Περιπλάνηση στην έρημο

Ο θεατρικός ρυθμός επιβάλλεται από μια γραφή πυρετική, επιθετική και θεατρικά, υποκριτικά ερεθιστική

by Times Newsroom
  • Κώστας Γεωργουσόπουλος

Οταν ξεκίνησα πριν από 53 χρόνια τη διακονία μου στη θεατρική κριτική στο «ΒΗΜΑ» και στα «ΝΕΑ», βρισκόμασταν ως λαός σε μια πολιτική λαίλαπα, αλλά μέσα στην καταιγίδα ως αντίδραση, ως σανίδα σωτηρίας άνθιζαν οι τέχνες: Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Τέτσης, Ταχτσής, Μπεράτης, Στρατής Τσίρκας και η, και σε παγκόσμιο πεδίο, θεατρική (πάνω από δώδεκα συγγραφείς) συγγραφική ομάδα από τον Καμπανέλλη ως τον Μανιώτη. Αυτών των θεατρικών συγγραφέων και ένα μόνο έξοχο έργο από τον καθένα τους να επιλέξεις, έχουμε μέσα σε μια γενιά δεκαπέντε αριστουργήματα, πράγμα που δεν συναντά κανείς σε καμιά ακμάζουσα ευρωπαϊκή και αμερικανική δραματουργία. Ταυτόχρονα, σχεδόν υποχρεωτικά, άνθισε και μια ελληνική υποκριτική σχολή, ικανή να αρθρώσει έναν έλληνα Λόγον εύφορο και ποικίλο, από τη λαϊκή αργκό έως τον φιλοσοφικό στοχασμό και μια πλούσια πινακοθήκη ανθρώπων και επαγγελμάτων.

Είχα κάποτε προτρέψει νέους δραματολόγους να συνεργαστούν και να εκδώσουν ένα «Λεξικό» θεατρικών ρόλων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ευοδώθηκε το εγχείρημα, αλλά τώρα, στη στέγνα των καιρών, τουλάχιστον ας παρηγορούμαστε με την προίκα του πρόσφατου παρελθόντος. Από την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη ως το «Μπουκάλι» του Ζιώγα και από την «Εξορία» του Μάτεσι έως τα έργα του Μουρσελά και της Αναγνωστάκη διαθέτουμε μια πολιτεία με πολίτες όλου του κοινωνικού, πνευματικού και χαρακτηρολογικού φάσματος. Αν προσθέσει κανείς στο «Λεξικό» και τα πρόσωπα του Ξενόπουλου, του Μελά, των έξοχων κωμωδιογράφων (από τον Ψαθά ως τον Πρετεντέρη) έχουμε μια έξοχη, διακεκριμένη και πρωτότυπη κοινωνία προσώπων της γόνιμης φαντασίας που αποτελούν μοντέλα του ιστορικού πλαισίου του τόπου μας σε έναν αιώνα και μόνο. Από τα έργα του Τερζάκη και του Πρεβελάκη ως τα έργα του Γιαλαμά η θεατρική παροικία είναι μοναδική και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τι συνέβη, φίλοι, και εδώ και λίγα χρόνια το θέατρο ορφάνεψε; Αν δεν υπήρχαν κάποιες τηλεοπτικές σειρές να καλύψουν τη δίψα του κοινού για οικεία κακά και νέες φιγούρες ιθαγένειας, το σκοτάδι θα ήταν απόλυτο. Το περίεργο (ή και ενοχικό;) είναι πως απουσιάζουν, έστω, παραστάσεις έργων της ακμής. Παλιότερα, ως πρόεδρος για λίγο του ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου, είχα προγραμματίσει η Νέα Σκηνή να γαλουχήσει μια νέα γενιά που πεινά και διψά για ελληνική φωνή και ψυχή, να ανεβάζει σαν διαρκή ανθολογία τη σπουδαία νεοελληνική θεατρική γραμματεία, από τον Χουρμούζη και τον Κορομηλά, τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο ως τον Ιωαννόπουλο και τον Θέμελη. Δεν υπήρξε συνέχεια.

Ως διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου οι πτυχιακές εξετάσεις των σπουδαστών ήταν διπλές, μία με το μεγάλο διεθνές ρεπερτόριο από τον Σαίξπηρ ως τον Πίντερ και μία με ελληνικές ιδεολογικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές ιδιαιτερότητες, από τη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου έως τα έξοχα έργα του Διαλεγμένου και του Χρυσούλη και τη νεότατη σπορά του Στάικου και του Μέντη. Εως πριν είκοσι χρόνια ένα νεοελληνικό νέο έργο πρώτα ανέβαινε στη σκηνή, έκανε τη θητεία του και ύστερα έμπαινε ως βιβλίο στη θεατρική βιβλιοθήκης της μνήμης, έτοιμο πάντα να επανέλθει για να αποδείξει τη διαχρονική του αντοχή. Και πολλά αντέχουν ακόμα, ίσως γιατί και την παθογένεια της χώρας συνεχώς καταγράφουν, αλλά και τον διαχρονικά ανθεκτικό ιστό, κοινωνικό και ψυχικό, του Ελληνα αντιμετωπίζουν ανθεκτικά.

Από το «Φιντανάκι» ως τον «Φον Δημητράκη» και από τον «Ιούδα» του Μελά ως τον «Μαρίνο Αντύπα» η κοινωνία του θεάτρου είναι το είδωλο της κοινωνίας που βιώνουμε και που μας πληγώνει. Από την εποχή του Αισχύλου και του Αριστοφάνη ως την εποχή του Σαίξπηρ, του Ιψεν, του Πιραντέλο, του Ιονέσκο, του Κολτές, το θέατρο αποτέλεσε τη μαγνητική τομογραφία της παθογένειας των αδιεξόδων του ανθρώπου ως ατόμου και ως πολίτη. Από τα έξοχα έργα της δεκαετίας του ΄80 προσγειωθήκαμε στην ελληνική σκηνική μουγγαμάρα, αντιμετωπίζοντας με δέος τις κραυγές των πνιγμένων στα ελληνικά σίριαλ που μας θυμίζουν πως κάποτε η χώρα είχε σκηνική φωνή και σκηνικά πάθη να εκθέσει και να ανατάμει και έτσι να διαγνώσει τις ηθικές, πολιτισμικές πνευματικές διαλεκτικές της συνέχειας του δέρματος επιδημίες.

Εχω στη βιβλιοθήκη μου εδώ και λίγο καιρό και διάβασα με προσοχή, λόγω και της πάγιας στέρησης ελληνικών θεατρικών έργων, το δράμα του Κώστα Μεσάρη «Νυχτερινή Περιπλάνηση» (Εκδόσεις Φίλντισι). Ο Μεσάρης είναι ένας έξοχος ηθοποιός και σκηνοθέτης, ευαίσθητος και συχνά απαιτητικός, και από τον εαυτό του και από το σινάφι. Το έργο που αναφέρω είναι άρτιο και μοντέρνο, με την έννοια πως δεν είναι θέατρο χαρακτήρων, αλλά θέατρο ιδεών, νοοτροπιών, παθογενειών του κοινωνικού και πολιτισμικού ιστού. Στον ιδεολογικό πρόλογο, πολύ ορθώς και κυρίως, αναφέρεται πως στο έργο «Υπνοβάτες σε κατάσταση υστερίας, στη νύχτα της Βαβέλ διαφωνούν υστερικά, σχιζοφρενικά, διπολικά και σε όλα, όσα μπορούν, συμφωνούνε… Παίζουν ρόλους, αλλάζουν ρόλους, σα να μη συμβαίνει τίποτε, με τρόπο φυσικό, λογικό, όταν όλα είναι αφύσικα, παράλογα».

Ο θεατρικός ρυθμός επιβάλλεται από μια γραφή πυρετική, επιθετική και θεατρικά, υποκριτικά ερεθιστική. Εικόνες μιας σύγχρονης αδιέξοδης κοινωνικής ασθένειας, ναρκωμένης με πάσης φύσεως και δράσεως ουσίες!

Πηγή: www.in.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com