Γιώργος Σκιάνης: Το βότσαλο

Ο Μίλτος και η Μαρία γνωριζόντουσαν από παιδιά. Δεκαπέντε χρόνια ήταν μαζί, από τα δεκαπέντε τους. Αυτοκόλλητοι

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

Το βότσαλο

Τον Μίλτο δεν τον πήρε από κάτω. Έτσι έλεγαν οι δικοί του και οι φίλοι του που περίμεναν ότι μετά το ατύχημα τα πράγματα θα ήταν δύσκολα.

Ο Μίλτος και η Μαρία γνωριζόντουσαν από παιδιά. Δεκαπέντε χρόνια ήταν μαζί, από τα δεκαπέντε τους. Αυτοκόλλητοι. Μαζί στη δουλειά στο ταχυδρομείο, μαζί στο σπιτάκι της Πανόρμου, μαζί στις μεγάλες βόλτες με την χιλιάρα.

Έκαναν παρέα με όλον τον κόσμο, πρόσχαρα παιδιά, ανοιχτά, με τα τραγούδια τους, τις κιθάρες, τις μπύρες και τα τσίπουρα, τα τσιγαριλίκια όταν έπρεπε, έτοιμοι να συντρέξουν τον καθένα που ζητούσε ένα χέρι για βοήθεια. Ένα χέρι ζητούσε ο άλλος, τέσσερα του πρόσφεραν. Γι αυτό τους αγαπούσαν οι πάντες.

Τη μέρα του ατυχήματος η χιλιάρα λαμποκοπούσε. Ο Μίλτος την πρόσεχε πολύ. Ούτε γρατζουνιά δεν είχε η μηχανή. Και σαν οδηγός ήταν μάγκας. Δεν οδηγούσε ποτέ πιωμένος και όταν μπλέκανε σε τίποτε γλέντια, ξεραινόντουσαν στον ύπνο και συνεχίζανε τη βόλτα μετά, με το κεφάλι καθαρό.

Τη μέρα εκείνη γύρναγαν από τη δουλειά και είπαν να περάσουν μια βόλτα από την Πεντέλη, να αράξουν και να δουν τα χρώματα από το ηλιοβασίλεμα. Στην επιστροφή για το σπίτι η χιλιάρα πάτησε λάδια και έφυγε απ’ τον δρόμο. Ο Μίλτος έπεσε στο συρματόπλεγμα και δεν έπαθε σχεδόν τίποτα, η Μαρία χτύπησε στην κολόνα και το παλιό κράνος δεν άντεξε.

Στην κηδεία ο Μίλτος έμεινε αμίλητος και αδάκρυτος. Χαιρέτησε με ευγένεια όλους, τους πολλούς, που πήγαν να αποχαιρετήσουν το Μαράκι. Γύρισε μετά στο σπίτι, μάζεψε τα ρούχα και τα πράγματα της αγάπης του και τα έβαλε σε δυο μεγάλες κούτες για να τα δώσει. Τις φωτογραφίες τις τυπωμένες τις μάζεψε σ’ ένα κουτί, μαζί μ’ ένα στικάκι που είχε όλες τις ηλεκτρονικές. Αυτά τα ανέβασε στο πατάρι. Ήπιε ένα μπουκάλι τσίπουρο και κοιμήθηκε.

Την άλλη μέρα πήγε στη δουλειά και μετά πέρασε από το μάστορα που είχαν μεταφέρει τη χιλιάρα. Σε μια βδομάδα η μηχανή ήταν έτοιμη.

Η ζωή του Μίλτου μπήκε ξανά στις ράγες της, σα να μην είχε βγει ποτέ από αυτές. Σπίτι, δουλειά, βόλτα με τη χιλιάρα. Υιοθέτησε και μια μικρή σκυλίτσα, την Ραλού που την κουβάλαγε πάντα μαζί του σ’ ένα μάρσιπο.

Και τα χρόνια πέρασαν. Οι βόλτες με τη χιλιάρα, πότε σε βουνό, πότε σε θάλασσα, με τον Μίλτο να παίρνει μαζί του την Ραλού, την κονσέρβα της, μια μπύρα, καφέ και νερό και να βγάζει τη νύχτα σε υπνόσακο, μαζί με τη σκυλίτσα του. Το πρωί, με το που χάραζε, έκανε μια βόλτα με τη Ραλού και μετά ανέβαιναν στη χιλιάρα για τη δουλειά.

Εκείνο τη νύχτα την είχαν βγάλει στην παραλία. Το πρωί ο Μίλτος μπήκε να βουτήξει τα πόδια στη θάλασσα και η Ραλού τον ακολούθησε όπως πάντα. Το νερό ήταν καθαρό, κρυστάλλινο. Σε μια στιγμή ο Μίλτος κοντοστάθηκε και κοίταξε τον βυθό. Ξεχώρισε ένα βότσαλο. Έσκυψε, το ‘πιασε και το στέγνωσε τρίβοντάς το πάνω στο ρούχο του. Το έβαλε στην τσέπη του και φώναξε την Ραλού να φύγουνε.

Εκείνη τη μέρα δεν πήγαν στη δουλειά. Γύρισαν στο σπίτι και ο Μίλτος κατέβασε την κούτα από το πατάρι. Έψαξε και βρήκε το βότσαλο. Ένα βότσαλο σχεδόν δίδυμο με κείνο που μάζεψε στη θάλασσα, μαζεμένο κι αυτό πριν περίπου δέκα χρόνια από την  παραλία της Χηλής στην Αλεξανδρούπολη. Το είχε βρει η Μαρία που του άνοιξε την παλάμη και το άφησε μέσα. Ήταν ένα ωραίο βότσαλο σε σχήμα καρδιάς.

Έβαλε τα δυο βότσαλα, το ένα δίπλα στ’ άλλο, στο κομοδίνο. Ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι και κοιμήθηκε, έναν ύπνο βαρύ και πηχτό. Το πρωί πήγε την Ραλού στον φίλο του τον Σπύρο, το μάστορα με το συνεργείο, και τον παρακάλεσε να του την κρατήσει για κάνα-δυο μέρες. Ο Σπύρος δέχτηκε ευχαρίστως και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις γιατί ήταν άνθρωπος διακριτικός.

Ο Μίλτος γύρισε στο σπίτι, ήπιε τα υπόλοιπο ουίσκι και άνοιξε δεύτερο μπουκάλι. Κοιμήθηκε και το βραδάκι ξεκίνησε για Λαύριο. Έφτασε στο λιμάνι και οδήγησε μέχρι την προβλήτα. Άφησε τη χιλιάρα, έβγαλε το μπουκάλι το ουίσκι και το άδειασε γρήγορα. Ανέβηκε στη μηχανή και μαρσάρισε με μανία. Στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα έλαμπε μια μεγάλη καρδιά.

Το πρωί ένοιωσε μια γλώσσα να του γλύφει το πρόσωπο. Πήγε ν’ ανοίξει τα μάτια του και το φως τον τύφλωσε. Με κόπο ξεχώρισε τα γαλάζια μάτια του Σπύρου που τον κοίταζαν. Ο ήλιος, ο φίλος και ο σκύλος του ήταν εκεί. Μια καινούργια μέρα ήταν εκεί. Ανασηκώθηκε στο παγκάκι. Πάμε για καφέ;

Είπε.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή