Λογοτεχνικά περιοδικά του μεσοπολέμου

Όλα αυτά τα περιοδικά έδωσαν μια ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα και προσπάθησαν να εκφράσουν, καθένα κάτω από το πρίσμα του, το πνεύμα και τη διάθεση των ημερών τους

by Times Newsroom
  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΙΝΗΣ

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ περιοδικό έπαιξε πάντοτε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της πνευματικής μας ζωής. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια – στο μεταξύ των δυο πολέμων διάστημα – η επίδρασή του στάθηκε πιο διεισδυτική, και σε πολλά σημεία πιο αποτελεσματική, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα αρκετά ευμετάβολη και αρκετά ρευστή, που δημιουργούσε μιαν αστάθεια και μιαν αβεβαιότητα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής.
Στις περιόδους αυτές, που ονομάζουμε συνήθως μεταβατικές, και που χαραχτηρίζονται από μια ιδεολογική σύγχυση κι από μια αμφιταλάντευση μπροστά στα καθημερινά προβλήματα της ζωής, ο πνευματικός άνθρωπος, είτε σα δημιουργός, εκφραστής της εποχής του, είτε σαν αναγνώστης που γυρεύει τον εαυτό του μέσα στη σκέψη των άλλων, στέκεται με αυταρέσκεια μέσα στο σήμερα, γοητεύεται απ’ το επίκαιρο, αναζητεί τη βαθιά ουσία της ζωής μέσα στην εφήμερη μόδα. Άλλωστε η μόδα δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς εύκολα ν’ αψηφήσει. Κάποτε φαίνεται ν’ αποτελεί όχι μόνο ένα απλό επίχρισμα, αλλά την ίδια την ουσία. Γι’ αυτό είναι μόδες στην τέχνη που περνούν και σβήνουν και κανείς πια δεν επανέρχεται σ’ αυτές, κι άλλες που δημιουργούν παράδοση κι αφήνουν με το πέρασμά τους βαθιά ίχνη.

Ευνόητο είναι, πόσο το περιοδικό γίνεται εξυπηρετικό στις πολυποίκιλες ανάγκες τέτοιων εποχών, που το βιβλίο, πιο βραδυκίνητο, πιο μονοκόμματο (αφού αποτελεί την έκφραση ενός μόνο ανθρώπου), δεν προφταίνει να τις αντιμετωπίσει. Το βιβλίο είναι για τις πιο σταθερές, τις πιο βέβαιες για τον εαυτό τους εποχές. Ζητάει από τον αναγνώστη πολλά, που αυτός δεν είναι πρόθυμος, δεν είναι εύκαιρος, δεν είναι συνήθως ικανός να προσφέρει. Ζητάει προσήλωση, ζητάει αποκλειστικότητα ζητάει συμπαγή χρόνο. Το διάβασμα ενός βιβλίου προϋποθέτει αποφασιστική συγκέντρωση, δεν είναι δουλειά για τους βιαστικούς, που η μέρα τους είναι γεμάτη από λογής απασχολήσεις. Μ’ αυτά δε θέλω καθόλου να υποτιμήσω το ρόλο του περιοδικού, και προπάντων εκείνου που η σύνθεσή του μαρτυρεί μια συνείδηση καθολικής ευθύνης. Κάνω απλώς το διαχωρισμό. Χωρίς να μας ζητάει τόσο πολλά, το περιοδικό μπορεί να μας προσφέρει ποιότητα όχι κατώτερη. Ύστερα είναι η ποικιλία του, που έχει αξία όσο η συντροφιά πολλών ανθρώπων μαζί, παρά ενός μόνου. Μας ζητάει λοιπόν και λιγότερη απομόνωση. Να, ακόμη ένας λόγος, που το περιοδικό εκφράζει πιο παραστατικά και πιο άμεσα τις ανήσυχες και ταραγμένες εποχές. Κάνει πιο εύκολη τη συζήτηση. Πιο γοργό και πιο ζωντανό το λόγο. Δίνει ανακουφιστική διέξοδο σε καταπιεστικά συναισθήματα και στοχασμούς. Μες από τα περιοδικά βγήκαν πολλές φορές τα πιο ζωντανά βιβλία.

Αξίζει να ιδούμε από κοντά μερικά λογοτεχνικά περιοδικά, από κείνα που μπόρεσαν μέσα στα τελευταία κυρίως χρόνια του μεσοπολέμου ν’ ανταποκριθούν σ’ έναν προορισμό, όπως τον αφήσαμε να διαφανεί παραπάνω. Περιοδικά, που κι όταν ακόμη σήμερα έχουν σωπάσει, τα ζούμε στη σκέψη μας κι αισθανόμαστε γύρω μας την όποιαν επίδρασή τους. Μου έρχονται στο νου πρώτα-πρώτα “Τα Νέα Γρἀμματα”, που μπορεί ποτέ να μην κατόρθωσαν ν’ αποκτήσουν ένα ευρύ κύκλο αναγνωστών, αλλά που η επίδρασή τους σ’ έναν τομέα των Γραμμάτων μας στάθηκε αντιστρόφως ανάλογη της κυκλοφορίας τους. Χωρίς ν’ αρνούνται την παράδοση (ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, βρήκαν μέσα στις σελίδες τους την πιο υψηλή κατανόηση) στάθηκαν, κατά κύριο λόγο, το βήμα μερικών νεώτερων ποιητών μας, που με τον προχωρημένον Ευρωπαϊσμό τους, έφερναν μια νέα ποιητική γεύση στον τόπο μας. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης και μερικοί άλλοι λιγότερο σημαντικοί αλλά ίσως περισσότερο αδιάλλαχτοι, δε ζητούσαν απλώς μια ανανέωση του ποιητικού λόγου αλλά σχεδόν μια επανάσταση στα μέσα, στα θέματα, στη διάθεση, όταν εύρισκαν στα “Νέα Γράμματα” ένα όργανο αποφασισμένο να υπηρετήσει τις σταθερές και νόμιμες φιλοδοξίες τους. Άλλωστε, πρόκειται γι’ ανθρώπους, που έδειξαν αμέσως τα εφόδιά τους και το ταλέντο τους. Ο διευθυντής του περιοδικού Αντρέας Καραντώνης, κράτησε μια σταθερή αγωνιστική γραμμή, βάζοντας σαν κριτικός στην υπηρεσία της νέας σχολής όλη την ορμητική και φλογερή του ιδιοσυγκρασία. Ίσως μερικές φορές να μην ξέφυγε τον κίνδυνο – το ’κανε, άραγε, συνειδητά; – να φιλοξενήσει στις σελίδες του κομμάτια, που τα χαραχτήριζε όχι η αξία τους η ποιητική, αλλά μόνο η πρωτοποριακή τους γραμμή. Και τότε το περιοδικό έδειχνε πιο αποκλειστικό και μονοκόμματο, αλλά ήταν βέβαιο πως τραβούσε, χωρίς παλινωδίες, ίσα και μαχητικά προς το σκοπό του. Χωρίς αυτό, φυσικά, να εμποδίζει την παρουσίαση από τις σελίδες του πεζογραφημάτων των καλλίτερων νέων συγγραφέων μας, που κρατούσαν γερά απ’ την παράδοση.

Ύστερα ποιος δε θυμάται τα “Νεοελληνικά Γράμματα”, από το γεγονός κυρίως ότι έδωσαν την ευκαιρία σε τόσους νέους να παρουσιάσουν τις συχνά αξιόλογες εργασίες τους;; Φιλολογική εφημερίδα θα μπορούσε καλλίτερα να χαραχτηρισθεί, που κάθε βδομάδα καθρέφτιζε μια κίνηση πνευμάτων, δικών μας και ξένων, παλιών και νέων, μας έδινε ενδιαφέρουσες σελίδες, είτε πρωτότυπες είτε μεταφρασμένες, μας κρατούσε, με μια λέξη, σε περιέργεια και διέγερση. Ο διευθυντής του Δημήτρης Φωτιάδης δε φαίνεται να είχε τη φιλοδοξία ν’ αποτυπώσει την ατομική του σφραγίδα στο περιοδικό, (γι’ αυτό και η κάποια αναρχία πολλές φορές στη σύνθεση των περιεχομένων του), – τού έφτανε με τ’ άρθρα του να δίνει ένα γενικότερο πνευματικό τόνο. Κι απέβλεπε κυρίως σε μια πιο πλατιά καλλιέργεια του κοινού, στη βάσιμη πιθανότητα ν’ αποσπάσει όσο μπορούσε περισσότερους αναγνώστες από τα λαϊκά περιοδικά, προσφέροντας μια τροφή κάποτε εξαιρετικής ποιότητας, κατά βάση ποικίλη, ανοίγοντας τις στήλες του όχι μόνο στους εκλεκτότερους συγγραφείς μας, αλλά και σε άγνωστους νέους που μπορούσαν να δείξουν την αξία τους με υπολογίσιμα έργα.

Μικρότερη φιλολογική εφημερίδα, αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα, ήταν και η “Πνευματική Ζωή” του Μελή Νικολαΐδη, που ετάχθηκε από την πρώτη στιγμή με πίστη και αφοσίωση στην υπηρεσία της νέας λογοτεχνίας. Θα έλεγα ακόμη, με αγνότητα και με ανιδιοτέλεια. Πολλά πνευματικά ζητήματα, ζωτικής σημασίας για το λογοτεχνικό μας κόσμο, ανακινήθηκαν και συζητήθηκαν από τις σελίδες της, κι οι εργασίες των νέων παρακολουθήθηκαν και προσέχτηκαν ιδιαίτερα.

Για να συμπληρώσω τον κύκλο των λογοτεχνικών μας περιοδικών, που υπήρξαν φορείς μιας πνευματικής καλλιέργειας μέσα στα τελευταία αυτά χρόνια του μεσοπολέμου, άφησα τελευταία τη “Νέα Εστία”, που αποτελεί και την πιο συνεκτική, την πιο σταθερή, την πιο αποτελεσματική προσπάθεια της γενιάς μας. Το ότι μπήκε ήδη στα είκοσι χρόνια της έκδοσής της χωρίς σ’ όλο αυτό το διάστημα να σημειώσει μια παρέκκλιση από τον προορισμό της, αλλά απεναντίας κρατώντας πάντα αδιάσπαστη τη γραμμή του αγώνα της, είναι η πρώτη κι η πιο αναντίρρητη απόδειξη της επιτυχίας της. Πού οφείλεται ωστόσο αυτή η επιτυχία; Στο ότι “ευθύς εξ αρχής”, όπως εξηγεί σ’ ένα τελευταίο άρθρο του ο πρώτος διευθυντής της Γρηγόριος Ξενόπουλος, η “Νέα Εστία”δείχτηκε συντηρητική μαζί και προοδευτική, πιστή στην παράδοση και μαζί νεωτεριστική, κι απέβλεψε πάντα στην εμφάνιση και την ανάδειξη νέων. Ένα περιοδικό που έχει τα πρωτεία ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα – και σήμερα βγαίνουν μαζί του πολλά και καλά – και που για τους νέους λογοτέχνες είναι πάντα η φιλοδοξία, το όνειρο και προπάντων ο οδηγός.

Ο Ξενόπουλος έβαλε αναμφισβήτητα τις στερεές βάσεις, με τη μεγάλη του πείρα και τις πολύπλευρες ικανότητές του, αλλά χρειάστηκε η πίστη ενός νέου ανθρώπου, που διέθετε ξεχωριστές κριτικές ικανότητες και μια σπάνια φιλολογική όσφρηση για να υψωθεί πάνω σ’ αυτά τα θεμέλια το οικοδόμημα που θαυμάζουμε σήμερα. Για τον Πέτρο Χάρη η “Νέα Εστία” είναι ένα έργο ζωής. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι διαθέτει σ’ αυτήν το καλλίτερο μέρος του εαυτού του. Δεν την κάνει μόνο έναν καθρέφτη της πνευματικής μας ζωής, αλλά προπάντων ένα όργανο μοναδικού κύρους, για την παρουσίαση και την ανάδειξη της τόσο κακοπαθημένης νέας μας λογοτεχνίας. Και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: Κατόρθωσε στα μακριά κι ατέλειωτα χρόνια της σκλαβιάς να κρατήσει την έπαλξή της η “Νέα Εστία”, παρηγοριά πνευματική και καταφύγιο, χωρίς να κάμει καμιά παραχώρηση στον κατακτητή. “Τότε, στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς, εξομολογείται ο Πέτρος Χάρης, έβλεπα ότι πραγματοποιούσα έναν αληθινά υψηλό προορισμό, ένιωθα πως έφτανα σε μια κορυφαία στιγμή της πνευματικής μου ζωής. Μπορεί να γελιόμουν, μπορεί να ονειρευόμουν, μα κάθε τεύχος της εποχής εκείνης το έβλεπα στα βιβλιοπωλεία, στα κιόσκια, στα χέρια των εφημεριδοπωλών, ελεύθερο στην κυκλοφορία του και συχνά ασυλλόγιστα τολμηρό στα περιεχόμενά του, σαν ένα καθαρό ελληνικό πρόσωπο, που δεν έσκυβε στον κατακτητή, που δεν κατέβαζε τη ματιά του, που έλαμπε σαν πρόκληση και σαν ακατάλυτη ελληνική δύναμη”. Πρέπει ν’ αποδώσουμε δικαιοσύνη στον κ. Πέτρο Χάρη.

Αν η αντίσταση του κρυφού τύπου είχε τους άμεσους και φοβερούς της κινδύνους, είχε όμως και το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να τα λέει όλα, να δίνει ελεύθερη διέξοδο στον πόνο, στην αγανάκτηση, στην οργή. Χρειάστηκε μια πολύ λεπτή τέχνη – που δεν της έλειπαν οι καθημερινές αγωνίες κ’ οι απροσδόκητοι κίνδυνοι – για να μη σταματήσει την έκδοσή της η “Νέα Εστία” στην περίοδο της κατοχής.

Μέσα σ’ αυτή την τραγική περίοδο, ρόλο άξιο να μνημονευτεί επαινετικά, έπαιξε κι ένα άλλο μικρό περιοδικό, τα “Καλλιτεχνικά Νέα”, που ήρθαν σε σύγκρουση με τον κατακτητή, και που μια μέρα απαγορεύθηκε η έκδοσή τους.

Τα “Πειραϊκά Γράμματα” (κατόπιν απλώς “Γράμματα”) του Κλέαρχου Στ. Μιμίκου, που κλείνουν στις σελίδες τους μερικά από τα εκλεκτότερα κομμάτια της νέας μας λογοτεχνίας, ο “Κύκλος”του Απόστολου Μελαχρινού με τον ορθόδοξο εκλεκτικισμό του, οι “Μακεδονικές Ημέρες”, της Θεσσαλονίκης με τις οποίες εκφράστηκε το πιστεύω μιας σχολής και επιβεβαιώθηκε μια αληθινά ηρωική προσπάθεια, μας παρέχουν, άλλο περισσότερο άλλο λιγότερο, την πιστοποίηση των ανησυχιών μιας γενιάς και την τάση της ν’ αναζητήσει στην έκφραση μια λύση με κάθε θυσία. Είναι ακόμη μια άλλη κατηγορία περιοδικών, κάπως παλιότερων αλλά περισσότερο ίσως μαχητικών στον τομέα που καθένα είχε ταχθεί, όπως τα “Ἑλληνικά Γράμματα” του Κωστή Μπαστιά, η “Ιδέα” του Σπύρου Μελά και το “Σήμερα” της συντροφιάς Ουράνη, Παπατσώνη, Παράσχου, Λευκοπαρίδη.

Όλα αυτά τα περιοδικά έδωσαν μια ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα και προσπάθησαν να εκφράσουν, καθένα κάτω από το πρίσμα του, το πνεύμα και τη διάθεση των ημερών τους. Θα χρειαζόταν να κάμω μακρύ κατάλογο για ν’ αναφέρω όλες τις περιοδικές εκδόσεις των επαρχιών, τις εκδόσεις του έξω Ελληνισμού καθώς και τις φιλολογικές σελίδες των εφημερίδων, που θα με βοηθούσαν να ολοκληρώσω την εικόνα ενός οργασμού που είχε την εξήγησή του, και να καταλήξω σ’ ένα συμπέρασμα: Ότι πιθανόν αυτές οι περιοδικές εκδόσεις ν’ αποτελούν μια απλή κίνηση πνευμάτων, κι όχι την έκφραση μιας βαθιάς και συνειδητής πνευματικής ζωής, που λογαριάζεται όταν φτάνει σ’ ένα κορύφωμα και μια τελείωση· αλλά σίγουρα έχουν τη δύναμη να προετοιμάζουν την πνευματική ζωή, όσο τουλάχιστο και το βιβλίο, και να γίνονται πάλι ο άμεσος εκφραστής της όταν έλθει η ώρα της.

___________________

  • Πρώτη δημοσίευση: “Τα Νέα Γράμματα”. Μηνιαία Λογοτεχνική Επιθεώρηση (Διευθυντής: Αντρέας Καραντώνης. Χρόνος Γ΄, Αριθμός 2, Φλεβάρης 1937)

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή