Ούγκο φον Χόφμανσταλ: Ο ποιητής και η εποχή μας

Σαν επίκεντρη σχεδόν χειρονομία ολόκληρης της εποχής μας θεωρώ τον άνθρωπο μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, καθώς ο γονυπετής άνθρωπος, με σφιγμένα χέρια υπήρξε το σύμβολο άλλων εποχών

by Times Newsroom

Ούγκο φον Χόφμανσταλ

Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ των ποιητών, των νεκρών και των ζωντανών, δεν ανέχεται κανέναν άλλο έπαινο εκτός απ’ τον αληθινό εκείνο έπαινο που είναι η εμπιστοσύνη των ζωντανών ανθρώπων. Αλλά η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πολλαπλά νοήματα κι από αβέβαια περιγράμματα. Στηριζόμαστε πάνω σε ασταθή θεμέλια· γνωρίζουμε την ανασφάλεια εκεί που οι πρόγονοί μας πίστευαν πως στέκονταν γερά στα πόδια τους. Μια γλυκιά μα χρόνια ζαλάδα σαλεύει ανάμεσά μας. Και πολλά σ’ αυτή την περίοδο σε λίγους μόνο αναγγέλλονται και πολλά λείπουν από κείνα που πολλοί φαντάζονται πως εξακολουθούν πράγματι να βρίσκονται μαζί μας.

Έτσι, ίσως οι ποιητές διερωτώνται κάποτε αν υπάρχουν στ’ αλήθεια για την εποχή αυτή όπου έχουν πέσει· αν ανάμεσα στον τετριμμένο και παραδοσιακό έπαινο που εκτοξεύεται πάνω τους, τους προσφέρεται πουθενά ο μόνος αληθινός έπαινος που αρμόζει στην αξιοπρέπειά τους – η εμπιστοσύνη ζωντανών ανθρώπων, η αναγνώριση της αρχηγίας τους. Αλλά είναι αλήθεια ίσως (και θα μπορούσε να είναι μια αλήθεια όμορφη και άξια μιας εποχής που έχει απογυμνωθεί από κάθε επίδειξη και ρητορία) ότι ακριβώςς τώρα ο μονάκριβος αυτός αληθινός έπαινος προσφέρεται αδιάκοπα στους ποιητές μας, προσφέρεται όμως μ’ έναν τόσο κρυφό κι έμμεσο τρόπο ώστε χρειάζεται μια κάποια σκέψη και μια κάποια γνώση του κόσμου για ν’ αντιληφθεί κανείς αυτή την κρυφή εκτίμηση, την κρυφή λαχτάρα για τον ποιητή, αυτή την αναζήτηση του καταφύγιου της δύναμής του.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα εάν δεν κάνω λάθος. Κι ο τρόπος που το βλέπω με υποχρεώνει αρχικά να σας ξαφνιάσω λίγο. Γιατί οφείλω να βεβαιώσω ότι το διάβημα, η άμετρη αυτή συνήθεια, η τερατώδης αυτή, αν θέλετε, αρρώστια της εποχής μας που παραεγκαταλείφθηκε στους στατιστικούς και στους λογιστές των εκδοτών, έχει πολύ λεπτότερες όψεις που δεν έχουν προσεχθεί, και δεν εκφράζει στ’ αλήθεια άλλο τίποτε απ’ την απαρηγόρητη λαχτάρα για τις χαρές της ποίησης.

Hugo von Hofmannsthal (1910)

Ο ισχυρισμός αυτός θα σας εκπλήξει και θ’ απαντήσετε πως σε καμιά άλλη εποχή όσο στη σημερινή η ποίηση δεν είχε τόσο μικρό μέρος στην αναγνωστική ύλη και πως χάνεται μέσα στις τεράστιες μάζες των βιβλίων που πράγματι διαβάζονται. Θα μου πείτε πως η άποψή μου θα μπορούσε να είναι σωστή όσον αφορά τους ακροατές των παραμυθιών της Χαλιμάς ή ίσως τους σύγχρονους της “Princesse de Clèves” ή τη γενιά του “Βέρθερου” αλλά πως σίγουρα ισχύει λιγότερο για την εποχή μας επιστημονικών εγχειριδίων και εγκυκλοπαιδειών χρήσιμης γνώσης και αμέτρητων περιοδικών στα οποία δεν υπάρχει θέση για την ποίηση. Θα μου θυμίσετε ότι στις μέρες μας οι γυναίκες και τα παιδιά είναι εκείνοι που διαβάζουν θεατρικά έργα και ποιήματα. Αλλά ζήτησα την άδειά σας να σας μιλήσω για πράγματα που δεν είναι εντελώς στην επιφάνεια και θα ήθελα να στοχαστούμε για λίγο την πλατιά διαφορά του διαβάσματός μας απ’ το διάβασμα παρωχημένων εποχών.

Το δικό μας διάβασμα μου φαίνεται αξιόλογο ακριβώς γιατί είναι σε μεγάλο βαθμό ανήσυχο, άσκοπο και άλογο φαινομενικά. Απροσμέτρητη απόσταση μας χωρίζει απ’ τον ήρεμο φίλο των ευγενών γραμμάτων, απ’ τον παλιό ερασιτέχνη κάποιας λαϊκής επιστήμης, απ’ τον αναγνώστη διηγημάτων και απομνημονευμάτων σε περασμένους και πιο γαλήνιους καιρούς. Με τον πυρετώδη του ρυθμό ακριβώς, την ακρισία του, την ανήσυχη περιπλάνησή του από βιβλίο σε βιβλίο, την παραζάλη του και την αναζήτησή του, το διάβασμα της γενιάς μας μου φαίνεται λειτουργία της ίδιας της ζωής μας, μια αξιόλογη στάση μέσα μας, μια συμβολική χειρονομία.

Σαν επίκεντρη σχεδόν χειρονομία ολόκληρης της εποχής μας θεωρώ τον άνθρωπο μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, καθώς ο γονυπετής άνθρωπος, με σφιγμένα χέρια υπήρξε το σύμβολο άλλων εποχών. Δεν αναφέρομαι βέβαια σ’ αυτούς που επιθυμούν να μάθουν οριστικά πράγματα από συγκεκριμένους τομείς. Μιλάω για άλλους οι οποίοι, ανάλογα απάντα με το βαθμό των γνώσεών τους, διαβάζουν ποικίλα βιβλία, αλλάοντάς τα συνεχώς, δίχως να κάνουν ποτέ για πολύ καιρό μ’ ένα απ’ αυτά, οδηγημένοι από κάποια αδιάκοπη και πάντα ακατασίγαστη λαχτάρα. Ωστόσο, όλων αυτών η λαχτάρα δε μοιάζει διόλου ν’ απευθύνεται στον ποιητή.

Ο άνθρωπος της επιστήμης ή ακόμη, για τη μεγάλη πλειοψηφία, ο απλός δημοσιογράφος, αυτοί έχουν την ικανότητα να κατευνάζουν τη λαχτάρα τους. Διαβάζουν πιότερο εφημερίδες, παρά βιβλία και, μολονότι αγνοούν τι ακριβώς ψάχνουν, αυτό δεν είναι πάντως ποίηση, μα επιπόλαιες εξηγήσεις για να ξενοιάσουν λιγάκι, αθροίσματα εξωτερικών γεγονότων, εύκολες και φαινομενικά νέες “αλήθειες” – όλη την ακατέργαστη ύλη της ζωής. Επαναλαμβάνω εδώ ό,τι όλοι μας λέμε φλύαρα και πιστεύουμε επιφανειακά. Νομίζω, όχι, γνωρίζω πως όλα αυτά δεν είναι παρά η εξωτερική όψη των πραγμάτων.

Διότι ζητούν κάτι παραπάνω, ζητούν κάτι διαφορετικό αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες στις πολλές εκατοντάδες βιβλία τους που περνούν από χέρι σε χέρι μέχρις ότου οι σελίδες τους βρωμίσουν και φθαρούν: ζητούν κάτι πέρα από κείνα τα άσχετα μεταξύ τους πράγματα, κείνες τις αερόλογες, βραχύβιες θεωρίες που τους προσφέρει το ένα βιβλίο μετά το άλλο· είναι αναζητητές, μα καμιά διαλεκτική δεν τους εγγυήθηκε ποτέ την οξυδέρκεια που θα τους επέτρεπε να διερωτηθούνε και να πούνε τι αναζητούν· δεν έχουν ευρύτητα ματιάς μήτε συνθετική δύναμη· ο μόνος τρόπος λοιπόν που τους μένει για να εκφράσουν τι τους συμβαίνει είναι αυτή η βουβή και εύγλωττη κίνηση με την οποία βάζουν στην άκρη ένα βιβλίο που άνοιξαν και παίρνουν στα χέρια τους κάποιο άλλο.

Και τούτο πρέπει να γίνεται έτσι ασταμάτητα γιατί αναζητούν από βιβλίο σε βιβλίο κάτι που τα περιεχόμενα κανενός απ’ τα χιλιάδες αυτά βιβλία δεν μπορεί να τους δώσει· αναζητούν κάτι που γλιστράει ανάμεσα στα περιεχόμενα όλων αυτών των ατομικών βιβλίων, κάτι που να συνενώνει σε μια μοναδική αρμονία τα περιεχόμενα όλων τους. Καταβροχθίζουν τη ρεαλιστικότερη απ’ όλες τις λογοτεχνίες και ψάχνουν κάτι τι το έντονα πνευματικό – κάτι που, σαν με μαγική μετάγγιση ζωντανού αίματος, θα μπορούσε να συνδέσει τη ζωή τους με τις φλέβες της μεγάλης ζωής του κόσμου.

Ψάχνουν σε βιβλία ό,τι άλλοτε έψαχναν μπροστά στους ευωδιασμένους βωμούς, στο λυκόφως των μητροπόλεων που η λαχτάρα τους τούς είχε μάθει να υψώνουν. Ψάχνουν αυτό που θα τους ενώσει δυναότερα απ’ οτιδήποτε άλλο με τον κόσμο και ταυτόχρονα θα τους ελαφρύνει απ’ το βάρος του. Ψάχνουν έναν εαυτό που με το έρεισμά του οι δικοί τους εαυτοί θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν λιγότερο ανήσυχα. Με μια λέξη αναζητούν όλη τη γοητεία της ποίησης. Αλλά δεν είναι δουλειά τους να δίνουν λογαριασμό για τον εαυτό τους με ακρίβεια, μήτε να γνωρίζουν πως αναζητούν τον ποιητή πίσω απ’ το δημοσιογράφο και τον εφήμερο συγγραφέα. Όπου ψάχνουν κάτι βρίσκουν. Το διηγηματογράφο που τους διασκεδάζει, το δημοσιογράφο που δίνει μια κάποια γεύση στην καθημερινή ζωή τους και ρίχνει τα δυνατά φώτα μιας ευρύτερης ύπαρξης στα πρωινά και στις βραδιές τους – δεν έχω πράγματι ούτε το θάρρος ούτε τη διάθεση να τους διαχωρίσω απ’ τον ποιητή.

Ακόμα κι η παραγωγή του αθλιέστερου γραφιά, όσο μηδαμινή κι ανάξια κι αν είναι, παίρνει κάτι απ’ την αίγλη του ποιητή, όταν τη βλέπει κάποιος με μάτι άφθαρτο, με φαντασία μαθημένη στην τραχύτητα και την ταλαιπωρία της ζωής. Κι αυτό συμβαίνει απλούστατα γιατί ο γραφιάς χρησιμοποιεί, μ’ όση αδεξιότητα κι αν το κάνει, το θαυμαστότερο απ’ όλα τα εργαλεία – μια ζωντανή γλώσσα. Εξευτελίζεται βέβαια ευνουχίζοντας όσο γίνεται τη γλώσσα απ’ την ευγένειά της, απ’ τη λάμψη της, απ’ τη ζωή της. Αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να τη φτωχύνει τόσο αμετάκλητα ώστε κάποιοι σπασμένοι ρυθμοί, κάποιοι συνδυασμοί λέξεων που κατέχει δίχως να το θέλει ή κάποιες εικόνες που κατά λάθος επιδείχνει η κακογραφία του, ώστε όλ’ αυτά λοιπόν να μην πέσουν σαν μαγικές αχτίδες πάνω σε μια νεαρή, σε μια άμορφη ψυχή…

Και τώρα έχοντας προσπελάσει το μεγαλο μυστήριο της γλώσσας, αποκάλυψα έξαφνα το στόχο στον οποίο σας οδηγούσα. Με τη δύναμη της γλώσσας ο ποιητής απ’ τα μυστικά καταφύγιά του κυβερνά έναν κόσμο του οποίου τα μεμονωμένα μέλη μπορεί να τον απαρνιούνται, μπορεί ακόμη και να ξεχνούν την ύπαρξή του. Και όμως αυτός είναι που φέρνει κοντά στις σκέψεις του τη μία με την άλλη ή που τις διχάζει, που εξουσιάζει και τρέφει τη φαντασία τους, τις παραξενιές τους και τα πιο τρελά τους παιχνίδια. Όπως κάθε αυθεντική δύναμη, η σιωπηρή αυτή μαγεία εργάζεται αδυσώπητα.

Γιατί κάθε τι που έχει γραφτεί σε κάποια γλώσσα και, τολμώ να πω, κάθε τι που σκεφτόμαστε έχει την πηγή του στο έργο εκείνων που κάποτε ασχολήθηκαν μ’ αυτή τη γλώσσα δημιουργικά. Και κάθε τι που, στην ευρύτερη δυνατή έννοια, ονομάζουμε λογοτεχνία, μέχρι το λιμπρέτο μιας όπερας του συρμού και το διήγημα τσέπης – όλ’ αυτά έχουν τη ρίζα τους στα λιγοστά μεγάλα βιβλία του κόσμου. Η καταγωγή εκφυλίστηκε, διαστράφηκε με αστόχαστες και grotesque επιμιξίες, μα είναι κατευθείαν γραμμή καταγωγή. Και έτσι η φαντασία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ανήκει πραγματικά στους ποιητές, πάντα και μόνο στους ποιητές, στις λέξεις που κείνοι συνάθροισαν εσαεί ή που διαχώρισαν με κάποιες ανιθέσεις, στα σχήματα και στις καταστάσεις με τις οποίς συμβόλισαν το αιώνιο γεονός.

Ο εργαζόμενος που κρατάει στο λεωφορείο τη μισοδιαβασμένη εφημερίδα του, η υπάλληλος καταστήματος ή η μοδιστρούλα που δανείζουν η μια στην άλλη τιποτένια μυθιστορήματα, δεν είναι παράξενο να συλλογισθούμε ότι κι αυτοί ακόμα, στις στιγμές εκείνες που το βλέμμα τους διαπερνάει τις μαύρες τυπωμένες γραμμές, παραδίδονται κατά κάποιο τρόπο στους ποιητές, ζουν τη βία των ποιητών, των μοναχικών αυτών ψυχών που δεν υποπτεύονται την ύπρξή τους κι απ’ τα γνήσια έργα των οποίων άβυσσος τους χωρίζει, αυτούς και τους ομοίους τους! Η πνευματικότητα των ποιητών, η θέρμη τους που συνδέει το ένα με τ’ άλλο τα άτομα που διαφορετικά θα έμεναν απομονωμένα, η μαγεία τους και μόνο συγκρατεί μαζί τα βιβλία αυτά και κάνει καθένα τους ένα ξεχωριστό κόσμο κι ένα νησί όπου μπορεί να κατοικήσει η φαντασία. Δίχως αυτή τη μαγεία που τους δίνει μια επίφαση μορφής, τα βιβλία εκείνα θα κομματιάζονταν και θα ήσαν νεκρή ύλη, έτσι ώστε δε θα υπήρχε κανείς για να τα πιάσει.

Χιλιάδες χέρια αρπάζουν καθημερινα τα βιβλία όπου η επιστήμη έχει συσσωρεύσει τις σκληρότερες απ’ τις κοπιαστικές μέρες και νύχτες της· τα βιβλία αυτά πάνω απ’ όλα φαίνεται πως έχουν θιασώτες τα λεπτότερα και συνεπέστερα μυαλά. Μήπως υπερβάλλω πιστοποιώντας πως κι εδώ ακόμα ανακαλύπτω μια κρυφή λαχτάρα για τον ποιητή, μια λαχτάρα που το ίδιο διεστραμμένη με πολλές ερωτικές ορμές, διατείνεται πως κρατιέται μακριά απ’ το αντικείμενο των κρυφών της πόθων και πως το εγκαταλείπει για πάντα; Σίγουρα, σίγουρα, μόνον εκείνοι οι ολίγοι εκλεκτοί που εργάζοντται σε μια δεδομένη επιστήμη αναζητούν τον αληθινό της χαρακτήρα, την αυστηρή και περιορισμένων διαστάσεων υπόστασή της, περιφραγμένη από μια άβυσσο αιωνίου ψύχους! Οι αναπόδειχτες ψυχές του πλήθους που αναζητά, θα έβρισκαν τόσο τρομερό αυτό το ψύχος που θ’ αναφλέγονταν και θ’ αποδιώχνονταν για πάντα από κοντά του!

Το ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να ζήσουν μέσα σ’ έναν αέρα μαραμένο απ’ το ψύχος του άπειρου διαστήματος, αυτό είναι μυστικό του πνεύματος, ανάλογο με το μυστικό των ποιητών που είναι ικανοί να ζήσουν κάτω απ’ την πίεση ολάκερης της συναθροισμένης και τωρινής εμπειρίας των ανθρώπων. Μια τέτοια ικανότητα δεν ανήκει και δεν μπορεί ν’ ανήκει στο πλήθος. Γιατί οι άνδρες και οι γυναίκες βρίσκονται στο κέντρο της ζωής, ενώ απ’ την επιστήμη, στην αυστηρή και καθαρή της έννοια, κανένας δρόμος δεν οδηγεί πίσω στη ζωή.

Σε όλες τις τέχνες υπάρχει μια κλίση να γίνουν καθαρές τέχνες, λέγεται – και δεν είναι σχήμα λόγου – ότι τείνουν να γίνουν μουσική. Παρόμοια, κάθε επιστήμη προσπαθεί να εξαγνισθεί μέσα στα μαθηματικά. Κι αυτό συνιστά τον ανθρώπινο χαρακτήρα των επιστημών, τη συνεχή πνευματοποίησή τους: γιαί αγωνίζονται να μεταφέρουν στο σύμπαν τους υποκειμενικούς υπολογισμούς του είδους, και ο άνθρωπος εξακολουθεί να παραμένει, όπως λέγει το αρχαίο ρητό, το μέτρο όλων των πραγμάτων.

Αλλά αυτός ο δρόμος είναι παγετώδης και μοναχικός. Και το πλήθος, που παίρνει ξανά και ξανά στα χέρια του επιστημονικά βιβλία, δεν οδεύει προς τα φλογερά ψύχη της αιωνιότητας· τα μέλη του δεν είναι ειδήμονες και οφείλουν να περιορίζονται για πάντα, με τα διακαή ερωτήματά τους στις εξωτερικές αυλές. Γιατί αντικείμενα της λαχτάρας τους είναι οι συνδετικές συγκινήσεις, οι συγκινήσεις που αφυπνίζονται από τη σκέψη, εκείνες ακριβώς που μια καθαρή και αυστηρή επιστήμη οφείλει πάντα ν’ αρνιέται και που μονάχα ο ποιητής μπορεί να δώσει. Όσοι αρπάζουν τα επιστημονικά ή ψευτοεπιστημονικά βιβλία, καθώς κι όσοι άλλοι πιάνουν στα χέρια τους διηγήματα ή εφημερίδες ή οποιαδήποτε τυπωμένη πατσαβούρα, το κάνουν γιατί δε θ’ άντεχαν να τρέμουν απογυμνωμένοι κάτω απ’ τα αστέρια. Λαχταρούν για κάτι που μόνο ο ποιητής μπορεί να τους δώσει όταν καλύπτει τη γύμνια τους με τις πτυχές του μανδύα του.

Η ποιητική δημιουργία, γράφει κάπου ο Hebbel στο ημερολόγιό του, ρίχνει στους ώμους μας ένα ρούχο για να μας ζεστάνει. Το πλήθος συμμερίζεται αυτή τη ζεστασιά γι’ αυτό το λόγο παγιδεύει κομμάτια ποιητικής δύναμης τη στιγμή που φαντάζεται ότι τιμά την επιστήμη. Ο νους των ανθρώπων στηρίζεται σε μια συναισθηματική σκέψη, σε μια εκλογικευμένη συγκίνηση, σε μια μεσολάβηση ανάμεσα στον εαυτό τους και σε όλα εκείνα που η επιστήμη, στη μεγάλη της απάρνηση, θεωρεί δια παντός απρόσιτα στις ανθρώπινες ανάγκς. Αλλά αναζητούν τον ποιητή και δεν τον ονομάζουν.

Μετάφραση: Φώτης Καλλίας

  • Απόσπασμα από τη διάλεξη Der Dichter und diese Zeit, που δόθηκε το 1907 στη Βιέννη.
  • Πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά: ΤΡΑΜ/ΕΝΑ ΟΧΗΜΑ. Δεύτερη διαδρομή, τεύχος 11/12, Μάρτης 1979, Θεσσαλονίκη

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή