Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873 – 1943) Ρώσος συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας

Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ού αιώνα, εξ αιτίας των εξαιρετικών τεχνικών δυνατοτήτων του. Υπάρχουν πολλές ηχογραφήσεις με τον ίδιο να εκτελεί έργα δικά του αλλά και άλλα σημαντικά έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.

by Times Newsroom

Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ (Сергей Васильевич Рахманинов‎· 1 Απριλίου 1873, Διαμέρισμα Σταρορούσκι – 28 Μαρτίου 1943, Μπέβερλι Χιλς) ήταν Ρώσος συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ού αιώνα, εξ αιτίας των εξαιρετικών τεχνικών δυνατοτήτων του. Υπάρχουν πολλές ηχογραφήσεις με τον ίδιο να εκτελεί έργα δικά του αλλά και άλλα σημαντικά έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου. Η ποιότητα των συνθέσεών του συχνά αμφισβητήθηκε, παρ’ όλο που η δημοτικότητά του ήταν πολύ μεγάλη. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, 4 κοντσέρτα για πιάνο, 3 συμφωνίες, 2 σονάτες για πιάνο και 3 όπερες. Το ύφος των περισσότερων συνθέσεών του είναι το ύφος του ύστερου ρομαντισμού, συγγενικό με τη μουσική του Τσαϊκόφσκι, αλλά διακρίνονται και επιδράσεις από τον Σοπέν και τον Λιστ.

Παιδικά χρόνια και σπουδές

Γεννήθηκε στο Σεμιόνοβο, κοντά στο Νόβγκοροντ, στη βορειοδυτική Ρωσία και ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά μιας αρκετά εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του, Βασίλι Ραχμάνινοφ, ήταν αξιωματικός του Ρωσικού στρατού (εν αποστρατεία όταν γεννήθηκε ο Σεργκέι) και η μητέρα του κόρη στρατηγού, η οποία είχε προικοδοτήσει το σύζυγό της με μεγάλες εκτάσεις γης και ακίνητα. Ο Βασίλι Ραχμάνινοφ εξ αιτίας του πάθους του για τη χαρτοπαιξία, οδηγήθηκε σε οικονομική καταστροφή το 1882, κατασπαταλώντας την περιουσία της γυναίκας του και το 1882 αναγκάστηκε να πουλήσει και το τελευταίο οικογενειακό κτήμα στο Όνεγκ και να μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι στην Αγία Πετρούπολη.

Ο Βασίλι Ραχμάνινοφ ήταν η αιτία για μια αλυσίδα ψυχολογικών τραυματικών εμπειριών στη ζωή του Σεργκέι, οι οποίες διαμόρφωσαν καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του καθώς και την ανάγκη να εκφράζεται μέσω της σύνθεσης.

Εκείνη την εποχή η Αγία Πετρούπολη μαστίζεται από επιδημία διφθερίτιδας. Τρία από τα αδέλφια του Σεργκέι –μεταξύ των οποίων και ο ίδιος- προσβάλλονται αμέσως. Και αν ο Σεργκέι και ο αδελφός του Βλαντιμίρ διαφεύγουν τον κίνδυνο, ο τραγικός θάνατος της αδελφής του Σοφίας δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον κλονισμένο γάμο των γονιών του.

Εκεί στην Αγία Πετρούπολη γράφεται στο Ωδείο με υποτροφία. Αρχικά δεν ενδιαφερόταν για τη μουσική και οι επιδόσεις του ήταν κακές, όμως με τη συμβουλή του πιανίστα Αλεξάντρ Ζιλότι, που ήταν ξάδερφος του και είχε υπάρξει μαθητής του Φραντς Λιστ, η μητέρα του τον έγραψε στην τάξη πιάνου του Νικολάι Ζβέρεφ, στο Ωδείο της Μόσχας και μετακομίζει στο σπίτι του Ζβέρεφ, ο οποίος προσέφερε στέγη σε ταλαντούχους μαθητές του, και μάλιστα δεν ζητούσε αμοιβή για τη διδασκαλία του.

Ήταν όμως απαιτητικός δάσκαλος και είχε επιβάλει αυστηρή πειθαρχία στους μαθητές. Το 1888 ο Ραχμάνινοφ άρχισε να φοιτά στην προχωρημένη τάξη πιάνου του Ζιλότι και παράλληλα να αφιερώνεται στη σύνθεση. Την ίδια περίοδο έφυγε από το σπίτι του Ζβέρεφ επειδή εκεί δεν είχε την απαραίτητη ησυχία να συγκεντρωθεί στη σύνθεση.

Πρώτες επιτυχίες

Το 1891 αποφοίτησε από την τάξη πιάνου και ένα χρόνο αργότερα από την τάξη σύνθεσης, ενώ είχε ήδη ολοκληρώσει το 1ο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα. Για την αποφοίτησή του από την τάξη της σύνθεσης του ανατέθηκε να γράψει τη μονόπρακτη όπερα Αλέκο. Η εξεταστική επιτροπή ενθουσιάστηκε τόσο από το αποτέλεσμα, που του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο. Η πρεμιέρα της όπερας έγινε στις 27 Απριλίου 1893 και το έργο έγινε δεκτό με ευνοϊκές κριτικές.

Η επιτυχία του διακόπηκε προσωρινά μετά την πρεμιέρα της 1ης Συμφωνίας, στις 15 Μαρτίου 1897 στην Αγία Πετρούπολη, υπό τη διεύθυνση του Αλεξάντρ Γκλαζούνοφ, για τον οποίον λέγεται ότι διηύθυνε το έργο μεθυσμένος. Η υποδοχή του έργο από τους κριτικούς ήταν αρνητική και προκάλεσε στον συνθέτη μεγάλη απογοήτευση που εξελίχθηκε σε κατάθλιψη. Τότε διέκοψε προσωρινά την ενασχόληση με τη σύνθεση και εργαζόταν μόνο ως διευθυντής ορχήστρας, ενώ παράλληλα υποβαλλόταν σε ψυχοθεραπεία μέσω υπνωτισμού από τον πρωτοπόρο τότε Νικολάι Νταλ. Τα αποτελέσματα της θεραπείας ήταν άμεσα και σύντομα άρχισε να επεξεργάζεται το 2ο κοντσέρτο για πιάνο, που παρουσιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1901 υπό τη διεύθυνση του Ζιλότι, με τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο, και είναι ακόμα και σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του.

Ο γάμος του

Το άγαλμα του Ραχμάνινοφ στο Νόβγκοροντ.

Στις 29 Απριλίου 1902 παντρεύτηκε την εξαδέλφη του, Νατάλια Σάτινα. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την Ιρίνα και την Τατιάνα. Κατά το μήνα του μέλιτος, το ζευγάρι επισκέπτεται τη Βιέννη, τη Βενετία, τη Λουκέρνη και το Μπαϊρόιτ, όπου παρακολουθούν έργα Βάγκνερ. Τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι ο Ραχμάνινοφ τις αποτυπώνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, συνθέτοντας τα Δώδεκα Τραγούδια έργο 21 και μετά το ταξίδι μέσα από τα δύο μεγάλα έργα του για σόλο πιάνο, τις Παραλλαγές σε ένα θέμα του Σοπέν έργο 22 και τα Πρελούδια έργο 23.

Η επιστροφή

Το 1904 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή ορχήστρας στο Θέατρο Μπολσόι. Παρέμεινε στη θέση αυτή για δύο χρόνια˙ ήταν αυστηρός διευθυντής και πολύ επιτυχημένος και οι κριτικές για τις συναυλίες του ήταν πολύ θετικές. Από το 1906 και για τα δύο επόμενα χρόνια ο συνθέτης και η η οικογένεια περνούσαν τους χειμερινούς μήνες στη Δρέσδη. Εκεί συνέθεσε την 2η Συμφωνία op. 27 σε Μι ελάσσονα, την 1η Σονάτα op. 28 σε Ρε ελάσσονα και το Συμφωνικό ποίημα Το νησί των νεκρών, το οποίο εμπνεύστηκε από τον ομώνυμο πίνακα του Arnold Böcklin.

Το 1909 επέστρεψε στη Ρωσία για να εγκατασταθεί οριστικά και παράλληλα άρχισε να προετοιμάζεται για περιοδεία στις Η.Π.Α.. Για τον σκοπό αυτό συνέθεσε το 3ο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, που έγινε αμέσως ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η Ρωσία αποκόπηκε από την υπόλοιπη Ευρώπη και οι περιοδείες του συνθέτη διακόπηκαν. Όταν, τον Δεκέμβριο του 1917, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έλαβε μια πρόσκληση για συναυλίες στη Σουηδία, χωρίς να διστάσει εγκατέλειψε τη Ρωσία με την οικογένειά του, δεν γνώριζε όμως ότι δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψει.

Μετανάστευση στις Η.Π.Α.

Έπειτα από εμφανίσεις στη Σουηδία και τη Δανία είχε πολλές προσκλήσεις για να εμφανιστεί ως διευθυντής ορχήστρας στις Η.Π.Α. Δεν αποδέχθηκε όμως καμμία μόνιμη θέση και προτίμησε να εργάζεται ελεύθερα ως πιανίστας. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική το 1918 και έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους και πιο καλοπληρωμένους βιρτουόζους της εποχής τους. Αυτό του προσέφερε μεγάλη οικονομική άνεση που του επέτρεπε να ζει με πολυτέλεια. Η νοσταλγία όμως όλης της οικογένειας για την πατρίδα τους ήταν μεγάλη. Ζούσαν αποτραβηγμένοι, δεν είχαν επαφές με τα Μέσα και οι γνώσεις του στην αγγλική γλώσσα παρέμειναν περιορισμένες.

Το 1930 αγόρασε στην Ελβετία μια μεγάλη έκταση και έκτισε μια πολυτελή βίλα την οποία ονόμασε Σεναρ (=Σεργκέι + Νατάλια Ραχμάνινοφ). Εκεί περνούσε τους καλοκαιρινούς μήνες και μόνο εκεί μπόρεσε να ασχοληθεί συστηματικά με τη σύνθεση. Αγάπησε την Ελβετία σαν δεύτερη πατρίδα του, όμως αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τελευταία χρόνια και θάνατος

Ο τάφος του Σεργκέι Ραχμάνινοφ.

Το 1942 εγκαταστάθηκε στο Μπέβερλυ Χιλς και τον Φεβρουάριο του 1943 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Έδωσε το τελευταίο ρεσιτάλ του στις 17 Φεβρουαρίου 1943. Πέθανε από καρκίνο στις 28 Μαρτίου 1943 στο Μπέβερλυ Χιλς, λίγες μέρες πριν τα εβδομηκοστά γενέθλιά του. Τάφηκε στο κοιμητήριο Kensico της Νέας Υόρκης.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή