Φωτ. Αλέξανδρος Τσάκος

  • του Γιώργου Βέη

Η συμ­φι­λί­ω­ση ή μη με το χρώ­μα υπο­δη­λώ­νει εμ­μέ­σως βα­θύ­τε­ρες μέ­ρι­μνες, ηθι­κές ανα­στη­λώ­σεις και βε­βαί­ως μα­κρο­χρό­νιες αγω­νί­ες του εί­ναι. Η άσπρη επι­δερ­μί­δα κα­τα­λαμ­βά­νει στους κύ­κλους των γυ­ναι­κών την πρώ­τη επι­θυ­μη­τή βαθ­μί­δα, απο­τε­λώ­ντας κά­τι σαν αδια­φι­λο­νί­κη­το πρό­κρι­μα για το πέ­ρα­σμα των πι­στών του από το status quo των πολ­λών της σου­δα­νι­κής ισλα­μι­κής κοι­νό­τη­τας στους προ­νο­μια­κούς χώ­ρους μιας ανώ­τε­ρης κο­σμιό­τη­τας. Έπε­ται στην από όλους απο­δε­κτή αυ­τή κλί­μα­κα των προ­τι­μή­σε­ων το ελα­φρώς σκού­ρο, το οποίο προ­σεγ­γί­ζει τις απο­χρώ­σεις του κί­τρι­νου, ακο­λου­θού­με­νο από το κοκ­κι­νω­πό, το πρα­σι­νω­πό και το κυα­νό. Τε­λευ­ταίο έρ­χε­ται το μαύ­ρο, συ­νι­στώ­ντας το κατ΄ εξο­χήν χρώ­μα τό­σο των γη­γε­νών του κε­ντρι­κού και του νο­τί­ου Σου­δάν, όσο και των Αφρι­κα­νών στο σύ­νο­λό τους. Η γυ­ναί­κα συ­νι­στά έτσι από πολ­λές πλευ­ρές την άμε­ση αντι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση των δια­θέ­σε­ων, των ομο­λο­γου­μέ­νων ή ανο­μο­λό­γη­των ορ­μών, αλ­λά και των φο­βιών, οι οποί­ες εμπε­ριέ­χο­νται στα χρώ­μα­τα.

Το σώ­μα. Η πε­ρι­φο­ρά του στη λι­τό­τη­τα. Οι εμπει­ρί­ες του κα­θώς έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πο με τη θα­νά­σι­μη πλη­θω­ρι­κό­τη­τα της ερή­μου, με την αμ­φί­βο­λη ασφά­λεια της σα­βά­νας. Να δια­τη­ρη­θεί με κά­θε τρό­πο αλώ­βη­το. Σκό­πι­μη πε­ρι­φο­ρά. Και βε­βαί­ως ανα­ζή­τη­ση πό­ρων ζω­ής. Μέ­χρις εσχά­των πά­ντα. Πε­ρι­θώ­ριο της ζω­ής. Πα­θια­σμέ­νο όμως. Εμπύ­ρε­το πε­ρι­θώ­ριο. Με λοι­μώ­δη νο­σή­μα­τα να κα­ρα­δο­κούν. Πολ­λά από τα ζώα που ακο­λου­θούν το σώ­μα για να το ζή­σουν εί­ναι ταυ­τό­χρο­να φο­ρείς επι­κίν­δυ­νων ιών. Πο­λύ­τι­μοι, κι­νη­τοί θά­να­τοι. Νο­μά­δες εκ γε­νε­τής, που κά­ποια στιγ­μή εί­παν να μι­μη­θούν δέ­ντρα, να γί­νουν κα­λύ­βες και χω­ριά, κο­πά­δια καρ­πε­ρά στο απέ­ρα­ντο μα­ντρί του Θε­ού. Στο σώ­μα της γυ­ναί­κας εγ­γρά­φε­ται η βε­βαιό­τη­τα της κα­θη­με­ρι­νής έντα­σης. Και της καρ­τε­ρι­κό­τη­τας μα­ζί. Ση­μά­δια πά­νω στο σώ­μα: οι εμ­μο­νές και οι πε­ποι­θή­σεις τους, σφρα­γί­δες ανε­ξί­τη­λες ενός κα­θό­λα αυ­θε­ντι­κού πο­λι­τι­σμού.

Από­σπα­σμα από ένα κεί­με­νο του 1969 γραμ­μέ­νο στο Πα­ρί­σι, όπου χι­λιά­δες νο­μά­δες ανα­ζή­τη­σαν κα­τά και­ρούς στέ­γη και φαΐ: «Θα σα­λέ­ψει μες στην άμ­μο κά­τι θα σα­λέ­ψει στον ου­ρα­νό τον αέ­ρα την άμ­μο. Πά­ντα μό­νο στο όνει­ρο το όμορ­φο όνει­ρο μό­νο μια φο­ρά η θη­τεία. Μι­κρό σώ­μα μι­κρός μο­νο­κόμ­μα­τος όγκος καρ­διά που χτυ­πά­ει γκρί­ζο στα­χτί μό­νο ορ­θό. Γη ου­ρα­νός ένα ολού­θε αχα­νές μι­κρό σώ­μα μό­νο ορ­θό. Στην άμ­μο κα­νέ­να κρά­τη­μα ακό­μα ένα βή­μα στο αχα­νές θα το κά­νει. Κα­νέ­νας ήχος κα­μία πνοή ίδιο γκρί­ζο ολού­θε γη ου­ρα­νός σώ­μα ερεί­πια». Η γλώσ­σα χω­ρίς σά­βα­νο. Γραμ­μα­τι­κή και σύ­ντα­ξη των ερή­μων. Η πνοή της Σα­χά­ρας. Η αί­σθη­ση μιας αιφ­νί­διας εγ­γύ­τη­τας: ο Σά­μιου­ελ Μπέ­κετ ταυ­τί­ζε­ται, εν­σω­μα­τώ­νε­ται, απει­κο­νί­ζει χα­ρα­κτή­ρες που συ­νά­ντη­σα εδώ.

Δεν θα μπο­ρού­σε να ήταν σα­φέ­στε­ρη η προ­τρο­πή του λε­γό­με­νου τε­λευ­ταί­ου με­γά­λου Προ­φή­τη, του Μω­ά­μεθ: «Οι γυ­ναί­κες σας εί­ναι για σάς σαν ένα χω­ρά­φι για όρ­γω­μα: πη­γαί­νε­τε στο χω­ρά­φι σας, όπως το επι­θυ­μεί­τε, αλ­λά κά­ντε πρω­τύ­τε­ρα μια κα­λή πρά­ξη προς όφε­λός σας». H εντο­λή του πε­ριέ­χει την ευ­θύ­τη­τα και την αμε­σό­τη­τα ενός κλα­σι­κού γε­ωρ­γι­κού πα­ραγ­γέλ­μα­τος. Στον ανα­με­νό­με­νο αντί­πο­δα της εκρή­γνυ­ται ο Αλ-Αμπάς Ιμπν Αλ-Αχνάφ: «Υιέ του Αδάμ, ας δια­κη­ρύ­ξου­με μα­ζί ότι εί­μα­στε σκλά­βοι των γυ­ναι­κών!».
Ο πι­στός εί­ναι ο ανα­πό­φευ­κτος κρι­τής. Ενερ­γεί πά­ντα σύμ­φω­να με το ισχυ­ρό πρό­σταγ­μα της ψυ­χής, δη­λα­δή με την τε­λι­κή, τη δο­κι­μα­σμέ­νη δια­λε­κτι­κή της βα­σί­λισ­σας των απο­λαύ­σε­ων. Ίσως αυ­τό να συ­νι­στά τη με­γά­λη οντο­λο­γι­κή έκρη­ξη, την ύστα­τη πρά­ξη ελευ­θε­ρί­ας.

Εκεί­νη δεν έφτα­σε πο­τέ ως εδώ. Διέ­θε­τε όμως το χά­ρι­σμα μιας οξύ­τα­της ακο­ής. Έτσι μπο­ρού­σε να αφου­γκρα­στεί τους έντο­νους ψι­θύ­ρους, τους τριγ­μούς της νύ­χτας, την ορ­μή των αρ­πα­κτι­κών προ­τού καρ­φω­θούν στη λεία τους. Ξά­πλω­νε στις αρ­χαί­ες όχθες του πο­τα­μού κι έβλε­πε στην οθό­νη των προ­σω­πι­κών της επι­νο­ή­σε­ων, τα θο­λά το­πία, έως πέ­ρα ό,τι σα­ρώ­νει το αμεί­λι­κτο χα­μπούμπ, η ανε­μο­θύ­ελ­λα που απο­διορ­γα­νώ­νει τους νο­μά­δες. «Εκεί κά­τω τα μά­τια μου εί­ναι τ’ αβλέ­φα­ρα μά­τια μιας πέ­τρι­νης μορ­φής στην έρη­μο, στο Νεί­λο. Βλέ­πω γυ­ναί­κες που πη­γαί­νουν στο πο­τά­μι, κρα­τά­νε κόκ­κι­να στα­μνιά. Βλέ­πω κα­μή­λες που σειού­νται και άντρες με τουρ­μπά­νια. Ακούω πο­δο­βο­λη­τά, τα­ρα­κου­νή­μα­τα, ανα­σα­λέ­μα­τα, γύ­ρω μου.» Ο αντί­λα­λος του μό­νι­μα ωχρού αυ­τού κό­σμου, που ρυ­τι­δώ­νει κά­ποια στιγ­μή Τα Κύ­μα­τα της Βιρ­τζί­νια Γουλφ, με­τέ­φε­ρε αλώ­βη­το ένα μέ­ρος από την αλή­θεια του το­πί­ου στους πρώ­τους αγ­γλο­σά­ξο­νες ανα­γνώ­στες της. Κι από τό­τε φτά­νει και σ΄ εμάς σαν πρό­σκλη­ση. Ή σαν ει­κα­στι­κή από­πει­ρα.
Αν, από κα­θα­ρά βιο­λο­γι­κή άπο­ψη, εί­χε προ­λά­βει η λο­γο­τε­χνι­κή μη­τέ­ρα της Κυ­ρί­ας Ντα­λα­γου­έη να δια­βά­σει την πα­ρα­κά­τω σκέ­ψη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Ο Σε­βα­στός Κύ­ριος του Να­γκίμπ Μαχ­φούζ, ίσως θα εί­χε γεν­νη­θεί ένα ακό­μη μυ­θι­στό­ρη­μά της: «Η γυ­ναί­κα πά­ντα διέ­θε­τε έν­στι­κτο που την οδη­γού­σε στη γνώ­ση των βα­θύ­τε­ρων υπο­θέ­σε­ων δί­χως να κα­τα­φύ­γει στο νου. Αν η αν­θρω­πό­τη­τα εί­χε αυ­τού του εί­δους την εν­στι­κτώ­δη πρό­σβα­ση στο άγνω­στο, αυ­τό δε θα πα­ρά­με­νε άγνω­στο». Οι Σου­δα­νές του βορ­ρά εί­ναι φα­νε­ρό ότι δια­πνέ­ο­νται κι αυ­τές από την από­κρυ­φη, αλ­λά ανυ­πο­χώ­ρη­τη ρο­πή της απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης του κό­σμου.
Ίσως γι΄ αυ­τό από μια άπο­ψη να πα­ρα­μέ­νουν, συ­νει­δη­τά ή μη, εγκι­βω­τι­σμέ­νες στις πα­νο­πλί­ες – ρού­χα τους και στα απα­ραί­τη­τα πέ­πλα: για να μην διαρ­ρεύ­σει ο τρό­μος ή η λύ­τρω­ση. Τι άλ­λο να συ­νέ­χουν τα απρό­ο­πτα, τα φο­βε­ρά ση­μαί­νο­ντά τους;

Προ­σεύ­χο­νται με τά­ξη αρ­κε­τά μέ­τρα πί­σω από πα­τέ­ρες, αδελ­φούς, συ­ζύ­γους, λοι­πούς συγ­γε­νείς και φί­λους. Απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νες, συ­γκε­ντρω­μέ­νες σε ένα νοη­τό υπέρ κέ­ντρο ισχύ­ος, το οποίο τις εξου­σιά­ζει από­λυ­τα τώ­ρα κα­θώς δι­πλώ­νο­νται στα δύο, συ­να­πο­τε­λούν ανοι­κτούς διαύ­λους των ιε­ρών πα­ρα­γρά­φων. Αν τύ­χει και βρε­θούν την κα­θο­ρι­σμέ­νη ώρα της προ­σευ­χής μα­κριά από το σπί­τι, όταν, για πα­ρά­δειγ­μα, επι­σκέ­πτο­νται τους δι­κούς τους που νο­ση­λεύ­ο­νται στα υπερ­πλή­ρη συ­νή­θως λαϊ­κά νο­σο­κο­μεία ή σε πα­νά­κρι­βες ιδιω­τι­κές κλι­νι­κές, φέρ­νουν πά­ντα μα­ζί τους ένα χα­λά­κι. Συ­νή­θως εί­ναι κα­τα­πρά­σι­νο, για να θυ­μί­ζει το αγα­πη­μέ­νο χρώ­μα του Προ­φή­τη. Ξε­φτι­σμέ­νο από την κα­θη­με­ρι­νή χρή­ση ή ολο­καί­νουρ­γιο, με τις ίνες του και τα κρόσ­σια του να γυα­λί­ζουν μέ­σα στο φως του απο­γεύ­μα­τος, εί­ναι σα­φώς πιο απα­ραί­τη­το από την τσά­ντα, ή το τα­γά­ρι των γυ­ναι­κών σε άλ­λες χώ­ρες.
Το απλώ­νουν με έκ­δη­λη ευ­λά­βεια την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή στα πε­ζο­δρό­μια, στις κοι­νό­χρη­στες αί­θου­σες υπο­δο­χής, στις πλη­σιέ­στε­ρες αυ­λές δη­μο­σί­ων κτι­ρί­ων και σε πε­ζού­λια. Ή κά­τω από τα σκιε­ρά φυλ­λώ­μα­τα των δέ­ντρων, αν εί­ναι τυ­χε­ρές και προ­λά­βουν να βρουν κο­ντά τους λί­γο ελεύ­θε­ρο χώ­ρο. Στην ανά­γκη το στρώ­νουν κα­τά­χα­μα. Εί­ναι η κα­θα­ρή, η κυ­ριο­λε­κτι­κή βά­ση του πνεύ­μα­τος.
Και οι άλ­λες έγνοιες, οι κα­θη­με­ρι­νές, οι αδυ­σώ­πη­τες ανά­γκες πώς ικα­νο­ποιού­νται; Αν πράγ­μα­τι προ­σεύ­χο­νται πέ­ντε φο­ρές την ημέ­ρα, όπως ορί­ζει η αυ­στη­ρή τε­λε­τουρ­γι­κή τά­ξη, έχουν άρα­γε χρό­νο να σκε­φτούν κα­τά τρό­πο ανα­λυ­τι­κό και απο­δει­κτι­κό, όπως του­λά­χι­στον τον εν­νο­ού­με εμείς, κά­τι πέ­ρα από όσα υπά­γο­νται στο με­τα­φυ­σι­κό πε­δίο; Εκτός κι αν έχουν φτά­σει από άλ­λο δρό­μο στην πλή­ρη αντί­κρου­ση της 6.4312ης θέ­σης του εμ­βλη­μα­τι­κού έρ­γου του Λού­ντ­βιχ Βιτ­γκεν­στάιν Tractatus Logico Philosophicusήτοι: «Η αθα­να­σία της ψυ­χής του αν­θρώ­που, μέ­σα στο χρό­νο, δη­λα­δή η αιώ­νια συ­νέ­χι­ση της ζω­ής της ψυ­χής και ύστε­ρα από το θά­να­το, όχι μό­νο δεν εί­ναι εγ­γυ­η­μέ­νη με κα­νέ­να τρό­πο, αλ­λά πριν από όλα μια υπό­θε­ση σαν αυ­τή δεν προ­σφέ­ρει ού­τε καν αυ­τό που ο άν­θρω­πος ζη­τού­σε πά­ντα να πε­τύ­χει με αυ­τή. Μή­πως λύ­νε­ται κα­νέ­να αί­νιγ­μα με το πώς συ­νε­χί­ζω να ζω αιώ­νια; Η αιώ­νια αυ­τή ζωή δεν εί­ναι τό­τε το ίδιο αι­νιγ­μα­τι­κή όπως η πα­ρού­σα; Η λύ­ση του αι­νίγ­μα­τος της ζω­ής στο χώ­ρο και στο χρό­νο βρί­σκε­ται έξω από το χώ­ρο και το χρό­νο».
Ίσως στο μέλ­λον που μού ανή­κει εδώ να μπο­ρέ­σω να μά­θω κά­τι από αυ­τά που σκέ­φτο­νται κα­τά βά­θος οι γει­τό­νισ­σες μου. Νο­μί­ζω ότι δύο από αυ­τές κα­τα­νο­ούν πλή­ρως τη γλώσ­σα του Μπάι­ρον, έχο­ντας σπου­δά­σει στην Ευ­ρώ­πη. Η μια ια­τρι­κή στο Βου­κου­ρέ­στι και η άλ­λη οι­κο­νο­μι­κά στο Λον­δί­νο.
Εκεί που η ζωή απορ­ρί­πτει ανέκ­κλη­τα ό, τι δεν χρειά­ζε­ται πια, ή ό,τι άρ­χι­σε ήδη να την ενο­χλεί, στή­νε­ται υπο­χρε­ω­τι­κά το πρό­χει­ρο, αλ­λά ακή­ρα­το ταυ­το­χρό­νως τέ­με­νος. Το χώ­μα αυ­το­μά­τως δια­γρά­φε­ται ως πε­ριτ­τός δεί­κτης, το χα­λά­κι της προ­σευ­χής εί­ναι το δια­βα­τή­ριο στην «κα­νο­νι­κή» ζωή. Η λε­πτή, θα­νά­σι­μη ύλη, η πα­ντο­κρά­τωρ σκό­νη ξε­χνιέ­ται. Μέ­σα τους υψώ­νε­ται τό­τε ο ιε­ρό­τε­ρος των τό­πων, ο νάρ­θη­κας της αγά­πης, της απρο­σποί­η­της λα­τρεί­ας τους για το υπερ­πέ­ραν.
Η εμπι­στο­σύ­νη των γυ­ναι­κών του Ιε­ρού Κο­ρα­νί­ου στη με­τα­φυ­σι­κή διά­στα­ση του κό­σμου δεν γί­νε­ται να δια­τυ­πω­θεί με πα­νη­γυ­ρι­κό­τε­ρο τρό­πο.

Τα τεκ­μή­ρια στο πρό­σω­πο, αξιό­πι­στα χνά­ρια κα­τα­γω­γής και οιω­νοί μα­ζί. Τα εγ­χά­ρα­κτα εχέγ­γυα της φυ­λε­τι­κής μνή­μης: μό­λις μού τα απο­κά­λυ­ψε, ίσως άθε­λά της, η γυ­ναί­κα που κά­θε­ται σχε­δόν απέ­να­ντί μου σ΄ ένα λε­ω­φο­ρείο· δια­κρί­νω την εμ­μο­νή της οι­κο­γέ­νειάς της, την ήρε­μη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά της, να δη­λώ­σει την ταυ­τό­τη­τα μιας έγκυ­ρης θη­λύ­τη­τας. Την ημέ­ρα εκεί­νη που η συ­νε­πι­βά­της μου, τό­τε μι­κρό κο­ρί­τσι, ας πού­με γύ­ρω στα οχτώ με δέ­κα, αφη­νό­ταν πει­θή­νια στα χέ­ρια της μα­στό­ρισ­σας του τα­τουάζ, η οποία πι­θα­νό­τα­τα θα μπο­ρού­σε να ήταν η αδελ­φή ή η εξα­δέλ­φη της μη­τέ­ρας της, με­τα­γρα­φό­ταν ανέκ­κλη­τα στην κοι­νω­νία των υπη­κό­ων του Ωραί­ου.
Μι­κρές ορι­ζό­ντιες γραμ­μές, δύο σε κά­θε απα­λή, όπως φαί­νε­ται ακό­μη, πα­ρειά. Αχνά ση­μεία στί­ξης σε πα­λίμ­ψη­στο. Κι ένα Τ ανά­με­σά τους, ευ­διά­κρι­το, αλ­λά μό­νο στο αρι­στε­ρό μά­γου­λο. Ίσως να συμ­βο­λί­ζει, λέ­ει ο Σου­δα­νός φί­λος στο πλάι μου, το «ντε­ράμπ αλ τερ», το ίχνος δη­λα­δή που αφή­νουν τα νε­ρο­πού­λια του Νεί­λου στην άμ­μο. Τα άγρια, αλ­λά προ­φα­νώς ιε­ρά αυ­τά πτη­νά, που απο­φεύ­γουν οι ντό­πιοι να τα κυ­νη­γούν και να τα τρώ­νε, απο­τε­λούν το πρό­τυ­πο μιας συ­νο­μο­τα­ξί­ας όχι μό­νον χα­ρι­τω­μέ­νων, αλ­λά ηθι­κά αγνών όντων. Μα­θαί­νω, επί­σης, ότι και τα κα­τοι­κί­δια νε­ρο­πού­λια, όπως ακρι­βώς τα κο­ρί­τσια πριν από το γά­μο θε­ω­ρού­νται εξ ίσου «κα­θα­ρά», δη­λα­δή «τα­χίρ».
Η πα­ρό­τρυν­ση της συ­νά­φειας με το θείο, η ανα­γω­γή στο δη­μιουρ­γι­κό πα­ρελ­θόν της φυ­λής, αι­σθη­τι­κά ολο­κλη­ρώ­μα­τα σε σμί­κρυν­ση· ένας κώ­δι­κας που σπά­ει εύ­κο­λα: τα ση­μά­δια εί­ναι πα­ρου­σί­ες, ήθη, υπο­δειγ­μα­τι­κά βιώ­μα­τα, τρό­ποι ζω­ής, που υπα­γο­ρεύ­ει ένα αρ­χαιό­τε­ρο γέ­νος. Αν, σύμ­φω­να με τον Πωλ ντε Μαν, «η μνή­μη εί­ναι μια αλή­θεια της οποί­ας η αι­σθη­τι­κή απο­τε­λεί την αμυ­ντι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή, και λο­γο­κρι­μέ­νη με­τά­φρα­ση», τό­τε οι γραμ­μές στο πρό­σω­πο εί­ναι τα λήμ­μα­τα ενός προ­γο­νι­κού, σε­βά­σμιου λε­ξι­κού.

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΠΑ­ΡΑ­ΘΕ­ΜΑ­ΤΩΝΛού­ντ­βιχ Βιτ­γκεν­στάιν, Tractatus Logico Philosophicus, μτ­φρ. Θα­νά­σης Κι­τσό­που­λος, εκδ. Πα­πα­ζή­σης 1978.
Βιρ­τζί­νια Γουλφ, Τα Κύ­μα­τα, μτ­φρ. Άρης Μπερ­λής, εκδ. Ύψι­λον / βι­βλία 1994.
Σά­μου­ελ Μπέ­κετ, Χω­ρίς, μτ­φρ. Παύ­λος Χρι­στο­δου­λί­δης, εκδ. Νε­φέ­λη 1992.