Μ. Καραγάτσης: Βυζάντιο, Πόλη ή Ισταμπούλ

by Times Newsroom 1

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Βυζάντιο, Πόλη ή Ισταμπούλ

 

ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, ΤΡΕΙΣ ΚΟΣΜΟΙ

Για να καταλάβεις την Πόλη, πρέπει να περπατήσεις. Όχι τραμ. Όχι ταξί. Οι ομορφιές της Πόλης δεν είναι φανερές στα μάτια του βιαστικού διαβάτη. Δεν βρίσκονται πάντοτε στην οριζόντια προέκταση της οπτικής ακτίνας. Δεν μιλάν. Δεν φωνάζουν: “Εδώ είμαι. Στάσου να με ιδείς”. Όχι. Οι ομορφιές της Πόλης είναι διακριτικές, κρυμμένες στα πιο απίθανα μέρη, πονηρότατα ντυμένες, πολλές φορές με τα κουρέλια της ασκήμιας και της αθλιότητας. Πρέπει λοιπόν να περπατήσεις, να περπατήσεις. Το μάτι σου να είναι ερευνητικό, ανήσυχο. Η νοημοσύνη σου ακονισμένη σαν ξυράφι. Η ψυχή σου σε συναγερμό. Η ευαισθησία σου να δονείται. Οι ιστορικές σου γνώσεις, πάντοτε εν επιφυλακή, να εξάπτουν τη φαντασία σου. Και να περπατάς. Να περπατάς ώσπου να μη νιώθεις τα πόδια σου απ’ την κούραση. Ωσότου η ψυχή σου κορεσθεί από εικόνες, το μυαλό σου από στοχασμούς. Και τότε, όταν νιώσεις πως η αφομοιωτική σου ικανότητα άγγιξε το μέγιστο της αποδόσεώς της, τότε να καθίσεις στο υπαίθριο καφενεδάκι της πρώτης πλατειούλας που θα συναπαντήσεις. Να παραγγείλεις καφέ και ναργιλέ. Να αφήσεις την εσπερινή επίκληση του μουεζίνη να σε διαποτίσει με τη νωχελική γοητεία της. Να ευφρανθείς με το θρόισμα του αποσπερνού ανέμου στα φύλλα των πλατάνων. Να δεχθείς το γαληνεμένο λουτρό των δειλινών φωτοσκιάσεων. Να βυθισθείς στην ευδαιμονία της άνοιας. Και να μεταρσιωθείς. Και να εξαϋλωθείς.

Αν πάλι τύχει –την ώρα της δειλινής αμφιλύκης– να διαβαίνεις από τη γέφυρα του Γαλατά, μην κάνεις το λάθος να προσπεράσεις βιαστικός, ρίχνοντας μονάχα επιπόλαιες ματιές σ’ αυτό που αντικρίζεις, σ’ εκείνο που γίνεται ολόγυρά σου. Για τ’ όνομα του Θεού, αν είσαι φρόνιμος άνθρωπος, μην κάνεις κάτι τέτοιο! Άκου τη συμβουλή μου, στάσου στη μέση του γεφυριού κι άφησε τα μάτια σου να περιπλανηθούν από βοριά σ’ ανατολή, νότο και δύση. Αυτό που τα μάτια σου θα ιδούν, δεν θα το ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους. Γιατί τίποτα ομορφότερο δεν υπάρχει πάνω σε τούτη τη γη.

Αριστερά θα ιδείς την πυκνοκτισμένη πλαγιά του Γαλατά με τον επιβλητικό γενοβέζικο πύργο και τα ψηλά σπίτια, που δέχονται στα τζάμια των παραθύρων τους τα στερνά πορφυρόχρυσα αντιφεγγίσματα του βασιλεμένου ήλιου. Μπροστά σου άλλο θέαμα μοναδικό ξαπλώνεται: το σμίξιμο του Κεράτιου και του Βοσπόρου, με φόντο τη λευκή έκταση του Σκούταρι, την πλαισιωμένη από το βαθυπράσινο τελάρο των δασωμένων λόφων. Ακόμα δεξιότερα, η χερσόνησος του Τοπ Καπί -πυκνοδασωμένη κι αυτή- με τα γραφικότατα κτίσματα του σουλτανικού σαραγιού. Μια ιδέα πιο δεξιά κι αρχίζει το θαύμα της αξεπέραστης ομορφιάς. Αγία Ειρήνη, Αγία Σοφία, Σουλτάν Αχμέτ τζαμί: τρία από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά κατορθώματα του ανθρώπου. Το καθένα με τον εντελώς δικό του –και βασικά διαφορετικό– χαρακτήρα. Αλλά τα τρία μαζί καθώς είναι κοντά τοποθετημένα γεννάνε σύνολο επιβλητικής μεγαλοπρέπειας, που αντλεί την απόλυτη αισθητική του δικαίωση από την αντιπαράθεση των αντιθέσεων. Η Αγία Ειρήνη με τις λιτές γραμμές αντιπροσωπεύει το “δωρικό” στοιχείο του αρχικού χριστιανισμού. Η Αγία Σοφία με την πρόσοψη ριζικά παραμορφωμένη από τα τεράστια αντερείσματα που προστέθηκαν στο διάστημα των αιώνων, για να συγκρατήσουν την ελαττωματικά υπολογισμένη δομή της, φαντάζει σαν φρούριο κρατερό κι απροσπέλαστο όπου φυλάγεται ο ανεκτίμητος θησαυρός μιας πίστεως. Το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί –το αριστούργημα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής– σχεδιάζει στον χρυσό ορίζοντα τις θαυμαστά αισθητικές γραμμές του. Κι όλος αυτός ο αντιφατικά αρμονικός όγκος στεφανώνεται από δέκα μιναρέδες, που υψώνονται προς τα πρώτα αστέρια της εσπέρας με σβελτάδα εφηβικών κορμιών, με χάρη και άνεση νεόφυτων κυπαρισσιών.

Το μάτι μας προχωρεί ακόμα δεξιότερα. Ακολουθεί τη μαλακή διακύμανση των επτά λόφων όπου ξαπλώνεται αυτό που –κατά τις περιστάσεις– ονομάζεται επισήμως Βυζάντιο, Κωνσταντινούπολις ή Ισταμπούλ αλλά που το αλάνθαστο αισθητήριο των λαών το βάφτισε “Πόλη”. Χαμηλά, στην άκρη της γέφυρας, θα ιδούμε τον σταχτωπό αρμονικό όγκο του Γενί τζαμί, τριγυρισμένο από τα φώτα και την κίνηση μιας πυκνοκατοικημένης και πολύβουης συνοικίας. Πιο πέρα –κι ώς το απροσδιόριστο βάθος του Εγιούπ– προχωρούν σε μαλακά ανηφορικές πλαγιές με το συνωστισμό των τρισμύριων σπιτιών τους, που ρίχνουν τον ίσκιο τους στα βαθύχρυσα νερά του Κεράτιου. Τώρα το μάτι μας ακολουθεί την κορυφογραμμή, την καλοσχεδιασμένη στον δυσμικό ορίζοντα, τη στολισμένη από την αλληλουχία των τζαμιών. Πρώτα, το Νούρι Οσμανιέ, κάπως μισοκρυμμένο μέσα στα άλλα κτίσματα. Ύστερα το Βεγιαζίτ, θαυμαστό για την αισθητική του αρμονία. Πιο πέρα το Σουλεϊμανιέ σφραγίζει τον ορίζοντα με το μεγαλόπρεπο –και κάπως καταθλιπτικό– όγκο του.

Στο βάθος το περίπλοκο οικοδόμημα του Φατίχ, πάνω ακριβώς από τον τριπλό τρούλο της μονής του Παντοκράτορος. Κι ύστερα, ώς την απόμακρη ασάφεια του Εγιούπ, ένα πλήθος από άλλα τζαμιά πιο μικρά και πιο άσημα, αλλά που συμπληρώνουν αρμονικά την αξεπέραστη, την απαράμιλλη εικόνα με το γρανιτένιο δάσος των μιναρέδων.

Αυτή είναι η εικόνα. Μόνο για να τη χαρείς, αξίζει να ξεκινήσεις απ’ τα πέρατα της οικουμένης και να πας στην Πόλη. Γιατί τίποτα πιο θαυμαστό δεν έχει να σου προσφέρει η οικουμένη από Άρκτο σε Αντάρκτο κι από Εσπερία σε Ανατολή. Αλλά δεν είναι μονάχα η εικόνα αυτή καθεαυτή που θα μαγέψει τα μάτια σου. Είναι και κάτι άλλο. Κάτι το άυλο κι αόρατο, το ιδανικό και μαντευόμενο. Κάτι το ρευστό κι άπιαστο, που αναδύεται από την άψυχη ύλη, που πλανιέται στο μελιχρό φως του δειλινού, που περιπλέκεται με τις περιπλανώμενες καταχνιές του Κεράτιου, που σκορπίζεται προς τον κρυστάλλινο θόλο του ουρανού και που διαποτίζει την ανθρώπινη ύπαρξή μας ώς το στερνό της κύτταρο. Κι αυτό το ασύλληπτο κι απροσδιόριστο, το μυστηριακό και μεθυστικό, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ψυχή της Πόλης. Η πεμπτουσία εικοσιπέντε αιώνων πανανθρώπινης ιστορίας, σφιχτά συμπυκνωμένης σε τούτη την ελάχιστη εδαφική έκταση. Η σιωπηλή κραυγή μιας ζωής, μιας εποποιίας και μιας τραγωδίας που σφράγισε ανεξίτηλα τα πεπρωωμένα των λαών και των εποχών.

Αυτή την ψυχή, αυτή την πεμπτουσία, αυτή τη σιωπηλή κραυγή προσπάθησε να τη νιώσεις, να την κατανοήσεις, να την ακούσεις. Και θα τη νιώσεις, θα την ακούσεις, αν την ανθρώπινη υπόστασή σου την έχεις περιπλέξει σφιχτά με το “ελληνικό” ιδεώδες της ανθρωπότητας. Κι όταν η ψυχή σου σμίξει με την ψυχή της Πόλης, κι όταν αισθανθείς να δονείται ώς τα κατάβαθά του το είναι σου από τον άυλο παλμό της, τότε μπορεί να πεις: “Νυν απολύεις τον δούλον σου”…

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑ

Ο θρύλος λέει πως αν τύχει να βρεθείς στην Αγια-Σοφιά την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής –Χριστούγεννα ή Πάσχα– κι άξαφνα ακούσεις κάποια αόρατη χορωδία να ψέλνει τροπάρι θλιβερό, ενώ, την ίδια στιγμή, τα τέσσερα τεράστια σεραφείμ του τρούλου αργοσαλέψουν τις εικοσιτέσσερις φτερούγες τους, σημαίνει πως θα πεθάνεις μέσα στη χρονιά. Αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που μπήκα στη μεγάλη εκκλησία με ψυχή τρομαγμένη, ανήμερα Μέγα Σάββατο. Γιατί όσο κι αν ο Θεός του άχαρου αιώνα μας –ο ορθολογισμός– πασχίζει να στεγνώσει την ψυχή μας, δεν κατορθώνει να εξατμίσει όλη τη δροσιά της που πηγάζει από την αταβιστική πίστη του θρύλου. Ορθολογικός ή μεταφυσικός, ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος. Κι ο άνθρωπος φοβάται το θάνατο. Κι ο άνθρωπος, αν και ξέρει πως θα πεθάνει, αρνείται να γνωρίσει το πότε θα πεθάνει. Ειδάλλως η ζωή, όσο απόμακρα κι αν βρίσκεται το γνωστό τέρμα της, θα ήταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο.

Θα μπορούσα να μην πήγαινα Μέγα Σάββατο στην Αγια-Σοφιά. Θα μπορούσα να έκανα μια μέρα υπομονή και να πήγαινα Πάσχα ανήμερα. Η πρώτη μου σκέψη –η πρώτη μου απόφαση– ήταν αυτή. Έτσι διάβηκα τη γέφυρα του Γαλατά με σκοπό να πάω κατευθείαν στα πατριαρχεία, να λειτουργηθώ στη μικρή εκκλησιά που είναι η καρδιά μιας μεγάλης εκκλησίας. Καθώς όμως έφτασα στη μέση της γέφυρας, είδα να ορθώνεται η μεγάλη εκκλησία που κάποτε –εδώ κι αιώνες πολλούς– ήταν η καρδιά της μεγάλης ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάτι περισσότερο: ο ομφαλός και το υλικό σύμβολο μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας κι ενός φωτεινού πολιτισμού. Μέσα στη χρυσωπή καταχνιά του απριλιάτικου πρωινού φάνταζε σαν φρούριο κραταιό κι απροσπέλαστο, κύβος άχαρος στεγασμένος με τη μεγαλόπρεπη χάρη του χαμηλού θόλου, πλαισιωμένος από τη σκληρή ανορθογραφία των τεσσάρων μιναρέδων, που λόγχιζαν τον ουρανό με πρόκληση αδέκαστη. Και τότε κατάλαβα πως δεν μπορούσα να προσθέσω ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή στα σαραντατρία χρόνια της ζωής μου που κύλησαν με την προσμονή και τη λαχτάρα πότε θα ιδώ την Αγια-Σοφιά. Πότε θα διαβώ την πύλη τη βασιλική. Πότε θα νιώσω να σχηματίζεται ολόγυρα από το ευτελές σαρκίο μου το θεώρημα της χρυσής ύλης που διαλαλεί ότι το μη πεπερασμένο χάος μόνο με το πεπερασμένο της ύλης αποδείχνεται. Πότε η ελληνική ψυχή μου θα σμίξει σφιχτά με αυτή την ύλη, τη διαποτισμένη με δεκαπέντε αιώνων τραγικό ελληνικό μεγαλείο. Έτσι έσκυψα το κεφάλι στο πεπρωμένο. Και πήρα το δρόμο της Αγια-Σοφιάς…

 

Ήταν πρωί όταν μπήκα τρέμοντας σύγκορμος στην Αγια-Σοφιά. Και μεσημέρι όταν έφυγα για να πάω στα πατριαρχεία. Ο δρόμος είναι μακρύς στην άλλη άκρη της Πόλης – στο Φανάρι. Είναι ο δρόμος που πήρε εκείνο που απόμεινε –τότε– από την οργανωμένη υπόσταση του Ελληνισμού, για να κρυφτεί ταπεινά και να επιζήσει, να φυτοζωήσει, φυλάγοντας με δέος την ιερή φλόγα που σιγόκαιγε τρεμουλιάζοντας, που μια στερνή πνοή της ζοφερής θεομηνίας υπήρχε κίνδυνος να τη σβήσει. Εκεί, στα ταπεινά κτήρια του Φαναριού, τα σφιγμένα στον ελάχιστο βραχιασμένο χώρο, που περιστοιχίζουν έναν ακόμα πιο ταπεινό ναό, ο Ελληνισμόςς έδωσε τη μεγαλύτερη, την πιο σκληρή, την πιο απελπισμένη, αλλά και την πιο δοξασμένη μάχη της ιστορίας του. Μάχη που κράτησε σταθερά τέσσερις αιώνες. Μάχη σιωπηλή, ύπουλη, πεισματική, περιτυλιγμένη στην πορφυρή φλόγα της πίστεως, στον μαύρο καπνό του πάθους. Πολεμιστές δεν ήταν άνθρωποι με πανοπλίες, αλλά άνθρωποι με ράσα. Θύματα δεν ήταν οι άνθρωποι που έχαναν τη ζωή τους, μα εκείνοι που έχαναν τα ιδανικά τους. Κέρδος της δεν ήταν μια πόλη, μια επαρχία ή ένα κράτος, αλλά ένας λαός με τις ιδέες του και τον πολιτισμό του. Χάσιμό της δεν ήταν μια αλλαγή ή ένα σβήσιμο συνόρων, αλλά μια οπισθοδρόμηση της υδρογείου μέσα στο διάστημα της Ιστορίας.

Φτάνω μπροστά στην εξωτερική πύλη. Κοιτώ. Είναι τριπλή. Οι δυο πλαϊνές είσοδοι ανοιχτές. Η κεντρική κλειστή. Ανθρώπου πόδι δεν τη διάβηκε εδώ και εκατόν τριάντα ακριβώς χρόνια· δηλαδή από τη μέρα που τη στόλισε το αιωρούμενο κουφάρι του Γρηγορίου Ε΄, δίνοντας δοξασμένα νικηφόρο τέλος στη σιωπηλή μάχη των 468 χρόνων. Από τούτη τη στιγμή –και για έναν αιώνα– το λόγο τον είχαν τα όπλα. Τώρα σώπασαν κι αυτά. Ο μεγάλος πόλεμος πήρε τέλος οριστικό, αφού έκρινε τελειωτικά τη μοίρα των δυο αντιπάλων. Ό,τι ήταν να κερδηθεί ή να χαθεί κι από τις δυο μεριές, κερδήθηκε και χάθηκε. Μα η κεντρική πύλη των πατριαρχείων απομένει σφαλιστή κι αδιάβατη, μνημείο ιερό και καθαγιασμένο της μεγαλύτερης κι ενδοξότερης μάχης που έδωσε ο Ελληνισμός για τη ζωή του, της μάχης του Φαναριού.

Ο ναός των πατριαρχείων. Μικρός, χωρίς ομορφιά αρχιτεκτονική, δίχως διακοσμητική χάρη. Κάτι το κοινό, το κακόγουστο, το άσχημο· το άστοχα ξεκομμένο από την αισθητική δημιουργία του χριστιανικού ελληνισμού· το αδέξια προσαρμοσμένο σε πρότυπα πολύ ωραιότερά του, βεβαίως, αλλά βασικώς άσχετα με το καλώς εννοούμενο ελληνικό πνεύμα. Όταν όμως ο πατριάρχης περιστοιχισμένος από τη Σύνοδο και το ιερατείο πήρε τη θέση του πάνω στο θρόνο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου· όταν το αυστηρό βυζαντινό μέλος του χορού σκορπίστηκε και γέμισε τις χριστιανικές ψυχές με κατάνυξη· όταν η ακολουθία ξετυλίχτηκε σύμφωνα με το μεγαλόπρεπο, το επιβλητικό τυπικό μιας περασμένης και δοξασμένης εποχής, τότε ο μικρός και άσχημος ναός χάθηκε, εξαϋλώθηκε, αναλήφθηκε, εξαφανίστηκε… Και στη θέση του, τα μάτια της φαντασίας μου στύλωσαν κάποιον άλλο ναό, τεράστιο και πανέμορφο, ολόχρυσο κι ολόφωτο, αρχιτεκτονική έκφραση θαυμαστή του απέραντου, καταπληκτική απόδειξη του άυλου δια της ύλης, μνημείο αξεπέραστο, βγαλμένο από το πνεύμα μιας θρησκείας και μιας αυτοκρατορίας, πεμπτουσία μιας αφηρημένης συλλήψεως και μιας συγκεκριμένης δυνάμεως.

Έκλεισα τα μάτια. Τι μου χρειαζόταν τώρα που τα μάτια της φαντασίας μου έσμιξαν τις δυο ξέχωρες πραγματικές εικόνες για να δημιουργήσουν την τρίτη, τη μη πραγματική, αλλά που αποδίδει πιστά μιαν ανύπαρκτη πια πραγματικότητα. Η Αγια-Σοφιά ήταν ολόγυρά μου. Η Αγια-Σοφιά ξεχύθηκε από την ψυχή μου και πλημμύρισε το άπειρο. Η Αγια-Σοφιά με το μεγάλο, το βαθύ, το αιώνιο νόημά της.

ΠΟΛΗ, ΣΥΝΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΡΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ:

ΑΡΧΑΙΟΥ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ

Το πέρασμα των αιώνων κι η αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων αφήνουν τη σφραγίδα τους σε κάθε γωνιά της γης. Μια σφραγίδα παράξενη κι όχι πάντοτε ευκολοεξήγητη, αν λογαριάσουμε πως –πολλές φορές– από τα υλικά κτίσματα μιας εποχής πολύ λίγα πράγματα απομένουν. Ας πάρουμε παράδειγμα την Αθήνα. Τι σώθηκε από τα θαυμαστά μνημεία της λαμπρής της αρχαιότητας; Ελάχιστα πράγματα κι όλα σχεδόν κατερειπωμένα. Κι όμως η σημερινή Αθήνα –μια πόλη εντελώς καινούργια– διατηρεί, χάρη σ’ αυτά τα ελάχιστα ερείπια, έντονο το χαρακτήρα των αρχαίων Αθηνών, πολύ πιο ένονο από το χαρακτήρα της μεσαιωνικής ζωής της, παρ’ όλο ότι τα βυζαντινά μνημεία που σώθηκαν (Καπνικαρέα, Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Ελευθέριος, Δαφνί, Καισαριανή κ.λπ.) είναι το ίδιο άφθονα με τα αρχαία ελληνικά και σε πολύ καλύτερη κατάσταση.

Πού χρωστιέται άραγε αυτό το παράξενο φαινόμενο; Αναμφισβητήτως στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο προεξάρχων πολιτισμός καθώς κι ο άυλος συνυφασμός των ιστορικών γεγονότων με το φυσικό περιβάλλον. Έτσι τα καλοδιατηρημένα μνημεία τής δίχως ιστορική σημασία βυζαντινής Αθήνας δεν μπορούν να συναγωνισθούν σε δημιουργία ατμόσφαιρας, τα ερείπια του θεάτρου του Διονύσου και τη γυμνότητα του βράχου της Πνυκός, που έχουν διαποτισθεί από γεγονότα πολιτιστικής και πολιτικής ιστορίας κεφαλαιώδους βαρύτητας. Αλλά και τα κτίσματα της νέας πόλεως δύσκολα μπορούν να συμπαραταχθούν με τα αρχαία ερείπια –σαν παράγοντες δημιουργίας ατμόσφαιρας–, επειδή η ελλαδική ιστορία των τελευταίων 130 χρόνων δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί με την ελληνική των προ Χριστού αιώνων, που είχε “τας Αθήνας” για εστία, κέντρο και ομφαλό.

Στην Πόλη όμως τα πράγματα δεν παρουσιάζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εδώ τα ιστορικά γεγονότα διάβηκαν με άλλο ρυθμό και εδημιούργησαν διαφορετικές καταστάσεις. Από την πρώτη πόλη που ιδρύθηκε σε τούτο το σπουδαιότατο, γεωγραφικώς, σημείο της υδρογείου –το Βυζάντιο– δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Αλλά κι αν συνέβαινε να σωθούν μερικά μνημεία ή κτίσματα, δεν θα προσέθεταν σπουδαία πράγματα στην ατμόσφαιρα της Πόλης, επειδή η αθηναϊκή αυτή αποικία δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της εποχής της. Η σημασία της Πόλης αρχίζει από τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε εκεί τη νέα πρωτεύουσα της εκχριστιανισμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από κείνη της στιγμή το Βυζάντιο ονομάζεται επισήμως Κωνσταντινούπολις. Ο σημερινός όμως ιστορικός έχοντας πίσω του κριτήρια χιλίων εξακοσίων χρόνων θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολη των Δ΄ ώς Η΄ μ.Χ. αιώνων ως “Βυζάντιον”, γιατί παρ’ όλο τον εκχριστιανισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το αρχαιοελληνικό και το κοσμοπολίτικο πνεύμα εξακολουθούν να επικρατούν. Η Πόλη γίνεται ουσιαστικώς “Κωνσταντινούπολις” από τον Η΄ αιώνα κι ύστερα, όταν το κράτος της “Ρωμανίας” έχασε την κοσμοπολίτικη, ρωμαϊκή μορφή του για να στηριχθεί στο ελληνικό εθνικό στοιχείο, αλλά κι όταν κάτω από την επίδραση του χριστιανισμού και των βαρβαρικών διεισδύσεων ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπεχώρησε μπροστά σ’ έναν καινούργιο –κι εντελώς ιδιότυπο– πολιτισμό, που πολύ άστοχα η επιστήμη τον ονόμασε “βυζαντινό”.

Η Κωνσταντινούπολις διαμορφώνεται τον Η΄ αιώνα, φτάνει στο απόγειό της τον Ι΄, δέχεται το πρώτο χτύπημα τον ΙΓ΄ (όταν την εκούρσεψαν οι Σταυροφόροι) και ξεψυχάει τον ΙΕ΄, όταν την κυριεύουν οι Τούρκοι και την ανακηρύσσουν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους. Από τη στιγμή αυτή παίρνει το επίσημο όνομά της “Ισταμπούλ”. Δεν αργεί όμως να πάρει και τη μορφή που δικαιολογεί τη νέα μετονομασία της. Οι Τούρκοι δεν αφήνουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Γκρεμίζουν σχεδόν τα πάντα και επάνω στα ερείπια ανεγείρουν τα κτίσματα του δικού τους πολιτισμού. Έτσι από τη βυζαντινή και την κωνσταντινουπολίτικη περίοδο της Πόλης, ελάχιστες υλικές μαρτυρίες έχουν απομείνει (Αγία Σοφία, Αγία Ειρήνη, ναός Σεργίου και Βάκχου, Μονή Χώρας, Μονή Παντοκράτορος, χερσαία τείχη, υδραγωγείο Ουάλεντος, ερείπια Σταδίου και ανάκτορο Παλαιολόγου, ναός του Ακαταλήπτου, ναός των Αγίων Θεοδώρων, κίονες του Ιπποδρόμου κ.λπ.). Το υπόλοιπο και μέγιστο –από υλικής πάντοτε σκοπιάς– είναι “Ισταμπούλ”. Ως ατμόσφαιρα όμως η συνισταμένη του στοιχείου “χριστιανικό Βυζάντιο-Κωνσταντινούπολις” ισοζυγίζεται με το στοιχείο “οθωμανική Ισταμπούλ” και δημιουργούν το γενικότερο σύνολο που μονάχα με το όνομα “Πόλη” μπορεί να χαρακτηρισθεί. Συνεπώς ο καλλιεργημένος και ευαίσθητος επισκέπτης της Πόλης, που θα προσπαθήσει να συλλάβει την ατμόσφαιρα μόνον της Βυζαντινο-Κωνσταντινουπόλεως, ή μόνον της Ισταμπούλ, θα πέσει σε σφάλμα βασικό και θα ματαιοπονήσει. Επειδή το βυζαντινό στοιχείο έχει συμπληρωθεί οργανικώς με το ισταμπουλικό, κι επειδή το ισταμπουλικό θεμελιώνεται –πάλι οργανικώς– στο βυζαντινό, για να δημιουργηθεί ένα σύνολο σφιχτά περιπλεγμένο κι αξεχώριστο.

Ομολογώ πως επηρεασμένος –σαν Έλληνας– από το μεγαλείο της μεσαιωνικής ιστορίας μας, παρ’ ολίγο να πέσω σ’ αυτό το σφάλμα. Πήγα λοιπόν στην Πόλη με τη βαθύτερη λαχτάρα να ιδώ και να νιώσω μονάχα τη βυζαντινή της ατμόσφαιρα. Έκανα δηλαδή όπως ο αλλοδαπός εραστής της αρχαίας Ελλάδος, που έρχεται στην Αθήνα για να χαρεί την Ακρόπολη και να αδιαφορήσει για την καινούργια και ασήμαντη, γι’ αυτόν, νέα πόλη. Σύντομα όμως κατάλαβα πως ο δρόμος που πήρα δεν ήταν ο σωστός. Ότι στην Πόλη τα πράματα δεν είναι όπως στην Αθήνα. Ότι πιθανόν η Ακρόπολις να μην επιδέχεται οργανικό συσχετισμό με τα Ανάκτορα και τη Μητρόπολη. Αλλά ότι η Αγία Σοφία, ο ναός Σεργίου και Βάκχου, ο Ιππόδρομος, τα χερσαία τείχη δεν γίνεται να αντικρισθούν ξέχωρα από το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί, από το Τοπ Καπί, από τη νεκρούπολη του Εγιούπ κι από τα άλλα μύρια κτίσματα που ανέγειρε η κυριαρχία πέντε αιώνων ενός λαού χαρακτηρισμένου από πολιτισμό ελάσσονα, βεβαίως αλλά ιδιότυπο και ενδιαφέροντα.

Αυτή είναι η αλήθεια. Και πρέπει να την έχει υπόψη του ο επισκέπτης που επιθυμεί να κατανοήσει –ή έστω να χαρεί– τη συνισταμένη του Βυζαντίου-Κωνσταντινουπόλεως-Ισταμπούλ που μονάχα με τη λέξη “Πόλη” μπορεί να εκφρασθεί.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημ. Η Βραδυνή, 11.6.1951 – 9.7.1951

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή