Ο Χριστιανισμός και τα χρόνια που έρχονται

Στο χέρι «ολίγων» είναι ν' αλλάξει η πορεία του κόσμου, μια πορεία που σήμερα όλοι - σ' όλες τις χώρες, σε Ανατολή και Δύση - τη φοβούνται. Δε γίνεται, βέβαια, να ξανάρθει ο Χριστός στον κόσμο. Αλλά «φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν ουρανώ» ( Κατά Ματθαίον, ΚΔ' 30 ) και μάλιστα ως «σημείον» που, όπως πίστευε ο Ντοστογιέφσκυ, θα συνδυασθεί με μιαν εγκόσμια εμπειρία, όχι με το τέλος του κόσμου, άλλα με την αυγή μιας νέας εγκόσμιας ημέρας.

by Times Newsroom

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ*

Ο Arnold Toynbee γράφει: «Η πολυθεΐα έχει την αρετή της ανεκτικότητας, ενώ το τίμημα του μονοθεϊσμού ήταν η φανατική αδιαλλαξία». Και προσθέτει- χαρακτηρίζοντας τον Μαχάτμα Γκάντι, που «δεν είναι τυχαίο ότι ξεπετάχτηκε από πολυθεϊστικό βάθος», σαν ένα μέγα ξεκίνημα- τα εξής βαρυσήμαντα λόγια: «Στην εποχή του ατόμου, αν πρόκειται να επιζήσει η ανθρωπότητα, θα πρέπει να κάμει την ανεκτικότητα στοιχείο της παγκόσμιας κουλτούρας», θα πρέπει «να μάθει να πραγματοποιεί τις αλλαγές της με τον τρόπο του Γκάντι» (1) . Με τις φράσεις του αυτές, ο Βρετανός φιλόσοφος της Ιστορίας πάει να ανοίξει κάποιες θύρες, αλλά το επιχειρεί μ’ ένα κλειδί που αμφιβάλλω πολύ, αν είναι το κατάλληλο. Το πλεονέκτημα του λεκτικού ευρήματος είναι, ίσως, η μεγάλη πνευματική αδυναμία όλων των ιστορικοφιλοσοφικών γενικεύσεων (του Hegel, του Marx, του Oswalt Spegler και του Toynbee ).

2

Μπορούμε, τάχα, να συμμερισθούμε την γνώμη του Toynbee ότι ο μονοθεϊσμός- άρα, και ο Χριστιανισμός- αρνείται την ανεκτικότητα και ότι η αρετή αυτή δεν έχει άλλους γονείς από τους πολλούς θεούς; Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να εξετάσουμε. Το δεύτερ o, είναι αν μπορεί ο «τρόπος του Γκάντι» να θεωρηθεί «ανεκτικότητα» και να γίνει η οδός της σωτηρίας. Και το τρίτο είναι, ποιος είναι ο πραγματικά ο δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία.

Όταν λέει ο Toynbee ότι το «τίμημα του μονοθεϊσμού είναι η φανατική αδιαλλαξία», εννοεί χωρίς άλλο ότι εκπαιδεύει ένα λαό στο φανατισμό και στη μισαλλοδοξία γενικά, σ’ όλες τις κινήσεις της ψυχής του και σ’ όλες τις πράξεις του, ότι τον συνηθίζει να είναι ασυμβίβαστος και αδιάλλακτος στο καθετί και όχι μόνον όταν καλείται να υπερασπισθεί τοςυ ναούς του ή να επιβάλλει σε άλλους τους κανόνες της λατρείας του. Είναι, τάχα, αυτή η θέση ορθή; Ως ένα σημείο, μπορεί νάναι. Λάθος είναι η γενίκευση.

Στον δεύτερο από τους «Πέντε Αθηναϊκούς Διαλόγους» μου, βάζω τον αυτοκράτορα Αδριανό να λέει: Ο θεός των Ιουδαίων είναι κάτι το φοβερά ασύλληπτο και ασύλληπτα φοβερό. Είναι άμορφος ωσάν την άμμο της ερήμου. Είναι σαν μια φωνή που βγαίνει από χείλια ανύπαρκτα. Και η φωνή αυτή ζητάει αίμα, απειλεί το καθετί που είναι ωραίο, ζητάει να υψ ώσει τη στάθμη της νεκρής θάλασσας τόσο, ώστε να ξεχειλίσει και να πνίξει τη ζωή» (2) . Μ’ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να σκεπτόταν ο Αδριανός που δεν θέλησε να στρέψει το βλέμμα του προς τον Εσταυρωμένο. Μήπως και ο Toynbee μιλώντας για μονοθεϊα, στάθηκε στον Κύριο των Δυνάμεων που κοίταζε στα μάτια μόνο το λαό της επιλογής του; Ο ίδιος – ο ένας – είναι και ο Θεός της Καινής Διαθήκης. Γι’ αυτόν, όμως, δεν υπάρχει εκλεκτός λαός. Ιουδαίοι, Έλληνες και βάρβαροι είναι, για τον Πατέρα του Υιού του Ανθρώπου, το ίδιο πράγμα. Στη θέση του ενός και μοναδικού εκλεκτού λαού μπαίνουν – μολονότι ο Θεός μένει Ένας – όλα τα «έθνη».

3

Ποιάν ανεκτικότητα έδειξε απέναντι των Χριστιανών η πολυθεΐα στους αιώνες των κατακομβών; Μπορεί να μού απαντήσουν ότι ο Χριστιανισμός είχε εμφανισθεί ως κίνδυνος για την πολιτειακή συνοχή και τους κοινωνικούς θεσμούς της Ρώμης, κ’ έτσι το κράτος αμύνθηκε, χωρίς η στάση αυτή να μπορεί να αποδοθεί σε μισαλλοδοξία της πολυθείας. Είναι πολύ αμφίβολη η ευστάθεια των κοινωνιολογικών (ιδιαίτερα, των μαρξιστικών ) ερμηνειών της εποχής εκείνης. Εκλόνισε, τάχα, ο Χριστιανισμός τη Ρώμη ή μήπως την έσωσε ( μαζί με τους θεσμούς και τη νομοθεσία της ) από την παρακμή, που είχε άλλα αίτια, και από τους σεισμούς και τις ρωγμές που προκάλεσαν οι επιδρομές των «βαρβάρων» ;

4

Όπως και νάχει το πράγμα, όσοι αγαπούν τις γενικεύσεις, δηλαδή όσοι υπαγορεύουν στην ιστορία τη δική τους φιλοσοφική η κοινωνιολογική σκέψη, θα βρίσκουν πάντοτε επιχειρήματα που θα δικαιολογούν την παρέκκλιση της μονοθείας από τον κανόνα της αδιαλλαξίας ή του μονοθεϊσμού από τον κανόνα της ανεκτικότητας. Όταν, όμως, οι παρεκκλίσεις είναι πολλές, πως μπορεί να σταθούν οι κανόνες ; Η ιστορία των Ελλήνων και των Ρωμαίων δεν παρουσιάζει λιγώτερες – ή λιγώτερο χτυπητές – αδιαλλαξίες από την ιστορία των μονοθεϊστών Αράβων. Αξιοσημείωτο είναι, μάλιστα, ότι το Ισλάμ, μολονότι εβάσισε τον ιερό πόλεμο στην κοσμοθεωρητική διάκριση μεταξύ «πιστών» και «απίστων», ξεκίνησε από το παράδειγμα του Μωάμεθ που, μπαίνοντας στη Μέκκα με το ξίφος στο χέρι, έδειξε, αφού νίκησε, ανεκτικότητα. Στα έπη του Όμηρου, όπου διασταυρώνεται ο μύθος με την ιστορία, υπάρχουν συμβολικά νοήματα. Ποιάν ανεκτικότητα έδειξαν οι Αχαιοί, όταν μπήκαν στο Ίλιον ; Θα χαρίσω, βέβαια, ένα επιχείρημα στον Το ynbee, το επιχείρημα ότι, αν και έδειξαν αδιαλλαξία, όταν μπήκαν στο Ίλιον, είχαν τάξει – με το πνεύμα του Ομήρου – δικές τους θεότητες, θεότητες του Ολύμπου, στην προστασία και των εχθρών τους, τοποθετώντας μάλιστα αμερόληπτο και αμέτοχο τον Δία επάνω από τον εαυτό τους και τους Τρώες. Αυτό σημαίνει, βέβαια, κάτι. Πάντως, στην πράξη δείχτηκαν αδιάλλακτοι. Ας μνημονεύσω και μερικά άλλα πολύ χτυπητά παραδείγματα αδιαλλαξίας που δεν την εμπόδισε η πολυθεΐα. Ποιάν ανεκτικότητα έδειξαν οι Αθηναίοι, όταν εκυρίευσαν την Μήλο, οι Συρακούσιοι απέναντι των Αθηναίων, όταν αδιαφόρησαν για τις υψηλές παραινέσεις του ανεκτικού συμπολίτη τους Νικολάου, και οι Ρωμαίοι όταν μπήκαν στην Καρχηδόνα ή στην Κόρινθο ;

5

Σε τρεις πηγές μπορούμε ν’ αποδώσουμε την ανεκτικότητα. Πρώτη είναι η σοφία της ’πω Ανατολής. Δεύτερη η ελληνική ιδέα της Δημοκρατίας. Τρίτη η διδασκαλία και ο βίος του Χριστού.

Η σοφία της ’πω Ανατολής – με χαρακτηριστικώτερο δείγμα της τους λόγους του Λαοτσέ – δεν έφθασε στην ανεκτικότητα παρά μόνον επειδή αρνήθηκε κάθε πράξη. Η αρχή του «Μηδέν πράττειν», η άρνηση του «Γίγνεσθαι», δηλαδή της ίδιας της ιστορίας, έκαμε την ανεκτικότητα να πηγάσει – όχι ως αρετή, αλλά ως φυσική κατάσταση – από την απόλυτη αδιαφορία, από την ακινησία της ψυχής και της ζωής. Ο Μαχάτμα Γκάντι δεν ανάγεται αποκλειστικά στην ασιατική αυτή σοφία. Είχε γνωρίσει καλά την Ευρώπη και η παθητική του αντίσταση δεν ήταν ανεκτικότητα. Ήταν μια πρωτότυπη διασταύρωση του ευρωπαϊκού δυναμισμού με την ασιατική στατικότητα. Ήταν μέγα «νομικό» εύρημα ( είχε σπουδάσει νομικά στην Αγγλία).

Η ελληνική ιδέα της Δημοκρατίας ήταν η πρώτη – πρακτική και θεωρητικά συνειδητή – αφετηρία της ανεκτικότητας στην παγκόσμια ιστορία. Ο λόγος που δέχεται τον αντίλογο είναι εξ ορισμού ανεκτικός. Αλλά δεν αρκούσε αυτό. Ως ατομική στάση, η ανοχή του αντιλόγου είναι τόσο παλαιά, όσο και η διάκριση των ανθρώπων σε διαφορετικούς χαρακτήρες, σε διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Για την αποκρυστάλλωση του ηθικού θεσμού της ανεκτικότητας έπρεπε να καθιερωθεί ο δημόσιος αντίλογος. Και καθιερώθηκε στις Ελληνίδες πόλεις, κατ’ εξοχήν στην Αθήνα. Το μέγα τούτο βήμα δεν είχε σχέση με την ουσία της πολυθείας. Διευκολύνθηκε μόνον από την απουσία θεοκρατικού καθεστώτος. Σ’ ένα θεοκρατικό καθεστώς, όπου οι φορείς της εγκόσμιας εξουσίας μονοπωλούν τη διαφύλαξη των μυστικών της θεότητας, είτε της μοναδικής και ενιαίας, είτε (όπως στην Αίγυπτο των Φαραώ ) της συλλογικής, θάταν αδύνατο να γεννηθεί ο δημόσιος διάλογος, άρα η ανεκτικότητα ως ηθικός και πολιτικός θεσμός. Και όπως γεννήθηκε ο θεσμός αυτός – η ιδέα της Δημοκρατίας – στην αρχαία ελληνική πόλη, έτσι ξαναγεννήθηκε στο Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στη Φλωρεντία, στην Αθήνα των νεώτερων χρόνων, χωρίς νάναι αναγκαία προϋπόθεση η πολυθεΐα. Ξαναγεννήθηκε κάτω από το ουράνιο και εγκόσμιο στερέωμα του Χριστιανισμού ( της μονοθείας ), με μοναδική αρνητική προϋπόθεση την απουσία της θεοκρατίας. Φυσικά, την ανεκτικότητα – στην πράξη – την διαπιστώνουμε σπάνια και στην πολυθεϊστική αρχαιότητα και στη χριστιανική Ευρώπη. Η Δημοκρατία προϋποθέτει την ανεκτικότητα ως ηθικό και πολιτικό αξίωμα, ταυτίζεται μάλιστα κοσμοθεωρητικά μαζί της, αλλά δεν έκαμε τον καθένα να γίνει Σόλων ή Αριστείδης ή Θρασύβουλος. Είτε αφιερωμένοι σ’ ένα μοναδικό παντοκράτορα Θεό, είτε πολύθεοι, είτε άθεοι ή αδιάφοροι απέναντι της θρησκείας, οι άνθρωποι έχουν τις κακίες και τις αδυναμίες τους. Αλλά πρέπει να προσθέσω και την παρατήρηση ότι η πιο προγραμματισμένη και τραγικώτερη άρνηση της ανεκτικότητας σημειώθηκε στις ώρες εκείνες της ιστορίας του κόσμου – και μάλιστα του νεώτερου κόσμου, μετά την εποχή του Διαφωτισμού – που έκαμαν τον άνθρωπο να αγνοήσει ή και να αρνηθεί, να χλευάσει και να κατατρέξει τη θρησκεία (κάθε μεταφυσική νοσταλγία), αντικαθιστώντας την είτε με την υπερφυσική δική του Λογική, όπως στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, είτε με την υπερφυσική δική του Διαλεκτική, όπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα, είτε με το υπερφυσικό εγκόσμιο Εγώ ενός λαού, όπως στη Γερμανία του Χίτλερ.

Η διδασκαλία και η ζωή του Χριστού ήταν και είναι η βαθύτερη πηγή της ανεκτικότητας στην ιστορία της ανθρώπινης ψυχής. Από την ώρα που «ιδών τους όχλους ανέβη εις το όρος» και άνοιξε «το στόμα αυτού», ως τη στιγμή που είπε «τετέλεσται», δίδαξε την ανεκτικότητα και την άσκησε «έως θανάτου». Η σοφία της ’πω Ανατολής αφήκε την ανεκτικότητα να προκύψει αρνητικά, ως ανεύθυνη φυσική κατάσταση, από την ακραία εγκόσμια αδιαφορία. Η ελληνική ιδέα της Δημοκρατίας την καθιέρωσε θετικά ως ηθικό αξίωμα στο δημόσιο χώρο της ζωής. Και ο Ιησούς έδωσε στην ανεκτικότητα τη θεία παιδαγωγική σφραγίδα του αιώνιου παραδείγματος.

6

«Αιώνιο» ονομάζω το παράδειγμα που μπορεί να κάμει τον άνθρωπο οποιασδήποτε εποχής – και οποιασδήποτε θρησκείας η φυλής – να συγκλονισθεί μέσα του τόσο που ν’ αλλάξει η ίδια η φύση του και να «σωθεί». Να σωθεί ήδη σε τούτον εδώ τον κόσμο, όχι μόνο στον άλλον. Και να σώσει άλλους – έστω κ’ ένα μοναδικό δεύτερο – με την έμπρακτη και κοινωνικά δραστική Imitatio Christi, με την έμπρακτη «εν Χριστώ ζωή».

Δεν ξέρουμε, πόσους έχει αποτελεσματικά μετεκπαιδεύσει – στα δυόμισυ χιλιάδες χρόνια που μας χωρίζουν από την ιστορική αφετηρία της – η ιδέα της Δημοκρατίας. Δεν ξέρουμε, πόσων ανθρώπων τη φύση – το χαρακτήρα – άλλαξε η διδασκαλία και η ζωή του Χριστού. Ο Αυγουστίνος μας διηγείται πειστικώτατα τη ριζική αλλαγή που σημειώθηκε μέσα του. Δεν έπαψε, όμως, να επικρατεί στον κόσμο – ούτε εκεί, όπου επικράτησε ο Χριστιανισμός – η μισαλλοδοξία, η βία, η κακία, η διάθεση για εκδίκηση, το αρνητικό πάθος. Τον ίδιο τον Χριστιανισμό – ως εκκλησία – τον έκαμαν οι άνθρωποι να γίνει, σε ολόκληρες εποχές η στιγμές της ιστορίας – κίνητρο μισαλλοδοξίας και ευκαιρία για να εκδηλώσουν την κακία τους και την εγκληματική ροπή τους. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Μήπως σημαίνει ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει ακόμα επικρατήσει;

7

Γιατί να το αρνηθούμε; Μπορεί να σημαίνει κι’ αυτό. Αν ρωτούσαμε τον Kierkegaard θα μας έλεγε ότι τον Χριστιανισμό της Καινής Διαθήκης δεν τον έχει ακόμα διερμηνεύσει, στην πράξη, στο ηρωικό του νόημα, καμμιά εκκλησία. Ήταν πολύ μόνος ο χλωμός και μελαγχολικός Δανός και η μοναξιά – η έρημος – οδηγεί στην υπερβολή. Δεν έλειψαν τα ηρωικά πνεύματα στην ιστορία του Χριστιανισμού. Τα τριακόσια περίπου χρόνια των διωγμών, πριν επικρατήσει η εκκλησία, ήταν, βέβαια, τα χριστιανικώτερα χρόνια των Χριστιανών. Τότε δοξάσθηκε, όσο σε καμμιά μεταγενέστερη εποχή, ο Υιός του Ανθρώπου. Η αναγνώριση της εκκλησίας του Θεού από τον Καίσαρα, από την εγκόσμια εξουσία, ήταν φυσικό να θέσει εγκόσμια όρια – εγκόσμιους σκοπούς – και στην εκκλησία. Αλλά δεν έλειψαν ούτε μετά τον Δ’ αιώνα οι άγιοι, οι μάρτυρες, οι ήρωες. Από τον Μάξιμο τον Ομολογητή ως τον Φραγκίσκο της Ασσίζης και τον Ιωάννη Χους ή τον φίλο του Ιερώνυμο της Πράγας, αλλά και ως τον Χρυσόστομο της Σμύρνης ή ως τους ιεραποστόλους εκείνους που απλώνουν το χέρι της αγάπης στις πιο εξωτικές και άγριες περιοχές της γης, δεν έπαψαν να σημειώνονται, εμπνευσμένα από τον Χριστιανισμό, παραδείγματα ηρωισμού, πράξεις γεμάτες αυταπάρνηση, όχι μόνο βήματα φυγής προς την «εσωτέραν έρημον», αλλά και βήματα γενναία μέσα στους θανατηφόρους βάλτους της κοινωνίας και της ιστορικής ζωής.

8

Θα μου πουν : Όλ’ αυτά είναι εξαιρέσεις. Ναι, αλλά είναι πολλές, πάρα πολλές εξαιρέσεις. Και σημειώνονται αδιάκοπα, εδώ και δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Αυτό με κάνει να σκέπτομαι και να λέω ότι δε θα πάψουν να σημειώνονται ως τη συντέλεια του κόσμου. Κι’ ας προχωρήσω σε μια πιο τολμηρή πρόβλεψη: μπορεί η εξαίρεση να γίνει κάποτε δύναμη ιστορική πολύ μεγαλύτερη από τον κανόνα, από το πλήθος, από το κράτος, από τις ομαδικές ιδεολογίες, από τα κοινωνικά ρεύματα και κινήματα.

9

Δε θα μπορούσα να συλλάβω τη σκέψη αυτή, αν δεν είχε προηγηθεί στην ιστορία της ανθρώπινης ψυχής – και αν δεν ήταν ακόμα εμπρός μας ως ένα ακατάπαυστα ερχόμενο γεγονός – ο Χριστιανισμός.

Για τον Toynbee, η σωτηρία του κόσμου, στην εποχή του ατόμου, εξαρτάται από την προαγωγή της «ανεκτικότητας» σε βασικό στοιχείο του νέου παγκόσμιου πολιτισμού, από την «πολυθεϊστική» ιδιοσυγκρασία που ευνοεί τη «συνύπαρξη διαφορετικών θρησκειών και ιδεολογιών» – συνύπαρξη που, όπως λέει, «είναι στα μάτια ενός μονοθεϊστή ανήθικη» -, από την υιοθέτηση της αρχής ότι όλες οι μελλοντικές αλλαγές (κοινωνικών συστημάτων και πολιτικών καθεστώτων) πρέπει να γίνονται «με τον τρόπο του Γκάντι» ( «in the Gandhian way» ).

Έχει, όμως, σχέση με την «ανεκτικότητα» ο «τρόπος» του Γκάντι; «Ανέχθηκε» ο μέγας αυτός Ινδός τη βρετανική κυριαρχία στη χώρα του ; Ότι καταδίκασε τη χρήση της βίας κατά της βίας, αυτό δε σημαίνει διόλου ότι ανέχθηκε τη βία του αποικιακού καθεστώτος. Αντί να επιτρέψει τη χρήση υλικών όπλων, εγκαινίασε την παθητική αντίσταση. Πάντως, την αντίσταση, όχι την ανοχή. Αν προτίμησε την παθητική αντίσταση, αυτό τόκαμε, γιατί ταίριαζε πιο πολύ με την ασκητική φύση του, με το πνεύμα που επικρατούσε στην ειδική θρησκευτική κοινότητα της περιοχής του, και με τη φύση γενικά του λαού του, αλλά και με την πνευματική ποιότητα και την ελεύθερη δημοκρατική (χριστιανική και δημοκρατική) σύσταση του λαού και οργάνωση της χώρας των «τυράννων». Θα μπορούσε τάχα, να κάμει το ίδιο ο Γκάντι σε μια χώρα, όπου ο «τύραννος» δε θάταν ο Βρετανός (ο βρετανικός, έστω, «εθνικισμός» ή «ιμπεριαλισμός»), αλλά θάταν ο Χίτλερ ή το κομμουνιστικό ( «μονοκομματικό», πολιτικά μονοθεϊστικό ) κράτος ; Θα μπορούσε να ταξιδεύει στο ναζιστικό Βερολίνο ή στη Μόσχα ή στο ερυθρό Πεκίνο, όπως ταξίδευε – και όπως εμφανιζόταν με την κατσίκα του – στο Λονδίνο, προκαλώντας συγκίνηση και δημόσιες εκδηλώσεις θαυμασμού στους κόλπους του ίδιου του λαού των «τυράννων», ενός λαού ελεύθερου που έκρινε ή και αποδοκίμαζε συχνά την κυβέρνηση του;

10

Διευκρινίσαμε, λοιπόν, δυο πράγματα. Ο «τρόπος» του Γκάντι δεν έχει σχέση με την «ανεκτικότητα». Και αν ο «τρόπος» αυτός είχε ιστορικό αποτέλεσμα, τούτο πρέπει να αποδοθεί και στον ίδιο ( καθώς και στο λαό του ), αλλά και στους Βρετανούς.

Μ’ άλλα λόγια: Αν χρειάζεται η εποχή του ατόμου την ανεκτικότητα, για να σωθεί το ανθρώπινο γένος, πρέπει να την αντλήσει από αλλού, όχι από τον Γκάντι. Και πρέπει να φθάσει ο φόβος της καταστροφής, της συντέλειας του κόσμου, σε τέτοιο σημείο που να εκδηλώνεται απ’ όλες πια τις πλευρές ανεκτικότητα, να βρίσκει ο ανεκτικός παντού μπροστά του ανεκτικούς, να μη χρειάζεται να στρέψει «και την άλλην» σιαγόνα, για να δεχθεί το δεύτερο ράπισμα, γιατί δε θάχει καν δεχθεί το πρώτο «επί την δεξιάν του».

11

Την ανεκτικότητα μπορεί να την αντλήσει η εποχή μας – και κάθε μελλοντική εποχή – από πολλά παραδείγματα. Ο Μέγας Βασίλειος αναγνωρίζει ( «Προς τους νέους…», Ζ’ ) ότι στην αρχαία Ελλάδα έζησαν άνδρες που ήταν πρότυπα γενναιοφροσύνης, ανεξικακίας, ανεκτικότητας, και στέκεται ιδιαίτερα στον Σωκράτη, λέγοντας ότι η στάση του ανταποκρίθηκε σε «παραγγέλματα» των Ευαγγελίων. Αλλά η πιο αστείρευτη πηγή ανεκτικότητας είναι η μορφή και ο λόγος του Ιησού. Εδώ η ανεκτικότητα παίρνει ένα κοσμοϊστορικό βάρος που δεν το είχε ποτέ πριν. Και συνδυάσθηκε – αυτό είναι, επίσης, πολύ σημαντικό – με τα κρίνα των αγρών, με τα παιδιά που τα’ άφηνε ο Κύριος να ρθούν κοντά του, με τρυφερά γυναικεία χέρια που μυρώνουν τα πόδια του, με το όρος των ελαιών, με το «άφες αυτοίς» και με το «μη μου άπτου», με μια διάχυτη τρυφερότητα, με μια ποίηση που, δυο χιλιάδες τώρα χρόνια, εμπνέει τους ανθρώπους, μεγάλους και ανώνυμους, όσο δεν τους έχει εμπνεύσει τίποτε άλλο. Οι μεγαλύτεροι δημιουργοί, στην ποίηση, στις εικαστικές τέχνες, στη μουσική, από τον Ρωμανό τον Μελωδό ως τον Μιχαήλ -’γγελο και τον Γκρέκο, από τους ανώνυμους ζωγράφους του Βυζαντίου και τους ανώνυμους γλύπτες του δυτικού Μεσαίωνα ως τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ ή και ως τον Μπραμς, από τον Δάντη και τον Τζιόττο ως τον Ντοστογιέφσκυ, θάταν αδύνατο να γίνουν ή μάλλον νάναι εκείνοι που είναι, αν δεν είχε ρθει στον κόσμο ο Ιησούς και αν δεν είχαν ακουσθεί πρωτάκουστα λόγια σαν τ’ ακόλουθα : «Περίλυπος εστιν η ψυχή μου έως θανάτου».

12

Η ανεκτικότητα και η αγάπη έπρεπε να ξεπεράσουν την ηθική διδασκαλία, έπρεπε να γίνουν μεγάλη ποίηση, μεγάλη μουσική, για να μπορούν να κάμουν τον άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό του, τα πάθη και τις ιδεολογίες του, και ν’ αρχίσει, λίγο – λίγο να ανήκει, στην «ανθρωπότητα». Δεν είναι διόλου τυχαίο ένα περιστατικό που δεν έχει ίσως επισημανθεί ως τώρα. Η μουσική – η μεγάλη, όπως βγήκε μέσ’ από το θαυμάσιο chiaroscuro του δυτικού Μεσαίωνα ως καθαρά χριστιανική αποκάλυψη – είναι η μοναδική γλώσσα που κάνει, τη στιγμή τούτη, τον κόσμο της δυτικής δημοκρατίας και τον κόσμο του κομμουνισμού, να επικοινωνούν και να διασταυρώνονται ψυχικά. Είτε στη Μόσχα παίζεται ο Μότσαρτ ή ο Μπετόβεν, είτε στη Νέα Υόρκη, η συγκίνηση – σ’ όσους την αισθάνονται – είναι ακριβώς η ίδια. Στο άκουσμα της μεγάλης μουσικής, της αληθινής που δε μπαίνει στα διαλεκτικά σχήματα του ιστορικού υλισμού, ανέχεται ο ένας κόσμος τον άλλον, ξεχνούν οι άνθρωποι τις ιδεολογίες και τις φοβερές διαφορές τους, διασταυρώνονται (είτε το θέλουν, είτε όχι ), βρίσκουν ένα κοινό σκοπό και μια κοινή πηγή ζωής. Δεν είναι, λοιπόν, μόνον ο μέγας φόβος – ο κίνδυνος της συντέλειας του κόσμου – που μπορεί να οδηγήσει στην αμοιβαία ανεκτικότητα, ούτε ο «τρόπος» του Μαχάτμα Γκάντι που δεν ήταν στο βάθος ανεκτικός. Υπάρχουν δυνάμεις μέσα μας που μπορεί να οδηγήσουν θετικά στην ανεκτικότητα, δυνάμεις που ανάγονται στο πνεύμα ( όχι στην ύλη ), στην ανθρώπινη ευαισθησία ( όχι σε ιδεολογίες ). Μάταια προσπάθησε το «κόμμα» να δείξει ότι ακόμα και στη μουσική δημιουργία μπορεί να επιβληθεί η «γραμμή ) του. Ο Προκόφιεφ και ο Σοστακόβιτς νίκησαν τον Μαρξ και τον Λένιν. Στο τέλος, θα ηττηθούν παντού – σ’ όλες τις χώρες, σ’ όλες τις ιδεολογίες, σ’ όλες τις σφαίρες της ζωής – οι άμουσοι.

13

«Ο Χριστιανισμός δεν είναι μόνο για τους Χριστιανούς». Οι λέξεις είναι δικές μου (3) . Αλλά το νόημα των λέξεων αυτών δεν είναι δικό μου. Είναι το βασικό νόημα του Χριστιανισμού. Δε σταυρώθηκε ο Χριστός μόνο για τους Χριστιανούς. Σταυρώθηκε για τον άνθρωπο, για όλους τους ανθρώπους. Έτσι, μπορεί ν’ αγκαλιάσει η Εκκλησία του Χριστού – η αθέατη, εκείνη που δεν έχει όρια – κ’ εκείνους που δε θα το θελήσουν και που, αν και θα ζουν μέσα της, θα νομίζουν ότι έμειναν μακριά της.

Αν ο Νο valis στο περίφημο δοκίμιο «Χριστιανοσύνη ή Ευρώπη» (1799), οραματίσθηκε την παλινόρθωση του ενιαίου Χριστιανισμού (4), ας επιτραπεί σε μένα να οραματισθώ κάτι πολύ ευρύτερο, την επικράτηση του Χριστιανισμού πολύ πέρ’ από τη Χριστιανική Οικουμένη, σε Χριστιανούς και μη Χριστιανούς. Ποιάν επικράτηση; Τη σιωπηλή και αθόρυβη, εκείνη που θα κάμει λίγο – λίγο τους ανθρώπους να ημερέψουν, να γίνουν ανεκτικώτεροι, χωρίς να καταλάβουν όλοι τους ότι τους βοήθησε ο Χριστός. Ο φόβος της παγκόσμιας καταστροφής θα διασταυρωθεί – και πρέπει να διασταυρωθεί, για να μην είναι αρνητική η σωτηρία – με το απαλό βήμα του Ιησού, με κάποιον ψίθυρο που θα μπει στην ψυχή των ανθρώπων, χωρίς καν να ξεχωρίζει το αυτί του καθενός τους λόγους του Ιησού από τον ελαφρό φλοίσβο των κυμάτων που προκαλεί Εκείνος «περιπατών επί της θαλάσσης» ή από το θρόισμα των φύλλων που ανάμεσα τους θα περνάει αθέατος ως αύρα πρωινή.

15

Με την ανεκτικότητα θα σωθεί το ανθρώπινο γένος. Στο σημείο τούτο έχει δίκιο ο Το ynbee . Μπορεί κάποιοι να ακολουθήσουν μάλιστα και τον «τρόπο του Γκάντι». Αν και όπου μπορεί να γίνει κι’ αυτό, οδηγώντας έμμεσα στην ανεκτικότητα που δεν είχε άμεση σχέση με τη διαγωγή του Γκάντι, δε θάναι διόλου περιττό. Αλλά κύριες πηγές σωτηρίας θα μείνουν δυό. Η μια είναι η Ελλάς που έκαμε συνειδητή στο ανθρώπινο πνεύμα την ελευθερία του. Η άλλη είναι ο Ιησούς, που η φωνή του είναι ταγμένη ν’ ακούγεται και πέρ’ από τον Χριστιανισμό και να λυτρώνει την «ψυχή» από την απομόνωση. Ο Ιησούς μπορεί να εμπνεύσει ηρωικώτερες «εξαιρέσεις» από τον ελληνικό λόγο. Και θα χρειασθούν ηρωισμοί, πριν μπορέσει να επικρατήσει απ’ όλες τις πλευρές η ανεκτικότητα. Ο ένας σήμερα, ο άλλος αύριο – έτσι όπως το προσδοκούσε ο Ντοστογιέφσκυ – θα πρέπει να γίνει εξαίρεση, ηρωική εξαίρεση, ανάμεσα στους πολλούς, να γίνει Φραγκίσκος της Ασσίζης, με κάποια νέα και σύγχρονη μορφή που δε θα θυμίζει ίσως διόλου τον «φτωχούλη του Θεού», αλλά που θα μπορεί να ξαφνιάσει, να προκαλέσει συγκίνηση, θαυμασμό. Δεν είναι απαραίτητο να σημειωθούν οι εξαιρέσεις μέσ’ στα όρια της «Εκκλησίας». Καλό, βέβαια, θάταν να γινόταν κι’ αυτό. Αν δεν γίνει, αν δε βγει η εκκλησία από τον εαυτό της και δεν επιδείξει εξαιρετικές πράξεις στον «κόσμο», «θα βρεθεί απομονωμένη και δε θα μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή της» (5) . Αλλά, αν οι λειτουργοί της εκκλησίας δε φανούν πρόθυμοι να κάμουν ό,τι οφείλουν, δε θα περιμένει, βέβαια, ο Ιησούς αυτούς. Θα κρούσει ( όπως το κάνει αδιάκοπα) τη θύρα οποιουδήποτε και θα δειπνήσει «μετ’ αυτού», αν σηκωθεί και του ανοίξει τη θύρα (Αποκάλυψις Ιωάννου, Γ’ 20 ).

Όπως δεν είναι απαραίτητο ( μολονότι θάταν πολύ καλό ) να προκύψουν οι εξαιρετικές πράξεις, οι ηρωικές εξαιρέσεις, από την εκκλησία, έτσι δε θάταν διόλου αρκετό να σημειωθούν στην «έρημο». Πρέπει να σημειωθούν ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους πολλούς και ανώνυμους, στους αγριεμένους ή κουρασμένους που συνωστίζονται και σπρώχνει ο ένας τον άλλον. Πρέπει να σημειωθούν – και είμαι βέβαιος ότι αυτό θα γίνει – σε κάποιους «ιππόδρομους», όπου οι νέοι «πρώτοι» Χριστιανοί θα παλέψουν, μπροστά στα μάτια μυριάδων που θα κραυγάζουν ή θα γελούν, όχι με άγρια θηρία, αλλά με τον ίδιο τον εαυτό τους. Έχω το αίσθημα – το προαίσθημα – ότι ανάμεσα στα μεγάλα πράγματα, που θα συμβούν στα χρόνια που έρχονται, ανάμεσα σ’ εκείνα που θα κάμουν τον άνθρωπο, κατακτώντας ακόμα περισσότερο ( ως πότε και ως που; ) το διάστημα, να νομίσει ότι έγινε υπεράνθρωπος, θάναι και κάποια απροσδόκητα και σωτήρια. Σημειώνονται ίσως ήδη – και δεν τα βλέπουμε – τα «μικρά» αυτά γεγονότα που θ’ αποδειχθούν μεγαλύτερα απ’ τα «μεγάλα». Στο χέρι «ολίγων» είναι ν’ αλλάξει η πορεία του κόσμου, μια πορεία που σήμερα όλοι – σ’ όλες τις χώρες, σε Ανατολή και Δύση – τη φοβούνται. Δε γίνεται, βέβαια, να ξανάρθει ο Χριστός στον κόσμο. Αλλά «φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν ουρανώ» ( Κατά Ματθαίον, ΚΔ’ 30 ) και μάλιστα ως «σημείον» που, όπως πίστευε ο Ντοστογιέφσκυ, θα συνδυασθεί με μιαν εγκόσμια εμπειρία, όχι με το τέλος του κόσμου, άλλα με την αυγή μιας νέας εγκόσμιας ημέρας.

Υποσημείωσεις

1. Οι σκέψεις αυτές του Τoynbee βρίσκονται διατυπωμένες σ’ ένα δοκίμιο με τίτλο: («Ο μελλοντικός ρόλος της κουλτούρας») που κλείνει και στεφανώνει μια σειρά δοκιμίων συγκεντρωμένων στο πρώτο τεύχος του περιοδικού οργάνου («ΕUROS») της «Fondation Ε urop éenne de la Culture» με γενικό τίτλο : «Οι πηγές της ευρωπαϊκής κουλτούρας».

Το τεύχος βγήκε αγγλικά στο Λονδίνο (1964), γαλλικά στο Παρίσι (1964) και ισπανικά στη Μαδρίτη (19 6 6), με εικονογράφηση του Μ arc Chagall . Το δοκίμιο για την Ελλάδα, ως πηγή της ευρωπαϊκής «κουλτούρας», γράφηκε από μένα.

2. «Πέντε Αθηναϊκοί Διάλογοι», Αθήναι 1956, σ. 53. Αναμορφωμένο σε πολλά σημεία είναι το έργο μου τούτο στη γερμανική και την ιταλική έκδοση: F ü nf Athener Dialoge Walter – Verlag, Olten und Freiburg in Breisgau (1961), και: Cinque dialoghi ateniesi, Cappeli editore, Roma (1964).

3. Παραπέμπω στα βιβλία μου : Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας, Αθήναι 1953, σ. ι’, και : Ascent to Faith, Exposition Press, New York 1966, σ. 14.

4. Στο τεύχος «Ο μελλοντικός ρόλος της κουλτούρας», που κλείνει με το δοκίμιο του Toynbee, δημοσιεύεται κ’ ένα δοκίμιο του Lucas Vischer για τον Χριστιανισμό ( έρχεται αμέσως μετά το δοκίμιο του Ernst Simon για τον Ιουδαϊσμό και το δικό μου για την Ελλάδα) που ξεκινάει από τον Νο valis και υποστηρίζει ότι το αίτημα και δράμα του ποιητή είναι και αίτημα και δράμα των ήμερων μας.

5. Τη φράση αυτή την παίρνω από το δοκίμιο του Ludolf Βaas : «Η εκκλησία και ο κόσμος» που δημοσιεύθηκε κι’ αυτό στο πρώτο τεύχος του «ΕUROS». Ο Ολλανδός Χριστιανός συνδυάζει την παραπάνω φράση με τη σημαντική σκέψη: «’λλοτε, επικρατούσε η άποψη ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από την εκκλησία. Τώρα φαίνεται ότι η άλλη άποψη θα έπρεπε να επικρατήσει, δηλαδή ότι η εκκλησία έχει ανάγκη από τον κόσμο».

*Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Χριστιανικόν Συμπόσιον, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, Αθήνα 1966, σελ. 12-19

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή