Ιουλία Περσάκη: “Μοναξιές” | Διήγημα

- Χρόνια είχαμε να ιδωθούμε, είπε η γυναίκα χαμογελώντας, έρημα χρόνια, πώς περάσανε… κι έσμιξε τα χέρια της μ’ απελπισία. Δεν το κατάλαβα, νόμιζα πως πάντα θα έμενα νέα… Είναι και που αρρώστησα και κάνω απ’ όλα δίαιτα.

by Times Newsroom

ΙΟΥΛΙΑ ΠΕΡΣΑΚΗ

Μοναξιές

Όπου να ’ναι βγαίνει ο Μάης κι έχει αρχίσει αρκετή ζέστη. Μπήκαν σε αχρηστία τα μάλλινα και σχεδόν τα διαβάσματα. Πώς να διαβάσεις, πώς να συγκεντρωθείς όταν όλα έξω έχουν ξαναγεννηθεί και κοιτάζεις, κοιτάζεις…

Τούτες τις μέρες έχουμε στις φιστικιές πάλι ραντίσματα. Ξεκίνησα λοιπόν να βρω έναν ραντιστή που μου σύστησαν. Από κάτι δρομάκια, από κάτι ρηχούς γκρεμνούς, από κάτι ανεβάσματα σε χαμηλά ξερολίθια έφτασα τέλος στο φρύδι ενός μεγάλου περιποιημένου αμπελιού. Ήμουνα ψηλά, κάτω από συκιά και τ’ αμπέλι απλωνόταν ένα δυο μέτρα πιο χαμηλά. Τρυφερό ανοιξιάτικο, όχι ακόμα με κείνο το σκούρο πράσινο του καλοκαιριού. Ωραίο αμπέλι, περασμένο ένα-ένα κλήμα από χέρι νοικοκύρη. Και το νοικοκύρη που γνώριζα και θα με πληροφορούσε για το ραντιστή, τον είδα πέρα, ορθό στο τέλος του αμπελιού. Του φώναξα. Τόση ήταν η απανεμιά που άκουσε τη φωνή μου κι άρχισε να ’ρχεται. Σιγά-σιγά, λες κι έσερναν τα πόδια του βάρος. Τόσο αργούσε να περάσει μέσα απ’ το καταπράσινο αμπέλι φυτεμένο σε ασπρογή. Όλο κι ερχόταν μα δεν έφτανε. Τι κάνει και προχωρεί έτσι αργά αυτός ο χριστιανός, συλλογιζόμουν. Σαν έφτασε στο μονοπάτι με δεξόζερβα το αμπέλι, μου φώναξε:

– Είμαι ξυπόλητος και δεν μπορώ να περπατήσω εύκολα.

– Το βλέπω τώρα…

Έφτασε ώς το γκρεμισμένο ξερολίθι που στεκόμουν και σηκώνοντας το κεφάλι του και τη φωνή, μου έδωσε όσες πληροφορίες του ζήτησα για το γείτονά του το Γιάννη το ραντιστή.

– Δουλεύεις; τον ρώτησα (Γιατί ήτανε μάστορας).

– Όχι. Τα παράτησα. Παίρνω σύνταξη. Με τα χτήματά μου παλεύω. Παράτησα την τέχνη μου, μα κι όλη μέρα δεν κάθομαι…

Κοίταξε, για να μη χάνει τον καιρό του μόνο σε κουβέντα, και τις μυγδαλιές που είχε πλάι του, καμιά δεκαριά στην αράδα απαγκιασμένες από το ξερολίθι που στεκόμουν.

– Θέλουν ράντισμα, είπε και τις έδειξε με τα μάτια. Αύριο θα πω του Γιάννη να τις ραντίσει. Καλά που ήρθες και τις είδα. Είναι γεμάτες μιλίγκρα. Ο Θεός ς’ έστειλε.

Ήταν κοντός, χοντρός, με μεγάλα άσπρα μουστάκια και πελώρια πεσμένη κοιλιά.

Ο νους μου ταξίδεψε εδώ και τριάντα χρόνια και μου έφερε τον ίδιο μάστορα με μουστάκια κανελιά και καστανά μαλλιά. Θυμάμαι τη ναζιάρα γυναίκα του με τη μακρόσυρτη φωνή που ξέροντας κάμποσα γραμματάκια μεταχειριζόταν τον άντρα της τον αγράμματο σαν παραγιό. Αυτός δούλευε σε οικοδομές και κείνη πήγαινε να τον βλέπει την ώρα της δουλειάς του καλοντυμένη και παχουλή, και καθώς παίζανε μαργιόλικα τα μάτια της ήταν σα να ψάχνανε να διαλέξουν ανάμεσα στη μαστοράντζα και στην εργατιά. Τώρα αυτή η γυναίκα σωστό σαράβαλο βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά μου γερασμένη, με το κεφάλι μαδημένο και τα μούτρα της μια πέτσα γεμάτη ζάρες. Μου χαμογέλασε και φάνηκαν όσα χαλασμένα δόντια τής είχαν απομείνει.

Ανέβηκε με κόπο το ξερολίθι και ήρθε και κάθισε δίπλα μου, στις πέτρες.

– Σαν σε είδα απ’ το παράθυρο ήρθα να σε χαιρετήσω, ήρθα ν’ ακούσω και καμιά κουβέντα, είπε.

Σηκωθήκαμε τότε και πήγαμε να καθίσουμε πιο άνετα κάτω από ένα δέντρο που στη ρίζα του θρονιαζόταν μια μεγάλη κοτρόνα σαν πεζούλι.

Ο άντρας της μας άφησε, τον φώναξαν για πατάτες που ήρθαν να ψωνίσουν απ’ το περιβόλι του.

– Χρόνια είχαμε να ιδωθούμε, είπε η γυναίκα χαμογελώντας, έρημα χρόνια, πώς περάσανε… κι έσμιξε τα χέρια της μ’ απελπισία. Δεν το κατάλαβα, νόμιζα πως πάντα θα έμενα νέα… Είναι και που αρρώστησα και κάνω απ’ όλα δίαιτα.

Κανένας άνθρωπος κοντά μας, μονάχα τ’ αμπέλι.

Σε λίγο φάνηκε μια γριά. Είχε απ’ τα σκοινιά δυο προβατίνες στο χέρι που την έσερναν. Τις γύριζε απ’ τη βοσκή. Είχε δύσει ο ήλιος και τα ζώα βιαστικά προχωρούσαν για τ’ αχούρι.

– Κι αυτή η έρημη μονάχη της ζει, είπε η γυναίκα για τη γριά που πέρασε. Μ’ αυτά τα δυο ζωντανά περνάει η ώρα της. Εμένα όμως δε μου περνάει η ώρα… Αχ! να ’χα ένα κοριτσάκι, είπε σαν ευχή. Προχτές μια, πήγε και γέννησε κρυφά στα χωράφια. Την είχε κοροϊδέψει κάποιος χωροφύλακας, και σαν κατάλαβε πως την παράτησε, πήγε κι έπνιξε το παιδί της. Το ’ριξε στο ρέμα. Δεν το ’ριχνε στην πόρτα μου, είπε σμίγοντας τα χέρια μ’ απελπισία, σαν ένα κακό που γίνηκε σ’ αυτή την ίδια. Θα το ’χα συντροφιά, θα είχα την έννοια του… Είναι πολλές φτωχές στον Περαία, που έχουν τόσα παιδιά που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Έν’ απ’ αυτά να μου δίνανε… Γύρισε και κοίταξε το καταπράσινο χτήμα λέγοντας: “Είχε να πάρει βιός εδώ μέσα…”. Τις προάλλες ο Θεοδόσης αρρώστησε, τον έπιασε πόνος, τελείωνε. Κόντεψε να πεθάνει. Νύχτα φέραμε το γιατρό να του κάνει ένεση. Αν δεν τον τρύπαγε δυο και τρεις φορές, δεν θα τον παράταγε ο πόνος. Την άλλη μέρα με φώναξε δίπλα στο κρεβάτι του και μου βάσταξε το χέρι. “Κάτσε κοντά μου, Καίτη. Τη νύχτα ήμουνα σίγουρος πως θα πεθάνω και συλλογίστηκα που θα ’μενες μονάχη… Καλά εγώ, είχα εσένα που με βοήθησες, έφερες το γιατρό, στάθηκες απάνω απ’ το κεφάλι μου και μου ’δινες όλη την ώρα κουράγιο… Εσύ ποιον θα ’χεις να σου δώσει, σε ώρα ανάγκης, ένα ποτήρι νερό;… Έπρεπε από χρόνια να ’χεις κάνει ένα παιδί… μα να μην ήξερα με ποιον… Στην αρχή θα μου κακοφαινότανε, θα γκρίνιαζα… και ύστερα θα τ’ αγαπούσα γιατί θα είχε και τ’ όνομά μου… Δε θα χανόταν τ’ όνομα…”. Σε λίγες μέρες που ήτανε θεόκαλα, του θύμισα το τι μου είπε. Δεν το ΄παραδεχόταν. “Αν σου είπα, όπως λες, έναν τέτοιο λόγο, θα ήμουν ζαλισμένος απ’ τις ενέσεις και δεν καταλάβαινα τι έλεγα”. Όταν του το ξανάπα, γιατί όλο μου τριβέλιζε κείνος ο λόγος του το νου μου, φουρκίστηκε, αναψοκοκκίνισε: “Για κάνε μου τη χάρη και μη λες τέτοια λόγια! Ντροπή σου! Γριά γυναίκα και να ’χεις ακόμα στους άντρες το νου σου. Σαν τον καιρό που δόστου και κάθε λίγο τριγύριζες στα γιαπιά που δούλευα, τάχα για να ιδείς την αφεντιά μου… Αμ’ το καταλάβαινα πως δεν ερχόσουν για μένα παρά για πάρτη σου, για λογαριασμό σου, για χαρά των ματιών σου. Κι αναστάτωνες με τις φωνούλες σου και τα νάζια σου ολάκερη τη μαστοράντζα… Τρέχα τώρα να ιδείς στον καθρέφτη πώς κατάντησες, πώς κατάντησε “η ωραία Καίτη”, μια γριά σκελετός, σκελετόγρια!”

Μετάνιωσε ευτύς για τα τελευταία λόγια που μου ’πε με άχτι. Ίσως συλλογίστηκε πως μπορεί καμιά νύχτα να τον ξαναπιάσει πόνος στη χολή κι άλλαξε τροπάριο.

– Κι εγώ γέρος είμαι και κουρασμένος απ’ τα πολλά σούρτα φέρτα στο περιβόλι. Όλη μέρα δεν στέκομαι, αν πω και κανένα λόγο παραπανίσιο μην παρεξηγείς, είναι απ’ την κούραση. Μόνο πήγαινε να φτιάξεις καφέ και φέρ’ τον εδώ στη βεραντούλα που μοσκοβολάνε τα λελούδια να τον πιούμε. Ο Θεός δε μας αξίωσε ν’ αποχτήσουμε παιδιά και μείναμε δυο κούτσουρα.

– Βραδιάζει, είπα και σηκώθηκα απ’ την πέτρα που καθόμαστε. Καληνύχτα.

– Καληνύχτα, καληνύχτα, ψιθύριζε λέγοντας τ’ όνομά μου και μου ’σφιγγε τρυφερά το χέρι.

Έφυγε για το σπίτι της.

Το πρωί απ’ τα παράθυρα θα κοίταζε πάλι τους ψηλούς τέσσερις τοίχους της μάντρας που τριγύριζαν το χτήμα.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό “Νέα Εστία”, τεύχος 1081, 15 Ιουλίου 1972

____________________________

ΙΟΥΛΙΑ ΠΕΡΣΑΚΗ (1895-1980)

Η Ιουλία Περσάκη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε έναν χρηματιστή που ζούσε στο Παρίσι και το 1910 έφυγε για να ζήσει μαζί του στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης με καθηγητή τον Hubert Pernot και συμφοιτήτρια τη Δώρα Μοάτσου, ποιήτρια και μετέπειτα σύζυγο του Κώστα Βάρναλη, η οποία ενθάρρυνε την Περσάκη να δημοσιεύσει διηγήματά της. Από το Παρίσι συνεργάστηκε με τα αθηναϊκά έντυπα Νουμάς και Πυρσός και συνδέθηκε με τους δημοτικιστικούς αθηναϊκούς κύκλους και το 1919 συνυπέγραψε το Μανιφέστο Διαμαρτυρίας που συντάχτηκε από λογοτέχνες και καλλιτέχνες της εποχής ως αντίδραση στην επιφυλακτική στάση του Νικολάου Πολίτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μπροστά στη δυνατότητα ευρείας καθιέρωσης της δημοτικής στην ελληνική ζωή. Το 1920 επέστρεψε στην Αθήνα και κράτησε αποστάσεις από την πνευματική κίνηση, περιοριζόμενη μόνο σε κάποιες προδημοσιεύσεις έργων της σε λογοτεχνικά περιοδικά (σχεδόν αποκλειστικά στη Νέα Εστία) και ζώντας ως επί το πλείστον αποτραβηγμένη στην εξοχική κατοικία της στην Αίγινα, η οποία έγινε σχεδόν μόνιμη μετά το θάνατο του συζύγου της (1953). Οι άνθρωποι του νησιού της ενέπνευσαν και τους ήρωες των διηγημάτων της. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία ογδονταπέντε χρόνων. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1927 στο Παρίσι, με την έκδοση του τόμου Διηγήματα από τον εκδοτικό οίκο Αγών, που διατηρούσε τότε στη γαλλική πρωτεύουσα ο Σωτήρης Σκίπης. Είχαν προηγηθεί -σύμφωνα με ανεξακρίβωτη μαρτυρία της συγγραφέως- δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζοτράγουδών της στην αθηναϊκή εφημερίδα Εσπερινή γύρω στα 1916, ενώ το 1926 ο Παύλος Νιρβάνας δημοσίευσε στην Εστία το διήγημά της Άλτα. Σημειωτέα είναι η συγγραφική σιωπή τριανταδύο χρόνων που μεσολάβησε ανάμεσα στην έκδοση των Διηγημάτων και της δεύτερης συλλογής της με τίτλο Ιστορίες της κάθε μέρας. Το λογοτεχνικό έργο της Ιουλίας Περσάκη – αποκλειστικά διηγηματογραφικό – ανήκει στα όρια ανάμεσα στους προδρόμους της λογοτεχνικής γενιάς του μεσοπολέμου. Στο σύνολο του έργου της είναι εμφανής η επιρροή που δέχτηκε από το δημοτικιστικό κίνημα – τόσο στο θέμα της γλώσσας όσο και του φιλολαϊκού ιδεολογικού προσανατολισμού -, από την ηθογραφική παράδοση της ελληνικής πεζογραφίας και παράλληλα από το λογοτεχνικό ρεύμα του γαλλικού ρεαλισμού. Στα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής της συγκαταλέγονται η έμμεση συναισθηματική συμμετοχή της συγγραφέως στα δρώμενα και η προσήλωσή της στην ανθρωπιστική οπτική ως κεντρικό άξονα των διηγημάτων της.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ιουλίας Περσάκη βλ. Γιάκου Ρένα, «Περσάκη Ιουλία», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., «Ιουλία Περσάκη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1914-1939) , σ.116-137. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή