Οι επαναστάσεις της ανάγνωσης

Όπως και στους μοναχούς του Μεσαίωνα, τα μάτια φέρνουν ειδήσεις σε όλες τις αισθήσεις μας, βλέπουμε τα αντικείμενα που περιγράφονται, μυρίζουμε αρώματα, ψηλαφούμε τα μετάξια, τρώμε το βιβλίο, το οποίο και για μας “είναι πιο γλυκό από κάθε ψωμί και από κάθε μέλι”.

by Times Newsroom
  • PIETRO CITATI*

ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, η μεγαλόφωνη ανάγνωση αποτελούσε την αυθεντική μορφή της ανάγνωσης. Ο έλληνας ήρωας ονειρευόταν, πεθαίνοντας, να γνωρίσει το “κλέος”, τη “δόξα” – αλλά κλέος σήμαινε και “ήχος”. Και επομένως, αυτός επιθυμούσε τα κατορθώματά του να απαγγέλλονται, να διαβάζονται φωναχτά μπροστά σε ένα πολύ μεγάλο κοινό και έτσι να γίνονται ένδοξα. Τότε το κείμενο δεν ήταν, όπως είναι για μας, μια απλή αλληλουχία σημείων. Η ηχηρή ανάγνωση αποτελούσε μέρος του κειμένου, το κείμενο αποτελούνταν από ένα γραπτό στημόνι και από ένα φωνητικό υφάδι. Μόνον η φωνή ολοκλήρωνε το γραπτό, προσδίδοντάς του την αρμονία και τη μουσική ηχώ που αυτό χρειαζόταν. Η ανάγνωση εκφραζόταν συχνά ως τραγούδι και η φωνή που ερμήνευε ήταν μελωδική. Στην Ελλάδα και στη Ρώμη, όποιος διάβαζε στεκόταν όρθιος. Η φωνή συνοδευόταν από χειρονομίες και κινήσεις της κεφαλής, του θώρακα και των χεριών. Και αυτή η εκφραστική ανάγνωση επηρέαζε με τη σειρά της τη σύνταξη του κειμένου, η οποία έπρεπε να υπακούει στους τονισμούς, τους κυματισμούς και τους ρυθμούς της προφορικής παράδοσης. Το βιβλίο επρόκειτο να το ακούσουν. Και γραφόταν προκειμένου να το ακούσουν.

Μετά από αιώνες σιωπηλής ανάγνωσης, η συνήθεια της μεγαλόφωνης ανάγνωσης φαίνεται σχεδόν ακατανόητη. Έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι το αποκορύφωμα της ανάγνωσης έγκειται στην ικανότητά μας να κατανοούμε, να ερμηνεύουμε και να ταυτιζόμαστε με το κείμενο. Και πώς θα ήταν δυνατό να το κατανοήσουμε, αν μια ξένη φωνή θα μας μιλούσε απέξω, με χειρονομίες και ιδιοτυπίες που δεν θα ήσαν οι δικές μας; Πώς θα ήταν δυνατό να συμβουλευτούμε το βιβλίο, να σταθούμε σε αυτό, να το διατρέξουμε στο εσωτερικό του, να το μελετήσουμε σε μια στιγμή έξω από το χρόνο;

Ακόμη και οι Έλληνες είχαν αμφιβολίες για την πρακτική της ηχηρής ανάγνωσης, όπως αφηγείται ο Γέσπερ Σβέμπο σε ένα δοκίμιο που περιλαμβάνεται στην ωραιότατη συλλογή Ιστορία της ανάγνωσης στο δυτικό κόσμο, με επιμέλεια του Γκουλιέλμο Καβάλο και του Ροζέ Σαρτιέ (Laterza, σελ. XLIV – 472). Αλλά είναι πιθανόν ότι, σε μεγάλο βαθμό, οι δικές μας αμφιβολίες είναι αβάσιμες. Η συνήθεια της μεγαλόφωνης ανάγνωσης στηριζόταν στο οικοδόμημα της μνήμης και στην ικανότητα της μνήμης να έχει παρόν όλο το κείμενο, ικανότητα που εμείς έχουμε χάσει. Ο Πλάτων ή ο Κικέρων κατανοούσαν ένα βιβλίο όπως και εμείς, ακόμη και αν το άκουγαν από τη φωνή ενός δούλου.

ΕΠΕΙΤΑ έγινε η μεγάλη στροφή. Και η σιωπηλή ανάγνωση αντικατέστησε τη μελωδική. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό έγινε ξαφνικά. Για πολλούς αιώνες, στην Ελλάδα με αφετηρία τον 6ο και τον 5ο αιώνα και κυρίως στο χριστιανικό κόσμο, η σιωπηλή ανάγνωση συνόδευε τη μεγαλόφωνη, σαν ένα ρυάκι που χάνεται μέσα σε ένα ποταμό.

Η σιωπηλή ανάγνωση προστατευόταν από μια μορφή: τον Σωκράτη που άκουγε τα σιωπηλά λόγια του δαίμονά του να αντηχούν μέσα του. Αφουγκραζόταν την ηχώ τους, το ψιθύρισμά τους και μερικές φορές του φαινόταν ότι θεϊκές και δαιμονικές πηγές εισέρρεαν στο αυτί του σαν να χύνονταν από έναν αμφορέα. Με αφετηρία εκείνη τη στιγμή, η μελωδική ανάγνωση ήταν συμβολικά καταδικασμένη. Ήδη το να διαβάζουμε δεν μπορούσε παρά να ισοδυναμεί με το να ακούμε ένα κείμενο χωρίς φωνή, το οποίο μιλάει μέσα μας, δίχως εμείς να μπορούμε να του απαντήσουμε.

Ο τόμος που επιμελήθηκαν οι Καβάλο και Σαρτιέ μας βοηθάει να παρακολουθήσουμε τους σταθμούς αυτής της βουβής ανάγνωσης: ο Κάτων, ο οποίος, πριν δώσει τέλος στη ζωή του, αποσύρεται στο δωμάτιό του και διαβάζει τον Φαίδρο του Πλάτωνα, ο Αμβρόσιος που μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Αυγουστίνου διατρέχει τις σελίδες ενός βιβλίου χωρίς να κινεί τα χείλη, και τέλος οι μονές του Μεσαίωνα, όπου η σιωπηλή ανάγνωση συνοδευόταν από τη ruminatio, ένα χαμηλόφωνο μουρμούρισμα ή ψιθύρισμα. Εκεί, σε αυτές τις μονές, γεννιέται η ανάγνωση των σύγχρονων καιρών: μια άμεση συνάντηση, χωρίς μεσολαβήσεις, της ψυχής με το Θεό, που ήταν ταυτόχρονα μια άμεση συνάντηση και χωρίς μεσολαβήσεις του αναγνώστη με το βιβλίο.

Υπήρξε μια εξαιρετική περίοδος για την ανάγνωση, που μας την ξαναθύμισε πάλι με ένα βιβλίο του ο Ιβάν Ίλιτς (Στον αμπελώνα του κειμένου: Nella vigna del testo, εκδόσεις Cortina). Πρέπει να θυμίσουμε ότι ένας μοναχός του Μεσαίωνα είχε στη διάθεσή του λίγα κείμενα: πάνω απ’ όλα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τα συγκρατούσε σχεδόν ακέραια στη μνήμη του. Ένα μικρό εδάφιο από τη Γένεση διαπλεκόταν με ένα απόσπασμα του Αποστόλου Παύλου, ένα χωρίο του Εζεκιήλ με ένα της Αποκάλυψης. Και ο αναγνώστης συμβουλευόταν συνεχώς το κείμενο, το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε με το νου του., αντλούσε από αυτό διαφορετικά νοήματα και δυνατότητες, έτσι ώστε τελικά κάθε γραμμή γεννούσε ένα βιβλίο, το οποίο συγχωνευόταν με ένα άλλο βιβλίο με παρόμοιο ή αντίθετο νόημα.

Κανείς ή σχεδόν κανείς από τους σύγχρονους αναγνώστες δεν γνωρίζει αυτή τη θαυμαστή πυκνότητα της ερμηνείας. Η ανάγνωση δεν ήταν μια αφηρημένη εμπειρία, όπως μπορεί να είναι σήμερα η ανάγνωση ενός επιστημονικού κειμένου. Ο μοναχός έβλεπε, παρατηρούσε το κείμενο με μάτια οραματιστή. Το διάβαζε με τα βλέμματα ή το ξαναμελετούσε χαμηλόφωνα, το ξανάφερνε στο στόμα “με ένα αδιάκοπο βούισμα μέλισσας” έτσι ώστε να το αφομοιώσει καλύτερα. Έπειτα, το καταβρόχθιζε, το έτρωγε, το μασούσε, όπως είχε κάνει ο Ιωάννης με το “γλυκόπικρο” βιβλιάριο. Και απολάμβανε τη γεύση του, που ήταν πότε από μέλι, πότε από ψωμί, πότε από κρασί. Αν κάποτε η ανάγνωση αποτελούσε τη συνδρομή της φωνής, τώρα είχε γίνει μια ολική δραστηριότητα, που ενεργοποιούσε όλες τις αισθήσεις – την όραση, την ομιλία, τη γεύση, την αφή, την όσφρηση. Έτσι, όλη η ύπαρξη, το πνεύμα και το σώμα ενεργοποιούνταν στην ανάγνωση.

Τελικά η σιωπηλή φωνή διαμόρφωσε γύρω της το δικό της χώρο. Ήδη οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γνώριζαν τις μεγάλες βιβλιοθήκες, με στοές, τις αίθουσες αναψυχής, πινακοθήκες, παλαίστρες, κήπους, από τις οποίες διατηρούμε τη “Βίλα των παπύρων” στο Ερκολάνο. Αλλά τα μοναστικά τάγματα του Μεσαίωνα είχαν μια πιο υψηλή εκτίμηση για τα βιβλία. Η μοναστική βιβλιοθήκη ήταν σχεδιασμένη όμοια με μια γοτθική εκκλησία. Σχηματιζόταν από μιαν επιμήκη αίθουσα, που διασχιζόταν στο κέντρο από έναν άδειο διάδρομο, και περιελάμβανε στους δυο πλάγιους νάρθηκές της δυο παράλληλες σειρές πάγκων, με τα βιβλία το ένα πλάι στο άλλο πάνω στο ξύλο αλλά διαθέσιμα για την ανάγνωση και για τη μελέτη. Αυτός ο καθεδρικός ναός των βιβλίων ήταν ένας ιερός χώρος αλλά ήταν και ο χώρος τού καλά οργανωμένου νου, που συγκεντρώνει μέσα του όλα τα βιβλία. Και δεν μπορούσε να βασιλεύει εκεί παρά μόνον η σιωπή. Δεν επιτρεπόταν ούτε καν ο χαμηλόφωνος ψίθυρος. Υπήρχε εκεί η σιωπή που απαιτείται από την ψυχή, η οποία έρχεται σε επαφή μόνο με τον εαυτό της και σε αυτόν τον εαυτό βρίσκει το Θεό και το σύμπαν.

Η ανάμνηση των βιβλιοθηκών-καθεδρικών ναών παραμένει ζωντανή στις μεγάλες αναγεννησιακές και μπαρόκ Βιβλιοθήκες, που μπορούμε ακόμη να επισκεφθούμε στη Ρώμη ή στην Αυστρία. Πόσος χώρος γύρω μας! Οι τοίχοι ανεβαίνουν ψηλά, ώς την οροφή, όπως σε έναν Άγιο Πέτρο ή σε ένα Παράδεισο των βιβλίων. Και αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες των βιβλίων, αυτά τα πολύτιμα δέρματα, αυτές οι κόκκινες και επιχρυσωμένες βιβλιοδεσίες, προσδίδουν στο χώρο κάτι το άπειρο και ταυτόχρονα το κλειστό.

Η βιβλιοθήκη μάς κάνει να κατανοήσουμε ότι αυτή δεν έχει ούτε σύνορα ούτε όρια κι ωστόσο δεν μπορούμε ποτέ να βγούμε από αυτήν. Δεν υπάρχει πλέον γη, ούτε δέντρα, ούτε ουρανός, ούτε θάλασσα, ούτε ζωή. Εκεί υπάρχει όλος ο κόσμος: τα βιβλία μεταφυσικής και ταξιδιών, μυθολογίας και γεωλογίας, περιέχουν όλες τις δυνατότητες και όλα τα ακατόρθωτα που έχουν ποτέ αστραποβολήσει τα ανθρώπινα πνεύματα. Αλλά αυτός ο κόσμος είναι καταλογογραφημένος, διαχωρισμένος, διαιρεμένος από ένα νου που ταυτίζει την τελειότητα με το όριο.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ επανάσταση της ανάγνωσης γίνεται στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ο χρόνος που αφιερώνεται στα βιβλία πολλαπλασιάζεται. “Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες σηκώνονταν και πλάγιαζαν με ένα βιβλίο στο χέρι, και με αυτό κάθονταν στο τραπέζι, το κρατούσαν πλάι τους στη θέση της δουλειάς τους, το κουβαλούσαν στον περίπατο και δεν ήξεραν πλέον πώς να αποχωρίζονται την ανάγνωση όσο δεν την είχαν τελειώσει. Δεν είχαν καταβροχθίσει την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου και ήδη κοίταζαν άπληστα γύρω τους, για να δουν πού θα μπορέσουν να προμηθευτούν ένα άλλο. Και να διέκριναν κάποιο πάνω σε μια τουαλέτα, πάνω σε ένα αναλόγιο ή αλλού, το άρπαζαν και το καταβρόχθιζαν με ένα είδος βουλιμίας.”

Δεν διάβαζαν πλέον μόνον οι μοναχοί, οι μορφωμένοι ή οι λόγιοι αλλά και οι δικαστές, οι γυναίκες ευγενούς καταγωγής, οι ξενοδόχες, οι καμαριέρες, οι στρατιώτες, οι νοικοκυρές, οι μαθητευόμενοι σε ραφτάδικα, με μια μανία που ίσως δεν ξανασυναντάμε ποτέ στην ιστορία. Ακόμα και τα βιβλία πολλαπλασιάστηκαν.

Αν κάποτε διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τη Βίβλο, τον Βιργίλιο και τις Μεταμορφώσεις, τώρα τα βιβλία άλλαζαν κάθε μέρα, ανάλογα με τις ιδιοτροπίες του συρμού. Δεν προκαλούσαν πλέον φόβο. Είχαν γίνει πιο μικρά. Όχι οι πελώριες Βίβλοι, η περγαμηνή των οποίων απαιτούσε τα δέρματα μιας ολόκληρης αγέλης. Όχι τα παλιά βιβλία μεγάλου σχήματος, περιτυλιγμένα με σανίδες και μπρούτζινες πόρπες και δεμένα αλυσιδωτά. Αλλά βιβλιαράκια όγδοου σχήματος, με μεταξένιες κορδελίτσες, σύμβολα της νέας ταχύτητας και ελαφρότητας που είχε κυριεύσει τον κόσμο.

Αυτή η δεύτερη επανάσταση της ανάγνωση;ς δεν έχει, ούτε ακόμα και σήμερα, καλή φήμη. Κάποιος έγραψε τότε ότι “το να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο μόνο και μόνο για να σκοτώνει το χρόνο του είναι εσχάτη προδοσία για την ανθρωπότητα”. Και χλεύασε τους νέους συναισθηματικούς, μανιακούς και άτακτους αναγνώστες.

Εγώ προτιμώ τους μαθητευόμενους σε ραφτάδικα και τις ξενοδόχες, ερωτευμένες με τα μυθιστορήματα και πρωταγωνίστριες οι ίδιες των πιο ωραίων μυθιστορημάτων του 18ου και του 19ου αιώνα, από τους παλιούς λόγιους. Η σύγχρονη ανάγνωση είναι και αυτό: επιθυμία να σκοτώσουμε το χρόνο, απελευθέρωση της επιθυμίας και της φαντασίας, όνειρα με ανοιχτά τα μάτια, διακαής πόθος να αποδράσουμε από την καθημερινότητα, επιπολαιότητα και ιδιοτροπία.

Έτσι και εμείς διαβάζουμε σιωπηλά, όπως οι μοναχοί και οι μελετητές του Μεσαίωνα, που στις μικρογραφίες απεικονίζονται με σφραγισμένα τα χείλη. Καθισμένοι στη βιβλιοθήκη ή στο γραφείο ή στην πολυθρόνα ή πεσμένοι στο κρεβάτι ή στο λιβάδι, εμείς είμαστε ακίνητοι. Αλλά το κείμενο, αντίθετα με αυτό που πίστευε ο Πλάτων, είναι πολύ κινητικό: μας λέει ένα πράγμα σήμερα, το αντίθετο πράγμα μετά από ένα χρόνο και χίλια διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με το ποιος το διατρέχει. Εμείς προσπαθούμε με όλους τους τρόπους να το σταματήσουμε, για να ταυτιστούμε με αυτό ή απλούστερα να συνομιλήσουμε με αυτό, όπως συνομιλούμε με ένα φίλο, γιατί γνωρίζουμε ότι μόνον η ανάγνωση μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους άλλους.

Άλλοτε σημειώνουμε το βιβλίο στα περιθώρια, για να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας. Άλλοτε ανατρέχουμε στο εσωτερικό του, για να συλλάβουμε όλες τις εσωτερικές σχέσεις και αναφορές. Ενεργοποιούμε όλη μας την ευφυΐα, όλη την ψυχολογική ευαισθησία, τη φαντασία, τη μεταφυσική ορμή, τη γεύση της πραγματικότητας. Δε θέλουμε μεσολαβήσεις, δεν ακολουθούμε ούτε νόμους ούτε εξουσίες, γιατί η ανάγνωση (αυτή η πράξη στην οποία εξαρτόμαστε πλήρως από έναν άλλο) είναι η μοναδική στιγμή στην οποία είμαστε ελεύθεροι. Άλλοτε ψάχνουμε στο βιβλίο τη ζωή: τους δρόμους, τα δέντρα, τον αέρα που παίζει ανάμεσα στα κλαδιά, τις φωνές. Άλλοτε ζητούμε από το βιβλίο το άρωμα των βιβλίων, της μορφής και της κατασκευής. Και συχνά ψάχνουμε τόσο βαθιά σε ένα κείμενο ώστε βρίσκουμε σε αυτό την ηχώ όλων των τόμων που έχουν ποτέ γραφτεί.

Γνωρίζουμε ότι ζούμε στο σύγχρονο κόσμο και επομένως διαβάζουμε όπως οι ξενοδόχες και οι μαθητευόμενοι σε ραφτάδικα του 18ου αιώνα. Αλλά, καθώς όλος ο παρελθών χρόνος συγκεντρώνεται σε κάθε στιγμή του παρόντος χρόνου είμαστε και οι κληρονόμοι των παλιών ελλήνων αναγνωστών. Έστω και μέσα στη σιωπή, αντιλαμβανόμαστε όπως και αυτοί τις παραλλαγές και τους ρυθμούς των κειμένων.

Ενώ, όπως και στους μοναχούς του Μεσαίωνα, τα μάτια φέρνουν ειδήσεις σε όλες τις αισθήσεις μας, βλέπουμε τα αντικείμενα που περιγράφονται, μυρίζουμε αρώματα, ψηλαφούμε τα μετάξια, τρώμε το βιβλίο, το οποίο και για μας “είναι πιο γλυκό από κάθε ψωμί και από κάθε μέλι”.

_______________________________________

  • Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica στις 7 Ιανουαρίου 1996.
  • Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τον Θανάση Γιαλκέτση για το “Φιλόβιβλον” του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου

Pietro Citati (γεννημένος το 1930, Φλωρεντία) είναι Ιταλός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει γράψει κριτικές βιογραφίες του Γκαίτε, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κάφκα και του Μαρσέλ Προυστ καθώς και απομνημονεύματα για την τριακονταετή φιλία του με τον Ιτάλο Καλβίνο. Από το 1973 έως το 1988, εργάστηκε στο πολιτιστικό τμήμα της Corriere della Sera και υπήρξε λογοτεχνικός κριτικός της La Repubblica μεταξύ 1988 και 2011, πριν επιστρέψει για να ξανασυνεργαστεί με την Corriere della Sera.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com