Σχεδία της Μέδουσας | ζωγραφικός πίνακας μεγάλων διαστάσεων του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ..

...ο οποίος προκάλεσε αμηχανία στους καλλιτεχνικούς κύκλους τόσο για το μοντερνισμό του θέματος όσο και για τους αιχμηρούς πολιτικούς υπαινιγμούς του

by Times Newsroom

Η Σχεδία της Μέδουσας (Le Radeau de la Méduse) είναι ζωγραφικός πίνακας μεγάλων διαστάσεων του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ, ο οποίος προκάλεσε αμηχανία στους καλλιτεχνικούς κύκλους τόσο για το μοντερνισμό του θέματος όσο και για τους αιχμηρούς πολιτικούς υπαινιγμούς του. Ο Ζερικώ χρησιμοποίησε ελαιοχρώματα σε καμβά και οι διαστάσεις του πίνακα είναι πραγματικά τεράστιες: 491 x 716 εκατοστά. Απεικονίζει γεγονός, του οποίου τόσο η ανθρώπινη όσο και η πολιτική διάσταση ενδιέφεραν ζωηρά τον ζωγράφο: Το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας “Μέδουσα” (Μéduse) στις ακτές της Αφρικής το 1816. Ο Ζερικώ ερεύνησε το ιστορικό του ναυαγίου σε βάθος: Διάβασε το φυλλάδιο που έγραψαν δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου, επισκέφθηκε τα νοσοκομεία στα οποία είχαν διακομιστεί οι επιζώντες και τα νεκροτομεία στα οποία είχαν μεταφερθεί οι σοροί των νεκρών, έριξε μια σχεδία στη θάλασσα για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στα κύματα[2] και σχεδίασε πολυάριθμα σκίτσα πριν καταλήξει στην τελική του σύνθεση.

Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (πτέρυγα Sully, 2ος όροφος, αίθουσα 61).

Το 1816 η νέα γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένα μικρό στόλο στο λιμένα του Πορ Λουί της Σενεγάλης για να αναλάβει, όπως είχε συμφωνηθεί, την διακυβέρνηση στην ως τότε αγγλική αποικία. Ο στολίσκος αποτελείτο από τέσσερα σκάφη, το μπρίκι Argus, το ανεφοδιαστικό Loire, την κορβέτα Echo και την φρεγάτα Medusa (“Μέδουσα”). Το τελευταίο σκάφος μετέφερε τους επιβάτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος Γάλλος κυβερνήτης Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ (Julien-Desiré Schmalz) και τη σύζυγό του Ρεν (Reine). Συνολικά στο σκάφος αυτό επέβαιναν 400 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 160 μελών του πληρώματος. Κυβερνήτης στη “Μέδουσα” ορίστηκε ο Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ (Hugues Duroy de Chaumereys), ο οποίος δεν είχε κανένα προσόν για να αναλάβει παρόμοια αποστολή, παρά μόνον την γνωριμία του με τον αδελφό του βασιλέα και είχε να ταξιδέψει στη θάλασσα για περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς ποτέ να έχει αναλάβει την διακυβέρνηση πλοίου. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του δυσαρεστήθηκαν με την ανάληψη αυτής της θέσης από τον ντε Σωμερύ, τον οποίο θεωρούσαν απλά έναν ευνοούμενο του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί κλίμα έντασης σε ολόκληρο τον στολίσκο. Ο κυβερνήτης του Loire υποπλοίαρχος ντε Τους (des Touches) αναφέρει σχετικά: «Ο Ντυρουά ντε Σωμερύ ήταν ένας ευγενής αυλικός, αλλά όχι σοβαρά σκεπτόμενος, ενώ θεωρούσε ότι, λόγω της θέσης του, εγώ θα έπρεπε να είμαι υπάκουος υπηρέτης του. Αρχικά του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχα λάβει εσφαλμένη θέση όταν υπηρέτησα τη χώρα μου την περίοδο που αυτός είχε επιλέξει την εξορία. Στη συνέχεια η στάση του απέναντί μου άλλαξε, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό του. Όπως συμβαίνει σε όλους τους μη ικανούς αυλοκόλακες, ήταν εύκολα διαχειρίσιμος.»

Στις 17 Ιουνίου 1816 ο στολίσκος απέπλευσε από το Ροσφόρ του νομού Σαράντ-Μαριτίμ (Rochefort, Charente-Maritime) με προορισμό το Πορ-Λουί της Σενεγάλης. Σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα άλλα σκάφη του στολίσκου, η “Μέδουσα”, λόγω κακής πλοήγησης, βρέθηκε περίπου 100 μίλια εκτός πορείας με συνέπεια στις 2 Ιουλίου 1816 να προσαράξει σε μια σύρτι της δυτικής ακτής της Αφρικής, κοντά στην σημερινή Μαυριτανία. Η προσάραξη αυτή αποδίδεται στην ανικανότητα του ντε Σωμερύ. Όλες οι προσπάθειες αποκόλλησης του σκάφους απέβησαν άκαρπες και αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του με τις σωσίβιες λέμβους. Ωστόσο ο αριθμός και το μέγεθός τους ήταν ανεπαρκή για τον αριθμό των επιβαινόντων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιβίβαση όλων των επιβατών και μελών του πληρώματος σε αυτές. Ως συνέπεια, αποφασίστηκε η κατασκευή μιας σχεδίας, η οποία θα προσδενόταν στις λέμβους προκειμένου να ρυμουλκηθεί από αυτές ως την ακτή. Η σχεδία κατασκευάστηκε, επιβιβάστηκαν περίπου 150 άτομα σε αυτήν, αλλά όταν έπεσε στο νερό όλα τα σχοινιά πρόσδεσής της στις λέμβους κόπηκαν μυστηριωδώς, αν και σύμφωνα με άλλες πηγές ο ίδιος ο Σωμερύ αποφάσισε να κοπούν τα σχοινιά, γιατί η ρυμούλκηση της σχεδίας από τις λέμβους ήταν αδύνατη. Τα 150 άτομα που επέβαιναν στη σχεδία διέθεταν ελάχιστα τρόφιμα και νερό, κανένα μέσο πλοήγησης και ήταν τόσο στριμωγμένοι στη σχεδία που σχεδόν δεν είχαν χώρο να μετακινηθούν. Ο πλους της σχεδίας ήταν πραγματική κόλαση για τους επιβαίνοντες. Μερικοί παρασύρθηκαν από τα κύματα κατά τη διάρκεια καταιγίδων, άλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια μιας βίαιης εξέγερσης, ενώ από την τρίτη ημέρα άρχισαν να παρατηρούνται φαινόμενα κανιβαλισμού. Την έκτη ημέρα οι τραυματίες και οι άρρωστοι ρίχτηκαν στη θάλασσα για να εξοικονομηθούν τα ελάχιστα εφόδια που απέμεναν. Η σχεδία παρασύρθηκε από τα ρεύματα και εξακολούθησε να πλέει για μια ακόμη εβδομάδα, συνολικά δηλ. επί 13 ημέρες, πριν βρεθεί ολοσχερώς κατά τύχη, και περισυλλεγεί από το πλοίο Argus. Το ναυάγιο ξεπέρασε τα όρια μιας καταστροφής λόγω των φαινομένων κτηνωδίας και κανιβαλισμού που έλαβαν χώρα μεταξύ των επιβαινόντων. Από τους 150 περίπου επιβαίνοντες περισυνελέγησαν ζωντανοί μόνον δέκα.

Η γαλλική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για τον διορισμό του ανεπαρκούς Σωμερύ ως κυβερνήτη της “Μέδουσας”, που έγινε με μοναδικό κριτήριο την εύνοια του Λουδοβίκου του 18ου προς αυτόν, αλλά και για τα ανεπαρκή σωστικά μέσα με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η φρεγάτα. Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από την φιλελεύθερη αντιπολίτευση, την οποία ο Ζερικώ βοήθησε δημιουργώντας δύο λιθογραφίες για την εικονογράφηση ενός φυλλαδίου που εκδόθηκε ως “κατηγορητήριο” κατά της κυβέρνησης, το οποίο στηρίχθηκε στις αφηγήσεις δύο επιζώντων.

Η δημιουργία του πίνακα

Εμπνευσμένος από το σημαντικό αυτό επεισόδιο, ο Ζερικώ αποφάσισε να απεικονίσει την μάταιη ελπίδα των ναυαγών: Στο βάθος του πίνακα απεικονίζεται το πλοίο Argus, το οποίο δεν φαίνεται να έχει εντοπίσει τη σχεδία. Ο Ζερικώ, πριν αρχίσει να δημιουργεί τον πίνακα, τον οποίο σκόπευε να παρουσιάσει στο “Σαλόν” του 1819, δαπάνησε σημαντικό χρόνο στην προετοιμασία του. Η επίσκεψή του στους επιζώντες κατέληξε όχι μόνο στην ακρόαση της αφήγησής τους αλλά και στη δημιουργία των σκίτσων τους. Επισκέφθηκε, επίσης, τον ξυλουργό του σκάφους, ο οποίος τού κατασκεύασε ένα μοντέλο της σχεδίας, που χρησίμευσε στον καλλιτέχνη στην δημιουργία των αρχικών σχεδιασμάτων. Στη συνέχεια δημιούργησε κέρινα ομοιώματα στο εργαστήριό του, στο οποίο μελέτησε επίσης μέχρι και πτώματα.

Η πυραμιδοειδής διάταξη των μορφών στον πίνακα. Το Argus σημειώνεται με κίτρινο κύκλο.

Χρησιμοποίησε ως μοντέλα φίλους του και πειραματίστηκε με αρκετά προσχέδια. Αρχικά ο Ζερικώ δεν είχε αποφασίσει σε ποιο επεισόδιο θα εστίαζε τον πίνακά του: Στην εξέγερση που σημειώθηκε, στον κανιβαλισμό, στον ενθουσιασμό της διάσωσης, πριν καταλήξει στο τελικό θέμα. Σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου εκτίθενται δύο από τα σκίτσα του, ενδείξεις της μακράς αυτής προπαρασκευαστικής περιόδου (αριθ. εκθεμάτων RF 2229, RF 1667). Την προπαρασκευή αυτή ακολούθησε περίοδος απομόνωσής του στο εργαστήριο, με κύριο στόχο την κατασκευή του τεραστίων διαστάσεων καμβά, στον οποίο θα ζωγράφιζε τον πίνακα.

Οι μορφές διατάσσονται στον πίνακα σε δύο άνισες πυραμίδες που δημιουργούν τεμνόμενα μεταξύ τους τρίγωνα, συνηθισμένη πρακτική σε πίνακες της εποχής της Αναγέννησης και του μπαρόκ. Ο τρόπος διάταξής τους είναι τέτοιος, ώστε να μεγιστοποιείται η σχέση του θεατή με τον χώρο του πίνακα, από τον οποίο, ωστόσο, απουσιάζει ο “κεντρικός ήρωας”. Ο θεατής ωθείται απευθείας στο κέντρο του έργου και ακολουθεί την προοπτική ροή των μορφών που εμφανίζονται πίσω και δεξιά. Στον ορίζοντα φάνηκε ένα πλοίο (ήταν το Argus και οι επιζώντες προσπάθησαν επί μισή ώρα να τραβήξουν την προσοχή του χωρίς να τα καταφέρουν), η απεικόνιση του οποίου έχει γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι σαφές αν πλησιάζει ή αν απομακρύνεται. Ο Ζερικώ επέλεξε να απεικονίσει αυτήν ακριβώς τη σκηνή της βουβής απελπισίας – μερικοί από τους επιζώντες έχουν γυρισμένη την πλάτη τους προς το πλοίο. Άλλοι πάλι στέκονται και αναμένουν ή προσεύχονται για τη διάσωσή τους. Οι υπόλοιποι προσπαθούν, με απελπισμένες κινήσεις, να τραβήξουν την προσοχή του πλοίου. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, δεδομένης της πολιτικής του τοποθέτησης, το ότι δεν επέλεξε να απεικονίσει την προδοσία του κυβερνήτη της “Μέδουσας” ούτε άλλες σκηνές, όπως η ανταρσία ή ο κανιβαλισμός. Στη σκηνή ωστόσο δεν απεικονίζονται ούτε ανακούφιση ούτε χαρά με την προοπτική της διάσωσης. Στα ωχρά σώματα δίνεται σκληρή έμφαση με στυλ παρόμοιο με το “κιαροσκούρο”, δηλαδή των έντονων αντιθέσεων που δημιουργεί το φως, του Καραβάτζο. Ανάμεσα σε αυτούς που αδιαφορούν (ή δεν έχουν αντιληφθεί) την μακρινή παρουσία του πλοίου είναι δύο μορφές που ανακλούν τη μοναξιά και την απελπισία – ο ένας θρηνεί τον γιο του, ο άλλος θρηνεί την μοίρα του. Οι μορφές αυτές καταδεικνύουν την ρομαντική έμπνευση του Ζερικώ, που αποτελεί το έναυσμα του έργου του. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ναυαγοί της σχεδίας βρίσκονταν επί 13 ημέρες στον ωκεανό χωρίς επαρκείς προμήθειες, απεικονίζονται ως ρωμαλέοι και υγιείς.

Τα δεκαέξι βασικά χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στη δημιουργία του πίνακα

Τα χρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι σκοτεινά και μελαγχολικά, εκτεινόμενα από αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ στα σώματα μέχρι το σκούρο πράσινο και πορφυρό στην απεικόνιση του ουρανού. Η χρήση των έντονων αντιθέσεων (chiaroscuro) ενισχύει τη δραματικότητα της σκηνής. Το τελικό αποτέλεσμα, που αποπνέει κίνηση, συχνά περιγράφεται ως “μπαρόκ” ή Michelangelesque (δηλ. με ισχυρή επίδραση από τον Μιχαήλ Άγγελο). Η σύνθεση είναι σαφώς επηρεασμένη από τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος: Η απεικόνιση των μορφών προσομοιάζει με αυτήν του πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου “Η ημέρα της κρίσεως” (The final judgement) αλλά και την “Μεταμόρφωση” του Ραφαήλ, ενώ η “ατμόσφαιρα” επηρεάζεται από τα έργα του Ζακ-Λουί Νταβίντ και του μαθητή του Νταβίντ Αντουάν-Ζαν Γκρο (Antoine-Jacques Gros), τον οποίο ο Ζερικώ θαύμαζε, και ειδικότερα από τον πίνακα του τελευταίου “The Plague-Stricken in Jaffa”.

Μιχαήλ Άγγελος: Η Ημέρα της Κρίσεως (λεπτομέρεια). Είναι σαφής η ομοιότητα των μορφών των δύο πινάκων.

Η επιρροή του πίνακα προς τον θεατή του προέρχεται τόσο από το μέγεθός του όσο και από την αμεσότητα της απεικονιζόμενης δράσης: Τα εγγύτερα προς τον θεατή σώματα έχουν σχεδόν διπλάσιες διαστάσεις από αυτές του θεατή και, μαζί με την ίδια τη σχεδία, συνωθούνται προς το βασικό επίπεδο της εικόνας. Η απεραντοσύνη του ωκεανού περιορίζεται σε ένα στενό “παράθυρο” προς τον ουρανό και τη θάλασσα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο θεατής να νιώθει πως συμμετέχει στη δράση, σαν να είναι και ο ίδιος επιβαίνων στη σχεδία, και, ως αποτέλεσμα, συμπάσχει με τους επιβαίνοντες σε αυτήν ναυαγούς.

Η έκθεση

Ο πίνακας παρουσιάστηκε στο Σαλόν του Παρισιού το 1819, όπου αποτέλεσε το εξέχον έργο: “Χτυπά στο μάτι και ελκύει τον κάθε επισκέπτη” ανέγραφε η Journal de Paris. Οι κριτικοί, ωστόσο, διχάστηκαν: Ναι μεν η φρικαλεότητα του θέματος του πίνακα ήταν άριστα αποτυπωμένη, αλλά οι “κλασικιστές” τον αποκαλούσαν “ένα σωρό από σώματα”, που πολύ απείχαν από το “ιδεώδες κάλλος” που απεικόνιζε ο πίνακας του Ζιροντέ “Πυγμαλίων και Γαλάτεια” που εκτέθηκε με διθυραμβικές κριτικές το ίδιο έτος. Ο ζωγράφος Μαρί-Φιλίπ Κουπέν (Marie-Philippe Coupin de la Couperie) έγραψε σχετικά: “Ο κ. Ζερικώ μοιάζει να έχει κάνει λάθος. Ο σκοπός του πίνακα είναι να “μιλήσει” στην ψυχή και στην όραση, όχι να προκαλέσει απέχθεια”. Υπήρξαν, βεβαίως, και αρκετοί θαυμαστές του έργου, όπως ο κριτικός Ωγκύστ Ζαλ (Auguste Jal), που εξύμνησε τόσο το πολιτικό της θεματολογίας του πίνακα όσο και τον μοντερνισμό του. Ο ιστορικός Ζυλ Μισελέ (Jules Michelet) προσέθεσε “…όλη η κοινωνία μας επιβαίνει στη σχεδία της Μέδουσας…”

Όταν, το 1819, ο πίνακας εκτέθηκε στο Σαλόν, το οποίο επιχορήγησε ο Λουδοβίκος ο 18ος, ο μη-περιγραφικός τίτλος που αναγραφόταν στον κατάλογο της έκθεσης ήταν “Scene de naufrage” (Σκηνή ναυαγίου), ο οποίος, ωστόσο, δεν ξεγέλασε κανέναν από όσους τον είδαν σχετικά με την προέλευση του θέματος. Στο Σαλόν εκείνο το έτος εκτέθηκαν σχεδόν 1.300 πίνακες, 208 γλυπτά και αρχιτεκτονικά σχέδια. Τρεις ημέρες πριν το άνοιγμα της έκθεσης, ο βασιλιάς την επισκέφθηκε και φέρεται να είπε στον Ζερικώ: “κ. Ζερικώ, το ναυάγιό σας ασφαλώς δεν είναι καταστροφή”. Ο Ζερικώ δεν κατάφερε να βρει αγοραστή για το έργο του, μολονότι το κοινό σε γενικές γραμμές εντυπωσιάστηκε, αλλά υπήρξαν και αρκετοί επισκέπτες που το βρήκαν απωθητικό, με αποτέλεσμα το έργο να μην έχει την απήχηση που πίστευε ο δημιουργός του. Στο τέλος της έκθεσης, το έργο τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο από την κριτική επιτροπή, η οποία ωστόσο απέφυγε να του απονείμει την ύψιστη διάκριση της επιλογής για το Μουσείο του Λούβρου. Ο Ζερικώ ύστερα από την έκθεση αποσύρθηκε στην εξοχή, όπου και κατέρρευσε λόγω εξάντλησης και το έργο του, μη έχοντας αγοραστή, φυλάχθηκε προσωρινά στο εργαστήριο ενός φίλου του.

Όταν ο Ζερικώ συνήλθε, φρόντισε να εκτεθεί ο πίνακάς του στο Λονδίνο το επόμενο έτος (1820). Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Egyptian Hall του Πικαντίλλυ από τις 10 Ιουνίου 1820 ως το τέλος του έτους και τον πίνακα είδαν περίπου 40.000 άτομα. Η υποδοχή του έργου στο Λονδίνο ήταν κατά πολύ θετικότερη σε σχέση με αυτήν στο Σαλόν και θεωρήθηκε ως “αντιπροσωπευτικό μιας νέας κατεύθυνσης στην γαλλική τέχνη”. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν και στον τρόπο με τον οποίο εκτέθηκε στο Λονδίνο: Στο Σαλόν ο πίνακας ήταν κρεμασμένος ψηλά στο Salon-Carré, σφάλμα που αμέσως αντιλήφθηκε ο Ζερικώ όταν ο πίνακάς του τοποθετήθηκε στον εκθεσιακό χώρο του Λονδίνου σχεδόν σε επίπεδο εδάφους, γεγονός που τόνιζε την μνημειακή του επιρροή. Η έκθεση είχε εισιτήριο, γεγονός που απέφερε στον Ζερικώ το ποσόν των 20.000 περίπου φράγκων. Στις αρχές του επόμενου έτους (1821) ο ιδιοκτήτης του εκθεσιακού χώρου Ουίλιαμ Μπάλοκ (William Bullock) εξέθεσε τον πίνακα και στο Δουβλίνο, χωρίς όμως την ανάλογη επιτυχία.

Τελικά ο Ζερικώ βρήκε αγοραστή για το έργο του: Αγοράστηκε από μια ομάδα Γάλλων ευγενών, οι οποίοι σχεδίαζαν να το τεμαχίσουν και να πωλήσουν κάθε τμήμα του χωριστά. Επενέβη η γαλλική κυβέρνηση, η οποία αγόρασε ξανά το έργο, το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, αν και άλλες πηγές αναφέρουν ότι το έργο αγοράστηκε από τους κληρονόμους του δημιουργού (ο Ζερικώ απεβίωσε το 1824) από τον τότε έφορο του Λούβρου κόμητα ντε Φορμπέν, (Louis Nicolas Philippe Auguste de Forbin) ο οποίος το τοποθέτησε στην ειδική αίθουσα που στεγάζεται και σήμερα. Στην επεξηγηματική επιγραφή του έργου αναγράφεται: “Ο μοναδικός ήρωας σε αυτή την οδυνηρή ιστορία είναι η ανθρωπότητα”.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία

  1. Julian Barnes, A History of the World in 10½ Chapters, London, Jonathan Cape, 1989.
  2. Klaus Berger & Thaeodore Gaericault, Gericault: Drawings & Watercolors. New York: H. Bittner and Company, 1946.
  3. Albert Boime, Art in an Age of Counterrevolution 1815–1848, University of Chicago Press, Chicago, 2004.
  4. Lorenz Eitner, 19th Century European Painting: David to Cézanne, Westview Press, 2002.
  5. Lorenz Eitner, Gericault’s ‘Raft of the Medusa, Phaidon, New York, 1972
  6. Darcy Grimaldo Grigsby, Extremities: Painting Empire in Post-Revolutionary France, Yale University Press, 2002.
  7. Jonathan Miles, The Wreck of the Medusa: The Most Famous Sea Disaster of the Nineteenth Century, Atlantic Monthly Press, 2007.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή