Νίκος Μπελογιάννης (1915 – 1952) Νομικός, αντιστασιακός, και ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ

Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων αναφέροντας πως: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

by Times Newsroom

Ο Νίκος Μπελογιάννης (Αμαλιάδα, 22 Δεκεμβρίου 1915 – Γουδή Αττικής, 30 Μαρτίου 1952) ήταν Νομικός, αντιστασιακός, και ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ.

Γόνος σχετικά εύπορης οικογένειας, εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στην τοπική ΟΚΝΕ. Το 1932, εισήλθε στη Νομική Αθηνών, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση, η οποία τον οδήγησε σε πολυάριθμες εξορίες, βασανιστήρια και φυλακίσεις από τις ελληνικές μεσοπολεμικές κυβερνήσεις.

Εκτελέστηκε το 1952 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τόσο η δίκη όσο και εκτέλεσή του, γνωστή ως «υπόθεση Μπελογιάννη» έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, αποτελώντας παράδειγμα για την σκληρότητα των μετεμφυλιακών αντικομμουνιστικών διώξεων. Έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως «Ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο».

Προς τιμή του ονομάστηκαν δρόμοι και οικισμοί σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ ως μάρτυρας και αδικοχαμένος ήρωας.

Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα στις 22 Δεκεμβρίου 1915. Ο πατέρας του, Γιώργος Μπελογιάννης, ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου και μικροβιοτέχνης. Νεαρός, εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ Αμαλιάδας μαζί με φίλους του. Υπήρξε άριστος μαθητής και το 1932, εισήλθε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το ίδιο έτος ξεκίνησε η ριζοσπαστικοποίηση του και από το 1934, ανάπτυξε συνδικαλιστική δράση στους φοιτητές και στα σταφιδικά συλλαλητήρια της Αμαλιάδας.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Το Μάρτιο του 1936, συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Ίο. Ύστερα από δύο μήνες, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση, ποινή που ανεστάλη, λόγω παρέμβασης των γονέων του. Ύστερα, ταξίδεψε στην Αθήνα για κομματικούς λόγους, επέστρεψε στην Αμαλιάδα, ενώ μετά το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου, εγκαταστάθηκε στη Πάτρα με εντολή του ΚΚΕ. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στο 12ο Σύνταγμα Πεζικού, και διοργάνωσε, μαζί με φίλους του από την Αμαλιάδα, κομματικούς πυρήνες.

Το Δεκέμβριο του 1936, συνελήφθη εκ νέου, βασανίστηκε στην Ειδική Ασφάλεια και καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση και τρίμηνη περίοδο εξορίας. Τον Ιούνιο του 1937, επανήλθε στη Πάτρα, και ανέλαβε καθήκοντα συντάκτη, στο αντιμεταξικό έντυπο «Λαϊκή Γνώμη» έως το Μάιο του 1938 όπου επανασυνελήφθη και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Εξέτισε την ποινή του διαδοχικά στις φυλακές Ακροναυπλίας, Κατούνας, Βόνιτσας και Λαζαρέτου. Στις φυλακές Λαζαρέτου αρρώστησε από φυματίωση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου και παρέμεινε μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση.

Την περίοδο της Κατοχής

Το Σεπτέμβριο του 1943 δραπέτευσε από το Σωτηρία, επανεγκαταστάθηκε στη Πάτρα και εντάχθηκε στις εαμικές οργανώσεις. Την περίοδο 1943-1944 ο Μπελογιάννης γλίτωσε από το κύμα συλλήψεων που λάμβανε χώρα, και ανέλαβε την καθοδήγηση των τοπικών οργανώσεων. Κατά τη διάρκεια του 1944 δρούσε σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, και έχαιρε της εκτίμησης πολλών στελεχών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.

Την άνοιξη του 1944, περίοδο που λάμβαναν χώρα συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως αντίποινα στην εξόντωση οικογενειών ανταρτών και πολιτικών στελεχών του ΕΑΜ, ο Μπελογιάννης εισήγαγε την αρχή της αλληλέγγυας ευθύνης για τις οικογένειες των ταγματασφαλιτών.

Ως πολιτικός επίτροπος του 9ου Συντάγματος, πριν από τα Δεκεμβριανά απαγόρευσε στον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλο να χτυπήσει τα βρετανικά στρατεύματα.

Την περίοδο του Εμφυλίου

Κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.

Η σύλληψη και οι δίκες του

Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα μέσω Αργεντινής με το ψευδώνυμο Ερρίκος Πανόζ, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950, συνελήφθη και δικάστηκε για την εμπλοκή του με το ΚΚΕ με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, σύμφωνα με τον οποίο το ΚΚΕ είχε κηρυχθεί παράνομο θεωρούμενο ως εγκληματική οργάνωση. Κατηγορήθηκε, επίσης, ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.

Η πρώτη δίκη

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 52 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει.

Η δεύτερη δίκη

Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Ελληνικής Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Υπεύθυνος για τον ασύρματο της Καλλιθέας ήταν ο παλαίμαχος κομμουνιστής Νίκος Βαβούδης που αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη του για να μην πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα σκίτσο από την εικόνα του Μπελογιάννη με το γαρύφαλλο, που έγινε διάσημο.

Διεθνής κινητοποίηση

Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούσαν να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ανάμεσά τους, ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας, οι Πωλ Ελυάρ, Ζαν Κοκτώ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσο και Τσάρλι Τσάπλιν.

Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων αναφέροντας πως: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Η καταδίκη και η εκτέλεσή του

Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο, αποτελούμενο αυτή τη φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε ομόφωνα σε θάνατο την 1η Μαρτίου του 1952 τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» του Βουκουρεστίου, αλλά και από το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της Ασφάλειας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.

Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της Ασφάλειας».

Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.

Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 04:10 τα χαράματα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι κομμουνιστές, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού με τα φώτα των προβολέων των φορτηγών που τους μετέφεραν. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που είχε πρόσφατα γεννήσει μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του καθώς και διότι ο πατέρας του είχε εκτελεστεί από τους Βούλγαρους κατακτητές. Δόθηκε επίσης χάρη στους Χαράλαμπο Τουλιάτο και Μιλτιάδη Μπισμπάνο. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Το πολιτικό παρασκήνιο

Το (πρώην) σπίτι της οικογένειας Μπελογιάννη στα Τσίπιανα Ηλείας

Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός, στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, ΙΔΕΑτες έτσι ώστε να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και άρρωστος, (οι άλλοι δύο πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου, τάχθηκαν υπέρ των εκτελέσεων, γεγονός που στιγμάτισε τις σχέσεις τους με την Αριστερά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και κήρυξη του Ανένδοτου Αγώνα). Επίσημα όμως διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατάφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη. Συνιστούσε μια «…απότομη οπισθοδρόμηση στις πρακτικές του Εμφυλίου Πολέμου…» από μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα προωθούσε τα μέτρα ειρήνευσης και από ένα πρωθυπουργό που δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1950, υποστηρίζοντας την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση το όνομά του δόθηκε σε πλατείες και δρόμους σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και σε χωριό στην Ουγγαρία που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για τη δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει ενάντια των κατηγόρων του με την ιστορική του απολογία. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ» καθώς και ότι «οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του Λαού. Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την Αυγή και το Αύριο, και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων!».

Τελετή στην Λειψία στην μνήμη του Μπελογιάννη

Εργογραφία

Στην τελευταία του επιστολή, από το κελί των μελλοθανάτων, ο Ν. Μπελογιάννης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο δικών του βιβλίων, με θέματα την οικονομική ιστορία της Ελλάδας και την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας αντίστοιχα.

Από αυτά τα «χαμένα βιβλία», το πρώτο εκδίδεται το 1998 με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων του ΚΚΕ με τον τίτλο Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα. Εκεί παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού. Από τα «Δάνεια της Ελευθερίας» του 1824 και τον ερχομό των Βαυαρών μέχρι και την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζεται σαν μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δάνειζαν την χώρα με δυσχερείς, υπό το άρτιο όρους, αποσπώντας τα πολλαπλάσια με την συνέργεια της ελληνικής πολιτικής ελίτ.

Το άλλο έχει τον τίτλο: Σχέδιο για μια ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες – Προσχέδια – Σημειώσεις και το άφησε ανολοκλήρωτο. Ο Nίκος Μπελογιάννης έγραψε το Σχέδιο για μια ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας περίπου σε μια διετία, στα κρατητήρια της Ασφάλειας και τις φυλακές της Κέρκυρας. Το έγραψε έγκλειστος, «για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι». Τα χειρόγραφα έβγαζε κρυφά από τη φυλακή ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος. Η Ιστορία του έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, αφού ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να προσεγγίσει τα λογοτεχνικά έργα. Η πρώτη έκδοση της Ιστορίας έγινε με το ψευδώνυμο M. Κουλουριώτης, το 1952, με έξοδα της μητέρας Μπελογιάννη. Η δεύτερη έγινε ένα χρόνο μετά, στη Ρουμανία, με πρόλογο του Νίκου Ζαχαριάδη. Η τρίτη έκδοση τυπώθηκε το 1976 από τον οίκο «Πορεία». Το έργο, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, γράφτηκε επειδή ο Μπελογιάννης «διεπίστωσε ότι έλειπε μια μαρξιστική ιστορία για τους όρους διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους» επισημαίνει η Χριστίνα Ντουνιά. Μπορεί σήμερα να ελέγχεται για την επιστημονική του επάρκεια, αποτελεί όμως τεκμήριο μιας εποχής και μιας πολιτικής «διαφωτισμού» της Αριστεράς.

Προσωπική ζωή

Το 1946 παντρεύτηκε την Όρσα Λιακοπούλου, που ήταν μέλος του κόμματος, αλλά έφυγε στην εξορία και χώρισαν οι δρόμοι τους. Το 1949, χωρίς να έχει πάρει διαζύγιο παντρεύτηκε την Μαρίκα Κόζα μέλος του ΚΚΕ. Το 1950 γνώρισε την Έλλη Παππά όπου έγινε σύντροφος του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο γιος του Νίκος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1951 και σπούδασε χημικός μηχανικός και εργάστηκε σαν αναστηλωτής μνημείων στο Υπουργείο Πολιτισμού. Συμμετείχε στην οργάνωση Ρήγας Φεραίος, αλλά δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με τα πολιτικά πράγματα. Έκανε μελέτες και επανεκδόσεις έργων του πατέρα του, έγραψε ιστορικά βιβλία. Πέθανε τον Οκτώβριο του 2020 από ασθένεια.

Πηγή: wikipedia

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή