Hermann Hesse: “Η ροδακινιά” | Διήγημα

Αλλά αυτή τη φορά δε μπορούσα να αποφασίσω Είχα στη ζωή μου φυτέψει πλήθος δέντρα, δεν ήταν ζήτημα να φυτέψω ένα ακόμη. Όμως κάτι μέσα μου μού ’λεγε: Όχι! Κάτι μού ’λεγε ότι δεν πρέπει να ανανεώσω τον κύκλο της ζωής, να προσφέρω μια νέα λεία, ένα καινούργιο λάφυρο στο θάνατο. Δεν μπορούσα. Η θέση έπρεπε να μείνει άδεια.

by Times Newsroom

Η ροδακινιά

ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ και παντοδύναμος πέρασε, τη νύχτα χτες, ο νοτιοδυτικός άνεμος Πάνω από την καρτερική χώρα, πάνω από τις χέρσες κοιλάδες και τους ρημαγμένους κήπους, ανάμεσα από τους μαραμένους αμπελώνες και το γυμνωμένο δάσος, τραβολόγησε κάθε κλαδί, ταρακούνησε κάθε κορμό, ούρλιασε σφυρίζοντας εμπρός σε κάθε εμπόδιο, κροτάλισε, δαιμονισμένα, απάνω στη συκιά και σήκωσε σύννεφα από ξερόφυλλα και κλαδιά, στροβιλίζοντάς τα στα ύψη. Σωροί τεράστιοι είχαν σχηματιστεί πίσω από κάθε γωνιά και πίσω από κάθε μάντρα, που έγιναν είδος αμυντικού προχώματος στην επιδρομή του ανέμου.

Κι όταν βγήκα στον κήπο, η συμφορά είχε συντελεστεί. Η μεγαλύτερη ροδακινιά μου κειτόταν στο χώμα, σπασμένη λίγο πάρα πάνω από το έδαφος και γερμένη προς την απότομη πλευρά του αμπελοφύτευτου τού λόφου. Δε ζουν πολλά χρόνια τούτα τα δέντρα, δεν ανήκουν στους ήρωες και τους γίγαντες, είναι τρυφερά και φιλάσθενα ακόμη, ευαίσθητα στις προσβολές, ο ευωδερός χυμός τους έχει κάτι από παλιό, υπερκαλλιεργημένο, ευγενικό αίμα. Δεν ήταν κανένα ιδιαίτερο ωραίο και καλόκαρπο δέντρο αυτό που είχε πέσει, ήταν όμως το μεγαλύτερο από τις ροδακινιές μου, ένας γνωστός και παλιός εγκάρδιος φίλος, περισσότερο οικείος κι από μένα, στο κομμάτι αυτό της γης. Κάθε χρόνο, στα μέσα του Μάρτη, άνοιγε τα μπουμπούκια του και ύψωνε ρωμαλέα και ευδιάκριτα στο γαλάζιο ή στο τεφρό φόντο τ’ ουρανού το ολάνθιστο, αφρόπλαστο, θαρρούσες, ροδόλευκο στέμμα του, απαλοσάλευε στις παιγνιδιάρικες αύρες των δροσερών απριλιάτικων ημερών, αφήνοντας να χρυσίζουν ανάμεσα στα κλαδιά του οι φλόγες των λεμονόδεντρων που το περιστοίχιζαν, αγωνιζόταν κραταιά με το νοτιοδυτικό άνεμο, στεκόταν σιωπηλό και σαν ρεμβώδες και ονειροπόλο τις βροχερές ημέρες, σκύβοντας και κοιτάζοντας, θαρρείς, τα πόδια του, όπου με κάθε βροχή η χλόη γινόταν όλο και περισσότερο πράσινη και πλούσια. Πολλές φορές έκοβα κι έφερνα μαζί μου στο σπίτι και στο δωμάτιό μου ένα μικρό, ανθισμένο κλαρί, πολλές φορές επίσης, όταν ήμουν πολύ νέος και πολύ ανέμελος, προσπαθούσα να το ζωγραφίσω στην ώρα της ανθοφορίας του.

Σ’ όλες τις εποχές ορθωνόταν εκεί, κρατούσε μια θέση αδιατάρακτη μέσα στο μικρό μου κόσμο, ανήκε ολοκληρωτικά σ’ αυτόν· ζούσε μαζί μου τη ζέστη και το χιόνι, τη θύελλα και τη γαλήνη, επρόσφερε τον τόνο του στο τραγούδι μου, τις ανταύγειές του στους πίνακές μου, στεκόταν πάντα στητό και υπερήφανο ανάμεσα στους στύλους των κλημάτων κι είχε γαλουχήσει γενεές από σαύρες και φίδια κι από πεταλούδες και πουλιά! Δεν ήταν, όπως είπα, κανένα δέντρο “διακεκριμένο”, δεν του έδινες ιδιαίτερη σημασία, όμως για μένα είχε γίνει πια απαραίτητοι. Όταν άρχιζαν να ωριμάζουν οι καρποί, κάθε πρωινό έφτανα κοντά του, από κάποιο πλάγιο δρομίσκο, μάζευα τα ροδάκινα που είχαν πέσει τη νύχτα στην υγρή γης και τα έφερνα σπίτι μου, μέσα στην τσέπη μου ή μέσα σε καλάθι ή στο καπέλο μου, και τα άπλωνα κάτω από τον ήλιο να λιαστούν.

Τώρα, στον τόπο που ανήκε στον παλιό και εγκάρδιο αυτό φίλο, είχε σχηματιστεί μια τρύπα, ο μικρός κόσμος είχε μια ρωγμή κι ανάμεσα απ’ αυτήν κοίταζε το κενό, το σκοτάδι, η φρίκη, ο θάνατος! Θλιβερός κειτόταν ο σπασμένος κορμός, το ξύλο του ήταν τώρα εύθρυπτο και λασπερό, τα κλαδιά του ήταν σπασμένα ή ραγισμένα, αυτά που σε δυο βδομάδες ίσως θα ύψωναν το ροδοπόρφυρο ανοιξιάτικο στέμμα τους και θα ατένιζαν με υπερηφάνεια το γαλάζιο ή τον τεφρόν ουρανό. Ποτέ πια δε θα έδρεπα ένα κλαρί, ποτέ δε θα σύναζα έναν καρπό, ποτέ πια δε θα μπορούσα να ζωγραφίσω την ιδιότυπη και φαντασμαγορική δομή των κλάδων του, ποτέ πια, τις θερμές καλοκαιριάτικες ημέρες, δε θα πήγαινε προς τα εκεί για να χαρώ για μια στιγμή την απαλή σκιά του. Φώναξα τον Λορέντζο, τον κηπουρό, και του είπα να τραβήξει το ερειπωμένο δέντρο στο στάβλο. Εκεί, στην πρώτη βροχερή ημέρα, όταν δε θα είχαμε άλλη δουλειά, θα πριονιζόταν για να γίνει καυσόξυλα! Παρακολουθούσα βαρύθυμος τη σκηνή. Αχ! και στα δέντρα λοιπόν δεν υπάρχει ασφάλεια, πρέπει να φύγουν κι αυτά, πρέπει να πεθαίνουν, να χάνονται, να ρουφιούνται κι αυτά από το μεγάλο σκοτάδι!

Παρακολουθούσα τον Λορέντζο, που δυσκολευόταν πολύ στη μεταφορά. Γεια σου, καλή μου ροδακινιά! Τουλάχιστον εσύ, και γι’ αυτό σε θεωρώ ευτυχισμένη, γνώρισες ένα θάνατο φυσικό, σωστό, αξιοπρεπή, πολέμησες ώσπου δεν έπαιρνε άλλο, ώσπου ο μεγάλος εχθρός, συστρέφοντας τους αρμούς του, άπλωσε απάνω στο χώμα τα μέλη σου. Αγωνίστηκες κι υπέκυψες, πολέμησες ώσπου στο τέλος αποκόπηκες από τις ρίζες σου. Αλλά δεν κομματιάστηκες από τις βόμβες, δεν πυρπολήθηκες από τις εκρήξεις, δεν αποσπάστηκες βίαια από την πατρική γη όπως μυριάδες, δε μεταφυτεύτηκες πρόχειρα, με αιματοστάζουσες ρίζες, για να “συσκευαστείς” και πάλι και να μεταφερθείς αλλού, δε γνώρισες την κατάπτωση και τη διάλυση, τον πόλεμο και την καταισχύνη, και δεν υποχρεώθηκες να πεθάνεις μέσα στην αθλιότητα. Είχες τη μοίρα που σου ’πρεπε, που ταίριαζε στη φύση σου. Γι’ αυτό σε μακαρίζω για την τύχη σου! Είχες φτάσει ωραίο και πολύκαρπο στην ώριμη πια ηλικία σου, είχες ένα θάνατο περισσότερο αξιοπρεπή παρ’ ό,τι εμείς, που τώρα, στις προχωρημένες ημέρες μας, είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουμε το φαρμάκι και την αθλιότητα ενός πανουκλιασμένου κόσμου και να πασχίζουμε για λίγο καθαρόν αέρα μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι που μας ζώνει από παντού και απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα.

Όταν είδα χάμου τον κορμό σκέφτηκα, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, να επανορθώσω τη ζημιά, να αντικαταστήσω το χαμένο δέντρο. Στη θέση του πεσμένου θα ανοίγαμε ένα λάκκο, θα τον αφήναμε άδειο για λίγες μέρες έτσι που να μείνει ελεύθερος στη βροχή και στον ήλιο, θα τον γεμίζαμε κοπριά και απορρίμματα, κι έπειτα, ίσως κάποια ημέρα που θα έπεφτε μια βροχή ήρεμη και γλυκιά, θα φυτεύαμε ένα νέο, δροσερό δεντράκι. Θα φροντίζαμε και πάλι το φυτώριο, θα το περιποιούμαστε με χώμα και νερό, θα το ανασταίναμε, όπως το άλλο, να γίνει μια μέρα ο σύντροφος και ο γείτονας ο καλός των κλημάτων και των λουλουδιών, των σαυρών, των πουλιών και των χρυσαλίδων.

Ναι, σ’ ένα-δυο χρόνια θα γιόμιζε καρπούς και κάθε άνοιξη, το μήνα Μάρτη, θα ύψωνε τους εράσμιους ανθούς του, και, αν η τύχη το ευνοούσε, θα συνέχιζε τη ζωή του, ώσπου τέλος, κουρασμένο και υπέργηρο, θα έγερνε νεκρό, χτυπημένο, ποιος ξέρει, από κάποια καταιγίδα ή συντριμμένο από το βάρος του χιονιού ή από το άγγιγμα ίσως της γης από σεισμό.

Αλλά αυτή τη φορά δε μπορούσα να αποφασίσω Είχα στη ζωή μου φυτέψει πλήθος δέντρα, δεν ήταν ζήτημα να φυτέψω ένα ακόμη. Όμως κάτι μέσα μου μού ’λεγε: Όχι! Κάτι μού ’λεγε ότι δεν πρέπει να ανανεώσω τον κύκλο της ζωής, να προσφέρω μια νέα λεία, ένα καινούργιο λάφυρο στο θάνατο. Δεν μπορούσα. Η θέση έπρεπε να μείνει άδεια.

Μετάφραση: ΒΑΣ. Ι. ΛΑΖΑΝΑΣ

Από τη συλλογή “Deutsche Gegenwart” του G. Kirchhoff, München, 1959, σελ. 42-44. Τίτλος: “Der Pfirsichdaum”.

_________________________________________

Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΜΓ΄, τόμος 86ος, τεύχος 1015, 15 Οκτωβρίου 1969

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com