Τα όχι τού ‘ΝΑΙ’

Ο συγγραφέας καταγράφει με σαρωτική αφοπλιστικότητα τα λείψανα των άστρων από αυτήν την λυσσαλέα σχέση μαμάς-κόρης· δεν αποσιωπά, δεν παραπλανά, δεν ωραιοποιεί τίποτα. Με σπάνια εντιμότητα ξεσκίζει άφοβα γελοίους καθωσπρεπισμούς ορμώντας στο μεδούλι μιας σκληρής πραγματικότητας.

by Times Newsroom

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

Τα όχι τού ΝΑΙ’

Εκδόσεις Οδός Πανός. ISBN 978-960-477-379-4

«-Εμένα να με λες Ρίτα, είπε η μαμά Μαργαρίτα.

-Κι εμένα Μαργαρίτα, είπε η κόρη Μαργαρίτα.»

  • Γράφει η Ντία Θεοδωροπούλου*

Διαβάζοντας ξανά και ξανά, για πολλοστή φορά από τότε που εκδόθηκε, ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’, τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, το βλέμμα μου και η καρδιά μου σκοντάφτουν πυρετικά, με τον ίδιο πάντα πρώτο σφυγμό, στην πανάκριβη στέγη αυτού τού βιβλίου· την απλότητα και την αλήθεια. Στη μοναδική αμεσότητα και την απέραντη ζωντάνια που κάνει να φυτρώνουν τώρα, μπροστά μας οι δυο Μαργαρίτες συγγραφείς -μαμά και κόρη- η Μαργαρίτα Λυμπεράκη και η Μαργαρίτα Καραπάνου, και πετυχαίνει να μας κάνει να δούμε τα πέταλά τους να πάλλονται, ν’ ανθίζουν και να μαδάνε μ’ έναν ρεαλισμό και μια καθαρότητα συγκλονιστική.

Η άγρια, απαλλαγμένη από φτιασίδια κι αντανακλάσεις τρυφερότητα τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, ορμά με συνέπεια και σεβασμό στην πότε αναίμακτη και πότε σαρκοβόρα καθημερινότητα με την φίλη του Μαργαρίτα Καραπάνου, την περίοδο που εκείνη έγραφε το μυθιστόρημά της, το ‘ΝΑΙ’ -όπου τον έκανε κεντρικό της ήρωα, ως ψυχίατρο Ice– αποκαλύπτοντας με χιούμορ, αγάπη, ευαισθησία αλλά και με σπανίως γενναία γύμνια, μοναδικές ρωγμές και θραύσματα τής σπουδαίας συγγραφέως. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος την μαλώνει, την φροντίζει, γίνεται μάτια και αυτιά τρυφερά για να ξεχυθούν οι λύκοι και οι υπνοβάτες απ’ το στόμα της, με μιαν εκπληκτικά διάφανη ανάσα· τόσο που δεν πάει άλλο. Τόσο που το βιβλίο αυτονομείται πια: Υπερβαίνει τα πρόσωπα και γίνεται ένας μοναδικός καθρέφτης που ντύνει και ξεγυμνώνει τον καθένα μας ξεχωριστά· μέχρι και τον πιο δύσπιστο και αμυντικό αναγνώστη. Τα λόγια, οι διάλογοι, οι σιωπές, τα αστεία, τα τσιγάρα, ο καφές στο διαμέρισμα τής Μαργαρίτας Καραπάνου στη Δεξαμενή, μεταμορφώνονται απ’ τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο σ’ ένα συγκλονιστικό, ολοζώντανο παρόν, σε σπαράγματα ζωής με πυρήνα τους τα πιο ακριβά υλικά: Την αλήθεια και την αγάπη. Γι’ αυτό ‘Τα Όχι τού ΝΑΙ’ είναι ένα βιβλίο που κουβαλά κάτι εντελώς δικό του, ολοκληρωμένο και άχρονο: Γιατί δεν φωνάζει, δεν επιδεικνύει, δεν ποτίζει με γλυκερά γιατροσόφια τις δυο Μαργαρίτες. Αντίθετα· άλλοτε με το κοφτερό του χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό κι άλλοτε με την άβυσσο να φτάνει ως τα γόνατά μας, γίνεται ζωή και παρόν και τέχνη. Τέχνη που είναι πάντα εκεί· δίχως να εκβιάζει τίποτα μες στην απλότητα και στην εντιμότητά της.

*

«Aν μπεις στον κόπο να είσαι η Μαργαρίτα, τότε θα σε πλησιάζουν όλοι επειδή είσαι η Μαργαρίτα».

«Μα μαμά, ποια Μαργαρίτα; Η Μαργαρίτα εγώ, ή η Μαργαρίτα εσύ; Αν μαδηθώ θα σού μοιάσω; Αν μαδηθώ θα με φροντίσεις; Αν αρρωστήσω θα γυρίσεις;»

«Γράφε μου, τζιτζίκι μου…»

«Αν γράψω θα σωθώ; Αν γράψω θα γεννηθώ; Γεννήθηκα Ιούλιο, λυκόφως, αστερισμός καρκίνος. Όταν με φέρανε για να με δει, γύρισε προς τον τοίχο».

«…Δεν κατάφερες να σπάσεις αυτόν τον μολυσμένο κύκλο. Δεν γεννήθηκες Μαργαρίτα…»

*

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, με την κοφτερή σαν αίμα διεισδυτικότητά του, συνομιλεί ισότιμα δίχως κανένα φρένο ούτε δεύτερες σκέψεις με τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Τρυπώνει στα πιο αβυσσαλέα πηγάδια τής ‘Κασσάνδρας’, τού ‘Υπνοβάτη’, τού ‘Rien ne va plus’, ανασύροντας στο φως δαίμονες και αγίους, στα σπλάγχνα μιας αβάσταχτης καθημερινότητας, το καλοκαίρι τού 1999: Όταν η Καραπάνου μεταφράζει στα γαλλικά το βιβλίο ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ τού Αδαμόπουλου, και αρχίζει να γράφει το δικό της ‘ΝΑΙ’ ξεχύνοντας, πρώτη φορά, στο φως τα στραγγαλισμένα μέλη της από την διπολική διαταραχή της. Παράλληλα εκκολάπτονται ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’· σαν φίδι-έμβρυο μέσα στους καλογυαλισμένους καθρέφτες, στη χαλασμένη μήτρα τής σιωπής. Είδωλα και κάτοπτρα ξεκοιλιάζονται, εξερευνώνται δύσοσμοι οχετοί γεμάτοι ξερατά και θανάτους, λύκοι που απλώνουν τα χέρια. Κασσάνδρες – σκορπιοί ορθώνονται σαν γιγαντιαίοι σκελετοί στα τρεμάμενα χείλη και αποκτούν μορφή. Σαν καταδίκη και σαν γιορτή, το πεινασμένο βρέφος-Μαργαρίτα σπαρταράει, κρυώνει, μιλάει…

Και οι ενήλικοι διάλογοι των δύο συγγραφέων γίνονται συγκλονιστικοί κάποιες στιγμές:

«-Ε βέβαια· έζησες μια ζωή σαν κακομαθημένο τσογλάνι, κι επειδή δεν είχες την αγάπη κανενός αρνήθηκες να ζήσεις. Αν είναι έτσι, να τα χέσω τ’ Ανάκτορα, τα Παρίσια, τον Παπάγο και τον Βενιζέλο, τον Καραπάνο και τη Λυμπεράκη, τον Gallimard και τη στοά Φέξη και τα βραβεία κι όλα μαζί. Σκατά! Ούτε μια στάλα αγάπη δεν υπήρχε.

-Έχεις δίκιο…

-Και τα ’γραψες όλα αυτά! Τα ’χεις γράψει με το νι και με το σίγμα. Αυτό είναι το καλό σου· γι’ αυτό σ’ αγαπάω(…) Κανένας μαλάκας όμως δεν κατάλαβε πως η ‘Κασσάνδρα και ο Λύκος’ είναι τελείως βιογραφικό κείμενο…

-Κανένας μαλάκας…

-Ούτε η μάνα σου· που υποτίθεται πως κάτι ήξερε.

-Ούτε…»

Τα όχι τού ΝΑΙ’ πάλλονται σαν φλέβα ζωντανή. Με γνήσια αμεσότητα που τσακίζει κόκκαλα, ορμούν στη μήτρα των τραυμάτων, δίνοντας χέρι βοήθειας στο άρρητο για να γαντζωθεί στο λαρύγγι τής αλήθειας κι επιτέλους να ειπωθεί. Επίμονα, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, με λευκή ευαισθησία και σαρωτική οξύνοια, με παιδικό -γι αυτό και αμετάκλητο- νοιάξιμο συλλαβίζει με την Μαργαρίτα τα στραγγισμένα σπλάγχνα της. Βουτά τρυφερά στα ξεβρασμένα σωθικά της ανασύροντας στα χείλη της αιώνιες και ακατάσχετες αιμορραγίες. Με γραφή άλλοτε σαν χάδι κι άλλοτε σαν οξύ καυστικό, μάς παρασύρει σαν φυσικό φαινόμενο στους κόλπους μιας δυνατής φιλίας και στα τραυματισμένα κύτταρα μίας σπουδαίας συγγραφέως. Κατορθώνει όμως συνάμα και ο ίδιος μια Λογοτεχνική αποκάλυψη· έναν άγριο σεισμό στο σώμα και την ψυχή, καθώς ο λόγος του είναι στην υπηρεσία τής ζωής, χωρίς όμως να συγκαλύπτει τους θανάτους. Και μες απ’ την ανατριχιαστική διαφάνεια και την προφορική αμεσότητα, μεταποιεί εντελώς μαγικά το «τότε» στο πιο ζωντανό «τώρα»· επιτρέποντάς μας, σαν ηδονοβλεψίες, να συγκινηθούμε, να κλάψουμε και να γελάσουμε κι εμείς μαζί τους…

«…Τελειώνοντας λοιπόν το ‘ΝΑΙ’, η Καραπάνου συνειδητοποιεί πως δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή της και αυτοκτονεί: Γιατί δε νοιάστηκε ποτέ της για τίποτα, εκτός από κείνο το χάδι που τής χρωστούσαν και δεν ήρθε ποτέ […] Και δε μού λες ρε ζώον· πήρες clopixol, μαζί με αντιδιαρροϊκό για σκύλους; […] Το πρόσωπό της, ένα πελώριο παντζάρι που βράζει ανάσκελα, γελώντας ασταμάτητα…»

Οι δυο συγγραφείς είν’ εδώ, μπροστά μας· γελάνε σαρκάζουν σαρκάζονται, οι χρόνοι στροβιλίζονται και γίνονται ζωντανή παρουσία. Τρυφερότητα, γέλιο, απορία, θυμός και ζωντανή αγάπη είναι τα μαγικά υλικά τού βιβλίου, τρικυμίζοντας τις αισθήσεις μας διαρκώς απ’ τη χαρά στη λύπη: Η Μαργαρίτα Καραπάνου γελά, κλαίει, φλυαρεί, φοβάται, σωπαίνει, παραληρεί, φυλλοροεί και ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ακούει, σκέφτεται, καταγράφει, νιώθει, νοιάζεται και παλεύει· σαν ένας καλός δαίμονας τής αντι-ψυχιατρικής που φτύνει τη σκουριά μιας χαλασμένης πραγματικότητας:

«…Δεν ξέρω γιατί· ενάντια σε κάθε λογική και ενάντια στην Επιστήμη, ενάντια σε όλους τους ειδικούς που την κουράρουν, εγώ πιστεύω ακόμα πως η Μαργαρίτα θα μπορούσε να τα καταφέρει. Πιστεύω πως θα μπορούσε να ζήσει κανονικά. Πιστεύω πως όλα, μα όλα τόσα χρόνια, έχουνε γίνει λάθος…»

Τα όχι του ΝΑΙ’ είναι μια κατακόρυφη βουτιά στο τσιμέντο. Ένα χέρι που σε αρπάζει απ’ το λαιμό και σού μασάει σαν ύπουλο τρωκτικό τα πνευμόνια μέχρι να σκάσεις· κι εκεί, με το σπαθί στον τράχηλο, την ύστατη στιγμή, σού χαρίζει την πολυπόθητη ανάσα. Σκληρός και τρυφερός, όπως όλοι οι καλοί άγγελοι, ο Αδαμόπουλος στριμώχνει, διαφωνεί και τσακώνεται με την Καραπάνου. Με την αγκαλιά του όμως πάντα ανοιχτή στον μόνο δρόμο όπου όλα είναι πιθανά: Τής αγάπης, τού βλέμματος εκείνου που γέρνει τρυφερά πάνω στην πληγή τού άλλου:

«…Θα με βοηθήσεις να θυμηθώ πράματα; Από απλές διαδρομές…».

Χωρίς όμως να διστάζει να αποκαθηλώσει τα λείψανα τού ονείρου, μα και το τέλος ακόμη τού ‘ΝΑΙ’· τού βιβλίου όπου τον έχει κάνει βασικό της ήρωα και τού το αφιερώνει ονομαστικά:

«…η Λώρα στο βιβλίο γίνεται καλά, όμως η Μαργαρίτα στην πραγματική ζωή δεν γίνεται καλά…».

Άλλωστε η ζωή δεν είναι λογοτεχνία και δεν συγκινείται με αραχνοΰφαντες γάζες και ψέματα. Σώζεται όμως η αγάπη, η παρουσία, το νευρικό γέλιο που σε διπλώνει στα δυο, η τρυφερότητα και η καθαρότητα στο βλέμμα. Όλο το βιβλίο ανασαίνει σα μια ξεσκισμένη δίνη στα πιο σαρκοβόρα έγκατα τού ψυχισμού. Κι εκεί είναι το σπουδαίο απ’ τη μεριά τού συγγραφέα: Ενώ είναι πνιγηρό· γεμάτο πυκνούς καπνούς πολλές φορές, ταυτόχρονα προσφέρει χιλιάδες αναπνοές, μικρά θαύματα που απαιτούν μιαν άλλη δικαιοσύνη:

«Σ’ ακούω που κλαις πουλί μου…Μην κλαις, σ’ ακούω…Εδώ είμαι…» τής λέει.

Και η άλλη Μαργαρίτα (η Λυμπεράκη) η μαμά, να μπαινοβγαίνει ελεύθερα κάθε τόσο στο σαλόνι τής κόρης της Μαργαρίτας· σιωπηλά, σαν τα καταχθόνια πηγαινέλα εντός της, μηρυκάζοντας τα τελετουργικά των αρχαίων σπαραγμών που τόσο την απασχόλησαν άλλοτε. Ο Αδαμόπουλος αρνιέται, απορεί, θυμώνει, αντιστέκεται: «…Όσα χρόνια την ξέρω πάντα έτσι: ‘Ναι, μαμά’…» Καταφέρνει ωστόσο να την κάνει κάποια στιγμή να ξεσπάσει· έστω και για λίγο:

«…‘Τους πούστηδες, τι μού κάνανε’· τής είχε ξεφύγει μια φορά μιλώντας για τους γονείς της. Δαγκώθηκε αμέσως, μαζεύτηκε τρομαγμένη…»

Ο συγγραφέας καταγράφει με σαρωτική αφοπλιστικότητα τα λείψανα των άστρων από αυτήν την λυσσαλέα σχέση μαμάς-κόρης· δεν αποσιωπά, δεν παραπλανά, δεν ωραιοποιεί τίποτα. Με σπάνια εντιμότητα ξεσκίζει άφοβα γελοίους καθωσπρεπισμούς ορμώντας στο μεδούλι μιας σκληρής πραγματικότητας. Τι μένει; Τίποτα πιο μυστηριώδες απ’ την αλήθεια:

«Αλληλοσπαραχθείτε, αλλά με λίγη τρυφερότητα» θα έλεγε η μαμά Ρίτα.

«Αγαπημένη μου μαμά, πότε θα γυρίσεις; Θέλω να σε σκοτώσω» θα έγραφε η Μαργαρίτα.

«Δεν ξέρω ποιαν απ’ τις δυο ήθελα να δείρω περισσότερο εκείνη την στιγμή· τη μαμά ή την κόρη: Τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ή τη Μαργαρίτα Καραπάνου…» γράφει ο Αλέξανδρος.

Γι’ αυτό ακριβώς, το βιβλίο τούτο είν’ ένα σπουδαίο βιβλίο: Γιατί σφύζει από ζωή· πραγματική ζωή, ολόψυχη κι ανυπόκριτη. Γιατί ξεστομίζει αλήθειες, μαρτυρικές και άοπλες. ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ είναι ένα χαστούκι απέναντι στη λήθη και τη σιωπή. Με μια ξέφρενη, σπαρταριστή αυθεντικότητα και εντιμότητα, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ζωντανεύει τη Μαργαρίτα Καραπάνου για έναν καφέ ακόμη, για έν’ ακόμη παράπονο, για ένα γέλιο ξανά, στο σαλόνι της στη Δεξαμενή.

Και η Μαργαρίτα τού κλείνει το μάτι λέγοντας :

-Αλέξανδρε, η ζωή είναι αγρίως απίθανη· μα με σένα δίπλα μου, έγινε πιο πιθανή.

© Ντία Θεοδωροπούλου

[email protected]

Ψυχολόγος – Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ηθοποιός – Δραματική Σχολή Βεάκη

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή