Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναζητά τον Θεό

Στη σκέψη τού Μπέργκμαν, ο Θεός δεν είναι ιδέα ούτε αφηρημένη έννοια. Είναι πρόσωπο με δυνατότητα να επιλέγει το «πότε» και το «πώς» της παρουσίας Του. Ο σουηδός σκηνοθέτης μέσα από την βαθιά επιθυμία του να συναντήσει το Θεό, αναγνωρίζει έμμεσα την παιδαγωγία της απουσίας Του, η οποία καθιστά την ψυχή του πλημμυρισμένη από τον πόθο μιας συνάντησης.

by ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναζητά τον Θεό[1]

Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα, μεγάλωσε όμως στη Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της πόλης άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, πρώτα στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Λουίτζι Πιραντέλο, Αλμπέρ Καμύ, Τένεσι Ουίλιαμς, Ζαν Ανούιγ, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Άντον Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Παράλληλα σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό ταινιών με σενάρια που έγραψε ο ίδιος, με τις οποίες αναδείχτηκε διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό και η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Για το συνολικό του έργο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως το Μεγάλο Χρυσό Παράσημο της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (1977), το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (1987), το Ειδικό Βραβείο Φελίξ (1988) και το Βραβείο Ζόνινγκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (1989). Επίσης, από το 1978 έχει θεσμοθετηθεί κινηματογραφικό βραβείο με το όνομά του από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007.

Η παραγωγικότερη περίοδος της ζωής του συμπίπτει με τις φιλοσοφικές και κοινωνικές εξελίξεις του ΄60. Η σκέψη του επηρεάστηκε από την φιλοσοφία του Υπαρξισμού, με τις βασικές αναζητήσεις του οποίου ασχολήθηκε ιδιαιτέρως στις ταινίες του.

Τον διάσημο σουηδό συγγραφέα, σκηνοθέτη και κινηματογραφιστή παγκοσμίου προβολής βασανίζουν μεταφυσικά ερωτήματα, θεολογικά θέματα, βιοψυχικά προβλήματα, ηθικά και κοινωνικά ζητήματα που αφορούν κυρίως τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Σημαντικότατα και θεμελιώδη θέματα, όπως αυτά της υπάρξεως του υπέρ-νοητού, του νοήματος και του σκοπού της ζωής, του μυστηρίου του τέρματός της (το πρόβλημα του θανάτου), ιδιαιτέρως οι  διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων προκαλούν σ΄ αυτόν που ανατράφηκε χριστιανικά[2] (ο πατέρας του ήταν πάστορας) αμφιβολίες, απορίες και διλήμματα.

Ενδεικτικοί και ορισμένοι τίτλοι των έργων του: «Η σιωπή», «Η επαφή», «Κραυγές και ψίθυροι», «Οι μεταλαμβάνοντες», Πρόσωπο προς πρόσωπο», «Περσόνα (πρόσωπο)», «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» κ.ά.

Το τελευταίο αυτό βασίζεται στην Παύλεια φράση και ιδέα για έμμεση γνώση του Θεού: «βλέπομεν γαρ άρτι δι΄  εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπο»[3]. Τούτο επιβεβαιώνει πως, κατ΄ αυτόν,  «μέσα από ένα τζάμι θολό, αινιγματικό, βλέπουν οι άνθρωποι τον Θεό, γι΄  αυτό και συχνά δεν καταλαβαίνουν»[4].

Έτσι η σύγχρονη ανθρώπινη ψυχή εξακολουθεί να έχει, αφού είναι σύμφυτη στο ανθρώπινο ον, την τάση να ζητά την επαφή, να θέλει να δει πρόσωπο προς πρόσωπο τον Θεό.

Βασική προσπάθεια λοιπόν του ανθρώπου είναι να προσεγγίσει και να επικοινωνήσει με τον Πλαστουργό. Ισοδύναμη όμως είναι και η προσπάθεια του να έρθει σε επαφή με έναν άλλον άνθρωπο όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο συγγραφέας[5].

Σχετικά με την τάση και προσπάθεια του ανθρώπου να βρει, να συναντήσει και να επικοινωνήσει με τον άλλον, καταγράφουμε ανάλογες φράσεις του, παρμένες από το ανυπέρβλητο και αντιπροσωπευτικό έργο του «Έβδομη σφραγίδα», του οποίου ο τίτλος είναι δανεισμένος από το τελευταίο βιβλίο της Βίβλο, την «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννου:

«Θέλω γνώση, όχι πίστη, όχι υποθέσεις. Γνώση. Θέλω ο Θεός να μου απλώσει το χέρι Του, να μου αποκαλυφθεί, να μου μιλήσει. Αλλά Εκείνος σωπαίνει. Τον φωνάζω στο σκοτάδι μα κανείς δεν φαίνεται να υπάρχει εκεί. Ίσως δεν υπάρχει. Τότε η ζωή είναι μία εξωφρενική φρίκη»[6].

Είναι όντως συνταρακτική αυτή η ανάγκη για ολοκληρωτική επαφή με το Θεό, η οποία δεν αρκείται σε αφηρημένες δοξασίες αλλά επιζητά ακόμα και την σωματική επαφή («να μου απλώσει το χέρι του»), προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ύπαρξή Του.

Εξίσου συνταρακτική είναι και η φράση «κραυγή στο σκοτάδι», η οποία έρχεται να αντιπροσωπεύσει την κραυγή ολόκληρου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος αγωνίζεται μέχρι σήμερα να βρει το στίγμα του μετά τον Νιτσεϊικό θάνατο του Θεού. Όσο για το κενό της απουσίας ενός Θεού, ενός «άλλου» που διαρκώς αναμένεται αλλά δεν εμφανίζεται, οι εκφράσεις αυτές παραπέμπουν ευθέως στην υπόθεση του ιδιόμορφου έργο του Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό».

Για τον Μπέργκμαν, όταν η παρουσία του Θεού καθυστερεί, έρχεται η ψηλάφηση της φρίκης για να τον οδηγήσει στην έκφραση μιας πίστης μέσω της απουσίας:

«Θεέ μου, εσύ που είσαι κάπου, που πρέπει να είσαι κάπου»[7].

Παραδόξως, η βεβαιότητα πως ο Θεός υπάρχει γίνεται παράλληλα πεποίθηση του για την παρουσία μιας αντιθετική δυνάμεως, της δαιμονιώδους. Τον Θεό τον θεωρεί μακριά ενώ τον δαίμονα τον νιώθει πλησιέστερα. Αυτή την αντίθετη και αντίθεη δύναμη, την αρνητική και κακοποιό, την αποκαλεί αδελφική ύπαρξη του ανθρώπου, ομολογώντας έμμεσα πως η απουσία του Θεού καθιστά την ανθρώπινη υπόσταση δαιμονιώδη. Γράφει:

«Εκεί ψηλά είναι ο Θεός, ο παντοδύναμος. τόσο μακριά. Μα τον διάβολο θα το βρεις ψηλά και χαμηλά»[8]. Και όσο αυτή η σκοτεινή παρουσία γίνεται ψηλαφητή, τόσο ηεπιθυμία γίνεται εντονότερη και ο πόθος ισχυρότερος και ακατανίκητος για μία συνάντηση με τον Ανέκφραστο:

«Θέλω και εγώ να Τον συναντήσω. Δεν έχω παρά να απλώσω το χέρι μου και νιώθω το δικό Του. Είναι μαζί μου και τώρα»[9].

Στη σκέψη τού Μπέργκμαν, ο Θεός δεν είναι ιδέα ούτε αφηρημένη έννοια. Είναι πρόσωπο με δυνατότητα να επιλέγει το «πότε» και το «πώς» της παρουσίας Του. Ο σουηδός σκηνοθέτης μέσα από την βαθιά επιθυμία του να συναντήσει το Θεό, αναγνωρίζει έμμεσα την παιδαγωγία της απουσίας Του, η οποία καθιστά την ψυχή του πλημμυρισμένη από τον πόθο μιας συνάντησης.

Παραπομπές:

[1] Αφιερωμένο στη μνήμη του Ιωάννη Δρούλια, Καθηγητή της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας

[2] Για μια εισαγωγή στο έργο του Μπέργκμαν βλ. Ρ. Σώκου, Προλεγόμενα σε Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η τριλογία της σιωπής, 2η έκδ., εκδ. ΓΑΛΑΞΙΑΣ, Αθήνα 1971.

[3] Α΄ Κορ, 13,12.

[4] Προλεγόμενα…, σ. 8.

[5] Όπ. παρ.

[6] Προλεγόμενα… σ. 111.

[7] σ. 168.

[8] σ. 99

[9] σ. 140-150.

Πηγή: www.pemptousia.gr

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή