Η κοινοτική ζωή του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία

Η κοινότητα καθιερώνει μία μνήμη και συγχρόνως τρέφει ένα όραμα καλώντας τα άτομα να εντάξουν την ατομική τους δράση σε έναν κοινοτικό σκοπό, ο όποιος διαρκώς τροφοδοτείται από πνευματικό υλικό.

by ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ

Ανάλογο αντίβαρο στην αλλοτρίωση που εκφράζει το Κρυφό Σχολειό ως αγώνας διατήρησης της ελληνικής παιδείας είναι και η κοινοτική ζωή του Ελληνισμού. Η έννοια της κοινότητας δεν υπονοεί άθροισμα ανθρώπων αλλά ένα μικρό κοινωνικό σύμπαν που περιλαμβάνει ένταξη, ενσωμάτωση, συμμετοχή και κοινωνικοποίηση του προσώπου στους κοινοτικούς θεσμούς μιας μικρής κοινωνίας με άξονες, ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα και μία συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. 

Η κοινότητα καθιερώνει μία μνήμη και συγχρόνως τρέφει ένα όραμα καλώντας τα άτομα να εντάξουν την ατομική τους δράση σε έναν κοινοτικό σκοπό, ο όποιος διαρκώς τροφοδοτείται από πνευματικό υλικό.

Στην περίπτωση των ελληνικών κοινοτήτων κατά την Τουρκοκρατία, μιλάμε για θεσμούς στρατηγικής σημασίας καθώς παραμένουν αναλλοίωτα τα ιδεώδη που συνέθεταν την ορθόδοξη βυζαντινή κοινωνία: την κοινωνική αλληλεγγύη την θεοκεντρικότητα και όχι τη θεοκρατία, την ισοτιμία των προσώπων και τη χριστιανική οικουμενικότητα που συμπληρώνει την εθνική και κοινοτική ιδιοπροσωπεία[1].

Το κοινοτικό σύστημα αυτοδιοίκησης στην Τουρκοκρατία εκφράζει την αντίσταση του χριστιανικού πληθυσμού στη δύναμή του κράτους και στην οικονομική και εθνικοθρησκευτική καταπίεση του κατακτητή. Όπως επισημαίνει ο Δ. Ζακυθηνός, η ελληνική κοινότητα γεννήθηκε στο περιθώριο του διοικητικού συστήματος της κατάκτησης, στην υπέρτατη προσπάθεια ενός λαού να διατηρήσει την εθνική και θρησκευτική του ύπαρξη[2].

Οι ελληνικές κοινότητες, ουσιαστικά, θέλησαν να υποκαταστήσουν την διαλυμένη ρωμαίικη κρατική εξουσία. Διεκδίκησαν με ποικίλους τρόπους την αυτοτέλεια τους πάντοτε υπό τη δαμόκλειο σπάθη ενός κατακτητή που ανά πάσα στιγμή μπορούσε, χωρίς καμμία λογοδοσία, να καταλύσει δομές και προνόμια.

Μέσα στις κοινότητες διατηρήθηκε η επί Βυζαντίου διαχρονική λειτουργική σχέση Εκκλησίας-κοινοτήτων. «Η ιστορική σάρκωση της Εκκλησίας συνδέθηκε πάντοτε προς τις κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες, η συγκρότηση των οποίων είχε πάντοτε τη συνείδηση ενός τοπικού εκκλησιαστικού σώματος και τρεφόταν πάντοτε από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με επίκεντρο την Τράπεζα του Κυρίου»[3]. Παράλληλα, ενσωματώθηκε, κατά μίαν έννοια, το κοινοβιακό πνεύμα του ορθόδοξου μοναχισμού, καθώς, πολλές από τις δομές των κοινοτήτων λειτουργούσαν στη βάση των αναγκών του κάθε μέλους, είτε αυτό είχε να κάνει με οικονομικά δεδομένα είτε με τη μόρφωση των παιδιών, είτε με την κάλυψη βιοποριστικών αναγκών λόγω υγείας ή ξαφνικής συμφοράς. Δικαίως, ο τουρκοκρατούμενος Ελληνισμός μπορεί να διεκδικήσει την πρωτοπορία σε μία εναλλακτική πρόταση κοινωνικής και πολιτικής ζωής που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με τις κοινωνικές επαναστάσεις σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στην τσαρική Ρωσία.

Επιγραμματικά, οι κοινότητες αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής λειτουργίας με αρμονικό τρόπο, με τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Έχουν κοινωνικοοικονομικές και αμυντικές επιδιώξεις
  • Διαθέτουν οργανωτικό σχήμα που προσδιορίζεται από ηθικές και δικαιικές κατηγορίες.
  • Θεμελιώνονται στην ορθόδοξη παράδοση, την ιστορική και συλλογική μνήμη.
  • Έχουν πολυδιάστατη ιεραρχημένη δημοκρατική και αξιοκρατική ηγεσία.
  • Ασκούν ισχυρό κοινωνικό έλεγχο[4].

Παραδείγματα ελληνικών κοινοτήτων έχουμε στα ορυχεία της Χαλκιδικής, τα Μαντεμοχώρια, τα κτηνοτροφικά τσελιγκάτα, τις κοινοτικές ψαριές της Μαύρης Θάλασσας, το συντροφικό ναυτικό σύστημα της Ύδρας και το Αμπελακιώτικο συνεταιριστικό φαινόμενο.

Κατά τον Ίωνα Δραγούμη, η Κοινότητα και ο Δήμος επί Τουρκοκρατίας θα έπρεπε να αποτελέσουν τους θεμέλιους λίθους οικοδόμησης του ελληνικού κράτους. Αντιθέτως, όπως λέγει, «ο νομοθέτης φρακοφορεμένος και αυτός ή τουλάχιστον φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει …την κατασύντριψε γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες»[5].

Η Βαυαροκρατία δια της Αντιβασιλείας, διέλυσε τις Κοινότητες, μετασχηματίζοντας τες σε Δήμους, δίνοντας μάλιστα στον Βασιλιά το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει τον Δήμαρχο.

Το σημερινό άτεγκτο τραπεζικό και ατομιστικό σύστημα οικονομίας δεν θα μπορούσε ποτέ να συνυπάρχει με τον βυζαντινό ανθρωποκεντρισμό, ο οποίος προέβαλε την αξία του ανθρωπίνου και αντιμετώπισε τον άνθρωπο ως πνευματική ύπαρξη και όχι απλώς ως οικονομική ύπαρξη (homo economicus).

Αυτά τα συμπεράσματα, πέραν από υλικό αναθέρμανσης της μνήμης, μπορούν να αποτελέσουν και αφορμή για προβληματισμό ως προς το μέλλον,  καθώς βιώνουμε την οξύτατη κρίση ενός συστήματος που στηρίχτηκε μόνον στον ατομισμό και στην οικονομική ευμάρεια.

Παραπομπές:

[1] Βλ Κωνσταντίνου Κωτσιόπουλου, Η κοινοτική ζωή του Ελληνισμού στην Τουρκοκρατία. Κοινωνική διερεύνηση» στο Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων …, 365-375.

[2] Όπ. π. 366.

[3] Βλασίου Φειδά, «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Κοινότητες κατά την μεταβυζαντινή περίοδο», στο Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων…, 152 .

[4] Κωτσιόπουλου…, 368

[5] Ί. Δραγούμη, «νεοελληνικός Πολιτισμός» στο Πολιτική Επιθεώρηση 1 (1920) 390, 392, 395.

Πηγή: www.pemptousia.gr

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή