Η σημασία του Παρθένη στη νεοελληνική ζωγραφική

Κάθε έργο του αξίζει ν’ αναλυθεί χώρια για να δώσει μια καινούργια πάντα πνευματική εικόνα βγαλμένη από τη διείσδυση στην ουσία που έχει η καλλιτεχνική του έκφραση.

by Times Newsroom
  • ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΛΛΙΓΑΣ

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι η καλλιτεχνική μορφή που έχει τη μεγαλύτερη σημασία ανάμεσα στους ζωντανούς Έλληνες ζωγράφους. Για τη ζωγραφική της νεότερης Ελλάδας ύστερα από την , αν μετρηθεί η σημασία του, όχι μονάχα με τους σημερινούς, μα και με τους παλιότερους, θ’ αποδειχτεί πως είναι η πιο σπουδαία προσφορά, ύστερα από το πρωτάνοιγμα του δρόμου, ύστερα από την πρώτη ζωγραφική κατάκτηση, ύστερα από το Νικόλαο Γύζη.

Η παρουσία του σφράγισε την εποχή του. Η ακτινοβολία του απλώθηκε όχι μονάχα στον κόσμο της ζωγραφικής μα και στις άλλες τέχνες η παρουσία του έγινε αισθητή. Έτσι κατέχει σήμερα μια εξαιρετική θέση ανάμεσα σε όλον τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας. Από νωρίς ήταν ένα λιθάρι και σήμερα στέκει σαν ένας στυλοβάτης του κόσμου αυτού.

Όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι, οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευσή τους, αισθάνονται τον Παρθένη σαν ένα φάρο φωτεινό και ασφαλή, που δεν μπορεί παρά να τον συναντήσουν στην πορεία τους, αν ακολούθησαν πραγματικά τον αληθινό δρόμο του πνεύματος. Αυτή είναι η θέση του Παρθένη μες στον πνευματικό κόσμο της νεότερης Ελλάδας.

Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης στο ατελιέ του

Ο κόσμος αυτός, μα ειδικότερα και προπάντων ο καλλιτεχνικός, στέκει σ’ ένα πολύ ψηλό σκαλοπάτι, αν τον συγκρίνει κανείς με τον καλλιτεχνικό κόσμο απ’ όλες τις άλλες χώρες· είναι οπωσδήποτε καλύτερος αν τον συγκρίνει κανείς με τον καλλιτεχνικό κόσμο που έχουν όλοι οι Βαλκανικοί λαοί, καθώς και πολλά άλλα μικρά κράτη, αλλά και αρκετά από τα μεγάλα.

Δεν κατέχομαι από καμιά σοβινιστική πρόθεση όταν τα γράφω αυτά, αλλά τα θεωρώ σαν τα πλατύτερα δεδομένα που προσδιορίζουν σε γενικές γραμμές τη θέση του Παρθένη όχι μονάχα μέσα στα ελληνικά μα και στα διεθνή πλαίσια.

Ωστόσο μεγαλύτερη σημασία έχει να βρούμε τη θέση του Παρθένη μέσα στην ελληνική ζωγραφική. Μια τέτοια φράση ίσως φανεί υπερβολική και ίσως να δίνει την εντύπωση ότι κλείνει ψωρο-υπερηφάνεια και για τον τόπο μας και για τις δυνάμεις που διαθέτει, κι έτσι κινδυνεύει να θεωρηθεί σαν αδικαιολόγητη για τον αντικειμενικό παρατηρητή. Αν όμως πραγματικά πιστεύει κανείς, όπως εγώ πιστεύω, πως σήμερα η ελληνική ζωγραφική πάει να πάρει μια ιδιαίτερη και αξιόλογη θέση στη σημερινή ευρωπαϊκή τέχνη, τότε πρέπει και αξίζει να καθοριστεί η σημασία του Παρθένη ακριβέστερα. Ο Παρθένης είναι και πρωτεργάτης και θεμελιωτής και εμπνευστής μιας “νέας” στροφής, της στροφής που ήταν τόσο ουσιαστική και που χάρη σε αυτήν, παίρνει μια τέτοια σημασία η νεοελληνική τέχνη σήμερα.

Κωνσταντίνος Παρθένης : Η Αποθέωσις του Αθανασίου Διάκου, 1932. Η όλη πράξη διαδραματίζεται σε μια περιοχή ακαθόριστη· είναι έξω τόπου και χρόνου, ή μάλλον υπεράνω αυτών, εντός όμως σαφώς καθορισμένου ελληνικού πλαισίου, που σημαδεύεται με τον αρχαίο έλληνα οπλίτη, τη φωτεινή μορφή που είναι στο κέντρο σχεδόν της εικόνας. Ο οπλίτης είναι ο πανάρχαιος θάνατος, νέος, ωραίος, πάνοπλος, που έρχεται να πάρει τον αναλαμβανόμενον Αθανάσιο Διάκο, που με το χέρι και το κεφάλι υψωμένο δείχνει την τάση προς τα επάνω, προς τους ουρανούς. Από πάνω τους σαλπιγκτές με τα γρήγορα φτερά τους σπεύδουν ν’ ανακοινώσουν το μεγάλο γεγονός στον κόσμον ολόκληρο· άνω στη γωνιά αριστερά είναι οι ψυχές που περιμένουν τον ήρωα. Από τη δεξιά μεριά κατεβαίνει ορμητικά μια Νίκη κρατώντας στεφάνια για να τον στεφανώσει. Την εικόνα πλαισιώνουν δεξιά η άνοιξη και αριστερά η φυλακή. Η άνοιξη σημαδεύει την εποχή που σκοτώθηκε ο ήρωας, μια και την αιώνια ελληνική άνοιξη, που σκορπάει πάντοτε τα λουλούδια της. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που αποδίδεται η φυλακή ή μάλλον η έννοια της φυλακής: Το πρόσωπο που περιβάλλεται από τον κύβο αυτόν των γραμμών υποβάλλει την ιδέα του περιορισμού, του κλεισίματος· στο ίδιο συντείνουν και οι άλλες γραμμές που είναι γύρω από τη μορφή αυτή, τη φυλακή που δείχνει την τάση της για ελευθερία. Είναι πάλι μια από τις μορφές τής πάντοτε νέας Ελλάδας που προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά της για να κατακτήσει την ελευθερία της.

Η σημασία και η αξία της νεοελληνικής τέχνης συγκεντρώνεται στ’ ότι ξεκαθάρισε ριζικά την υπόστασή της, αλλά και με γοργό και σταθερό βήμα ξαναβρήκε έναν αυτοτελή και συγχρονισμένο ρυθμό στις αναζητήσεις και επιδιώξεις της.

Οι λέξεις “αυτοτελή και συγχρονισμένο” χρειάζονται κάποιο ξεκαθάρισμα εδώ, γιατί το “αυτοτελή” αναφέρεται στον ελληνικό, δηλαδή στον εθνικό της χαρακτήρα, που χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη. Πρέπει με τον εθνικό χαρακτήρα να ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη τέχνη, και με τον ιδιαίτερο, το δικό της τρόπο, να φανεί ότι βγαίνει από τις ρίζες του λαού που ανήκει. Δεν υπήρξε τέχνη, που να μη φανερώνει καθαρά την εθνική της προέλευση, τον αυτοτελή της χαρακτήρα.

Αλλά δεν αρκεί να διατηρεί μόνον αυτό· μια τέχνη ευρωπαϊκή πρέπει να έχει αφομοιώσει και τα επιτεύγματα που έχουν κάνει και οι άλλοι λαοί και στηριγμένη σ’ αυτά, μες απ’ αυτά, “δι’ αυτών” ν’ αποδώσει τον εθνικό της χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό πρέπει να είναι συγχρονισμένη η τέχνη. Αυτό όμως δε γίνεται εύκολα.

Ύστερα από πολλές ταλαντεύσεις, υγιείς όσο και παθητικές, μοιραίες όμως και επομένως απαραίτητες, η ελληνική τέχνη πάει τώρα να συνταιριάσει τα προβλήματά της αυτά. Στην αρχή είχε τη δύναμη ή την αδυναμία να κόψει με την παράδοση. Αν η τομή αυτή χαρακτηριστεί σα δύναμη ή αδυναμία, εξαρτάται κάθε φορά από το ποιος την έκανε και με τι πνεύμα την έκανε. Μ’ αδιάφορο· και στις δυο περιστάσεις δεχόμαστε πως υπήρχε πρόθεση, μια πρόθεση που ή στο κοντινό μέλλον απέβλεπε ή στο μακρύτερο, είχε πάντοτε καλλιτεχνικό περιεχόμενο.

Έτσι βλέπουμε το φαινόμενο ότι στα χρόνια γύρω στην Επανάσταση κόπηκε η παράδοση και τον πρώτο καιρό ύστερα απ’ αυτή προσπάθησε να προσαρμοστεί στην τεχνική και τον εκφραστικό τρόπο της δυτικής Ευρώπης. Μα και παλαιότερες προσπάθειες για να γίνει μια σύνδεση με τη δυτική Ευρώπη υπάρχουν, αλλά οι συμβιβασμοί δεν άφησαν ελεύθερο και συνειδητό τον προσανατολισμό προς τη Δύση, τον προσανατολισμό που πήρε η ελληνική ζωγραφική στα μέσα του περασμένου αιώνα, όταν πια χωρίς δισταγμό στράφηκε ολότελα προς τη δυτική Ευρώπη. Τώρα πια “ευρωπαϊκά” δουλεύουν όλοι σχεδόν οι Έλληνες καλλιτέχνες της ελεύθερης πια και νέας Ελλάδας, εκπροσωπώντας κάπως το επίσημο, ας το πούμε, γούστο του νέου κράτους. Αυτό το σημείο πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας σταθμός στη νεοελληνική ζωγραφική. Μα από τη στροφή αυτή προς τη Δύση πάλι ξαναγυρίσαμε την προσοχή στην Ελλάδα αφού χωνέψαμε (ίσως λίγο γρήγορα και καμιά φορά επιπόλαια) την ξένη νοοτροπία για να ξαναβρούμε στον τόπο μας νέες πηγές δημιουργίας. Έτσι η ελληνική Τέχνη ξαναγύρισε για να ψάξει να βρει ένα εσωτερικό ελληνικό νόημα αφού πρώτα είχε απαλλαγεί από τη δέσμευση της μορφής, του σχήματος, του χρώματος, του εξωτερικού περιβλήματος που είχε επιζήσει από τη βυζαντινή παράδοση. Η βυζαντινή παράδοση μπορεί να μην είχε εξαντληθεί, γιατί μια τέτοια σοφή τεχνική όπως είναι η βυζαντινή, η ελληνική αυτή τεχνική, δεν εξαντλείται ίσως ποτέ, μα ήρθε κάποτε η ώρα που έπρεπε καλά ή κακά (κι όταν γίνεται κάτι σα βιολογικός νόμος, γίνεται καλά) να σταματήσει ή ουσιαστικά ν’ αναθεωρηθεί.

Όταν κόβεται κάτι στη ζωή, η ίδια η ζωή προσπαθεί να το αντικαταστήσει με κάτι παρόμοιο. Όταν κόπηκε η βυζαντινή παράδοση με την τεχνική της, ήταν φυσικό να γίνει προσπάθεια ν’ αντικατασταθεί με τη δυτική παράδοση, και φυσικά και με την τεχνική της. Πασχίσαμε να γίνουμε “Ευρωπαίοι” μια και πάψαμε να είμαστε “Βυζαντινοί”, καιρός όμως ήταν κάποτε να γίνουμε “Έλληνες”. Να λοιπόν ποια είναι η νέα αυτή “στροφή” που μιλήσαμε παραπάνω.

Κωνσταντίνος Παρθένης – Η Καλυψώ και το πνεύμα.

Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Παρθένη, αυτή είναι η μεγάλη δημιουργική δύναμη, ο πλούσιος σπόρος που έσπειρε για να μορφώσει μια καινούργια οντότητα μέσα στην ελληνική ζωγραφική.

Εζήτησε πρώτος αυτός ν’ αντλήσει από τις πάντα νέες, από τις αστείρευτες και πλούσιες πηγές της παλαιότερης ελληνικής τέχνης. Αυτό το “πρώτος” μπορεί να μην είναι κατά ένα τρόπο σωστό, κι όμως είναι, γιατί το πώς άντλησε, αυτό είναι που ουσιαστικά έφερε το νέο. Δεν πήρε εξωτερικά γνωρίσματα, δεν πήρε επιφανειακά και επιπόλαια στοιχεία ή δε ζήτησε να “εικονογραφήσει” μονάχα τα ελληνικά στοιχεία που έβρισκε γύρω του ή ακόμη, όπως κάνουν άλλοι, δεν επιχείρησε να διορθώσει δήθεν εξευρωπαΐζοντας όσα έφερνε η παράδοση, μα προσπάθησε να βρει τα κρυφά εκείνα στοιχεία που κάνουν την ουσία της παλιάς τέχνης, να βρει την αλήθεια και τον πραγματικό “ελληνικό” χαρακτήρα.

Βέβαια ξεκινώντας στην αρχή δέχτηκε επιδράσεις από τα ζωντανότερα ρεύματα που υπήρχαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Ήταν φυσικό και σωστό να τα δεχτεί, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μαθήτεψε και έμαθε μια ζωντανή γλώσσα που μεταχειρίστηκε τόσο επιδέξια για να δώσει έκφραση στην τέχνη. Αυτή η ζωντανή γλώσσα τού χάρισε μια βασική αλήθεια· τού άνοιξε τα μάτια σε ό,τι αληθινό έβλεπε και ένιωθε γύρω του. Έτσι φυσικά δεν άργησε, σαν Έλληνας που είναι, να νιώσει ζωηρά και τις αλήθειες τις φανερές και τις κρυφές που βρίσκονται στην ελληνική ζωγραφική και στη ζωγραφική της αρχαίας και μεσαιωνικής εποχής.

Κωνσταντίνος Παρθένης – Ακρόπολη.

Δεν έμεινε ξένος και ασυγκίνητος προς τα ελληνικά προβλήματα της τέχνης και νωρίς ένιωσε τα εσωτερικά της αιτήματα χωρίς να παραμελήσει και ν’ αγνοήσει τις κατακτήσεις που έκανε η ανθρώπινη διάνοια στο καλλιτεχνικό επίπεδο, έξω και μακριά από την ελληνική παράδοση. Μ’ άλλα λόγια αγκάλιασε ολόκληρο το πρόβλημα του Ελληνισμού.

Δυο λόγια ακόμη για την τέχνη του πιο συγκεκριμένα: δυστυχώς δεν έχω αρκετά πλατιά γνώση απ’ όλα τα στάδια απ’ όπου πέρασε η πάντα ζωηρή ερευνητικότητα του Παρθένη. Όταν γράφω αυτά τα λόγια έχω υπόψη μου μερικά από τα σχετικά τελευταία του έργα. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην ασφάλεια του σχεδίου, της εκφραστικής και άρτιας αυτής γραμμής, της γραμμής που χαράχτηκε έτσι ακριβώς όπως υπολογίστηκε για να δώσει ένα βαθύτερο νόημα στο σχήμα που κλείνει, στη μορφή που καθορίζει. Τη σίγουρη γραμμή, τη χρήση της σίγουρης αυτής γραμμής τη διδάχτηκε θαρρείς απ’ τους αρχαίους αγγειογράφους, την διδάχτηκε θαρρείς μυστικά σε κάποιο κρυφό μάθημα απ’ αυτούς· δεν τους αντέγραψε, δεν τους μιμήθηκε έτσι εξωτερικά μονάχα, μα στάθηκε σα συνεχιστής στη χαμένη παράδοση. Μ’ αν στους αρχαίους ζήτησε να βρει τη γραμμή, στον μεσαιωνικό ελληνισμό, στη βυζαντινή τέχνη βρήκε όχι το χρώμα μα τις αξίες που έχουν οι σχέσεις των χρωμάτων. Χρησιμοποιεί λίγα, πολύ λίγα και λεπτά, λεπτότατα χρώματα, αντίθετα με τους βυζαντινούς, μα έχει πάρει απ’ αυτούς τη σημασία που έχουν στη συνάρτησή τους το ένα με το άλλο.

Κωνσταντίνος Παρθένης – Τρεις Χάριτες.

Βέβαια πολλά ακόμη προβλήματα γεννιούνται για τα εκφραστικά μέσα τού Παρθένη, και πολλά είναι τα καθ’ έκαστον προβλήματα που περιβάλλουν την τέχνη του, όμως το κύριο, το κεντρικό στήριγμα όλων αυτών είναι η προσωπικότητά του, που υποτάσσει τα πολύπλοκα προβλήματα σε μια ενότητα. Καθένα από τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην πολύπλευρη εργασία του καλλιτέχνη έχουν μελετηθεί και έχουν δουλευτεί ώς τις πιο βαθιές λεπτομέρειες που φτάνει η οξεία αναζήτηση μαζί με την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα τού Παρθένη. Τα ζωντανά αιτήματά του, τα ακατάπαυστα και πάντα νέα ενδιαφέροντά του, δείχνουν μια διαρκώς ανανεούμενη εξέλιξη, μια νέα δημιουργία, μια καινούργια κατάκτηση, κατάκτηση στηριγμένη στη δυνατή ένταση της ψυχικής του δύναμης.

Θέλει πολλά να πει κανείς για να δώσει μια ανάλυση που ν’ ανταποκρίνεται δίκαια στο έργο τού Παρθένη. Ούτε καν για σχεδίασμα των προβλημάτων δεν θεωρώ τις γραμμές αυτές, μα χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να πω έστω και τα λίγα αυτά λόγια για το ζωγράφο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία στη νεοελληνική τέχνη. Κάθε έργο του αξίζει ν’ αναλυθεί χώρια για να δώσει μια καινούργια πάντα πνευματική εικόνα βγαλμένη από τη διείσδυση στην ουσία που έχει η καλλιτεχνική του έκφραση.

_______________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Μηνιαία έκδοση πνευματικής καλλιέργειας. Τόμος δεύτερος τεύχος 4, Ιούνιος 1946

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Κωνσταντίνος Παρθένης

Μαρίνος Καλλιγάς, βυζαντινολόγος

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή