Το σπίτι
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλοι θα κατοικήσουν!
Άλλοι θ’ ανέβουν τα σκαλιά να στρώσουν τα κρεβάτια!
Άλλοι θ’ ανάψουν τα κεριά στα βορινά δωμάτια!
Ποιες δυσκολίες, ποια δάχτυλα, ποια μάτια!
Και από μας ποιος θα τολμήσει να μιλήσει
με τα πρόσωπα που ζούνε αποκλεισμένα
πίσω από χιλιάδες πόρτες, παράθυρα και κάστρα,
που τα χτυπάν οι θάλασσες, τα όνειρα και τ’ άστρα;
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλος θα κατοικήσει!
Τροία
Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι!
κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν –
όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν·
μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει!
Στις αμμουδιές – θυμήσου! – οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς το σώμα.
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!
Απ’ την τιμωρία των μάγων
Χριστέμου, πώς χαμήλωσαν τα σπίτια; μες στο χιόνι!
πώς έμοιαζε στο γυρισμό η πόρτα πιο στενή!
Σαν κυπαρίσια οι άνθρωποι – μαζί μα ποάντα μόνοι.
Έτσι που μεγαλώσαμε ποια χώρα μάς χωρεί;