Γιώργος Δέλιος: “Η μοναξιά” | Διήγημα

Έφυγαν οι άνθρωποι, μαντάλωσαν τα χαμόσπιτα, ερήμωσε ολότελα ο τόπος...

by Times Newsroom

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΣ*

Η μοναξιά

 

ΕΚΕΙ ΚΑΤΩ στο ερημικό και γραφικό ακροτόπι της Κασσάνδρας, μια φορά κ’ έναν καιρό, με πέτρες κι αγκωνάρια που ξέβραζε η φουρτουνιασμένη θάλασσα, είχαν κτίσει ένα αγρόσπιτο, χωρισμένο σε δυο κάμαρες με τέσσερα παράθυρα. Στην αρχή για να συμμαζεύουν τις ελιές. Ύστερα για να περνούν, αν το κατόρθωναν, λίγες μέρες ξένοιαστοι το καλοκαίρι. Και τελικά, τότε που πολύ αργά ο κόσμος άρχισε να προτιμά τη θάλασσα παρά το βουνό, νοίκιαζαν το σπίτι σε παραθεριστές. Παράμερα άρχισαν να κτίζουν κι άλλοι, χαμόσπιτα, αφανισμένα σχεδόν στο μικρό δάσος από ελιόδεντρα. Ήταν, θα πεις, κει δα και η θερμοπηγή, μια κατασκότεινη σπηλιά γεμάτη θειάφι, στις ρίζες από θεόρατα βράχια. Κ’ έτσι δημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός. Πέρασε από κει ένας κόσμος που χάρηκε τη φύση στην παρθενική της σύσταση, τη βλάστησε με τα πεύκα στη λοφοσειρά, τον φράχτη από σκίνους, την απεραντοσύνη του ορίζοντα.

Σ’ εκείνον τον κατοικημένο από σιωπή και απομόνωση χώρο, ήταν στιγμές που ο νους και η αίσθηση παραδίνονταν σε ατέλειωτες ονειροπολήσεις,π σε αφιλοκερδείς διαλογισμούς και σε νοερά ταξίδια πάνω στις φωτεινές λεωφόρους που ξάνοιγε η φεγγαρόφωτη νύχτα. Κ’ ήταν πάλι φορές και ώρες, πάνω στην κάψα του καλοκαιριού, που κείνο το ακρογιάλι αχολογούσε από δροσερές φωνές, γέμιζε από λουόμενους κάθε ηλικίας, που έστηναν τις χρωματιστές ομπρέλες και τις ψάθες, λιάζονταν κ’ έφερναν στ’ αφτί το τρανζιστοράκι για να μη χάσουν ούτε λέξη από τη συνέχεια της ιστορίας. Η θάλασσα στη γαλήνια ώρα της σαγηνεύει, ώς κι ο γλάρος ακόμα, θαρρείς, μετέχει σε τούτο το πανηγύρι. Με το αργό του πέταγμα πάει κι έρχεται, ακολουθεί την ψαροπούλα, βουτάει, τσιμπολογάει, υψώνεται στον γαλανό ουρανό, αφομοιώνεται με το χάος, μα ξαναγυρίζει κοντά στον άνθρωπο σα να νιώθει δεμένος με την παρουσία του, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την παρουσία του ανθρώπου αυτός ο ερημίτης.

Μα ήταν και κάτι στιγμές, άλλες στιγμές, που ο κόσμος αποσύρονταν, ο τόπος γαλήνευε, δεν άκουες παρά εκείνο το ασίγαστο αναφιλητό του ανάλαφρου κυματισμού στο ακρογιάλι. Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό κι ο καρδιοπαθής, παράκουσε τις αυστηρές συστάσεις του γιατρού, γδύθηκε στο καμαράκι, βγήκε σαν τον κλέφτη με προφυλάξεις, κατέβηκε στο ακροθαλάσσι, και πήρε να περιχύνεται στο σώμα το λαχταριστό καθάριο νερό· κ’ ύστερα ταλαντεύτηκε για λίγο πάνω στις πέτρες, ώς που να ξεθαρρέψει, να τις ξεπεράσει, και μονομιάς, ίσως και να μην το ’θελε, έπεσε μπρούμυτα. Τόσο μόνο έφτασε. Η θωριά του άλλαξε, οι δυνάμεις του λιγόστευαν μα δεν τα ’χανε. Αγωνίστηκε ασθμαίνοντας ώσπου να ’φτανε για να σωριαστεί στα πολύχρωμα λαλάρια. Εκεί τον βρήκαν ύστερ’ από λίγο· σε μια κατάσταση ρόγχου· αφροί έβγαιναν από το στόμα του· πολύ αργά πια για κάθε είδους βοήθεια. Έκανε τον γύρο η είδηση, κι ο ήρεμος οικισμός για πρώτη φορά γνώρισε την αναστάτωση. Τρεχάματα, μιλήματα, θλίψη και κατήφεια ώσπου να φτάσουν οι “δικοί” του, να φορτωθεί το λείψανο στο αμάξι και να ξεκινήσει για την μακρινή πολιτεία, Ποιος είπε: “Το να υποφέρεις, περνάει· το να ’χεις υποφέρει δεν περνάει ποτέ”. Το πένθος φώλιασε μόνο στην καρδιά κείνων που είχε πλήξει ο χαμός του αγαπημένου προσώπου.

***

Έφυγαν οι άνθρωποι, μαντάλωσαν τα χαμόσπιτα, ερήμωσε ολότελα ο τόπος. Μπορείς να το φανταστείς πως μαζί με τους ανθρώπους εξαφανίστηκε κ’ η μικρή ομάδα των γλάρων; Ναι· κι αυτοί ακόμα. Η μοναξιά και η θαυμαστική σιωπή όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθείς, σε δρομάκια, σε μονοπάτια, στην έρημη δημοσιά, στην πευκόφυτη λοφοσειρά. Η σιωπή και τα χρώματα τούτες τις γλυκές μέρες του φθινόπωρου. Μια μικρή μάζα σύννεφα αλλάζουν στο ξέμακρο όψη και μετακινούνται· κυλούν κατά έναν αυτόματο τρόπο, και μοιάζουν σα να έχουν ζωή, κι άλλα που ρίχνουν ψυχρές σκιές πάνω σε λιβάδια. Μια λαμπηδόνα περιχύνεται στη γη, και προβάλλει στην ολοκάθαρη θέα κάθε καμπύλη, και κάθε πτυχή. Σαν η γη να δέχεται και να εκπέμπει ένα δικό της φως, που είναι φως ελληνικό.

Γυροφέρνω στον μικρό οικισμό με τα κατάκλειστα σπιτάκια και τα ξεχαρβαλωμένα από ξεραμένες φτέρες λιακωτά, φτάνω ώς το ακροθαλάσσι, και οι σκέψεις ταξιδεύουν μέσα στο φως. Ταξιδεύουν, είναι μονάχα ένας λεκτικός τρόπος. Στοχασμοί και γνώσεις ανεμοπαίρνονται και διαλύονται. Μένει ο άνθρωπος, γυμνός από διαθέσεις και λογισμούς σαν μέσα σ’ ένα κενό που το επιζήτησε και το ανακάλυψε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Το επιζήτησε έτσι από μιαν εσώτερη παρόρμηση, από μιαν ανάγκη να σταθεί μακριά από θορύβους, αδιάφορος και ξένος προς κάθε επιδίωξη. Κατάμονος στο κέντρο της φύσης.

Φουρτουνιασμένη η θάλασσα. Νάνοι με τον άσπρο χιτώνα χορεύουν στο πέλαγος, κι αναδιπλώνονται· κι όσο σιμώνουν γιγαντώνονται, καβαλικεύουν ο ένας τον άλλο, ορμούν μανιασμένα τα κύματα και ξεσπάζουν στο ακρογιάλι και στ’ ασάλευτα γεμάτα ρωγμές και κουφάλες βράχια. Η ασταμάτητη βουή και τα κύματα, η κίνηση και το ασπρουλό χρώμα συνεπαίρνουν το νου και τον πάνε “Any where out ow the world”στον αναπαμό και στην αναπόληση, όπως ήρεμα το είπε ο “καταραμένος” ξένος ποιητής. Εκεί που η δική μας γραφίδα δεν έχει τη δύναμη να φτάσει την άγρια και εφιαλτική εικόνα της θαλασσινής λογοτεχνίας με τις περιπέτειες του Αρθούρου Γκόρντον Πυμ, την μπαλάντα του Κόλεριτζ, κ’ εκείνα τα υπερφυσικά πλάσματα, σαν τη φάλαινα του Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ που δίνουν την όψη του δαιμονισμένου κόσμου· συμβολίζουν την ιλιγγιώδη έκταση των ωκεανών και την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Καταποντίζει τη σκέψη, σε κάνει να αναριγείς η ιδέα της απουσίας του Θεού μέσα σε τέτοιες θεομηνίες.

Η τέχνη είναι μια μορφή δράσης. Φοράει ο καθένας μας τη δική του μάσκα και περιφέρεται εδώ κι εκεί όπου τον οδηγούν τα αισθήματα, η γνωριμία με τα πρόσωπα και τα πράγματα, η οικείωση με του τόπους, και προπάντων, η φαντασία και η σκέψη. Τόσο που όλα μπροστά στο πραγματικό και το μυθολογικό να χάνουν τη μαγική τους εξουσία.

Μια μορφή δράσης· ναι· μα σύμφυτο με την τέχνη είναι και το στοχαστικό στοιχείο. Αχώριστο και απαραίτητο κατά τη μετάπλαση των φαινομένων και των αισθήσεων· όμως ένα στοιχείο που έχει ως προϋπόθεση την εσωτερική άσκηση. Ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να διηγείται με μια θρυλική πειστικότητα γεγονότα και πράγματα. Πόσο διαφορετική θα ήταν στην αίσθησή μας η ζωή αν τα πράγματα και τα γεγονότα ήταν όπως τα διαβάζουμε. Μόνο που δεν είναι βέβαιο που είναι όπως μας τα διηγείται. Γιατί ο συγγραφέας δεν αντιγράφει τη ζωή· την ταχτοποιεί έτσι που να προκαλεί το ενδιαφέρον και την έκπληξή μας, γιατί είναι πρόθυμος να θυσιάσει την πιθανότητα στην αποτελεσματικότητα.

Μετατοπίζομαι σ’ αυτή τη “no man’s land” κ’ έχω τη φευγαλέα αίσθηση πως μέσα στη ρευστότητα και τον απροσδιόριστο χρόνο, ό,τι προηγήθηκε, όψεις και παραστάσεις και στοχασμοί, έπαιρναν τη θέση από έναν καθρέπτη σπασμένο σε άπειρες αυτοτελείς εικόνες που ολοένα και πολλαπλασιάζονταν. Τώρα, η σκέψη αδρανεί, σα να κινούμαι μέσα σ’ ένα κενό. Το σούρουπο ολοένα και γίνεται πιο αισθητό. Σε λίγο θ’ απλώσει τα μαύρα φτερά της η νύχτα, θα εξαφανίσει τα πάντα, και πουλιά, και δέντρα και όγκους. Πέρα στο άφαντο Ποσείδι αρχίζει κι αναβοσβήνει σα να νυστάζει το μάτι του φάρου. Κι ολοένα λάμπει και μοιάζει με το κλάμα του παιδιού ώς που να κοπεί από τον ομφάλιο λώρο, ώσπου να θαμποχαράξουν οι πρώτες αχτίδες που θα εξαφανίσουν τα όρια ανάμεσα κατασκότεινης νύχτας και λιόχαρης φθινοπωρινής μέρας.

Μόλις που σαλεύουν οι κορφές των δέντρων. Ένα ανεπαίσθητο στρώμα πευκοβέλονα σωρεύεται δω κι εκεί στο προαύλιο του αδειανού ξενοδοχείου. Και μια βροντή στο κενό έκανε να τρίξουν τα παράθυρα, να σπάσουν τζάμια, να σειστούν οι γλόμποι, σαν μέσ’ από τα σπλάχνα της γης ν’ ανασύρθηκαν συστατικές δυνάμεις – και μήπως δεν είναι έτσι; – που τελειοποιήθηκαν στην ατομική ενέργεια. Δοκιμάζεται σε χώρους άγονους και ακατοίκητους και ισοπεδώνει εκτάσεις. Μα τούτη η βροντή δεν ήταν επινόηση· ήταν ξάφνιασμα πραγματικό που έκανε τον μοναχικό άνθρωπο να διακόψει το διάβασμα, να αφήσει πάνω στο τραπέζι το βιβλίο και να βηματίσει ώς παρέκει για ν’ ανιχνεύσει τους ορίζοντες· από ένστικτο πιο πολύ, σα να εκπληρούσε πιστά τη φυσική συνέπεια του γεγονότος που συντάραξε το μικρό σύμπαν. Μαζί με τη βροντή καταπνίγηκε μονομιάς και η περιέργεια, κι ο σάλαγος και το σχόλιο. Μια δυο κυρίες αποσύρθηκαν στο εσωτερικό και συνέχισαν το πλέξιμο. Η σιωπή πάλι κατακάλυψε τα πάντα. Τέτοιες ώρες είναι που σε κατέχει η τάση να μην μπορείς ούτε στιγμή να ζήσεις χωρίς τη συντροφιά, χωρίς την παρουσία των άλλων. Φτάνει και μόνο που βρίσκεσαι σε μια σιωπηλή επαφή μαζί τους, έστω, δίχως εκείνη την ιδιαίτερη οικειότητα, δίχως τον ιδιαίτερο θερμό καθημερινό χαιρετισμό.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΜΘ΄, τόμος 97ος, τεύχος 1149, 15 Μαΐου 1975

_____________________________________________________

*Γιώργος Δέλιος

Ο Γιώργος Δέλιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1896 και πέθανε το 1980. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του επιδίδεται στην εκμάθηση της αγγλικής και αποκτά το δίπλωμα του Ινστιτούτου Πέλμαν, ενώ γνωρίζει και τα γαλλικά. Κατά τα χρόνια ύστερ’ από τον πρώτο πόλεμο, δεν υπήρχαν δυνατότητες για μια κλασική παιδεία στη Θεσσαλονίκη, το πανεπιστήμιο λειτούργησε περίπου μια δεκαετία μετά τη λήξη του βέβαια, κι ο Δέλιος γι’ αρκετά χρόνια παρακολούθησε ως ακροατής τα κυριότερα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής. Προσλαμβάνεται στους σιδηροδρόμους, όμως τελικά δεν σταδιοδρομεί εκεί.  Αργότερα προσλαμβάνεται στη δημαρχία από την οποία και συνταξιοδοτείται. Ένα διάστημα, από το 1946 (τότε που ιδρύθηκε κρατικός σταθμός στη Θεσσαλονίκη) ως το 1950, διετέλεσε διευθυντής προγράμματος της ραδιοφωνίας με απόσπαση από την υπηρεσία του. Υπάρχουν ακόμη πολλοί που θα θυμούνται την υπογραφή του Δέλιου κάτω από σκαλαθύρματα δημοσιευμένα σε εβδομαδιαία αθηναϊκά περιοδικά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και υστερότερα τη σειρά από χρονογραφήματα σ’ όλες τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης. Αυτά ως το 1930. Από κει και πέρα αρχίζει η συστηματική, η υποψιασμένη πια ενασχόλησή του με τα γράμματα. Εκδίδονται οι “Μακεδονικές Ημέρες” από τη γνωστή ομάδα της οποίας είναι βασικό στέλεχος. Μέσα στην κατοχή δε σταματά η λογοτεχνική του και άλλη δραστηριότητα, δημοσιεύει σε περιοδικά τη δουλειά του και συμμετέχει στην καλλιτεχνική επιτροπή του τότε κρατικού θεάτρου. Αμέσως μετά, από το ραδιοσταθμό Θεσσαλονίκης παρουσιάζει παλιότερη και νεότερη νεοελληνική ποίηση. Από το 1962 με την ίδρυση της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης εκλέγεται πρόεδρός της συνεχώς ως τα τέλη του 1977 περίπου που αποχωρεί.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com