Μάρκος Αυγέρης: Ο Κάλβος και η εποχή του

Η ποίηση του Κάλβου παρουσιάζει ιδιοτυπίες που δεν τις συναντά κανείς σε κανέναν άλλον Έλληνα ποιητή· και το περιεχόμενο κι οι εκφραστικοί τρόποι κι η μορφή της ποίησής του έχουν τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, που είναι προσωπικά στον Κάλβο κι αποτελούν τη φυσιογνωμία του

by Times Newsroom

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ

Ο Κάλβος και η εποχή του

 

Ο Κάλβος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πιο ταραγμένα επαναστατικά χρόνια του αστισμού* που ανέβαινε για να πάρει την εξουσία. Ακόμα από τις αρχές του 18ου αιώνα, από την εποχή των Εγκυκλοπαιδιστών και του Διαφωτισμού, το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, που ξεκινάει πιο πολύ από τη Γαλλία, είχε αρχίσει να πνέει σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα τα τελευταία πενήντα χρόνια του αιώνα, όσο η αστική τάξη νιώθει τη δύναμή της να μεγαλώνει, το πνεύμα αυτό αρχίζει να παίρνει ολοένα και πιο επαναστατικό χαρακτήρα· ώσπου φτάνει στο εκρηκτικό αποκορύφωμά του με τη Γαλλική Επανάσταση. Βέβαια και πριν απ’ αυτή, η Αμερική με το δικό της ξεσηκωμό είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της και θεμελιώσει τις δημοκρατικές ελευθερίες της, μα η Γαλλική Επανάσταση έχει άλλο βάρος μέσα στην ιστορία των λαών.

Ο Κάλβος, παιδί ακόμα, ζούσε στη Ζάκυνθο, όταν με την απόβαση του γαλλικού στρατού ο ξεσηκωμένος λαός έκαιε στην πλατεία το λίμπρο ντ’ όρο* και καταργούσε τα προνόμια των ευγενών. Το κίνημα βέβαια αυτό δε βάσταξε πολύ, μα η επίδρασή του δεν έσβησε από τη μνήμη του λαού.

Από την παιδική ηλικία, λοιπόν, ο Κάλβος ήταν προετοιμασμένος για το φιλελεύθερο κι επαναστατικό πνεύμα του καιρού. Και στην Ιταλία όπου μεγάλωσε και σπούδασε, ο επαναστατικός πατριωτισμός και το πνεύμα της ελευθερίας ήταν τότε στην έξαψή τους. Ο σύνδεσμος του Κάλβου με το Φόσκολο κι η ζωή κοντά του δυνάμωσε και στερέωσε μέσα του αυτό το πνεύμα του καιρού. Η Ιταλία ήταν κι έμεινε πολιτικά κομματιασμένη κι ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους, γι’ αυτό τα πολιτικά ξεσηκώματα για την ελευθερία και την ενότητα της χώρας διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Μέσα σ’ αυτή τη φλογερή ατμόσφαιρα αναθράφηκαν κι ο Κάλβος κι ο Σολωμός.

Όταν ο Κάλβος ακολουθώντας το Φόσκολο έφυγε από την Ιταλία, πέρασε στην Ελβετία, έζησε κάμποσο στο Παρίσι κι ύστερα στην Αγγλία, σ’ όλες αυτές τις χώρες απασχόλησαν το πνεύμα του οι ίδιες αυτές επαναστατικές ιδέες, της ελευθερίας των λαών και της Δημοκρατίας, που ενθουσίαζαν τα καλύτερα πνεύματα της εποχής. Κοντά στα τριάντα χρόνια του ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση, και πια από δω και πέρα ζει μέσα στις συγκινήσεις και τους ενθουσιασμούς των απελευθερωτικών αγώνων του δικού του λαού.

Όπως είναι φυσικό, το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα παρουσιάζεται με την ίδια ορμή, όχι μόνο στην πολιτική ζωή, παρά και στη διανόηση και στην τέχνη αυτών των καιρών. Ο αστικός ουμανισμός βρίσκεται στη μεγάλη του άνθιση. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Κάλβου είναι ο επαναστατικός πατριωτισμός κι η αδιάκοπη έξαρση της αρετής στη ζωή των λαών. Ο πολιτικός χαρακτήρας αυτής της ποίησης είναι φανερός κι έντονος, όπως ήταν φανερός κι έντονος σ’ όλη την προοδευτική διανόηση και τέχνη της εποχής (…)

Μα ό,τι κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στον Κάλβο είναι αυτός ο επίσημος και οραματικός τόνος της ποίησής του, αυτή η σοβαρότητα η αγέλαστη, που φανερώνει μια φανατική και αλύγιστη πίστη σε κάποιο υψηλό ιδανικό αρετής, σε κάποια ιερή ηθική τάξη· σπάνια ακούονται τρυφεροί τόνοι από τη λύρα του Κάλβου· όλος στρέφεται προς κάτι το αδιάλλαχτο και το δυσκολοπλησίαστο. Το πρόσωπο της Ελευθερίας μέσα στην ποίηση του Κάλβου παρουσιάζεται αυστηρό κι αγέρωχο, είναι το ίδιο το αυστηρό κι αδιάφθορο πρόσωπο της Αρετής. Για τον Κάλβο ελεύθεροι άνθρωποι είναι οι ενάρετοι κι οι αδέκαστοι· το μίσος της τυραννίας είναι μίσος της αυθαιρεσίας και της ανομίας κι η αποκατάσταση της ελευθερίας είναι αποκατάσταση των ανθρώπων στην αρετή, στην ακεραιότητα κι αξιοπρέπειά τους. Η ποίηση του Κάλβου όταν μιλάει για την αρετή βγάζει τόνους σχεδόν θρησκευτικούς:

… μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού ανεβαίνει
η Αρετή…

Είναι αξεχώριστα στην ποίηση του Πατρίδα, Ελευθερία κι Αρετή, αποθεώνονται και παρουσιάζονται μέσα σ’ ιδανικό φως. Για την αντίληψη του Κάλβου, η επανάσταση είναι έκρηξη αρετής. Βλέπει την αρετή σα μια ουράνια μορφή, αυτοδύναμη, τέκνο των Θεών, που με τον έπαινο των Πιερίδων συγκλίνει και συμπαραστέκεται στα εγκόσμια. Την ενάρετη ζωή, την αγνότητα των ηθών, την αγάπη της δόξας, που συνοδεύει τους ήρωες κι είναι αγάπη της αρετής, ο Κάλβος τα τιμά σαν αξίες απάνω απ’ όλα εθνικές.

Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου
ω Ελλάς, και καλείσαι
μήτηρ ηρώων.

Δίδει αυτή τα πτερά
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της αρετής τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.

Γενικά ο Κάλβος θέτει ιδανικά αιτήματα κι υψηλές αρχές στη ζωή και τη βλέπει σαν άθληση μιας αρετής χωρίς συμβιβασμούς. Έτσι ασυμβίβαστος, ιδιότυπος κι αυστηρός στάθηκε και στη ζωή του κι έφθασαν έως εμάς από σύγχρονους και γνώριμούς του οι χαρακτηρισμοί του σαν ανθρώπου ευκολοάγγιχτου, δύσκολου στο ήθος κι ανυποχώρητου στη δεοντολογία του.

Το πατριωτικό πάθος, που νιώθει μέσα του και που φλογίζει το λόγο του, τον κάνει να βλέπει τον εαυτό του σαν αγωνιστή της αρετής στις πιο ψηλές κι απότομες κορφές της:

Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.

Λέει περήφανα για τον εαυτό του σε μια από τις ωδές του.

Στις επαναστατικές κι αγωνιστικές εποχές ο πολιτικός χαρακτήρας της τέχνης φτάνει στο κορύφωμά του:

Τρέξατε, δεύτε
οι των Ελλήνων παίδες
ήλθ’ ο καιρός της δόξης!

Νομίζει κανείς πως ακούει στροφές από τη Μασσαλιώτιδα*.

Άλλο χαρακτηριστικό της ποίησης του Κάλβου, χαρακτηριστικό πια της μορφής, είναι και πως κλασικίζει. Αυτό δεν έχει αιτία του μόνο την ελληνικότητα του ποιητή, παρά είναι κι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής. Η αστική δημοκρατία, πριν αποχτήσει την αίγλη της εξουσίας, παρουσιάζεται με τα σεβάσμια εμβλήματα της αρχαίας δημοκρατίας και της αρχαίας αρετής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ποίηση της Ιταλίας, με τη σχολή του Μόντι και του Φόσκολου, κλασικίζει, όπως και σε πολλές άλλες χώρες· μα ο κλασικισμός της πλησιάζει περισσότερο προς τους Λατίνους παρά προς τους Έλληνες κλασικούς. Αργότερα παρουσιάστηκε η ρομαντική σχολή του Μαντσόνι. Ο Κάλβος, που έζησε μέσα και στα δυο αυτά ποιητικά ρεύματα, παρουσιάζει μια σύνθεση κι από τα δυο. Ο Κάλβος κλασικίζει, χωρίς να είναι κλασικός. Το ιδανικό του είναι κλασικό, μα η έκφραση ρομαντική. Όπου το ύφος του πλησιάζει το κλασικό θυμίζει Οράτιο, όπου είναι περισσότερο ρομαντικό θυμίζει Όσσιαν*. Κι ο αρχαϊσμός στη γλώσσα του του δίνει μια επίφαση κλασική. Έπειτα είναι γεμάτος από κλασικές ανάμνησες, από σύμβολα και μύθους του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Κι ακόμα η αρχιτεκτονική της ποίησής του είναι κλασική στο ισόρροπο κι υπολογισμένο σχέδιό της. Συχνά μέσα σ’ αυτή την ποίηση, η κλασική εγκράτεια και το αρχαίο επίθετο συναλλάζονται με τα βίαια αισθήματα του ρομαντισμού, την πομπική φράση, τις τρικυμισμένες εικόνες όλο αντίθεσες από φως και σκοτάδι. Ο ποιητικός Πρόλογός του, ο Φιλόπατρις, εις Δόξαν, εις τον Ιερόν Λόχον, εις Μούσας και άλλα, είναι πιο κοντά στο κλασικό ύφος κι είναι γεμάτα από κλασικές παραστάσεις· αντίθετα, στις ωδές του εις Θάνατον, εις Σούλι και σε πολλές άλλες, περισσεύουν τα ρομαντικά στοιχεία και με τους ηρωισμούς κι αγωνιστικούς φθόγγους συμπλέκονται αισθήματα κι εικόνες ζόφου.

Ωστόσο η ποίηση του Κάλβου παρουσιάζει ιδιοτυπίες που δεν τις συναντά κανείς σε κανέναν άλλον Έλληνα ποιητή· και το περιεχόμενο κι οι εκφραστικοί τρόποι κι η μορφή της ποίησής του έχουν τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, που είναι προσωπικά στον Κάλβο κι αποτελούν τη φυσιογνωμία του. Πολλά από τα στοιχεία του περιεχομένου τα σημειώσαμε παραπάνω, που αν και ξεκινούν από μια ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα παίρνουν τη σφραγίδα της αισθαντικότητας του ποιητή. Μα και τα εξωτερικά σημάδια της ποίησής του κι η τεχνική του, που είναι το εξωτερικό απαύγασμα αυτής της αισθαντικότητας, είναι ιδιόμορφα. Τα μέτρα του Κάλβου για την ιδιορρυθμία τους ονομάστηκαν «κάλβεια». Ωστόσο τα μέτρα αυτά, στην ουσία τους, είναι τα πολύ γνωστά ιαμβικά μέτρα· μα οι συνδυασμοί τους στον Κάλβο είναι νεότροποι και δημιουργούν μεγάλη ρυθμική ποικιλία.

Ο Κάλβος χωρίζει τις ωδές του σε πεντάστιχες στροφές, που οι πρώτοι τέσσερις στίχοι τους είναι οχτασύλλαβοι ή εφτασύλλαβοι καταληχτικοί ή ακατάληχτοι, κι ο πέμπτος, ο τελευταίος, είναι πεντασύλλαβος. Μόνο σ’ ίαμβους έγραψε ο Κάλβος τα τραγούδια του· κι από την Ελλάδα, μα κι από την Ιταλία, ήταν πολύ εξοικειωμένος με τον ίαμβο· με το δεκαπεντασύλλαβο σ’ εμάς και με τον εντεκασύλλαβο στην Ιταλία, ο ίαμβος έχει τέτοια πλατιά χρήση στις δυο χώρες, που μπορεί να θεωρηθεί σαν εθνικό μέτρο τους. Οι ίαμβοι του Κάλβου, στα ποικίλα ζευγαρώματά τους, συχνά σχηματίζουν δεκαπεντασύλλαβους, όπως π.χ.:

«Άγρια μεγάλα τρέχουσι τα νερά της θαλάσσης
και ρίπτονται και σχίζονται βίαια επί τους βράχους…»

Κάποτε σχηματίζουν δεκατρισύλλαβους, όπως: «ποία εις εσέ του πνεύματος λείπει Αφροδίτη;…». Ή όπως: «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει…». Άλλοτε σχηματίζουν εντεκασύλλαβους, όπως π.χ.: «επί τας κεφαλάς των αχαρίστων»· «ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος»… Άλλοτε πάνε μαζί δυο οχτασύλλαβοι, όπως: «…και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα — από τον μέγαν Όλυμπον…» Και πότε πότε παρουσιάζονται δυο εφτασύλλαβοι: «Θερμότατον τον πόθον — εφύτευσας της δόξης…» και πλήθος άλλοι συνδυασμοί. Μ’ όλο που νιώθει κανείς συχνά κάποια αοριστία κι αστάθεια στις συνιζήσεις και τους τονισμούς, που ο Κάλβος τους χρησιμοποιεί με μεγάλη ελευθερία, ωστόσο ο ποιητής κατορθώνει να δώσει έναν πλατύ κυματισμό και μια ελαστικότητα στο ρυθμό του πολύ εκφραστικά, με μεγάλη ικανότητα στην απόδοση της ψυχικής κίνησης και των αισθημάτων του. Ο ρυθμός συνταιριάζεται με το ύφος κι οι τόνοι που βγαίνουν από την ποίηση του Κάλβου είναι επιβλητικοί, αυστηροί και δραματικοί, σύμφωνα με τον αυστηρό, βαρύ και περήφανο χαρακτήρα του.

Μα ό,τι στον Κάλβο είναι πιο προσωπικό κι ιδιότυπο είναι η γλώσσα του. Το τέλος του 18ου κι οι αρχές του 19ου αιώνα ήταν για μας η εποχή των γλωσσοπλαστών. Η Ελλάδα είχε μια γλώσσα λαϊκή και μια λόγια αρχαϊκή παράδοση. Ο Κοραής, ο Βηλαράς, οι διάφοροι δάσκαλοί της, όλοι πρότειναν ή κατασκεύαζαν ένα υπόδειγμα γλώσσας. Ο Κοραής βάλθηκε να δημιουργήσει μια γλώσσα απλουστευμένη, μια γλωσσική σύνθεση ανάμεσα στη δημοτική και την αρχαία. Αυτό το γλωσσικό σύστημα ακολούθησε σ’ ένα βαθμό κι ο Κάλβος και δημιούργησε το δικό του ιδίωμα. Η διαμονή του στο Παρίσι κι η συναναστροφή του με τη σπουδάζουσα νεολαία της εποχής, που ήταν κάτω από την επιβλητική αυθεντία και την επιρροή του Κοραή, συντέλεσε ίσως πολύ στο να διαλέξει ο Κάλβος τη γλώσσα του. Η υπόθεση αυτή είναι βάσιμη κι έχει γίνει κι από άλλους πριν από μας, μ’ όλο που για ν’ ακολουθήσει ο Κάλβος το παράδειγμα του Κοραή δεν ήταν ανάγκη να δεχτεί την επίδραση του Παρισιού, αφού οι γλωσσικές ιδέες και το γλωσσικό ιδίωμα του Κοραή ήταν πλατιά γνωστά σ’ όλους τους γραμματισμένους Έλληνες της εποχής. Μα στο γλωσσικό του κατασκεύασμα ο Κάλβος επηρεάζεται κι από ένα μουσικό αίσθημα του στίχου, που τον κάνει να διαστρέφει παράδοξα πολλές λέξεις και να πολλαπλασιάζει τ’ ασυναίρετα ρήματα.

Δεν προχωρούμε σε πλατύτερη κριτική ανάλυση της ποίησης του Κάλβου. Με το σημείωμά μας αυτό θέλαμε μόνο να τον τοποθετήσουμε μέσα στον ιστορικό περίγυρο που τον διαμόρφωσε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • αστισμός: η κοινωνική τάξη των αστών, που αντλεί τη δύναμή της από το χρήμα (βιομηχανία, εμπόριο, επιχειρήσεις) σε αντίθεση προς τους ευγενείς (γαιοκτήμονες).
  • λίμπρο ντ’ όρο: χρυσή βίβλος, το βιβλίο όπου ήταν γραμμένοι οι ευγενείς με τους τίτλους τους.
  • Μασσαλιώτιδα: επαναστατικό τραγούδι της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, που έγινε εθνικός ύμνος της Γαλλίας.
  • Όσσιαν: Σκώτος βάρδος του 3ου αι. μ.Χ. Με το όνομα αυτό ο Άγγλος ποιητής Μάκφερσον δημοσίευσε το 1760 μια συλλογή ποιημάτων, που ήταν γεμάτα από μελαγχολία και ζοφερές εικόνες και προκάλεσαν ισχυρή εντύπωση. Μαζί με τις Νύχτες, του επίσης Άγγλου ποιητή Έντουαρντ Γιουγκ (1681-1765), δημιουργούν την «προρομαντική» ποιητική σχολή και προαναγγέλλουν το ρομαντισμό.

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πρωτότοκος γιος του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής Ρουκάνη. Μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε για την Ιταλία, και ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο Καλέκα.

Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο και στη Φλωρεντία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ανδρέα Λουριώτη (1808). Εκεί έγραψε στα ιταλικά το (αποκηρυγμένο αργότερα και χαμένο εκτός του προλόγου) Άσμα στο Ναπολέοντα (1811). Το 1812 γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε αντιγραφέα του και δάσκαλο του προστατευομένου του Στέφανου Βούλτσου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του με το Foscolo και βραχύ διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία. Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη (1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναϊδες (1815).

Το 1816 φιλοξενήθηκε από τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων και μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με το Foscolo και το 1819 γάμος του με την αγγλίδα Maria Teresa Josephine Thomas, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F.Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri.

Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία. Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου πήρε μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλοι του ποιητή και φιλέλληνα Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου.

Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως καθηγητής της Ιδεολογίας. Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και παντρεύτηκε το 1853 στο Λονδίνο).

Στην Αγγλία η Chrlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος. Εκεί πέθανε από πνευμονία. Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Κάλβου βλ. Ζαφειρίου Λεύκιος, «Χρονολόγιο Ανδρέα Κάλβου», Πόρφυρας64-65 (Κέρκυρα), 1-6/1993, σ.7-24, Ζώρας Γεώργιος Θ., «Κάλβος Ανδρέας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Κάλβος Ανδρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Σοφικίτου Αντωνία Κ., «Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)», Διαβάζω140, 26/3/1986, σ.4-11.

Μάρκος Αυγέρης (1909-1971)

Ο Μάρκος Αυγέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Ν. Παπαδόπουλου) γεννήθηκε στην Καρίτσα της Ηπείρου, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στα Γιάννενα και το 1901 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1907 και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού σε ιδιωτικές κλινικές. Το 1912 στρατεύτηκε ως έφεδρος γιατρός και η θητεία του διήρκεσε συνολικά έξι χρόνια με διακοπές ως το 1922.

Το 1927 διορίστηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Το 1929 έφυγε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην επαγγελματική υγιεινή και στη συνέχεια έφυγε για τη Γερμανία όπου μελέτησε το θεσμό των κοινωνικών ασφαλίσεων, για την εισαγωγή του οποίου στην Ελλάδα εργάστηκε μετά την επιστροφή του. Το 1926 τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Εργασίας ως επιθεωρητής επαγγελματικής υγιεινής, θέση από την οποία απομακρύνθηκε το 1947 για πολιτικούς λόγους· ήδη πριν την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά ο Αυγέρης είχε ενταχτεί στο χώρο της Αριστεράς και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, παραμένοντας πιστός στην ιδεολογία του ως το τέλος της ζωής του.

Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποίησε το 1904 από τις στήλες του Νουμά όπου δημοσίευσε το ποίημα Η βάβω η Τασιά. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο Μπροστά στους ανθρώπους που παραστάθηκε από τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Ηγησώ, Παναθήναια, Παν, Οι νέοι, Ακρίτας και άλλα. Η ποιητική του παραγωγή διακρίνεται σε δυό περιόδους τη νεανική και την όψιμη, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό από το 1908 ως το 1969, οπότε εκδόθηκε εκτός εμπορίου η συλλογή του Αντίδρομα και Παράλληλα, θεωρούμενη από τη λογοτεχνική κριτική ως η σημαντικότερή του, με ποιήματα γραμμένα τα περισσότερα μετά το 1960. Το νεανικό του έργο τοποθετείται στο χώρο του ιδεαλισμού και της παράδοσης της σολωμικής ποίησης όπως αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του μεσοπολέμου στην Ελλάδα (Σικελιανός, Βάρναλης, Μελαχρινός κ.α.).

Στην όψιμη περίοδό του στράφηκε προς τη νεωτερική ποίηση και ανανέωσε τα εκφραστικά του μέσα και τον προσανατολισμό του, διατηρώντας ωστόσο αναλοίωτη τη βάση της ποιητικής του οπτικής. Παράλληλα ο Αυγέρης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική κινούμενος στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας, ενώ σημαντικό είναι το λογοτεχνικό και θεατρικό μεταφραστικό του έργο. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μάρκου Αυγέρη, βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Αυγέρης Μάρκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com