Μέλπω Αξιώτη: Δύσκολες νύχτες (απόσπασμα)

Οι νεοτερισμοί της Αξιώτη στον πεζό λόγο συγγενεύουν με τον υπερρεαλισμό που αυτά τα χρόνια κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση. Το περιεχόμενο του βιβλίου απαρτίζεται από αναμνήσεις ενός κοριτσιού. Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Η αφηγήτρια είναι ορφανή από μητέρα...

by Times Newsroom

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Δύσκολες νύχτες της Μέλπως Αξιώτη εκδόθηκε το 1938 και ξάφνιασε τους αναγνώστες με την «επαναστατική» για την εποχή εκείνη γραφή του. Χωρίς εξωτερική αρχιτεκτονική, χωρίς η διήγηση να εξελίσσεται ομαλά πάνω σ’ ένα σκελετό, καταγράφει τα περιστατικά άτακτα, ακολουθώντας τις ιδιορρυθμίες της μνήμης στην ανάπλασή τους. Ο λόγος είναι ελλειπτικός, συχνά ρυθμικός, με λογικά άλματα, και βρίσκεται πολύ κοντά στον προφορικό. Οι νεοτερισμοί της Αξιώτη στον πεζό λόγο συγγενεύουν με τον υπερρεαλισμό που αυτά τα χρόνια κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση. Το περιεχόμενο του βιβλίου απαρτίζεται από αναμνήσεις ενός κοριτσιού. Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Η αφηγήτρια είναι ορφανή από μητέρα. Η οικογένειά της, άλλοτε ευκατάστατη και τώρα σε οικονομική παρακμή (όπως φαίνεται στο απόσπασμά μας), ζει σε κάποιο νησί του Αιγαίου, που δεν ονομάζεται. Επίσης δεν προσδιορίζεται ούτε ο χρόνος. Επειδή όμως γίνεται λόγος για αλλεπάλληλους πολέμους, υποθέτουμε ότι πρόκειται για τα χρόνια του Α’ παγκόσμιου πολέμου.

Αποτέλεσμα εικόνας για μέλπω αξιώτη δύσκολες νύχτες

«Βλέπεις; μας ήρθε κι άλλος μουσαφίρης, που δεν περιμέναμε!» είπε ο πατέρας, σαν έφυγε ο λήσταρχος. «Σ’ άρεσε η βράκα του; Είδες πόσα κύματα γύρω τριγύρω;»

Πολύ απορήσανε όλοι στο σπίτι. Και τρομάξανε. «Παναγία μου Δέσποινά μου», είπε η θεία Διαλεχτή, που νόμιζε πως έρχεται να μας σφάξει! Η Σοφιδώ όμως την κατάλαβε την καρδιά του την καλή. Της πρόσφερεν από το χέρι του το διοσμαρί, κι εμοσκοβόλησεν ο κόρφος της, βλέπεις από βουνό κατεβασμένο. Του πρόσφερεν εκείνη κάθισμα, κι εκοντοστάθηκεν εκείνος πριν το λάβει, εμισοχαμογέλασε, κι είπε τα χρόνια είναι πολλά, κι εξέμαθεν το κάθισμα.

«Ανάψετε τα φώτα». Ήρθε το βράδυ. Κατά την ώρα που ξεφτιλίζουνε* τα λυχνάρια. Τα σουβλερά του γουρνοτσάρουχα* πηγαίνανε μπροστά, κι επιάνανε τον κόσμο, και στον τοίχο ο ίσκιος του ετύλιγεν τον τοίχο, σα θεριό. Απάνω στο ραβδί του αποραβδίζει, τα χέρια ανοιχτά, και ξεκουράζεται, κι όλοι αψηλώνομε για να του φτάσομε τα μάτια. Ήρθε το βράδυ που ξεφτιλίζουνε τα λυχνάρια, όπου εσκιαχτήκαμε και τη νύχτα πολύ, και γιατί είναι φονιάς.

«Επείνασα», είπε, «και ήρθα». Ξεραΐλα ετούτον το χρόνο. Μια ανυδρίες, μια αγέρηδες».

«Παναγία μου Δέσποινά μου, και μ’ ίντα να τονε χορτάσεις, όπου θα θέλει βούιδι! Εμείς δε συνηθούμε το βράδυ το κρέας…»

«Κλείσετε τις πόρτες», είπε ο πατέρας, «ας μη γίνει απόψε τίποτα ιδιαίτερο. Το δικό μας δείπνο. Ας μη γίνουνται και πολλοί θόρυβοι… —λίγη ησυχία— κλείσετε τις πόρτες».

Σταυροκοπιέται, κι ανοίξαν τα νεφρά της, η θεια Διαλεχτή. «Γρουσούζικια χρονιά εφέτος… Ό,τι σου μέλλει η μοίρα σου για να περάσεις, θα το περάσεις. Να κλειδομπαρωθείς με το ληστή!… Ετούτο πάλι; πώς σας εφάνηκε; Της πικροδάφνης* το ζουμί το κατακάθι, τέτοια μοίρα εφέτος!…».

Ήρθε το βράδυ. Κι έλεγε: «Ο τόπος να βαδίσεις μακριά ένα γύρω* ήταν παντέρημος. Ήτανε νύχτα, κι ώρα καλιώρα η αποψινή. Εκρύωνα, κι είχα και δίψα. Βλέπω ένα φως στα μακρινά, δρόμο δρόμο τα ξερολίθαρα, αλλού ακονιζιές* επαραμέρισα, κι έφτασα την καλύβα του. Ώρα καλή, του λέου, δε μ’ αποκρένεται ώρα καλή. Διψώ, του λέου, γιατ’ έρχομαι απ’ αλάργα, επότισα τα ζωντανά, μα ‘χεν αβδέλλες το νερό. Εγώ ‘βγαλα μου λέει την κόρη μου* για να μην μπερδευτώ σε μοιρασιές, και μου ‘ρθες τώρα;…

»Ως ήταν ώρα δείπνου, είχεν αποσωσμένες καμπόσες ελιές, εστήθηκεν ολόρθος, η κεφαλή του μ’ εξεπέρασεν άλλη μια κεφαλή, τα μάτια του εγυαλίσανε, κι εχυθήκανε ελιοκούκουτσα από τα γόνατά του. Είναι φερμένοι, μου λέει, της ακρίβειας καιροί. Πέντε ελιές να φας, για τρεις το ελάχιστο βαραίνουν τα κουκούτσια, ήβαλά τα σε ζυγαριά, ακρίβειες… Εγώ ‘βγαλα την κόρη μου ν’ απέχω από μοιρασιές, έχω συντρόφισσα τη δύναμή μου τώρα.

»Φτου σου! του λέου, είμαι χορτάτος. Ήρθα να πιω νερό, και για να ζεσταθώ. Τον ήξερα άρχοντα μεγάλο. Δε θα σ’ άφηνα σ’ έξοδο, με την ανάπαψη και το νερό, τώρα όμως φτου σου! Του λέου όσο παλεύαμε: μη με ρίξεις στην κρίση*. Όσο που δε φοβούμαι το Θεό, σ’ τη λέου την αμαρτία μου, το χωροφύλακα τόνε φοβούμαι.

»Τα χρόνια μου ήταν τότες λιγοστά. Δεν το στοχαζόμουν, για να σε πιάσει η κρίση πως είναι ανάγκη μαρτυριάς*… κι είμαστε καταμόναχοι μέσα στη νύχτα. Του χωροφύλακα ο φόβος ήτανε.

»Ήταν εκείνος θεριό μονάχο, αντρειωμένος. Τα νιάτα μου όμως ενικήσανε. Καμπόσα δάχτυλα άφησα πάνω στης κατοικιάς του τη γης, μου τ’ απόκοψε με το λάζο*. Τα βρήκαν ύστερα, θα το θυμόσαστε, οι χωροφυλάκοι. Εμένα δε μ’ εβρήκανε ποτές.

»Εδώ εκεί, μες στα βουνά, το πράμα ζόρικο πολύ δεν είναι. Τα μαθαίνεις και σε μαθαίνουνε. Σε μαθαίνουνε κι οι χωροφυλάκοι. Ψήνεις κανένα γίδι, χορταίνεις για λίγο καιρό, χορταίνουνε κι εκείνοι, και σ’ έχουνε παραιτημένο. Πρώτη φορά μου απόψε κατεβαίνω. Άσκημη χρονιά, επείνασα. Πρώτη φορά και που τα ξιστορίζω».

«Όταν τελειώσεις», του λέει ο πατέρας, «θα ‘χουν στρωμένο πια το τραπέζι και θα περάσομε δίπλα. Όλο και κάτι θα ‘χουν μαγειρέψει γι’ απόψε, οι γυναίκες».

Ο λήσταρχος λέει: «Δε θ’ απομείνω ώρα πολλή. Μέσα στα σπίτια εξέμαθα, και στεναχωριούμαι. Είν’ οι σκεπές σας χαμηλές, κι ο καθείς γένεται κοντοβίστας*. Μέρα με την ημέρα το φως σου αποκόβεται, ντουβάρια, όλο εμπόδια, δε φταις εσύ σα δε βλέπεις και παραπέρα. Μπρε συ Μανούσο, τι είναι εκείνα βρε; στο ξαδερφάκι μου έλεγα, το ‘χα μαζί μου όταν επρωτοβγήκα, μήτε συ δεν κατέχεις; Ήμουνε σ’ απορία… Κι ήτανε μες στην άνοιξη οι κωλοφωτιές! Πράματα αλλιώτικα! όταν επρωτοβγήκα! Δέντρα! ενόμιζες πως ήτανε μαύρα ποτάμια από ψηλά κι ετρέχανε όσο που σειόντανε τα φύλλα, ενόμιζες πως ήταν ιερέηδες κι ελέγαν το ευλογητό μ’ ανοιχτά τα χέρια. Φώκιες μπρε συ Μανούσο, τρέχα, να δεις… φωκοφωλιές!

»Κι ετρέχαμε με το Μανούσο. Οι φώκιες εμπαλεύανε, κι όσες όπου ενικόνταν εδίνανε ένα μακροβούτι κι αποτραβιόνταν στης θάλασσας το βυθό. Ανοίξανε, Μανούσο, τ’ ασφεντρίλια*, τρέχα, πάμε να δούμε και τις λυγαριές κατά τα νοτινά π’ εγεμίσανε σήμερα πάχνες*. Ετρέχαμε με το Μανούσο. Όλο αλλιώτικα πράματα! Από ψηλά όλα είναι ωραία, εφώναζεν ο αγέρας, εφωνάζανε οι άνθρωποι, τραγουδούσαν. Στα χαμηλά ο αγέρας εκατασκεύαζεν την ξεραΐλα, ολοχρονίς επνίγαν οι βροχάδες τα πρόβατα, κι ελασπωνόνταν οι προβιές σ’ όποια απομέναν.

»Έχετε και πολέμους εδώ στα χαμηλά, καθώς όπ’ έμαθα, τ’ άκουσα πάνε χρόνια, κι ακόμα δεν εξεμπερδέψετε λέει, κι άκουσα απόψε όσο εκατέβαινα, κι ήμουν φτασμένος μες στις κατοικίες, ήτανε μαζεμένες πολλές γυναίκες, και, —ποιος για να ‘ναι ο άτυχος, τίνος θα λάχει ο κλήρος, για να το πάει το μήνυμα στη μάνα του!— εμουγκρίζανε, για κείνο λέει, το παιδί, το γνώριζα κι ο ίδιος, ήμαστε συνομήλικοι, πριν απ’ το φόνο, όταν εκατοικούσα ανάμεσο μ’ εσάς, —κι οι γυναίκες εκλαίγανε, και με το δίκιο, την είχε καλή την καρδιά,— το μάδησεν το βόλι, λέει, κι εκείνο το Αλεκάκι του Σμυρλή»*.

Ετρώγαμε ύστερα πιλάφι. Κι ο λήσταρχος με τα κομμένα δάχτυλα είναι πολύ αστείος τρώγοντας πιλάφι. Με έννοιες, με σκιαξίματα και τόσες λύπες, οι περισσότεροι πώς να μην απομείνουν νηστικοί τριγύρω απ’ το τραπέζι εκείνο το βράδυ…

«Μας είπες πράματα καταπληχτικά απόψε, καπετάν Γεντέκα. Και η κόρη* μου, το ‘δες πως τ’ άκουσε με πολλή προσοχή. Δεν είναι κρίμας για όλον τον κόσμο τα ψηλά βουνά. Αραιώνει εκεί πάνω ο αγέρας, και τα πνεμόνια χρειάζουνται να είναι πολύ γερά για να ρουφούν. Μας εσυντρόφιασες όμως απόψε …είμαστε, ως μας βλέπεις, πάντα το ίδιο μοναχοί. Έφερες ύστερα κάποια νέα θλιβερά, και που δεν εγνωρίζαμε. Πάει και ο Αλέξαντρος Σμυρλής και τα παιδικά του ματάκια».

«Μα βέβαια, πώς και για να τα μάθομε! εκλείσαμε καλά τις πόρτες, απόψε τέλεια πια από τον κόσμο αποκοπήκαμε, ο κόσμος όξω θα βοά απόψε…»

Και τότε παίρνει ο λήσταρχος τον πατέρα μου λίγο παράμερα, — τρέμεται* η θεια Διαλεχτή και γουρλώνει τα μάτια μήπως και τονε καμακέψει*, «δεν έλαβα τον κόπο να κάμω τόσο δρόμο», του λέει, «για το τραπέζι σας, ήρθα να γυρέψω λεφτά. Λεφτά μ’ εχρειαζόντανε, κι ο λόγος όπ’ εκατηφόρισα πρώτη φορά από τα ψηλά».

«Δεν έχομε», λέει ο πατέρας. «Ξέρεις, λεφτά δεν έχομε εμείς πια. Σου ‘πρεπε εσένα ποσόν κάποιο μεγάλο και δεν έχομε. Σου δίνω», λέει, «το λόγο μου, έλα να δεις το μέρος όπου τα κρύβαμε άλλη φορά, αδειατό*, και — δεν έχομε», του λέει με δυσκολίες μέσα στα μάτια και στη φωνή.

«Βέβαια, δεν έχομε! καλά τα λέει ο πατέρας σου να τονε ξεγελάσει, για να μας γδύσει ο θεομπαίχτης οπ’ εροβόλησε, δεν έχομε!», ακούω δίπλα μου πολύ σιγά. Οι δυσκολίες όμως του πατέρα στη φωνή και τα μάτια δεν μπορεί να είναι ψεύτικες, συλλογίζομαι. Εκείνη την καημένη τη γιαγιά συλλογίζομαι, σ’ εκείνα τα πρωτινά χρόνια, «να δίνεις χρήματα πάντα σ’ όποιον δεν έχει, παιδί μου, έχομε εμείς αρκετά…» και η μυρωδάτη τσάντα της, κι οι ζητιάνοι κάτω στην πόρτα αράδα, —πολύ άσκημα τα κατάφερα να μην προλάβω να την έχω ρωτήσει— ποιος θα μας έδινε εμάς λεφτά; σα δε θα ‘χαμε πια… —Δεν έχομε τώρα..

Δε σου γυρεύω», λέει τώρα στον πατέρα μου ο λήσταρχος, «τώρα δε σου γυρεύω πια. Ο λόγος σου μ’ εχόρτασε, και το πουγκί σου βάστα το, — καθώς που λέει κι η παραλοή*». Κι ο λήσταρχος αποτινάχτηκε, ως να δέχτηκε στο κορμί του δυο τρεις φορές μεγάλη προσβολή.

«Λιγοστές μέρες είναι, επήρα την απόφαση να κατέβαινα. Έβαλα με το νου μου την ειδική σου αρχοντιά — Από κει και να πάει, είπα, ας αρχίσομε, κι ύστερα βλέπω. Τα φέρνομε ύστερα γύρα και τ’ άλλα αρχοντικά, άλλη φορά. — Εζώστηκα το λάζο, και για την πάσα ανάγκη και το στιλέτο μες στα καπούλια, εδώ — για τις αντίστασες. Τονε ποφάσισα τον εαυτό μου κατρακυλώντας στα χαμηλά. Μπορεί και να με καταδώκει, είπα, για μπορεί να ‘ναι και παλικαράς, και ποφασίστηκα. Όποιος πομένει όποιος θα πάει, είπα. Μα είσαι συ, παλικαράς αλλού, κι α δεν εμέτρησα τα νύχια σου…»*. Κι ανάμεσα στα στήθια, χτυπώντας τη γροθιά του, κατασκευάζει αντίλαλο σα να χτυπά νταούλια ο ληστής.

«Είσαι άνθρωπος», λέει, «εσύ, — κατά που θέλει ο Θεός είσ’ άνθρωπος, και νιώθεις από ανθρώπους…».

 «Μάρι* παιδάκι μου, ετοιμάσετε κάλλιο* τα ξίδια! Δεν το πιστεύω για να τ’ αντέξω μέχρι το τέλος και λογαριάζω να λιγωθώ*. Εγρίεψεν ο δαίμονας, τα βλέπεις τώρα; και χτυπιέται!».

«Κι η κατοικιά σου, εσένα, δεν είναι πολύ φραχτή. Όμορφη κατοικιά την έχεις, δεν εστενοχωρέθηκα. Και τώρα όθε* κινώ τ’ απάνω, τον ανήφορο, και μήτε θα ξανακατέβω —και τριγυρίζει ολόγυρα μάτια παράξενα,— θα τη θυμούμαι, στα ψηλά, την όμορφη κατοικιά σου».

Κι αντίκρυ ένας στον άλλον, ο ληστής κι ο πατέρας μου, κοντός καθώς είναι ο πατέρας μου κι ο λήσταρχος θεόρατος, κι οι δυο μαζί γελούνε σα να φχαριστηθήκανε πολύ, αντίκρυ και γελούνε, και — Καληνύχτα, καλή σας νύχτα, και— Δόξα εν υψίστοις Θεός, Πάτερ ημών…— η θεια καλαναρχά*, γιατί πώς εγλιτώσαμε κι εγλίτωσεν τα ξελιγώματα, και πάει στον αγύριστο ο θεομπαίχτης ο φονιάς.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

  • ξεφτιλίζουνε: αλλάζουν το καμένο φιτίλι κι ανάβουν τα λυχνάρια.
  • γουρνοτσάρουχα: γουρουνοτσάρουχα· τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού.
  • πικροδάφνης: η φράση ολόκληρη σημαίνει: φέτος περάσαμε πολλές δοκιμασίες.
  • ένα γύρω: ολόγυρα.
  • ακονιζιές: αγκαθωτοί θάμνοι.
  • έβγαλα την κόρη μου: την έστειλα σε άλλο σπίτι, την πάντρεψα.
  • κρίση: δικαστήριο.
  • είναι ανάγκη μαρτυριάς: χρειάζονται μάρτυρες.
  • λάζο: μαχαίρι.
  • κοντοβίστας: κοντόφθαλμος.
  • ασφεντρίλια: ασφόδελοι, χόρτο με ψηλό στέλεχος και γαλαζωπά άνθη.
  • πάχνες: εννοεί τα άνθη της λυγαριάς.
  • Σμυρλής: οικογενειακός φίλος της αφηγήτριας, στρατευμένος.
  • η κόρη μου: εννοεί την αφηγήτρια.
  • τρέμεται: ιδιωμ. τρέμει.
  • καμακεύω: χτυπώ με την κάμα, μαχαιρώνω.
  • αδειατό: ιδιωμ. αδειανό.
  • παραλοή: τραγούδι, παροιμία.
  • α δεν εμέτρησα τα νύχια σου: αν δεν εμέτρησα τη δύναμή σου.
  • μάρι: μωρέ.
  • κάλλιο: καλύτερα.
  • να λιγωθώ: να λιποθυμήσω.
  • όθε: όπου.
  • καλαναρχά: κανοναρχά, επαναλαμβάνεται όπως ο κανονάρχος, ο οποίος απαγγέλλει ένα στίχο και τον ψάλλει έπειτα ο ψάλτης.

Μέλπω Αξιώτη (1905-1973)

Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα.

Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της.

Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη.

Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης.

Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά.

Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή.

Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει.

Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε.

Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.

1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Άπαντα Μέλπως Αξιώτη Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω 311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com