Γιώργης Έξαρχος: Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1955

Η παλιά κοίτη του χείμαρρου, αυτή που συνεχίζει να υπάρχει έως και σήμερα, δημιουργήθηκε μετά από καταρρακτώδη βροχή μέσα στο έτος 1913, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι...

by Times Newsroom

ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1955

Μία καταρρακτώδης βροχή την άνοιξη του 1946 φούσκωσε τόσο πολύ τα νερά του χείμαρρου του χωριού μου, έσπασε τα αναχώματα στον Μεριά του Σαρλικιού και ξεχύθηκε προς τρεις κατευθύνσεις, πέρα από την κύρια κοίτη του: τη μια προς το Σουφλάρι, και μέσω του αγροτικού δρόμου Μαγούλα – Πουντίκα χυνόταν στη Μπάρα ανατολικά· την άλλη προς το Τόιβασι, από τον μαχαλά του Ριζίκου – μεσοχώρι – σπίτι του Νάκα και από τα Ραφταίικα χωράφια, χυνόταν στην Μπάρα, στο κεντρικό τμήμα της· την τρίτη κατεύθυνση προς το Τζαμί, μέσω αγροτικού δρόμου πάλι, μπροστά από το σπίτι του Μαργαρίτη στα βόρεια ανατολικά, μέχρι τα Παναγαίικα σπίτια στα νότια δυτικά, χυνόταν στα στο δυτικό τμήμα της Μπάρας.

Η παλιά κοίτη του χείμαρρου, αυτή που συνεχίζει να υπάρχει έως και σήμερα, δημιουργήθηκε μετά από καταρρακτώδη βροχή μέσα στο έτος 1913, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι. Έως τότε, τα νερά του Κίσσαβου –που κατέρχονταν από τη ρεματιά– κοιλάδα της Σπηλιάς προς το Μεγάλο Κισερλί– έκαναν τη διαδρομή από τους Μύλους στο Κισερλί, μέσω του σημερινού μαχαλά των Καλαρρυτινών στο Πουρναριώτικο ρέμα, με κατεύθυνση προς την Καλάμτσια –ή Καλαμίτσα!– και από εκεί προς το Μακρυχώρι και τραβούσε για τον Πηνειό ποταμό. Με άλλα λόγια, ο Τοϊβασίτικος χείμαρρος –τώρα τον λένε και Συκουριώτικο και Μπαρτσιά– άρχισε να υφίσταται από το έτος 1913 και δώθε, οπότε λογικά από τότε πρέπει να υφίσταται και το φημισμένο έλος Τόιβασι. Αν και σε παλαιούς χάρτες, όπως αυτός του Νέου Ανάχαρσι, φαίνεται ότι, στην ίδια θέση όπου το έλος Τόιβασι, κατά την αρχαιότητα υπήρχε η λίμνη Νεσσωνίς, κάτι που μάλλον δεν πρέπει να είναι ορθό, διότι η λίμνη Νεσσωνίς βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα το Καρατσαΐρι ή τα Μαυρόγια. Κατά τους αρχαίους γεωγράφους η Νεσσωνίς κι η λίμνη Βοιβηίς επικοινωνούσαν, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί και δεν συμβαίνει με το έλος Τόιβασι, μιας και το αποκόβει από αυτή την επικοινωνία το θρυλικό όρος των Λαπιθών, το Μόψιον. Είναι όμως σίγουρο ότι τα νερά του έλους Τόι-βασι τροφοδοτούσαν τις δεξαμενές νερού πλήθους πηγών –άνω των 50!– που βρίσκονταν στη νότια πλευρά το Μοψίου, από την ανατολική έως τη νοτιοδυτική του γραμμή και κυρίως τον Ίζβουρο της Κασάμπαλης (τώρα Χασάμπαλης).

Η καταρρακτώδης βροχή του 1946 ουσιαστικά μετέτρεψε τον κεντρικό δρόμο στο Τόιβασι σε βαθύ ρέμα, με δυο παρακλάδια· το ένα με κατεύθυνση από τους Παραφοραίους και το άλλο από τους Ριζικαίους, να σμίγουν τα δυο στο μεσοχώρι και να κατευθύνονται νότια μπροστά από το σπίτι του Νάκα, στα Ραφταίικα χωράφια, και μέχρι την κεντρική Μπάρα. Το ρέμα αυτό περνούσε και μπρος από το πατρικό μου σπίτι, και μέρος της νηπιακής και παιδικής ζωής μου το έχω περάσει παίζοντας με τους συνομήλικούς μου, γείτονες και φίλους, Νάιντο και Ματάκια, μες στην κοίτη αυτού του ρέματος. Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος, με αυτά τα δυο φιλαράκια. Σε όποιου το σπίτι βρισκόμασταν για παιχνίδι, εκεί και ταϊζόμασταν, σαν σε αδερφομοίρια! Στο σπίτι μας τη φροντίδα την είχε η μάνα μου, στου Νάιντου το σπίτι την έγνοια την είχε η γιαγιά Μαρούσια, και στου Ματάκια το σπίτι την περιποίηση την έκανε η μεγάλη αδερφή του, η Χρυσούλα.

Τούτο το ρέμα –ο νυν κεντρικός δρόμος στο μεσοχώρι του Καλοχωρίου– σταμάτησε να υφίσταται από το 1961, όταν στην κοίτη του έγιναν αποχετευτικά έργα για περισυλλογή των όμβριων υδάτων. Τοποθετήθηκαν κιούγκια, που θηλύκωναν μεταξύ τους, θηλυκό – αρσενικό, από τον πάνω μαχαλά μέχρι τον κάτω μαχαλά, με κάποιες καγκελοσιδεριές ή στόμια απορροής των όμβριων υδάτων. Από αυτόν τον χρόνο, το ρέμα μέσα στο χωριό… πάπαλα! Δεν υπάρχει!

Αυτά τα κιούγκια, από το παλιό κοινοτικό γραφείο μέχρι το σπίτι του μπαρμπα-Νάκη, απόσταση 450-500 μέτρα, τα έχουμε… διανύσει μπουσουλώντας, σαν μυρμήγκια και ποντίκια, όλη η πιτσιρικαρία της γενιάς μου. Τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς τότε δεν έγινε κάποιο ατύχημα! Να… χαθεί, δηλ. να πεθάνει, κάποιος από εμάς από ασφυξία ή από φόβο, διανύοντας αγωγούς – οχετούς σκοτεινούς για 500 μέτρα μπουσουλώντας, με διάμετρο κοντά στα 80 εκατοστά! Κι ούτε κανείς μεγάλος βρέθηκε τότε, να μας απαγορεύσει αυτό το επικίνδυνο… παιχνίδι! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, για πολλές μέρες θα χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα στην εκκλησιά μας. Μιλάμε για καμπάνα της οποίας ο ήχος έφτανε μέχρι το Μπαλτζί, το Μεγάλο Κισερλί, την Μαρμάριανη, το Καραλάρι, τον Πλατύκαμπο και τη Νέχαλη, και καμιά φορά έφτανε έως την Τζιούξιανη και την Αγυιά!

Την καμπάνα την χτυπούσαν θρησκευτικά με πέντε χτύπους, τους δύο πρώτους με μικρή χρονική απόσταση και τους άλλους τρεις χτύπους συνεχόμενους, νταν-νταν-νταν-νταν-νταν, κατά τις Κυριακές και τις θρησκευτικές γιορτές το πρωί για τη θεία λειτουργία, και καθημερινά το πρωί για τον όρθρο και το βράδυ για τον εσπερινό, πάντα στον γνωστό και σταθερό ρυθμό, επί πέντε φορές το ίδιο σχήμα χτυπημάτων. Την χτυπούσαν όμως την καμπάνα και για άλλους λόγους: Στην περίοδο της σχολικής χρονιάς, από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο, καθημερινά, το πρωί στις 8 η ώρα και το απόγευμα στις 4 η ώρα, με χτύπους συνεχόμενους και ισχυρούς, νταν-νταν-νταν-νταν-νταν…, πάνω από 30 φορές, ως ειδοποιητήριο για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να πάνε στο σχολείο, δηλ. στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Την ευθύνη για το χτύπημα της καμπάνας για θρησκευτικούς λόγους την είχε ο ιερέας του χωριού και οι επίτροποι της εκκλησίας, ενώ για το χτύπημα για εκπαιδευτικούς λόγους την είχαν οι δάσκαλοι του σχολεί-ου και οι επιμελητές των δύο μεγάλων τάξεων του Δημοτικού, της πέμπτης και της έκτης τάξης.

Την καμπάνα την χτυπούσαν και για άλλους σημαντικούς κοινωνικούς λόγους και για σπουδαία γεγονότα: Όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε σπίτι, αποθήκη ή άλλον ιδιωτικό χώρο συγχωριανών, όπως λ.χ. σιτοχώραφα την περίοδο του θερι-σμού· όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε κοινό και δημόσιο χώρο όπως στις γύρω χορτολιβαδικές εκτάσεις, στις δασώδεις και δασικές εκτάσεις στα γειτονικά βουνά, και καμιά φορά και σε αντίστοιχες εκτάσεις στα γειτονικά χωριά. Τότε, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, συνέτρεχαν να σβήσουν τη φωτιά, με νερό που κουβαλούσαν από τα πηγάδια με κουβάδες, γκιούμια, τενεκέδες, μπακράτσια και άλλα σκεύη μεταφοράς νερού, ώστε να γίνει κατάσβεση της φωτιάς. Ολόκληρη η κοινωνία γινόταν μια μηρμυγκιά αλληλέγγυων ανθρώπων, που θύμιζε τα μυρμήγκια σε περίοδο καλοκαιριού και τροφοσυλλογής, με τα συνεχή πηγαινέλα τους μέχρι που να σταματή-σουν το κακό.

Την καμπάνα την χτυπούσαν πένθιμα την Μεγάλη Παρασκευή, από το πρωί έως το βράδυ κατά την περιφορά του επιταφίου, και τότε που πέθαινε κάποιος συγχωριανός, μικρός ή μεγάλος, άντρας ή γυναίκα. Τούτο το έργο ήταν σπουδαίο και το διεκδικούσαν όλα τα αγόρια της πιτσιρικαρίας. Τον ρόλο καμπανοκρούστη στο καμπαναριό –τώρα το λένε κωδωνοστάσιο!– τον ανέθετε την Μεγάλη Παρασκευή ο ιερέας του χωριού και κατά τους θανάτους συγχωριανών, ιδίως τις ώρες της εξόδιας ακολουθίας, τον ανέθεταν οι δάσκαλοι, συνήθως στους πολύ κακούς ή στους πολύ κακούς μαθητές! Στους πρώτους για τον λόγο ότι είναι δεν είναι στην αίθουσα την ώρα του μα-θήματος αυτοί… «αγρόν αγοράζουν» (όπως έλεγε ένας δάσκαλός μας), και στους δεύτερους για τον λόγο ότι και να χά-σουν κάποιο μάθημα, εύκολα το αναπληρώνουν από μόνοι τους με το διάβασμα στο σπίτι. Όταν η καμπάνα… χτυπούσε την πρώτη φορά πένθιμα, σήμαινε ότι κάποιος ή κάποια από τη μικρή μας κοινωνία πήρε τον δρόμο για το μεγάλο ταξίδι –το ταξίδι δίχως γυρισμό– και στο δεύτερο ή τρίτο νταν, είχε μαθευτεί σε όλο το χωριό, στόμα το στόμα η πληροφορία ποιος… μας άφησε μέρες κι έφυγε! Η φράση που ακολουθούσε ήταν σαφής:

Χριστόλου ή Ντουμνιτζλου σ’-λου ή σ’-ου λjιάρτâ!

Την καμπάνα την χτυπούσαν και για άλλα σημαντικά γεγονότα, όπως ήταν οι σεισμοί στο χωριό, οι επιστρατεύσεις σε πολέμους, κι άλλα σημαντικά γεγονότα της μικρής κοινωνίας, σαν αυτό που θ’ αφηγηθώ: Κάποια μέρα, καλοκαιρινή, ακούστηκε η καμπάνα να χτυπά σαν κάτι σημαντικό να συνέβηκε, και συγκεντρώθηκαν στο μεσοχώρι, στην πλατεία, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, όπου ένας συγχωριανός πάνω σε ξύλινο κάρο που το έσερναν δυο μούλες, ανακοίνωνε με πο-λύ βροντερή φωνή:

Κâλâργιάνjιλjι βα νâ λjια άπα ντι λα Κιούγκι!

Οι Καραλαριώτες θα μα πάρουν το νερό από το Κιούγκι!

Το Κιούγκι ήταν μια από τις 86 πηγές με δροσερό τρεχού-μενο νερό, που υπήρχαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, στη νοτιοανατολική πλευρά και στα νοτιοδυτικά του βουνού μας Κιτσιντάου ή Μόψιον κατά τους αρχαίους, βουνό των Λαπιθών, ξεκινώντας από τα Σουφλαριώτικα χωράφια προς τη Μαρμάριανη και φτάνοντας μέχρι τα Τζαμιώτικα χωράφια προς το Γκιούλμπερι. Τούτες οι πηγές κι οι βρύσες και ο Ίζβουρος της Χασάμπαλης –όλες αυτές οι νερομάνες, ιδίως μετά τις βαθιές γεωτρήσεις για αρτεσιανά φρέατα και για πομόνες που φτάνουν σήμερα ως τα έγκατα της γης – με 400 και 500 μέτρα βάθος– έπαψαν να υπάρχουν και δεν υφίστανται σήμερα.

Ακούγοντας οι συγχωριανοί για το τι πάνε να κάνουν οι Καραλαριώτες, πήγαν στα σπίτια τους και πήραν τσάπες, φτυάρια, αξίνες, γκασμάδες, κλίτσες και άλλα γεωργικά εργαλεία και κίνησαν πεζοπορώντας για το Κιούγκι. Απόσταση 4-4,5 χιλιομέτρων τη διένυσαν τρέχοντας σε ελάχιστο χρόνο, σχεδόν σύσσωμη η μικρή κοινωνία, και βρέθηκαν στην πηγή, για να μη πάρουν το νερό της οι… άλλοι, και να την προστατέψουν. Εκείνη την περίοδο, οι συγχωριανοί, πιστοί στο πνεύμα του κοινοτισμού, με προσωπική εργασία, έσκαβαν το αυλάκι για τους αμιαντοσωλήνες και τις ενδιάμεσες δεξαμενές νερού από τσιμέντο, για να φέρουν στις αυλές των σπιτιών, σε Σουφλάρι και Τόιβασι, το νερό από τη μεγάλη βρύση από τον Αγιαντώνη, που ανάβλυζε το πλούσιο νερό της εκεί δίπλα στα Πλατάνια – στο Ντιντίντι από το Σουφλάρι.

Ω, μου έρχεται τώρα στη μνήμη και μια άλλη μέρα, μέρα που η καμπάνα του χωριού χτυπούσε πένθιμα!… Αλλά γιατί;…

Ήμασταν στο ρέμα που περνούσε μπρος από το σπίτι μας, ο Ματάκιας, ο Νάιντος κι εγώ, και παίζαμε μπροστά στο σπίτι του Ματάκια, 5 Οκτωβρίου 1955, απόγευμα, όταν ακούστηκε η καμπάνα του χωριού μας να ηχεί πένθιμα!

Η γιαγιά Μαρούσια ακούγοντας την καμπάνα βγήκε από το σπίτι της, μας πλησίασε εκεί που παίζαμε, ενώ η καμπάνα συνέχιζε να χτυπάει πένθιμα, κι εμείς οι… σπόροι κάναμε τον σταυρό μας για τον συγχωρεμένο, και μας ρώτησε με φωνή σιγανή και λίγο φοβισμένη:

Αλάι, κάρι μουρί;

Απαντήσαμε ότι δεν ξέρουμε, κι αυτή τράβηξε γραμμή στην εκκλησία να ενημερωθεί από τον κωδωνοκρούστη! Σε λίγα λεπτά γύρισε πίσω, ήρθε σ’ εμάς λες και έπρεπε να μας δώσει λογαριασμό, και μας είπε λυπημένα:

Μουρί Παπάγλου!… Ακσhί νjι τζσι πρέφτουλου!…

Πριν προφτάσει η γιαγιά Μαρούσια να πάει στο σπίτι της, οι δάσκαλοι έδιωξαν τους μαθητές από το απογευματινό μάθημά τους, κι αυτά φεύγοντας, πήγαιναν χαρούμενα στα σπίτια τους, χαρούμενα γιατί δεν θα έκαναν μάθημα, και φώναζαν δυνατά μες στην τρελή χαρά τους:

Μουρί Παπάγλου!… –Μουρί Παπάγλου!…

Ο Παπάγος είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα, 4 Οκτωβρίου 1955, ώρα 11.30’ νυκτερινή, και η εντολή για κλείσιμο των σχολείων φαίνεται δόθηκε στις 5 του μηνός, και έφτασε το απόγευμα και στα χωριά.

Μετά δύο μέρες οι δάσκαλοι μοίρασαν στους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου «βιβλιαράκι» του ενός τυπογραφικού των 16 σελίδων, μικρού σχήματος, και τέτοιο έφερε στο σπίτι ο αδελφός μου και η αδελφή μου, που ήταν τότε και οι δυο τους μαθητές στο δημοτικό. Το βιβλιαράκι είχε στο εξώφυλλο και φωτογραφία του θανόντος πρωθυπουργού, με στρατιωτικά ρούχα και πηλήκιο, και είχε πάνω – πάνω ως τίτλο, με ωραία κεφαλαία γραμματα: Ο ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΠΑΓΟΣ.

Το «βιβλιαράκι» αυτό το φύλαγα σαν κόρη οφθαλμού μέ-χρι και το 1970 που τέλειωσα το εξατάξιο Γυμνάσιο Συκουρίου, κι από τότε κάπου… χάθηκε! Αν δεν το έκαψε η μάνα μου σαν προσάναμα κάποιον χειμώνα, ανάβοντας φωτιά στη σόμπα, σίγουρα θα υπάρχει σε κάποια κούτα από αυτές που φύλαγα τα σχολικά μου βιβλία και τετράδια, και άλλα «είδη» από εκείνα που θεωρούσα τότε ότι πρέπει να διαφυλάξω για το μέλλον, όπως π.χ. φωτογραφίες αρχηγών κρατών ή ποδοσφαιριστών κ.λπ., που υπήρχαν στις συσκευασίες από τα μπισκότα Ρούλια κ.ά.ό.

Στο ίδιο σημείο του ρέματος, που μάθαμε για τον θάνατο του Παπάγου, μετά τρία χρόνια, καλοκαίρι του 1958, ο δάσκαλος του χωριού Ορέστης Δαόπουλος, μας βρήκε τους τρεις φίλους να παίζουμε, και αφού μας πλησίασε φιλικά, μας ρώτησε να του πούμε το όνομά μας και ποιανού παιδί ήταν ο καθένας μας, υποσχόμενος ότι εάν μετά την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση του πούμε και την αλφαβήτα, θα μας χάριζε από ένα χρωματιστό μολυβάκι.

Πρώτος ο Νάιντος είπε γρήγορα και καθαρά την αλφαβήτα, και εισέπραξε ένα «Μπράβο Παναγιωτάκη, πάρε και το χρωματιστό μολυβάκι σου»! Ακολούθησε ο Ματάκιας, που κάπου εκεί στο θήτα και στο ιώτα κόλλησε και σταμάτησε, αλλά κι αυτός εισέπραξε ένα «Δημητράκη, να τη μάθουμε καλά την αλφαβήτα με όλα τα γράμματα· για την προσπάθεια πάρε τούτο το μοβ μολυβάκι»! Τρίτος στη σειρά εγώ, είπα γρήγορα την αλφαβήτα, νεράκι, κι ο δάσκαλος με τη δεξιά παλάμη του μου έριξε μια σβερκιά ως επιβράβευση, μαζί με ένα «Μπράβο Γιωργάκη, πάρε το μολυβάκι σου», πράσινου χρώματος! Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μέχρι τότε ζωής μου! Η χαρά μου δεν είχε όρια, άρχισα να ρίχνω χώμα και σκόνη πάνω στο κεφάλι μου, να κατρακυλάω μες στη σκόνη σαν γουρουνάκι γι’ αυτήν την επιβράβευση, και σκάρωσα ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι:

Τσιγκαρίκα το κεφέκι

ταγκαρίτσο φεντοκάρι

το κεφέκι, το κορέκι

και το τσαγκορικοφί!…

Λέξεις μιας ακατάληπτης αυτοσχέδιας παιδικής γλώσσας, που η παιδική φαντασία και η έκτακτη χαρά δημιούργησαν, χωρίς ωστόσο να έχουν κάποιο νοηματικό περιεχόμενο πέρα από εκείνη την πρόσκαιρη χαρά.

Το φθινόπωρο εκείνου του χρόνου, του 1958, πήγα στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με καλή διάθεση να… μάθω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, του θεού τα πράματα…

Στις 30.04.2003, 10 ετών η Λήδα, και καλλιτεχνίζει!

______________________________________

 Γιώργης Έξαρχος γεννήθηκε στο Kαλοχώρι Λάρισας το 1952. Eίναι απόφοιτος του εξατάξιου Γυμνασίου Συκουρίου (1970), πτυχιούχος του Oικονομικού Tμήματος της AΣOEE (1975), διδάκτορας οικονομικών επιστημών της Aca-demia de Studii Economice (ASE) Βουκουρεστίου (1980), συνταξιούχος καθηγητής Α.Ε.Ι. (του νυν Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, 2013).

Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή από τα εφηβικά του χρόνια. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1985 και έχει εκδώσει μέχρι σήμερα πάνω από εξήντα πέντε βιβλία (ποίηση, παραμύθια, παιδική λογοτεχνία, λαογραφία, εθνολογικές και ιστορικές μελέτες, ανθρωπολογικές έρευνες, οικονομικές πραγματείες, μεταφράσεις κ.ά.).

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Αγωνιστής, Ντέφι, Ρίγα, Tαξιδιώτες, Σχεδία, Ρομάντσο, Ιχνευτής, Διαβάζω, Στιγμές, Σχολιαστής, Φωτογράφος, Έψιλον, Λαϊκό Τραγούδι, Έρευνα, Οικονομική Επιθεώρηση, Τουριστικά Θέματα, Επτά Ημέρες κ.ά., επίσης με το Β΄, Γ΄ και Δ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ ΑΕ (1986-1991) ως παραγωγός εθνολογικών, οικολογικών, μουσικών και πολιτιστικών εκπομπών, καθώς και με τις αθηναϊκές εφημερίδες: Εξόρμηση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ελευθεροτυπία, Πρώτη, Καθημερινή, Αυγή, Ναυτεμπορική, Mακεδονία της Θεσσαλονίκης, Πανευβοϊκόν Βήμα Χαλκίδας, Ελευθερία Λάρισας, Ελευθερία Σερρών κ.ά., ως εξωτερικός συνεργάτης. Υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος και σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ Ντούκα ’ν Κάλι – Καθ’ Oδόν (1987), παραγωγής του Yπουργείου Πολιτισμού, και σε κείμενό του βασίστηκε το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τη ζωή του λαϊκού κλαριντζή Βάιου Μαλλιάρα (1989). Το βιβλίο του Αδελφοί Μανάκια (Γαβριηλίδης 1991) αποτέλεσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση του σεναρίου της βραβευμένης στο Φεστιβάλ Kαννών ταινίας Tο βλέμμα του Oδυσσέα, του σκηνο-θέτη Θεόδωρου Aγγελόπουλου.

Έλαβε μέρος ως εισηγητής ή σύνεδρος σε πολλά επιστημονικά διεθνή και εθνικά συνέδρια εντός και εκτός Ελλάδας και υπήρξε μέλος επιστημονικών επιτροπών «ανωνύμων κριτών» επιστημονικών περιοδικών.

Διετέλεσε σύμβουλος ή συνεργάτης ή επιστημονικό προσωπικό της πολιτικής ηγεσίας των Yπουργείων: YBET (1982), YXOΠ (1982-1984), Bιομηχανίας (1986-1987), Γεωργίας (1995-2000) και YΠEXΩΔE (2000-2003). Δίδαξε ως έκτακτος καθηγητής οικονομι-κών μαθημάτων στο TEI Xαλκίδας (1991-1994), ως επιστημονικός συνεργάτης στο Α-ΤΕΙ Κρήτης (2003-2006) και ως τακτικός επίκου-ρος καθηγητής στο AEI Σερρών (11/2006-11/2013).

Τουρκιστί κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του: Yorgis Eksarhos, S.E.L.A.N.A., Şimdiki Mücadelemiz Bütün Bunlar İçindir, Istos Yayin, Istanbul, 2013.

Σε μετάφραση και στίχους τραγουδιών του και σε σκηνοθεσία Ανδρομάχης Μοντζολή, τον χειμώνα του 2015-2016, στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη» (Αθήνα) παίχτηκε ο Πλούτος του Αριστοφάνη: Μουσικοθεατρική παράσταση για όλη την οικογένεια. Μουσική και τραγούδια: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2018 παίχτηκε στο Ηρώδειο – Αθήνα, το «Έρωτες και Θρήνοι Γυναικών», από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, σε μετάφρασή του και σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου, με σπουδαίες ελληνίδες ηθοποιούς – ερμηνεύτριες και μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου.

Από το 2008 κατοικοεδρεύει και ζει στη Θεσσαλονίκη.

Ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected]

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή