες και λύνανε το πρόβλημα της στέγης. Εκεί στήνανε και το εργαστήρι τους, τον χώρο της φωτιάς για την δουλειά τους στο κέντρο της καλύβας σκαμμένο στο χώμα για ασφάλεια, τις τανάλιες, τις πένσες, τα σφυριά τους, τα άλλα βοηθητικά υλικά καθαρισμού των χαλκωμάτων, το καλάϊ, και το ειδικό «κατσαρολάκι» για να λιώνουν τα υλικά τους για το γάνωμα.
Αμέσως μετά παίρνανε σβάρνα τις ρούγες φωνάζοντας με τον δικό τους τρόπο, «ο καλαντζηηής… χαλκώματα γανώνωωω… ο καλαντζηηής, όλα τα γανώνω…»! Λες και μιλούσαν με τη μύτη, δεν ξεχώριζες καλά τι έλεγαν, αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι ήρθε στο χωριό ο καλαντζής. Από κάθε σπίτι που τους έδινε χαλκώματα για γάνωμα γύρευαν και τα απαραίτητα ξύλα για το άναμμα της φωτιάς, και κανένα κομμάτι χοντρό βαμβακερό ύφασμα για να καθαρίζουν και να απλώνουν το καλάϊ όταν γανώνουν. Φορτώνονταν τα ξύλα και τα χαλκώματα σε ένα λινατσένιο σακί που είχαν κρεμασμένο στον ώμο, γυρνούσαν στην καλύβα τους καταχαρούμενοι, και έπιαναν αμέσως δουλειά για να τους προλάβουν όλους!
Μερικοί δεν τους είχανε σε υπόληψη, ή τους έβλεπαν με περιφρόνηση, αν και ήταν ήμεροι άνθρωποι και χρήσιμοι σαν επαγγελματίες. Ίσως να έφταιγε εκείνο το περίεργο χρώμα που είχαν στην όψη τους από την καπνιά και την μουτζούρα, ίσως ακόμα και το φτωχό τους ντύσιμο. Η μαύρη λόγω δουλειάς εμφάνισή του φόβιζε τα παιδιά και δεν ήταν λίγες οι μανάδες που τον είχαν σαν «μπαμπούλα» προκειμένου να κάθονται ήσυχα, ή να φάνε το φαγητό τους! Όλοι θυμόμαστε  στα παιδικά μας χρόνια τους πλανόδιους γανωματήδες ή καλατζήδες με τα γανιασμένα χέρια και ρούχα λόγω της δουλειάς.  Γανίλα λέγανε την  πρασινωπή σκουριά που καλύπτει τα σκεύη που δεν έχουν γανωθεί, αλλά και την μουτζούρα στα χέρια των καλαντζήδων.
Όταν είμαστε παιδιά και ασχολούμαστε με παλιοσίδερα για το παιχνίδι και τα χέρια μας γινόντουσαν καταμούτζουρα, τότε μας λέγανε «που γυρίζετε ρε καλαντζήδες», ή «πως είσαι έτσι κατάμαυρος, σαν τον καλαντζή»!
Θυμάμαι μια γιαγιά κακοπερασμένη και πολυδουλεμένη στη ζωή αλλά καλοσυνάτη, που επειδή ήταν άσχημη και είχε μαυρισμένο πρόσωπο, την λέγανε «καλάντζω»! Είχε βαφτίσει ένα κορίτσι που και αυτό το λέγανε «καλάντζω», χωρίς λόγο όμως, μάλλον επειδή συνήθιζαν να κολλάνε στα αναδεξιμίδια τα παρατσούκλια των νουνών! Όταν λοιπόν μας άκουσε να λέμε έτσι την αναδεξιμιά της, μας κάλεσε κοντά της και με φωνή γεμάτη αναστεναγμούς μας είπε: «αχ παιδάκια μου, κι εγώ κάποτε ήμουνα όμορφη κοπέλα και άσπρη σαν τον κρίνο, αλλά εκεί που βοσκούσα τα πρόβατα με βάρεσε μια αστραπή, μαύρισε όλο μου το σώμα, και έγινα έτσι όπως με βλέπετε»!
Χαλκώματα για γάνωμα από τους αδελφούς Γιώργο και Βασίλη Τσάλτα στις Κροκεές το 1987.
Στο χωριό είχαμε και μόνιμο γανωματή. Χαλκώματα γάνωνε πολλά χρόνια μέχρι τα γεράματα ο μπάρμπα Γιώργος ο Τσάλτας. Είχε έρθει στο χωριό μας αμέσως μετά τον πόλεμο από το Παρθένιον Αρκαδίας! Πιτσιρικάς ακόμα έμαθε την τέχνη του γανωματή δίπλα σε έναν μάστορα ονόματι Μαρουδά από τα μέρη της Τρίπολης, γυρίζοντας μαζί του πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Παντρεύτηκε στις Κροκεές την θειά Φιλίτσα Δημ. Καπασκέλη και απέκτησε μια πολυμελή οικογένεια!
Το πρώτο του εργαστήριο το έστησε στο παλιό του σπίτι στα «Κουβαρακιάνικα» όπου γάνωνε τα χαλκώματα του χωριού! Καλός άνθρωπος, με το καλαμπούρι του, ευχάριστος, μικρόσωμος που δεν δίσταζε να αυτοσαρκάζεται για το μπόι του όπως έλεγε! Καλός οικογενειάρχης, άριστος και τίμιος μάστορας με ό,τι καταπιανόταν, αφού εκτός από το γάνωμα άσπριζε σπίτια με ασβέστη, ήταν και «ασπριτζής», όπως λέγανε τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμα τα πλαστικά χρώματα! Περί το 1985 όταν γύρισε από την Γερμανία ο αδερφός του Βασίλης, έσμιξαν και πάλι στο χωριό και ξαναζωντάνεψε πάλι η ασχολία τους με το γάνωμα! Συνέχισαν να γυρνούν όπως παλιά όλες τις γειτονιές στο χωριό με μια σούστα που την έσερνε ένα γαϊδουράκι και μάζευαν χαλκώματα για το γάνωμα.
Πιτσιρικάδες παρακολουθούσαμε τους καλαντζήδες και τον μπάρμπα Γιώργο τον Τσάλτα τον γανωματή όπως τον λέγαμε, πως έκαναν την δουλειά τους, πως καθάριζαν τα χαλκώματα με το «σπίρτο» και με ψιλή άμμο. Μετά τα κρατάγανε πάνω από την φωτιά να κάψει μέχρι που αλλάξει χρώμα ο χαλκός, και τότε έριχναν πάνω το «νησταντήρι» για να πιάσει καλύτερα το καλάϊ. Βλέπαμε πως έλιωναν το καλάϊ στο κατσαρόλι, πως άλειφαν το λιωμένο καλάϊ με ένα χοντρό βαμβακερό κουρέλι και μετά το βουτούσαν στο νερό και ήταν έτοιμο. Τα κουτάλια, τα μαχαίρια και τα πιρούνα τα βουτάγανε ολόκληρα μέσα στο λιωμένο καλάϊ από την μία μεριά και μετά από την άλλη, στο τέλος τα σκούπιζαν καλά με βαμβακερό ύφασμα και λαμποκοπούσαν σαν καινούργια.
Όμως με τον χρόνο άλλαζαν θεαματικά ο τρόπος ζωής και οι συνήθειες των ανθρώπων. Ο κόσμος του χωριού είχε αρχίσει να αστικοποιείται! Δεν χρειάζονταν πια το χαρανί! Το είχαν πεταμένο σε μια άκρη της αυλής αφού δεν έφτιαχναν σπιτικό σαπούνι γιατί βγήκαν τα πλυντήρια με τις σκόνες, όπως βγήκαν και τα σαμπουάν για το συχνό λούσιμο που δεν έτσουζαν πια τα μάτια, και τα αρωματικά αφρόλουτρα για βελούδινη επιδερμίδα! Δεν έβραζαν γλίνα αφού αγόραζαν στο σούπερ μάρκετ το «Μανιάτικο σύγκλινο» στην αεροστεγή συσκευασία, ούτε έβραζαν στο καζάνι του σπιτιού κόφες στάρι για τα μνημόσυνα και τα Ψυχοσάββατα, ούτε μαγείρευαν στην φωτιά στο τζάκι! Είχε μπει για τα καλά στην ζωή η τεχνολογία με τα πετρογκάζ και τις κουζίνες υγραερίου και ηλεκτρικού, και η νέα γενιά κουζινικών, πρώτα τα αλουμίνια και τα εμαγιέ, μετά τα ανοξείδωτα, μετά αυτά με βάση από ειδικό χάλυβα, κατόπιν τα πυρίμαχα σκεύη, και αργότερα τα αντικολλητικά και τα ρομποτάκια!
Οι αξέχαστοι αδερφοί Γιώργος και Βασίλης Τσάλτας ήταν οι τελευταίοι γανωματήδες – καλαντζήδες που δούλεψαν στο χωριό υπηρετώντας ένα παραδοσιακό επάγγελμα, από αυτά που χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, σηματοδοτώντας με την μοναδική παρουσία και προσφορά τους μια αλησμόνητη εποχή! Ακούραστοι μέχρι λίγο πριν φύγουν από την ζωή γάνωναν και γυάλιζαν τα χαλκώματα όπως ήξεραν να κάνουν καλά τόσα χρόνια! Μόνο που τελευταία έβλεπαν με παράπονο ότι είχε φτάσει η ώρα τα γανωμένα και γυαλισμένα χαλκώματα να πάρουν μια άλλη θέση, την οριστική τους θέση αυτή την φορά! Μια θέση στην αυλή, στους τοίχους, στα ράφια, και στα σαλόνια των σπιτιών μας, σαν διακοσμητικά στοιχεία πλέον, για να μας θυμίζουν έντονα τους ανθρώπους, το νοικοκυριό, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής μιας άλλης εποχής!

 

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com