Ο θερισμός των γενναίων | Στοχασμοί για τον πόλεμο

Ποια θα είναι η όψη της Ευρώπης ύστερα από εκατό χρόνια ; Το ερώτημα μάς φέρνει αιώνες πίσω, σε άλλες αδελφοκτόνες συγκρούσεις, όπως είναι και η σημερινή. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ιστορικό φαινόμενο “παράλληλο” προς τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο”. Στο τέλος του, η Ελλάδα, καταματωμένη, καταξεσκισμένη, δεν ήταν πια ό,τι υπήρξε στην αρχή του. Ο επιτάφιος λόγος του Περικλή δεν είναι μόνο για τους Αθηναίους νεκρούς, είναι ο επιτάφιος όλης της Ελλάδας και των γενναίων της.

by Times Newsroom
  • ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ*

ΕΝΑ αγγλικό θωρηκτό βούλιαξε : από τους χίλιους τόσους ναύτες του πνίγηκαν εξακόσιοι. Την άλλη μέρα ένα αγγλικό αεροπλανοφόρο παίρνει μαζί του στο βυθό οχτακόσια παλικάρια. Όσοι σώθηκαν, τραγουδούσαν κολυμπώντας ανάμεσα στα συντρίμμια, πατριωτικά τραγούδια. Αεροπόροι Γερμανοί πυροβολούνται στη βόρεια άκρη της Σκωτίας, πέφτουν νεκροί, και οι Άγγλοι τους θάφτουν σκεπασμένους με τη γερμανική σημαία. Στο Βέρστερπλάτε λίγοι Πολωνοί αντιστάθηκαν σε διπλή, τρίδιπλη γερμανική δύναμη. Γάλλοι αεροπόροι πέφτουν με καιγόμενα τ’ αεροπλάνα τους σε γερμανικό έδαφος και οι Γερμανοί τους κηδεύουν με τιμές. Στην Πολωνία τριανταπέντε Γερμανοί αεροπόροι κατεβαίνουν με τ’ αλεξίπτωτο από τα ύψη και τουφεκίζονται από τον εχθρό. Και η σειρά συνεχίζεται, ατελείωτη. Οποιαδήποτε κι αν είναι τα πολιτικά ή κοσμοθεωρητικά του φρονήματα, ο ευγενικός άνθρωπος, ακούοντας κάθε φορά μια τέτοια είδηση, λέει αυθόρμητα : “Κρίμα στα παλικάρια !”, αδιάφορο αν είναι Γερμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι ή Πολωνοί. Κάθε γενναίος που πέφτει, ανοίγει στην Ευρώπη ένα δυσκολοσυμπλήρωτο κενό. Αν είναι άγαμος και σβήνει άκληρος, στερεί το έθνος του από πενήντα, εκατό, διακόσιους απογόνους, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα : ανθρώπινο υλικό πολύτιμο στην εθνική και πανευρωπαϊκή κοινότητα.

Ποια θα είναι η όψη της Ευρώπης ύστερα από εκατό χρόνια ; Το ερώτημα μάς φέρνει αιώνες πίσω, σε άλλες αδελφοκτόνες συγκρούσεις, όπως είναι και η σημερινή. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ιστορικό φαινόμενο “παράλληλο” προς τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο”. Στο τέλος του, η Ελλάδα, καταματωμένη, καταξεσκισμένη, δεν ήταν πια ό,τι υπήρξε στην αρχή του. Ο επιτάφιος λόγος του Περικλή δεν είναι μόνο για τους Αθηναίους νεκρούς, είναι ο επιτάφιος όλης της Ελλάδας και των γενναίων της. Μάταια προσπάθησαν να τους αναπληρώσουν με τις ομαδικές πολιτογραφήσεις δούλων· την ποιότητα ποτέ δεν την αντικατάστησε ο αριθμός.

Κάποια καταλυτική Μοίρα βρίσκεται στην αρχή τέτοιων αδελφοκτονιών : η αλλόκοτη πεποίθηση πως “ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος”. Το ίδιο σύνθημα ακούστηκε στην εκκλησία του δήμου, στην Αθήνα, το 432, από το στόμα του Περικλή. Το ίδιο πίστεψαν εφέτος και οι Γάλλοι. Σύμπτωση που κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, μα που μας ανοίγει κι ένα παραθυράκι προς την περιοχή της ομαδικής ψυχολογίας.

Ισχυρίστηκαν πολλοί πως ο πόλεμος κατεργάζεται ένα είδος φυσικής επιλογής, γιατί φθείρει τους βιολογικά αδύνατους οργανισμούς. Αυτό δεν αποτελεί αξίωμα. Απεναντίας, όταν πρόκειται για πολέμους ανάμεσα σε λαούς του ίδιου πολιτικού κύκλου και της ίδιας ομοφυλίας, η επιλογή είναι αναμφισβήτητα αρνητική. Η ιστορία έχει να μας δείξει κάμποσα παραδείγματα. Όποιος ξέρει να διαβάζει μες από τις γραμμές, θα ιδεί πόσο έχει νιώσει τη φθορά τούτη ο Πλάτωνας π.χ. στην “Πολιτεία” του. Ύστερ’ από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το αίμα και το ήθος των Ελλήνων ξέπεσε σημαντικά ώσπου οι Ρωμαίοι τούς πάτησαν με φωτιά και σίδερο την ατιμωτική σφραγίδα : Γραικύλοι. Γιατί ; Το ελληνικό δέντρο, χάνοντας τις ρίζες του και τους γενναίους και τους εναρέτους άρχιζε να σαπίζει. Οι εγωιστές, οι ιδιοτελείς, οι δειλοί, οι άρρωστοι πλήθυναν κι έδωσαν αυτοί τον τόνο, απαράλλαχτα όπως έγινε και στην Ευρώπη του 1919. Ο Σωκράτης λέει στην “Πολιτεία” πως η ριζική αλλοίωση του μουσικού ρυθμού συμβαδίζει πάντα με τη φθορά του πολιτειακού φρονήματος. Ύστερ’ από είκοσι χρόνια, ακόμα δε μπόρεσε η Ευρώπη να τινάξει από πάνω της το γαιώδη μουσικό τρόπο της τζαζ. Τι θα γίνει άραγε το 1947 ; Μπορεί να χορεύουμε σαν πίθηκοι ;

Έχω μπρος μου μιαν εικόνα του ζωγράφου Egger – Lienz, που βρίσκεται στη Moderne Galerie της Βιέννης : Ο Χορός του Θανάτου του 1809.

Τέσσεροι Τυρολέζοι χωρικοί πορεύονται λαχανιασμένοι, ξεπνεμένοι, μόλις μπορώντας να σηκώσουν τα όπλα, ρόπαλα, πελέκια, τουφέκια. Μαζί τους βαδίζει ο Χάρος, που κρατά από το βραχίονα τον ένα τους, πρόθυμος, βουβός οδηγός. Η όψη τους δείχνει μια μοιρολατρική εγκαρτέρηση, που πιθανό να διαφέρει στο βαθμό, όχι όμως και στην ουσία, από την ψυχική διάθεση των νεαρών εκείνων μαχητών του Δυτικού Μετώπου, που έγραψαν τις προάλλες σ’ ένα ωραιολόγο, ρομαντικό συγγραφέα, πως είναι περιττό να τους προσφωνεί ήρωες, γιατί δεν κάνουν παρά το χρέος τους.

“Κρίμα στα παλικάρια !” Να τι αναβλύζει αυθόρμητα από τα φυλλοκάρδια του κάθε πολιτισμένου ανθρώπου, που παρακολουθεί με τρόμο το θερισμό των γενναίων. Όποιος διάσχισε με το τραίνο ή με το αυτοκίνητο το απέραντο αυτό περιβόλι που λέγεται Ευρώπη· όποιος χάρηκε σα σπάνιο ελιξήριο το κελάδημα του αηδονιού στου πυκνούς δρόμους τους, την ώρα που στο έμπα τους χρυσότρεμαν στο ηλιοβασίλεμα οι τρυφερές, μαγιάτικες φυλλωσιές· όποιος στάθηκε συλλογισμένος στ’ ακρογιάλια της Βρετάνης ή της Βαλτικής μπρος στη βουερή ή μουλωχτή απεραντοσύνη του πόντου και ένιωσε να τον ζώνει ολόγυρα πατρικά το κατόρθωμα του πολιτισμού· Όποιος, μέσα στις αίθουσες του Λούβρου, της National Gallery ή της Πινακοθήκης των Βίτελσμπαχ, ένιωσε σαν ανεκτίμητη αξία την καλλιτεχνική κληρονομία του δυτικού πολιτισμού· όποιος στο πλαίσιο ενός χειμωνιάτικου τοπίου, που άστραφτε από λευκότητα, οπουδήποτε της Βόρειας Ευρώπης, χάρηκε τα ροδοκόκκινα χαρωπά πρόσωπα σαν εξαίσια λουλούδια μιας αρμονικής μακαριότητας, κοίταξε τον κόσμο μες από το άδολο βλέμμα μιας κόρης της Δύσης· όποιος σ’ ένα περιβάλλον ηθικού ρυθμού και τάξης, καθισμένος στο φοιτητικό θρανίο, αναζήτησε, λαχταρώντας να βρεθεί στα μοναχικά μονοπάτια της ωριμότητας της ωριμότητας, το πνευματικό νόημα της ζωής· όποιος, σε ώρες περισυλλογής και ιστορικής θεώρησης, ξεφεύγοντας προς το ονειροπόλημα, μετέωρος στο κενό των περασμένων και των μελλούμενων αιώνων, οραματίστηκε πάνω σε όλα τούτα τ’ αγαθά της Ευρώπης να χορεύουν ή να ρητορεύουν ανθρωπόμορφοι πίθηκοι : αυτός θα νιώσει βαθύτερα την ορφάνια της ηπείρου μας, όταν θα’χει χάσει τους γενναίους της, είτε Γάλλοι, είτε Γερμανοί, είτε Άγγλοι είναι, και ύστερα από κάθε εκατόμβη θα κουνήσει θλιβερά το κεφάλι : “θερίζονται τα παλικάρια” !

Μπρος στη θετική, οργανική αξία, που η ζωή των γενναίων αντιπροσωπεύει για τη μητέρα Ευρώπη (κίνητρο για κάθε ανώτερη δημιουργία είναι η βουλητική δύναμη, που ξεπετιέται σα σπίθα από το γερό αίμα και γονιμοποιεί τη φαντασία), πόσο πιο δευτερεύουσα παρουσιάζεται η αξία των πολεμικών συνθημάτων των δυο αντιπάλων μερίδων, όσο χτυπητά και πειστικά κι αν είναι. Γιατί, αν πρόκειται να πληρωθούν με την ερήμωση, την καταστροφή ή το κολόβωμα των αξιών του πολιτισμού, όπως λίγο έλειψε να γίνει ύστερ’ από το 1918, τότε καταδικάζονται να είναι απλά προσχήματα ενός πείσματος, από εκείνα τα πείσματα, που σπρώχνουν τον άνθρωπο να κουτουλήσει σαν ταύρος στον τοίχο και να σπάσει το κεφάλι του.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΙΓ΄, τόμος 26ος, τεύχος 311, 1 Δεκεμβρίου 1939

_______________________________

*ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ (1897-1981)

Ο Παύλος Φλώρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος εμπόρου από τη Δημητσάνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Βουρλά της Ιωνίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά τα ορλωφικά γεγονότα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή στη Σμύρνη και τέλος στη Λειψία, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και ξένες γλώσσες. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή έφυγε για το Αμβούργο, όπου παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Το 1929 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Ξαναταξίδεψε στην Ελβετία (1952-1954) και τη Γερμανία (1954-1956) και από το 1966 ως το τέλος της ζωής του έζησε -με τη δεύτερη γυναίκα του – στην Εκάλη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1913 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στην εφημερίδα Χαραυγή της Μυτιλήνης. Συνεργάστηκε επίσης με το Νουμά, την Ελληνική Επιθεώρηση, τον Προσφυγικό Κόσμο, την Ιόνιο Ανθολογία, τη Βραδυνή, τη Νέα Εστία, τη γαλλόφωνη εφημερίδα Intrensigeant της Σμύρνης και τις εφημερίδες Journal des Hellenes του Παρισιού και Hellas του Αμβούργου, όπου δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά κείμενα και κοινωνιολογικές μελέτες. Ο Παύλος Φλώρος ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου, ειδικότερα στην ομάδα των κοσμοπολιτών, εκείνων δηλαδή που έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη και επηρεάστηκαν από τα εκεί λογοτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα. Το έργο του Φλώρου παρουσιάζει επιδράσεις από το καλλιτεχνικό ρεύμα του αισθητισμού και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ο δοκιμιακός λόγος, η συναισθηματική απόσταση και η σκεπτικιστική στάση που τηρεί έναντι των ηρώων του (η οποία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την εμπειρία της γερμανικής κατοχής παρουσίασε κάμψη προς κάποια συναισθηματική συμμετοχή του συγγραφέα στα δρώμενα) και η προβολή ιδεών μέσα από τα πρόσωπα των έργων του. Στα τελευταία του έργα παρουσίασε μια στροφή του ενδιαφέροντός του στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και των ταξιδιών του. Ο Παύλος Φλώρος τιμήθηκε με τον έπαινο του καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού του 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας, το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1976 για το μυθιστόρημα Σπορά δίχως θερισμό), το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1971 για το Οι ελληνικοί δρόμοι).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com