Γιάννης Πλαχούρης: “Προφητεία” | Ποίηση

                          ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ

Προφητεία

Στις φλέβες της βελανιδιάς

βάφτισα τον βασιλικό
να μελετήσει τον χρησμό
και να ξορκίζει

που γέμισε κατάρες η ανηφοριά προς τ’ άστρα
κεντημένη καταμεσής στον ιστό μιας αράχνης
υφαντό από αόρατα βάτα και κλεμμένες φωνές,
κουδουνίσματα στο πουγκί της Νεράιδας
που ανταλλάσσει φτηνά τη μιλιά μας
για ένα μεθύσι
στα ξέφωτα
με το ψέμα του φεγγαριού.

Τη βόλεψε η σιωπή. Περιδέραιο κρέμασε
θαμπά σταυροδρόμια τυλιγμένα ομίχλη
σάβανο λέξεις και μοιρολόγια
χωνεμένα στη σκάφη άχορδης λύρας
που έσκαψαν η χώρα και οι φύλακες
όπου μόνο ήχο κι οι δυο τους αφήνουν
το γρύλισμα του σκύλου: μην.

Η ζωή μου παρέμεινε στην αρχή της,

δίψα του Τάνταλου, δρόμος του Σίσυφου
πίνακες, λογάριθμοι, εξισώσεις.
διαδρομές σε τραβηγμένα νερά και πέτρες γλιστερές
στατιστικές και ροπές, μεταβλητές κι αποκλίσεις
πόθοι, αριθμοί, ελπίδες επιτήδειο άθροισμα
κι εγώ ανεξόφλητος, διαρκώς χρεωμένος.

Οι τραπεζίτες αιμάτωσαν τις πόρτες.
Τις μνήμες εξαργύρωσαν σαράφηδες.
Οι τοκογλύφοι δημοπράτησαν τις βέρες
δαγκώνοντας την άκρη τους για γνησιότητα.

Οι ειδήσεις πλέον συνιστούν υπομονή.
Το λέει

η άκρη της γραβάτας των ομιλητών
το δάχτυλο στα χείλη ςςςτ
το αφεντικό μονίμως γένους ουδετέρου
το έλος, η οσμή, η αφίσα στο παράθυρο,
το κάδρο με τη σκονισμένη μάνα,
ο αρχηγός υπομονή, γλάστρες φυτών – ο θίασος,
η μπάντα παιανίζοντας πνευστά, κρουστά κι έγχορδα,
οι μαζορέτες, τ’ άρματα, οι ακόλουθοι,
οι παπαγάλοι, οι αστρολόγοι, οι σαλτιμπάγκοι,
οι καταθέσεις με τις κόκκινες εσθήτες,
οι γιοί μας με σπουδές και δακρυγόνα
κάποτε υψόγραφες καρδιές πού σκούριασαν
σε μονιμότητα, στολές, επίδομα, παράσημα, ομιλίες.

Οι θυγατέρες ξέχασαν τα όνειρα προτού τα διηγηθούνε.
Ρηχές γιορτές ακάλαντες γιατί: «μας τα είπαν άλλοι».

Τους μαθητές
με υπομονή νανούρισαν οι δάσκαλοι,
τους άγρυπνους
τους έδεσαν τεμάχια σε ράγες
για να περάσει ο συρμός του μέλλοντός τους.

Σαδιστικά
μες τις στενές μας αγκαλιές στοιβάξανε άνεργους
γέρους, γριές, άπορους, μετανάστες
προέδρους, νομικούς και ευεργέτες
οσφυοκάμπτες ιδιώτες και δημόσιους,
άλλους με μάτια έχιδνας, άλλους με σάλιο λύκου
ανδρόμορφους γκιοσέμηδες ως γητευτές τού δήθεν,
εξορκιστές ληστές, ζητιάνους με Καλάσνικοφ,
άστεγους που εκχωρήθηκαν,
φιλόπτωχους,
εταίρες παστρικές μ’ έντοκες υποθήκες,
σάρκες σωρός για να σκοτώσουν τα αισθήματα,
το πλιάτσικο να φτάσει την ψυχή μας.

Υπομονή
μετά κηρύξανε οι ιερείς
με παρακλήσεις θαύματος, εράνους ρούχων.

Υπομονή
και τα πανό, διαζευγμένα τους σημαιοφόρους,
τα λάβαρα με φως που εξόρισε ο ουρανός κι ακόμα
αηδόνια σε ζουρλομανδύα υπομονής,
κλουβιά γεμάτα τσιφτετέλια μουσική,
ζωγράφους, συγγραφείς, ιστορικούς
και σκηνοθέτες σόου, ριάλιτι,
υπομονή κηρύξανε σειρά κληρώσεις διανόησης
στοιχήματα, προ-πο, λαχεία.
Κι όπως η ώρα έτρεχε,
υπάκουη και ρυθμισμένη
στο τέλος της
με απόσταση, θαμποί τικ – τοκ
γέμισαν το κενό οι ποιητές
αυτόχειρες που έλιωσαν στη θάλασσα,
όσοι φτερούγισαν με το σχοινί,
χάθηκαν μες τις βαθιές στοές της λέξης,
γραμμές του μπαρουτιού
αφήνοντας γραφή,
στόμα πάνω στο στόμα, ένα φιλί

ν’ αναστηθούν οι ζωντανοί από τους πεθαμένους.

  • Το έργο στην κεντρική φωτογραφία είναι του Απόστολου Πλαχούρη

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com