Ο Μόλυβος και το Κάστρο του Καρά-Μπαμπά

Το μέρος είναι αψηλό, ένα βραχόβουνο, μ’ έναν μυτερό κάβο που κοιτάζει κατά το μαΐστρο. Η πολιτεία αγναντεύει τ’ ανοιχτό πέλαγο, νερό κι ουρανό. Μονάχα τις μέρες που’ναι καθαρός ο αγέρας, απάνου στην ώραν που βουτά ο ήλιος, φανερώνεται κατά το βασίλεμα για μια στιγμή ένας ίσκιος, ένα μυτερό βουνό χαμένο μέσα στη θολούρα, κι ευτύς πάλε σβήνει· αυτό το βουνό είναι ο ξακουσμένος Άθωνας.

by Times Newsroom

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ο Μόλυβος και το Κάστρο του Καρά-Μπαμπά

Ο Μόλυβος είναι χτισμένος στον τόπο που βρισκότανε η αρχαία πολιτεία Μήθυμνα. Εκεί πέρα γεννήθηκε ο Αρίωνας, ο ξακουστός εκείνος μουσικός, που λένε πως τον σήκωσε ένα δερφίνι και τον έβγαλε στη στεριά, μια φορά που κιντύνεψε να πνιγεί, γιατί η κιθάρα του μάγευε κι αυτά τ’ αγρίμια.

Το μέρος είναι αψηλό, ένα βραχόβουνο, μ’ έναν μυτερό κάβο που κοιτάζει κατά το μαΐστρο. Η πολιτεία αγναντεύει τ’ ανοιχτό πέλαγο, νερό κι ουρανό. Μονάχα τις μέρες που’ναι καθαρός ο αγέρας, απάνου στην ώραν που βουτά ο ήλιος, φανερώνεται κατά το βασίλεμα για μια στιγμή ένας ίσκιος, ένα μυτερό βουνό χαμένο μέσα στη θολούρα, κι ευτύς πάλε σβήνει· αυτό το βουνό είναι ο ξακουσμένος Άθωνας. Κατά το βοριά φαίνεται η μεγάλη στεριά, η Ανατολή, κ’ ίσα-ίσα αντίκρυα στον κάβο του Μόλυβου μπροβάλλει ένας άλλος κάβος που τονε λένε Καρά-Μπαμπά, αρχαία Λέκτον. Ετούτος ο κάβος είναι η πιο ξέμακρη άκρια που φτάνει η μεγαλύτερη στεριά του κόσμου, η Ασία, προς το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος. Ανάμεσα Μυτιλήνη και στεριά το μπουγάζι το λένε Τούρκικα Μουσελίμ Μπογάζ. Στη μέση του Μπογαζιού, στα πιο βαθιά, βρίσκεται μια ξέρα σε μια ή δυο οργιές νερό, και τη λένε Λάμνα. Πολλά καράβια και παπόρια έχουνε πάθει απάνω σ’ αυτή τη Λάμνα, μάλιστα θυμάμαι σαν ήμουνα μικρός, ένα μεγάλο βαπόρι που ’χε πέσει απάνω σ’ αυτόν το βράχο και τρύπησε η μπάντα του, κι ο καπετάνιος πήγε και το ’ριξε όξω μέσα σ’ έναν κόρφο από πίσω απ’ το Μόλυβο, σ’ ένα μέρος Εφταλού λεγόμενο. Μα δεν το γλίτωσε, βούλιαξε σούμπιτο, μονάχα τα κατάρτια φαινόντανε. Οι ανθρώποι όμως γλιτώσανε κ’ ήρτανε γυμνοί και ξετραχηλισμένοι στο Μόλυβο, και τότες για πρώτη φορά είδα στη ζωή μου Κινέζους με πλεξούδες, επειδή το βαπόρι αυτό ήτανε από τις Ολλαντέζικες αποικίες κ’ είχε μέσα στο τσούρμο κάμποσους Κινέζους και φουίστρους από τα νησιά της Ινδίας, Μαλαίσιους. Ακόμα ένα άλλο παπόρι θυμάμαι πως έπαθε απάνω στη Λάμνα, μα δε βούλιαξε και το φέρανε στο λιμάνι απόξω και το βολέψανε· ήτανε γιαπωνέζικο και θυμάμαι ακόμα και τ’ όνομά του, Ταμαμαρού Τόμπα το λέγανε. Τελευταίο χάθηκε απάνω στην ξέρα τούτη ένα παλιοβάπορο, ένα χάρβαλο τούρκικο, που πήγαινε στα χρόνια του πολέμου από τ’ Αϊβαλή στην Πόλη. Μάλιστα δεν είχανε κάρβουνο και ταΐζανε τη φωτιά του καζανιού με ξύλα, κι έτσι έπαιρνε δυο τρία μίλια την ώρα. Πήγε λοιπόν κι έπεσε απάνω στη Λάμνα και βούλιαξε σύψυχο και ποτές δεν ακούστηκε τίποτα για τους ανθρώπους που ’χε μέσα. Γιατί είχανε μπαρκάρει πολλοί πατριώτες μου Αϊβαλιώτες για να πάνε στην Πόλη, μα ως φαίνεται δε γλίτωσε κανένας. Ήβγα από τη γραμμή της ιστορίας μου για να σας μιλήσω για τη Λάμνα, και πάλε ξαναπιάνω τη σειρά.

Μεγάλη και τρανή ήτανε η Μήθυμνα στ’ αρχαία χρόνια. Ολοένα μάλωνε με τη Μυτιλήνη, το σημερινό Κάστρο, ποια από τις δυο θα πάρει την εξουσία απάνω σ’ ολάκερο το νησί. Μα νικήθηκε και στο τέλος τη σκέπασε η αλησμονιά. Στα πολύ παλιά χρόνια, τότες που γίνηκε ο πόλεμος της Τρωάδας, ο Αχιλλέας την κούρσεψε.

Φαίνεται πως ήτανε χτισμένη λίγο παραπέρα απ’ το σημερινό Μόλυβο, κατά το βοριά, απάνου στην πλαγιά που κοιτάζει το μπουγάζι, γιατί εκεί πέρα βρίσκουνε σα βρέξει κάτι λιγοστές αντίκες, σπασμένα κανάτια και καμιά μονέδα, που έχει από τη μια μεριά μια γυναίκα αρματωμένη, ίσως τη θεά Αθηνά, κι από την άλλη μεριά μια λύρα.

Την πρώτη φορά που πήγα στο Μόλυβο ήμουνα μικρός. Τότες το λιμάνι ήτανε γιομάτο φάρκα από καΐκια τούρκικα, γιατί σχεδόν όλοι οι θαλασσινοί σ’ αυτό το μέρος ήτανε Τούρκοι. Μάλιστα για ένα φεγγάρι με βάνανε και μένα στο τούρκικο σκολειό, κι επειδής αυτό το σκολειό είχε γούστο και δε βρίσκουνται πια τέτοια σκολειά στην Τουρκία, θα σας το ζουγραφίσω.

Ο οντάς ήτανε στρωμένος με μια μεγάλη ψάθα κι απάνω κει καθόντανε τα τουρκάκια γονατισμένα και κουνιόντανε για να μην κοιμηθούνε. Ο χότζας ήτανε καθισμένος διπλοπόδι στην μιαν άκρια της κάμαρας, ένας γέρος μ’ άσπρη γενεάδα, με το σαρίκι και με τον τζουμπέ. Στο χέρι του βαστούσε ένα καλάμι, μακρύ ίσαμε τρεις οργιές για να φτάνει με δαύτο ούλους τους μαθητάδες, δίχως να σηκωθεί από τον τόπο του. Όποιο τουρκάκι δεν καθότανε καλά, του κατέβαζε μια στο κεφάλι με κείνο το καλάμι. Στα δεξιά του είχε ένα καμινέτο, ένα καφεκούτι, κι ένα μπρίκι, το τζεσβέ, και κάθε τόσο έψηνε κι απόναν καφέ.. Φασαρία, φωνές, μεγάλο πατιρντί. Δάσκαλος και μαθητάδες κάνανε σα Χαλδαίοι. Ο χότζας μας μάθαινε τ’ άλφα-βήτα. Έλεγε ένα-ένα γράμμα και το παρόμοιαζε με κάποιο πράμα. “Ελίφ, τσιμπούκ γκιμπί!”, και το ξαναλέγανε οι μαθητές ούλοι μαζί κουνάμενοι, δηλαδή “Ελίφ, που ’ναι σαν το τσιμπούκι!” Ύστερα “Μπε, άι γκιμπί!” “Μπε, που ’ναι σαν το φεγγάρι!”, “Τζιμ, τσάγρα γκιμπί!”, δηλαδήξ “Τζιμ που’ναι σαν Τσάγρα!” (Τσάγρα είναι η μπετούγια της πόρτας), κι έτσι τραβούσε ίσαμε το Ωμέγα “τοπαρλάκα χε”, “χε, στρογγυλό”.

Το λιμάνι βρίσκεται σ’ ένα τσιγάρο διάστημα μακριά από το χωριό, δηλαδή από την αγορά, κι ανεβαίνει κανένας μ’ ένα φαρδύ δρόμο που τονε λένε “φόρο”, από τα χρόνια των Ρωμαίων ως φαίνεται. Αυτό το λιμάνι είναι φτιαστό και στενό. Κείνα τα χρόνια, όπως είπα πρωτύτερα, αράξανε μέσα τόσα πολλά καράβια, που δε χωρούσανε. Οι Τούρκοι είχανε κάτι παράξενα ανατολίτικα σκαριά. Τα πιο πολλά ήτανε μπομπάρδες, αρματωμένες άλλες με σταύρωση, άλλες μπρατσέρες. Ύστερα ερχόντανε οι μεγάλες περαμάτες με τις μυτερές γκάγκεςi, καΐκια θαλασσομάχα, αρματωμένα και κείνα ή με σταύρωση και με κάτι μπαστούνια πολύ μακριά, ή με πανιά της μπρατσέρας. Βρισκόντανε κι ένα δυο καραβόσκαρα, μ’ ένα σουλούπι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Είχανε κάτι φαρδιές κοιλιές σα να ’τανε πρησμένα στα βρεχάμενα, και πίσω η πρύμη παρουσίαζε ένα σκέδιο πολύ πλατύ, ίδια τζόγκα κινέζικη, που τα ’κανε να μοιάζουνε με μπομπάρδες. Ούλα τ’ άρμπουρα γέρνανε πολύ κατά πίσω, κι απάνω στο πόμολο βάζανε πάντα ένα πράμα σαν ανεμοδείχτη, κανωμένο με καραβόπανο και παραγιομισμένο με μπαμπάκι, ίδιο πουλί με μακριά ουρά, ίδιο φαζάνιii. Τ’ άλλα τα καΐκια ήτανε μικρά, τα πιο πολλά μπραντούσκες, κι ένα δυο σακολέβες. Οι μπραντούσκες είχανε μια παράξενη πλώρη. Το κοράκι τους ήτανε γυριστό και μυτερό σαν κέρατο όπως στους γκαγκαλήδες της Μαύρης Θάλασσας, κι αυτή η παράξενη μύτη τα ’δειχνε σα να καμαρώνανε. Τα όκια δε βρισκόντανε απάνω στο μάγουλο, μα ήτανε τρυπημένα απάνου σ’ ένα χοντρό σανίδι, σ’ έναν τάκο, που χώριζε την πλώρη από τη ρέστη κουβέρτα και κει απάνω ακούμπαγε το μπαστούνι. Ο τάκος είχε πάντα σκαλισμένες δυο ροδέλες σα δυο μεγάλα άστρα. Αυτό το σκέδιο φαίνεται να ’ναι πού αρχαίο, ανατολίτικο, κ’ είχε αρματωσιά ή σακολεβίσια, που τη λένε στα μέρη μας φούσκα, ή ένα ψηλό κατάρτι σαν της πέννας, πολλές φορές δίχως ράντα. Κοντά σ’ αυτά βρισκόντανε και κάμποσοι αχταρμάδες, που ήτανε κ’ είναι ακόμα τα πιο συνηθισμένα καΐκια στα τούρκικα νερά· το σκέδιό τους είναι σαν μπομπάρδα χωρίς τάκο στην πρύμη.

 

Ψιλολογώ για πράματα που θα βαρεθούνε πολλοί να τα διαβάσουνε, μα όποιος άνθρωπος έχει μανία με τη θάλασσα ή μ’ όποια άλλη τέχνη, εκείνος θα με καταλάβει.

Τόσα πολλά καράβια μαζευόντουσαν πολλές φορές, που δε χωρούσανε, ας ήταν και πατικωμένα σαν τις σαρδέλες μες στο βαρέλι, το ένα δίπλα στ’ άλλο. Αφού μέσα στο λιμάνι δεν έβλεπες νερό, παρά μονάχα λιγοστό στη μέση, όσο να περνά μια βάρκα. Από μακριά φάνταζε τότες σαν ένα δεμάτι από άρμπουρα.

Ερχόντανε πάλε μέρες που ρημωνότανε, κι απομένανε κάτι λίγα για μερεμέτισμα. Γιατί μέσα σε κείνη τη χαβούζα τα τιμαρεύανε και τα παλαμίζανε κιόλας. Για τούτη τη δουλειά είχανε κάτι μεγάλα σάλιαiii. Τα λεβάρανε σε μια απόμερη γωνιά του λιμανιού, κι αφού τα πλαγιάζανε, πηγαίνανε κοντά τα σάλια κι αρχινίζανε τη δουλειά. Τα πιο πολλά απ’ αυτά τα καΐκια φορτώνανε βόδια και πρόβατα απ’ την ανατολή και τα φέρνανε στο νησί. Είχανε μεγάλο πάρε-δώσε με το Μπιχράμι και με τ’ άλλα τα τουρκοχώρια που είναι στην αντικρινή στεριά, απάνω στο βουνό Καζ Νταγ, όπως λέγεται τούρκικα η αρχαία Ίδη, δηλαδή Χηνοβούνι. Θυμάμαι μάλιστα που λέγανε τότες πως είχε βουλιάξει ένα καΐκι και πνιγήκανε οι ανθρώποι, γιατί τα βόδια αγριέψανε και το ξεπατώσανε με τις κλωτσές.

Το καλοκαίρι που έψηνε ο ήλιος τα βράχια ολοτρόγυρα, αυτό το παράξενο λιμάνι έβραζε σαν καζάνι. Κάτι μπομπάρδες, σαραβαλιασμένες, ήτανε δεμένες στο μώλο η μια δίπλα στην άλλη, γερμένες απάνω στη μπάντα τους σαν κουρασμένες γέρικες καμήλες. Οι αντένες ήτανε ξεγυμνωμένες, τα σκοινιά κρεμόντανε λιωμένα, ξεφτισμένα. Οι φαρδιές σκάφες τους ήτανε βαμμένες με σκούρα χρώματα, ξυσμένα, φαγωμένα, σαν παμπάλαια κονίσματα που σαραβαλιάζονται μέσα σε κανένα ξεχασμένο κοιμητήριο. Οι μπογιές τους ήτανε για κεραμιδιές για λαδιές. Όσες ήτανε κατάμαυρες από την πίσσα, φαντάζανε σαν μεγάλες κασέλες σαρακωφαγωμένες· κ’ η Κιβωτό του Νώε να βρισκότανε ακόμα, μηδέ κείνη δε θα ’χε τέτοιο γέρασμα. Οι αρμοί ήτανε καλαφατισμένοι με στουπιά που κρεμόντανε σαν πλεξούδες, το κατράμι έτρεχε από κάθε τρύπα. Όπου να ’πεφτε το μάτι σου λίγδα και βρώμα, καΐκια κι ανθρώποι ήτανε κατραμωμένοι και λιγδιασμένοι. Σκουριασμένες καδένες βγαίνανε από τα πίσω όκια και βουτούσανε μέσα στο πράσινο νερό, που ήτανε φουνταρισμένα κάτι παλιοσίδερα, κάτι άγκουρες που δεν είδανε τον ήλιο από είκοσι και τριάντα χρόνια. Αλυσίδες ζεματιστές από τη λαύρα ήτανε δεμένες κι από την πλώρη, κουλουριασμένες γύρω από κάτι κανόνια, κάτι παλιά μάσκουλα, τυπωμένα με τον ντουρά του Σουλτάνου, που ζεματούσανε. Τα κατάρτια σκασμένα και κείνα σα δέντρα καταραμένα, αλειμμένα με κατράμι.

Δεν άκουγες τίποτα μέσα σ’ αυτή την κοιμισμένη χαβούζα. Μονάχα που τριζοκοπούσανε σα ν’ αναστενάζανε τα σιδερόξυλα, οι παλιοσκάφες, οι αντένες που τριβόντανε απάνου στ’ άρμπουρα, τα τιμόνια, οι σανίδες που’χανε ριχμένες για να μπαινοβγαίνουνε μέσα στα καΐκια. Απάνω στην καυτερή κουβέρτα δε φαινότανε ζωντανή ψυχή. Το πολύ-πολύ κανένας Τούρκος, κανένα ζεμπέκι, με πεσμένα ζουνάρια, με ξεθωριασμένο φέσι, μαύρος σαν ανθρωποφάγος, ντρουμπάριζε κι έβγαζε τα νερά από τ’ αμπάρι.

Παραμέσα, κει που ρηχεύανε τα νερά, κειτόντανε βουλιασμένα μέσα στο βούρκο ένα δυο σάλια, ξυλάρες από παλιά καΐκια, μαδέρια, σωτρόπια, ποδοστάματα, καρίνες, καρφωμένα το ’να πάνου στ’ άλλο, περιχυμένα με πίσσες και με ξύγκια που βράζανε από τον ήλιο και βγάζανε μια μπόχα που ’πνιγε την ανεσαμιά. Μα κι όξω στη στεριά, οι πέτρες, τα βράχια και τ’ αγκάθια ήτανε πιτσιλισμένα από την πίσσα. Στουπιά, μαλαχτάρια, ντούγες από βαρέλια χαλασμένα, καζάνια, αλυσίδες, μπάλες ίσαμε καρπούζια, π’ ανάμεσά τους μερμιδάγανε σεμιαμύδια, σφαλάγγια της θάλασσας, και κάτι μεγάλοι μερμήγκοι θυμωμένοι, οπού κολλούσανε με μάνητα απάνου στα δάχταλα κανενούς απ’ τους γεμιτζήδεςiv που κοιτόντανε ξεπλανταρωμένοι και ρουχαλίζανε μέσα στον ήλιο.

Λόχη έβγαινε μες από το λιμάνι κι ανέβαινε στον ουρανό. Ένας γέρος αράπης μ’ άσπρα τσουρουφλιασμένα γένια, ολόγυμνος, μ’ ένα κατραμωμένο βρακί, με θολά μάτια, καθότανε ακουμπώντας την πλάτη του απάνου σ’ έναν χαλασμένο τοίχο που ’ριχνε μια πιθαμή ίσκιο. Τα ποδάρια του τα ’χε ξαπλωμένα απάνω στα τριβόλια, δίχως να νοιαστεί ολότελα.

Θάρρειες πως βρίσκεσαι σε κανένα λιμάνι κουρσάρικο προ εκατό, διακόσια χρόνια, στη Μπαρμπαριά, σε καμιά λυκοφωλιά σαν το Σαλέ.

Απάνω στο βουνό στεκότανε το κάστρο, έρημο κι ασβολερό, κι αγνάντευε το πέλαγο κι έβγαζε λόχες. Οι τούρκοι στρατιώτες κοιμόντανε μέσα στα τειχιά του, και μονάχα η βάρδια φύλαγε απάν’ από την πόρτα. Απόξω απ’ το κάστρο, κατά κει που ’πεφτε η αρχαία Μήθυμνα, ήτανε ένα νεκροταφείο τούρκικο, ένα μεζαρλίκι, και τα μνημόρια ήτανε ολότελα χωμένα μέσα στις τσουκνίδες.

Πολλές φορές με καιρό καλοσυνάτο, έβλεπες δα κι έβγαινε σα φάντασμα μες από τη8 στενή μπούκα του λιμανιού κανένα από κείνα τα σαράβαλα, τις σαπιομπομπάρδες, άνοιγε τα πανιά του, κάτι κουρέλια μπάλωμα απά στο μπάλωμα, κι έπιανε το πέλαγο. Είναι ν’ απορήσει κανένας, πώς αρμενίζανε ακόμα αυτά τα στοιχειά.

Σαν ξεκόλλαγε, στο μέρος που κειτότανε φουνταρισμένο χρόνια ολάκερα, έβλεπες και γιόμιζε το νερό φούσκες π’ ανεβαίνανε από το βούρκο του βυθού. Ύστερ’ από κανένα μήνα φανερωνότανε πάλι ανοιχτά, φορτωμένο με τραγιά, με κάρβουνα, ή με κοπριά. Τα τουρκάκια π’ αγναντεύανε ψηλά από τα σπίτια το πέλαγο, καρτερώντας το “μπουμπά” τους, κατηφορίζανε ξεφωνίζοντας στο λιμάνι. Σα ζύγωνε το καΐκι, ο καπετάνιος φώναζε στο μούτσο που βαστούσε την αλυσίδα της άγκουρας “Μπρακ ντιμιρί” “Αμόλα το σίδερο”. Ξεφορτώνανε την πραμάτεια, και την άλλη μέρα πάλι η μπομπάρδα βρισκότανε στην ίδια μεριά. Έγερνε το βασανισμένο σκέλεθρό της σαν το γερασμένο βόδι που ξεκουράζεται, και στοίχειωνε πάλι για κανένα χρόνο.

***

Σα φύγαμε απ’ την Ανατολή τις μέρες που καιγότανε η Σμύρνη, εγώ πέρασα με τους δικούς μου στη Μυτιλήνη, κ’ ύστερα πήγα στο Μόλυβο.

Το τι θρήνος γινότανε ακόμα και σε κείνο το ξεμοναχιασμένο μέρος, δε μπορώ να το γράψω στο χαρτί. Κόσμος και ντουνιάς ήτανε ξεμπαρκαρισμένος κοντά στο λιμάνι. Άλλοι καθόντανε σε τσαντίρια, άλλοι σε βάρκες και σε μαγαζιά. Κάθε τόσο φτάνανε καΐκια και καράβια από κάθε μεριά της Ανατολής και βγάζανε ανθρώπους αλαλιασμένους, γυναίκες ξεφωνίζανε, ψυχές κερωμένες απ’ την τρομάρα, από τη δίψα κι από την πείνα. Δεν απόμεινε καΐκι που να μη σηκωθεί στα πανιά για να γλιτώσει ανθρώπους απ’ τα Μπουγάζια της Πόλης, από τη Χιό, απ’ τ’ Αϊβαλί, απ’ το Κουσάντασι, απ’ τις Φώκες, φτάνανε φορτωμένα ανθρώπους αντίς τραγιά και πρόβατα. Ακόμα και ντουμπάξια, που ’ναι καΐκια της λίμνης Απολλωνιάδας κοντά στο Μιχαλίτσι, ως και τέτοια είχανε έρθει. Γριές ξετρυπώνανε απ’ τα καβούσια, ετοιμόγεννες βογγούσανε μέσα στ’ αμπάρια, παιδιά στοιβασμένα σαν αρνιά, κοριτσάκια κοιτάζανε τρομασμένα απάν’ από την κουπαστή και ράγιζε η καρδιά τ’ ανθρώπου.

Με δακρυσμένα μάτια καθόμουνα απάνου σε μια πέτρα και συλλογιζόμουνα και δε μπορούσα να καταλάβω το πώς βρίσκουνται ακόμα ανθρώποι που θέλουνε σώνει και καλά να δοξάζουνται με την ατιμία του πολέμου, και τους γράφουνε κιόλας στα βιβλία, τούτη την ψώρα της ανθρωπότητας.

Πρώτη δημοσίευση: “Τα Νέα Γράμματα”. Μηνιαία Λογοτεχνική Επιθεώρηση. Διευθυντής: Αντρέας Καραντώνης. Χρόνος Α΄, αριθμός 2, Φλεβάρης 1935

iΓκάγκα = το κοράκι του καραβιού

iiΦαζάνι = φασιανός

iiiΣάλια = σκεδίες

ivΓεμιτζήδες = θαλασσινούς

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή