Ποιητική γλώσσα και μίμηση

Ποίηση εδημιούργησε κι ο νεότερος άνθρωπος· στην Πεζογραφία κατόρθωσε επἰσης αρκετά· αλλ’ όσο για Θέατρο, ζει από ανεξάντλητα υπολείμματα της Αρχαιότητας.

by Times Newsroom
  • ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

ΕΔΩ και λίγα χρόνια, στις παραμονές του πολέμου, περιοδικά κ’ εφημερίδες, που έπαιρναν “συνεντεύξεις”, μας ρωτούσαν συχνά σχεδόν στερεότυπα : “Τι νομίζετε πως είναι Ποίηση ; Πού αρχίζει ; Πού τελειώνει ; Από που αρχίζει το πεζό και το αντικαλλιτεχνικό ; Η Ποίηση είναι άραγε κάτι αιώνιο κ’ εξωκοινωνικό ή βρίσκεται συνυφασμένη με το περιβάλλον και, πιο γενικά, με ορισμένες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας και θα σβήσει ίσως μαζί μ’ αυτές;”

Δε θυμούμαι, – εδόθηκε τάχα ποτέ σ’ αυτά τα ρωτήματα απόκριση τόσο σαφής και τόσο σύντομη, όσο θα μπορούσε να είναι, αν είχαμε στο νου μας την απλή και πανάρχαιαν αριστοτελική ρήση ; Λοιπόν η Ποίηση σταματά, αληθινά, εκεί που σταματά κ’ η μίμηση· από κει και πέρα αρχίζει το αντιποιητικό. Ακόμη και τούτο : η Ποίηση επέζησε από την εποχή της.

Φορώ παλτό, σακάκι, πανταλόνι· αλλ’ όταν γράφω ποίημα, θα ντυθώ “χιτώνα”· φορώ παπούτσι κ’ η “αγάπη” φορεί γοβάκια· αλλ’ όταν γράφω, θα φορέσω κι εγώ κι εκείνη “σαντάλια”. Φωτίζομαι με φως ηλεκτρικό, αλλά στο ποίημά μου θα βάλω “λύχνο”· πατώ στην άσφαλτο, αλλά θα μιλήσω μονάχα για “χώμα”· πηγαίνω με το τραμ και με το ταξί, αλλά θα μου χρειασθεί μόνο το “αμάξι” – που ίσως οι νεότεροι ούτε το ξέρουν. Τα ηλεκτρικά λαμπιόνια μπορώ να τα παρομοιάσω με μάτια που νυστάζουν· ποτέ όμως δεν θα μου έρθει στο νου, ούτε σαν πρωτοτυπία να κάμω το αντίθετο, να παρομοιάσω τα μάτια με ηλεκτρικά λαμπιόνια. Αλλά γιατί; Γιατί προσπαθώ – υποσυνείδητα πάντοτε ίσως, και πάντοτε με την αντίσταση του στρειδιού που κόλλησε στο βράχο, να μην αποσπασθώ από τη μίμηση – να μην απομακρυνθώ από τη φύση. Η άσφαλτος δεν υπάρχει στη φύση· το ηλεκτρικό λαμπιόνι ούτε, κι ακόμη περισσότερο ο ηλεκτρικός διακόπτης κι ο μετρητής του νερού. Είναι αυτά τα ίδια μίμηση της φύσης· η τέχνη είναι τότε μίμηση έμμεση και από δεύτερο χέρι. Μήπως όμως το “σαντάλι”, η “χλαμύδα”, το “χιτώνι”, υπάρχουν μέσα στη φύση αυτούσια ; Αληθινά όχι· ούτε αυτά δεν είναι αντικείμενα καθαυτό φυσικά αλλά έντεχνα. Με απατά όμως η παλαιότης τους – και μου φαίνεται πως σχεδόν είναι. Τα βρήκα άλλωστε πριν από μένα· και τα βρήκα τόσο τριμμένα και ζυμωμένα με ανακατεμένα με τον άνθρωπο, τόσο ανθρωποποιημένα και, θα ’λεγε κανείς, τόσο σχεδόν φυσικά, ωσάν τα χαμόσπιτα και τα εκκλησίδια των αγρών και των βουνών, που δυσκολοξεχώριστα φαίνονται σαν έργα ανθρώπων, μέσα στο φυσικό ρυθμό που επικρατεί ολόγυρά τους, ώστε επάνω τους η απομάκρυνση από τη φύση γίνεται τρόπον τινά κατά σταθμούς, και βήμα προς βήμα. Ωστόσο, το αληθινό πεδίο της Ποίησης είναι μακρύτερα και απ’ αυτά όταν η Ποίηση έβγει στο χώρο της πρώτης, της άμεσης μίμησης. Δηλαδή στη φύση· στα δέντρα, στα νερά, στα βράχια, στη θάλασσα, στο ανθρώπινο σώμα. Δεν ημπορώ να γράψω στο στίχο μου, ή να βάλω στη ζωγραφιά μου, τον ηλεκτρικό συσσωρευτή· τη λάμπα, τη γράφω μα με δισταγμό· το λυχνάρι, το κερί, κάπως πιο θαρρετά· μα, μπροστά στη φυσική φλόγα, που κατακαίει την καρδιά του δρυμώνα αισθάνομαι απόλυτο καλλιτεχνικό θάρρος. Γιατί βρίσκομαι με τη φύση πρόσωπο με πρόσωπο.
Από τη μίμηση προήλθαν και όλα τα “σχήματα του λόγου”. Όπως εμείς, έτσι την αναζητούσαν τη μίμηση κ’ οι αρχαίοι – κι άλλωστε ο Αριστοτέλης δεν έκαμε άλλο, παρά να συνοψίσει τα δεδομένα των παλαιοτέρων του. Τι άλλο είναι η μεταφορά, παρά η αναγωγή μιας έμμεσης μίμησης σε μια μίμηση πιο άμεση και πιο πρωτόγονη – παρά η μεταμόρφωση της πεζής πραγματικότητας σε φυσική ; Όταν γράψω πως “ο πολυέλαιος έβρεχε τη λάμψη του επάνω στα πρόσωπα των συμποσιαστών”, δε ρίχνω επάνω στο μηχανισμό μιας κοσμικής συγκέντρωσης το πρίσμα της βροχής, μιας μεγάλης φυσικής αλήθειας ; Αλλά και το χιτώνι αντί σακάκι, και το κρουστάλλι αντί καθρέφτης, και όλα τ’ άλλα που παραπάνω ανέφερα, μεταφορές παρόμοιες δεν είναι ; Παρόμοιες ποιητικές απάτες – που χρειάζονται για να “δέσει ποιητικά” ένας κόσμος αντιποιητικός.

Έπειτα, η μετωνυμία, η συνεκδοχή. Γράφω το τυφλό ξύλο, αντί να γράψω το καράβι – αναγωγή σε πρώτη μίμηση (κ’ είναι περιττό να πει κανείς πόσο έτσι ζωντανεύει ο λόγος)· γιατί το καράβι είναι το ήδη μιμημένο, το κατεργασμένο, το ανθρώπινο, το αφύσικο – πολύ πιο κατεργασμένο από το ξύλο, που είναι σχεδόν αντικείμενο φυσικό. Αναγωγή στα φυσικά αρχέτυπα είναι η παρομοίωση, η περίφημη εκείνη η Ομηρική – κ’ επάνω σε τούτο, με άλλην άποψη, αλλά με την ίδια γνώμη, ο κ. Ι. Κακριδής έγραψε προ ολίγου καιρού ένα ωραιότατο άρθρο. Οι άνθρωποι που μάχονται με τις τεχνητές των σιδερένιες πανοπλίες παρουσιάζονται “δέμας πυρός αιθομένοιο” – σαν τη φωτιά που καίει και σπιθοβολεί· κι ο ποιητικός Λόγος τονώνεται, απότομα, μ’ ένα ογκώδες φυσικό στοιχείο παρμένο ωμά.

Επάνω σ’ αυτή τη “σειρά των ιδεών” μπορεί κανείς να προβλέψει το τέλος της ποίησης – όπως μπορεί να προβλέψει και το τέλος του ανθρώπου, άμα σωθεί το νερό στη γη ή μειωθεί η ηλιακή θερμότητα. Η ποίηση λιγοστεύει μαζί με τη μίμηση – όσο ο ποιητής απομακρύνεται από τη φύση. Η ποίηση θα σωπάσει, όταν στερηθεί τη στοιχειολογία της· όταν το ποιητικό αίσθημα δε θα βρίσκει γύρω του φθογγολογία για να εκφραστεί.. Όταν στη θέση που έχει η φύση, η σύνθεση, κυριαρχήσει ο ηλεκτρισμός, η ανάλυση· όταν ο άνθρωπος μιλεί με ηλεκτρισμό, γράφει και διαβάζει, βλέπει και ακούει με ηλεκτρισμό, ζεσταίνεται με ηλεκτρισμό και δροσίζεται με ηλεκτρισμό· όταν η φύση δε θ’ αποτελεί παρά έναν – αυθαίρετο και σε σχήμα και σε χρώμα και σε σύνθεση – διάκοσμο, ένα “τοπίο” σχολής για το κάδρο του χαλύβδινου σπιτιού. Τότε βέβαια, ποίηση όπως την ξέρουμε, κι όπως την ηξέραμε, δε θα υπάρχει, εκτός αν γεννηθεί κάτι άλλο.

Είναι άραγε πολύ μακριά αυτή η στιγμή ;

Ίσως όχι τόσο, όσο φαίνεται. Ας σκεφθούμε ότι μέγα μέρος της ποίησης έχει κιόλας χαθεί· τα δυο τρίτα, ή μάλλον, τα τρία τέταρτα του ποιητικού οργάνου έχουν σωπάσει για πάντα, και σχεδόν ο άνθρωπος ξέχασε κιόλας πως ηχούσαν κάποτε : εννοώ τη Θρησκευτική ποίηση, την Επική ποίηση, τη Δραματική ποίηση. Η ποίηση περιορίστηκε στο Λυρισμό. Ένας αφάνταστος, ένας δίχως προηγούμενο πόλεμος στήνεται σήμερα στον κόσμο· κι όμως ο κόσμος της ποίησης μένει ατάραχος, αμέτοχος – σα να μη συμβαίνει τίποτε κ’ η μεταφυσική του ευδαιμονία δεν σκοπεύει να ταραχτεί. Και πώς να περάσουν στο Έπος τα “τανκς” και τα “τετρακινητήρια βομβαρδιστικά”, τα “υποβρύχια” και τα “φλογοβόλα”, τα “τορπιλοπλάνα” και τ’ “ασφυξιογόνα” ;

Το αν βρισκόμαστε κοντά ή όχι στο θάνατο της ποίησης μας το έδειξε, αυτά τα τελευταία χρόνια, κ’ ένα άλλο πιο χειροπιαστό σύμπτωμα – που πολλοί δεν το κατάλαβαν καθόλου (μερικοί το χειροκρότησαν μάλιστα), άλλοι δεν επολυστάθηκαν να το σκεφθούν, κι ολίγοι μόνο ένιωσαν την αληθινή του σημασία. Ήρθε όμως από τη μεριά της Πεζογραφίας μια προειδοποίηση, που κανείς δεν ξέρει αν απομακρύνθηκε σήμερα και πόσο… Εννοώ μια μελαγχολική πιστοποίηση που αφήκαν είκοσι περίπου χρόνια σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Πολλά, πάρα πολλά νεοελληνικά μυθιστορήματα, πολλές εκατοντάδες σελίδες δεν αφήκαν πίσω τους ένα ανθρώπινο τύπο, κάτι ισοδύναμο μ’ έναν ποιητικό άνθρωπο του Καβάφη. Περάσαμε μ’ ενθουσιασμό μαι με θρίαμβο, από την ηθογραφική περίοδο της νεοελληνικής πεζογραφίας, στην περίοδο την κοινωνική, και προπάντων την ψυχογραφική, την ψυχαναλυτική, την κοσμοπολιτική. Και αυτό το πέρασμα έγινε από λογοτέχνες που οι περισσότεροι – ευτυχώς – την είχαν ολόκληρη την πείρα αυτής της ζωής, αλλά και την άνεση να την περιγράψουν – για να μην πω και την άνεση να την ξαναζήσουν εντατικά, αφού σκόπευαν να την περιγράψουν. Είχαν επίσης όλοι τους και την ευκολία να εκδώσουν έργα τους αμέσως.

Το είπα, γράφτηκαν πολλά, πολλά αληθινά έργα – με πάθος, με σύστημα, με αφοσίωση, με τεράστιο μόχθο. Το ύφος, η περιγραφή, η ανάλυση, η λογοτεχνική καταβρόχθιση κι αφομοίωση νέων ενδιαφερόντων και νέων εννοιών, που, την εποχή του Ροΐδη, έξαφνα, θα ήθελαν δεκαετηρίδες για να εγκλιματισθούν στην Ελλάδα, έγινε με άλματα. Η πεζογραφία η πριν από το 1916 φαίνεται εμπρός στη σημερινή ωσάν νάνος. Εμπρός στη σημερινή – που τα έχει όλα, εκτός από ένα· και αυτού του “ενός” “εστί χρεία”. Είναι η Ζωή.

Ήταν λοιπόν η ζωή κολλημένη αναπόσπαστα μαζί με την ηθογραφία ; μαζί με το ειδύλλιο ; Ήταν κολλημένη μαζί με τη μίμηση. Η ηθογραφία και το ειδύλλιο ήταν μίμηση· η ψυχανάλυση δεν είναι.

Η φύση δεν έπλασε τον άνθρωπο εγκεφαλικό, όπως είναι σήμερα, κι όπως τον περιγράφουν. Δεν τον θέλησε διανοούμενο, όπως το νεαρό μυθιστόρημα τον έδωσε. Δεν της αρέσει – είναι η βάση άλλωστε στους συλλογισμούς μου αυτούς – να τον ζήσει στατικόν, μια μηχανή που αναζητεί την ηδονή στην έρευνα του εαυτού της. Εκείνη τον έπλασε υγιά, δυνατόν, γεμάτον ορμές, μεστόν από πάθη που βράζουν, τον έπλασε να κυνηγά σκοπούς και όχι αίτια, να δρα και όχι να σκέπτεται. Αυτός ο άνθρωπος, μικροσκοπικός ίσως, υπάρχει όμως μέσα στην ηθογραφία. Και ο απλοϊκότερος ψαράς που σκύβει στην πετονιά του, για να κερδίσει το φτωχικό του επιούσιο, είναι περισσότερο ενδιαφέρων για την τέχνη, από τον σοφό και τον “τετράσοφο” που αναζητεί τα άμεσα δεδομένα στη συνείδησή του. Γιατί ο ψαράς είναι άνθρωπος φυσικός, κ’ η πεζογραφία που τον περιγράφει, είναι μίμηση από πρώτο χέρι.

Η μεγάλη κ’ ευγενική προσπάθεια της πεζογραφίας είναι χθεσινή μόλις, σημερινή ακόμη. Αλλά υπάρχει σ’ άλλη σφαίρα κι άλλη μεγαλύτερη, αληθινά κλασική· είναι το Θέατρο. Όχι το ελληνικό· το παγκόσμιο.

Ποίηση εδημιούργησε κι ο νεότερος άνθρωπος· στην Πεζογραφία κατόρθωσε επἰσης αρκετά· αλλ’ όσο για Θέατρο, ζει από ανεξάντλητα υπολείμματα της Αρχαιότητας. Η αρχαία Τραγωδία είναι – τι ντροπή !– το πρότυπό μας. Η Τραγωδία – κάτι τόσο παιδαριώδες για την εποχή μας ! Η υπόθεσή της είναι μύθος, η πιθανότητά της απαραίτητη, η λύση της γνωστή από πριν, τα πρόσωπά της ελάχιστα, η τεχνική της αρκετά “φιλολογική – έμμετρος λόγος”! Χορός ! Χορικά !– κι ανύπαρκτη τέλος εκεί η μεγάλη του καιρού μας θεατρική μαγεία, η περίφημη “σκηνοθεσία” Ποιο λοιπόν είναι το θέλγητρό της, εκείνο που κολλά επάνω της την προσοχή μας, σα να ήταν θαύμα όλ’ αυτά τα παιδιάστικα παραμύθια ; Κανένα άλλο : η μίμηση – η άντληση από τα φυσικά ανθρώπινα πάθη. “Τραγωδία εστί μίμησις…”είπε ο Αριστοτέλης.

______________________

  • Πρώτη δημοσίευση: ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Μηνιαίο Λογοτεχνικό Περιοδικό. Διευθυντής : Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Τόμος Ε΄, τεύχος 2, Φεβρουάριος 1944

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ :

Τέλλος Άγρας: στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com