Στοιχεία του δυτικού μουσικού πολιτισμού στον υπόδουλο ελληνισμό από την Άλωση ώς το 1821

Σ’ όλον τον ελλαδικό χώρο κυκλοφορούσαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. διάφορες δυτικές μελωδίες, συνδυασμένες με τους στίχους διαφόρων επαναστατικών τραγουδιών του Ρήγα Φεραίου, του Παναγιώτη Ανδρόνικου και του Κοραή.

by Times Newsroom
  • Μ.Φ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ του χριστιανικού Μεσαίωνα επηρεάζεται βέβαια από τα τοπικά ιδιώματα, κατά βάση όμως, διατηρεί ένα ενιαίο μελωδικό και ρυθμικό ύφος. Παρατηρούνται ιδιαίτερα πολλές ομοιότητες ανάμεσα στο γρηγοριανό και το βυζαντινό μέλος. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στα πολλά μουσικά δάνεια που έκαναν κατά καιρούς από τους Βυζαντινούς ιδίως οι Ιταλοί κι οι Γάλλοι, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι όλα τα χριστιανικά μέλη – ανατολικά και δυτικά – βλάστησαν από την ίδια ρίζα.

Μετά το 12ο αι. οι δυτικοί μουσικοί αποκόβονται βαθμιαία από την παραδοσιακή “μονοφωνία” και προσανατολίζονται προς τη νεωτεριστική “πολυφωνία”. Αντίθετα, οι Βυζαντινοί δεν έλκονται ιδιαίτερα από την πολυφωνία και συνεχίζουν να δουλεύουν με τα γνώριμα υλικά που τους προσφέρει η παράδοση.

Η πρώτη περιοχή με ελληνικό πληθυσμό που έρχεται σ’ επαφή με τη δυτική πολυφωνία είναι η φραγκοκρατούμενη Κύπρος (1192 – 1489). Οι τελευταίοι από τους Γάλλους ηγεμόνες της (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.) διατηρούσαν στην αυλή τους χορωδούς κι οργανοπαίχτες που εκτελούσαν πολυφωνικά έργα στο σύνθετο κι αρμονικό ύφος της ars nova (1300 – 1400). Δυστυχώς όμως δεν ξέρουμε τίποτε για την εντύπωση που προξένησε η μουσική αυτή στους ντόπιους ή για την επίδραση που μπορεί να είχε πάνω τους.

Την ίδια περίπου εποχή καταβάλλονται οι πρώτες προσπάθειες για τον εμπλουτισμό του βυζαντινού μέλους με συνθέσεις γραμμένες κατά τα πρότυπα της δυτικής πολυφωνίας. Τα κομμάτια αυτά επειδή είναι δίφωνα, ονομάζονται από τους συνθέτες τους “διπλά μέλη”. Στους συνθέτες αυτούς συγκαταλέγονται ο Μανουήλ Γαζής (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.) κι ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός, Κρητικός ιερέας με ενωτικά φρονήματα που έγινε γνωστός και σαν Ιωσήφ επίσκοπος Μεθώνης (1429 – 1500).

Το “διπλό μέλος” χαρακτηρίζεται από μια συνηχητική γύμνια και σκληρότητα, που θυμίζει περισσότερο τις παρτιτούρες της πρώιμης ρωσικής εκκλησιαστικής διφωνίας του 15ου και 16ου αι., παρά τα επιβλητικά τρίφωνα και τετράφωνα ηχητικά οικοδομήματα της ars nova. Οι δημιουργοί του “διπλού μέλους” δεν είναι πιθανό να κατείχαν τους στρυφνούς κανόνες της πολυφωνικής γραφής της εποχής τους. Αλλά η απλότητα του ύφους τους δε θα πρέπει ν’ αναζητηθεί τόσο στην έλλειψη αυτή, όσο στο γεγονός ότι ενδέχεται να φιλοδοξούσαν να διαμορφώσουν ένα αυτόνομο πολυφωνικό σύστημα που θα ταίριαζε με την αυστηρότητα και μυστικοπάθεια της ορθόδοξης λατρείας. Η σπουδαιότερη μελέτη για το “διπλό μέλος”, που διαθέτουμε ώς τώρα δημοσιεύτηκε από το Μιχάλη Αδάμη στα Πρακτικά τού 11ου Συνεδρίου της Διεθνούς Μουσικολογικής Εταιρείας, που έγινε στην Κοπεγχάγη το 1972.

Στα βυζαντινά μουσικά χειρόγραφα της εποχής των Παλαιολόγων συναντούμε κι άλλα μέλη επηρεασμένα από τη δυτική μουσική, εκτός από τα “διπλά” που αναφέραμε πιο πάνω. Πρόκειται για τα λεγόμενα “Φράγκικα” και “Δυτικά”, που δανείζονται ορισμένα μελωδικά στοιχεία από τη δυτική μουσική, χωρίς να υιοθετούν την πολυφωνία της. Τέτοια μέλη (κυρίως Χερουβικά) έγραψαν ανάμεσα σ’ άλλους οι Μανουήλ Αγαλλιανός και Ιωάννης Γλυκύς, που άκμασαν στις αρχές του 14ου αι.

Η εισαγωγή μουσικών στοιχείων από τη Δύση στον ελλαδικό χώρο συνεχίζεται και μετά την Άλωση. Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται κυρίως στις περιοχές με ελληνικό πληθυσμό που κατέχονται από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, στην Κρήτη του 16ου και 17ου αι. η επαφή με τους Δυτικούς ευνοεί την ανάπτυξη μιας ιδιόρρυθμης εκκλησιαστικής μουσικής, που αν και εμφανίζεται στα χειρόγραφα σα μονοφωνική, ήταν στην πράξη πολυφωνική. Δηλαδή η γραμμένη μελωδία, που την έψαλλε ο πρωτοψάλτης, ξετυλίγονταν πάνω σ’ένα άγραφο, πολυφωνικό φόντο, που το έψαλλε η χορωδία. Ο αυτοσχεδιασμός της χορωδίας δεν ήταν καθόλου αυθαίρετος, αλλά ακολουθούσε ορισμένους παραδοσιακούς κανόνες που είχαν διαμορφωθεί βαθμιαία κάτω από την επίδραση της δυτικής μουσικής, όπως αντηχούσε στους βενετσιάνικους ναούς της Κρήτης.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους στα 1669, η εκκλησιαστική μουσική της μεταφυτεύεται στα Επτάνησα, όπου εξακολουθεί να καλλιεργείται, τόσο από τους πρόσφυγες που φθάνουν εκεί από την Κρήτη, όσο κι από τους ίδιους τους Επτανήσιους. Η μουσική αυτή ονομάζεται στη νέα της πατρίδα “Κρητική” και εξακολουθεί, όπως και στη γενέτειρά της, να γράφεται μονοφωνικά και να ψάλλεται πολυφωνικά.

Οι τρεις κυριότερες εστίες καλλιέργειας της “Κρητικής” μουσικής στα Επτάνησα είναι η Κέρκυρα, η Ζάκυνθος κι η Κεφαλλονιά. Η εξέλιξή της στο καθένα από τα τρία αυτά νησιά ποικίλλει. Στην Κεφαλλονιά όμως, ο Σπυρίδων Δαφαράνας (1760 – 1845) με τους πολυάριθμους μαθητές και οπαδούς του την αντικαθιστούν ουσιαστικά με ένα νέο δικό τους μέλος που περιέχει περισσότερα βυζαντινά στοιχεία. Το μέλος αυτό ονομάστηκε “Βυζαντινοκεφαλληνιακό” κι ο τελευταίος σημαντικός συνθέτης του θεωρείται ο Χαράλαμπος Μοσχόπουλος (1852 – 1913).

Η πρώτη προσπάθεια για την καταγραφή του αρμονικού φόντου της “Κρητικής” μουσικής έγινε γύρω στα 1800 από τον κατά χρονολογική σειρά δεύτερο ανώνυμο γραφέα του χειρογράφου Add 2936 της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης του Καίημπριτζ. Αλλά δυστυχώς, πρόκειται για μια προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε. Ο καταγραφέας μετά την κύρια φωνή (σοπράνο) καταγράφει τον τενόρο, ως λίγο πριν από το τέλος. Αλλά στη συνέχεια εγκαταλείπει την προσπάθειά του, αφήνοντάς μας μάλιστα σε αμφιβολία αν το κομμάτι που αποτυπώνει (Ψαλμός 108) είναι τελικά δίφωνο, τρίφωνο ή τετράφωνο. Η σπουδαιότερη έντυπη πηγή για τη μελέτη του Κρητοεπτανησιακού μέλους και του αρμονικού του συστήματος είναι η “Λειτουργία του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου κατά το εν Ζακύνθω επικρατούν μουσικόν ιδίωμα” του Σ. Καψάσκη (Αθήνα 1963).

Η συμβίωση Ελλήνων και Βενετών στην Κρήτη και τα Επτάνησα είχε σαν αποτέλεσμα να γίνουν εκεί από νωρίς γνωστά και διάφορα δυτικά μουσικά όργανα, όπως το βιολί, η κιθάρα, το λαούτο, το τσέμπαλο κ.ά. Εξάλλου, ειδικά στα Επτάνησα, η συμβίωση αυτή συντέλεσε στη διάδοση ορισμένων δυτικών χορών (Pas de deux, Rigaudon, Gaillarde) και πολυφωνικών τραγουδιών με δυτικότροπη εναρμόνιση (καντάδα, αριέτα, αρέκια, σερενάδα). Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το τραγούδι που είναι γνωστό σήμερα στον τόπο μας σαν “καντάδα” δε διατηρεί σχεδόν κανένα ίχνος από τη νοστιμιά, τη φρεσκάδα, τη γνησιότητα και την αυθορμησία της αυθεντικής καντάδας.

Στον υπόδουλο ελληνισμό της περιόδου 1453 – 1821 η πολυφωνική ψαλτική δεν εξασκήθηκε αποκλειστικά από τους ψάλτες των βενετοκρατούμενων νησιών μας, αλλά δοκιμάστηκε, ίσως και με κάποια επιτυχία, στις αρχές του 18ου αι. σε ορισμένες ελληνικές εκκλησίες των Ιεροσολύμων. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγούν τα 19 δείγματα ελληνικής εκκλησιαστικής πολυφωνίας που βρέθηκαν πρόσφατα από τον Μ. Χατζηγιακουμή στον κώδικα 578 της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης των Ιεροσολύμων (αρχές 18ου αι.).

Σημαντική εισροή δυτικών μουσικών στοιχείων παρατηρήθηκε προς το τέλος της ίδιας εποχής ανάμεσα στους Τουρκοκρατούμενους προγόνους μας. Μελετώντας την ιστορία τους από τα κείμενα των ξένων περιηγητών που τους επισκέφθηκαν, ιδίως στην προεπαναστατική περίοδο, μένουμε αρκετές φορές έκπληκτοι με την αγάπη που έδειχναν για τη δυτική μουσική και τους χορούς της. Διαπιστώνουμε π.χ. ότι οι Φαναριώτισσες του 1768 χόρευαν μινουέτο και καντρίλιες “με χάρη και ακρίβεια”. Ότι οι Αθηναίοι του 1820-21 χόρευαν βαλς. Ότι οι Ροδίτες του 1816-20 μελοποιούσαν τα ποιήματα του Αθανάσιου Χριστόπουλου στο ύφος της δυτικής μουσικής και τα εκτελούσαν υπό τους ήχους της δυτικής θεόρβης. Ότι το 1811 ο εύπορος Γιαννιώτης Νικόλαος Βρετός φιλοδοξούσε να ιδρύσει στα Γιάννενα ένα θέατρο όπου θα παρουσίαζε ιταλικές όπερες. Κι ότι σ’ όλον τον ελλαδικό χώρο κυκλοφορούσαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. διάφορες δυτικές μελωδίες, συνδυασμένες με τους στίχους διαφόρων επαναστατικών τραγουδιών του Ρήγα Φεραίου, του Παναγιώτη Ανδρόνικου και του Κοραή.

Τέλος σημειώνω ότι το πιάνο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ηπειρωτική Ελλάδα, όχι όπως πιστεύεται στα χρόνια του Όθωνα, αλλά το 1802. Το είχε φέρει μαζί της η γυναίκα του Ελγίνου για να περνάει ευχάριστα τις ώρες της, όταν ο άντρας της θα ήταν απασχολημένος με το γκρέμισμα του Παρθενώνα.

  • Πηγή: Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη. 2 Αθήνα 1978.

Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης είναι μουσικολόγος και βυζαντινολόγος. Γεννήθηκε το 1934 στην Αθήνα. Σπούδασε πιάνο, ανώτερα θεωρητικά με τον συνθέτη Ι. Α. Παπαϊωάννου, βυζαντινή μουσική με τον Ι. Μαργαζιώτη και παρακολούθησε για δύο χρόνια τη Σχολή Παραδοσιακής Μουσικής του Σίμωνα Καρά (1958-60). Μετά το τέλος των σπουδών του στην Αθήνα το 1962, πήγε με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αγγλία, όπου παρακολούθησε, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, μαθήματα μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με επιβλέποντα καθηγητή τον Egon Wellesz. Επιστρέφοντας το 1964 από την Αγγλία διορίστηκε καθηγητής μουσικής και υπεύθυνος του μουσικού τμήματος του Γυμνασίου-Λυκείου του Κολλεγίου Αθηνών, θέση από την οποία απεχώρησε το 1988. Από το 1970 έως το 2003 δίδαξε Γενική Ιστορία της Μουσικής στο Ωδείο Αθηνών κι από το 1975 είναι υπεύθυνος του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που ίδρυσε η Μέλπω Μερλιέ το 1930. Έχει στο ενεργητικό του πολλές δημοσιεύσεις μουσικολογικού περιεχομένου (βιβλία, δίσκοι, άρθρα), έχει λάβει μέρος σε διεθνή μουσικολογικά συνέδρια –δίνοντας διαλέξεις σε Ελλάδα και εξωτερικό– και είναι μέλος της Διεθνούς Μουσικολογικής Εταιρείας. Για την προσφορά του στη μουσική ζωή του τόπου, βραβεύτηκε το 1991 από την Ακαδημία Αθηνών.

Πηγή: Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ: www.mla.gr

 

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com