Ταχάρ Μπεν Ζελούν: Η ιερή νύχτα (απόσπασμα)

Χώρες μαγικές, στοιχειωμένες από πλάσματα με αιώνια νεότητα, χαμάμ όπου φωλιάζουν τερατώδεις, τρομακτικές γυναίκες, γαλήνια καλοκαιριάτικα απογεύματα με τσάι και κιφ, απόκοσμα τοπία τυλιγμένα σε μια γαλακτερή ομίχλη, μυρωμένοι κήποι, ένα μπορντέλο, εικόνες σχεδόν αβάσταχτης σκληρότητας και εικόνες γλυκιάς τρυφεράδας, σκηνές βιασμού και σκηνές λεπτού, εξαίσιου ερωτισμού...

by Times Newsroom

Η “Ιερή Νύχτα” (βραβείο Γκονκούρ 1987) αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μιια συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του Ταχάρ Μπεν Ζελούν “Το κορίτσι της άμμου”. Όμως μπορεί να διαβαστεί σαν ένα αυτοτελές έργο. Στην “Ιερή Νύχτα”, το κορίτσι τη άμμου, γριά πια και σοφή από τα χρόνια, μας αφηγείται την αληθινή του ιστορία. Και την αρχίζει από “εκείνη τη νύχτα του ραμαζανιού”, τότε που στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου πατέρα γίνεται από Άχμεντ, Ζάχρα. Η νέα κοπέλα θάβει όλα τα ίχνη του αντρικού παρελθόντος της, διαγράφει κάθε μνήμη και παρασύρεται σε μια δίνη από περιπέτειες, στα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου, μέχρις ότου να γνωρίσει τελικά την ψυχή και το κορμί της. Χώρες μαγικές, στοιχειωμένες από πλάσματα με αιώνια νεότητα, χαμάμ όπου φωλιάζουν τερατώδεις, τρομακτικές γυναίκες, γαλήνια καλοκαιριάτικα απογεύματα με τσάι και κιφ, απόκοσμα τοπία τυλιγμένα σε μια γαλακτερή ομίχλη, μυρωμένοι κήποι, ένα μπορντέλο, εικόνες σχεδόν αβάσταχτης σκληρότητας και εικόνες γλυκιάς τρυφεράδας, σκηνές βιασμού και σκηνές λεπτού, εξαίσιου ερωτισμού: όλα αυτά καθιστούν το έργο ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα και μας κάνουν πιο ευαίσθητους στα αινίγματα της ύπαρξης.

Η ζωή μου οργανώθηκε πολύ γρήγορα μες στη φυλακή. Δεν έβλεπα τον εγκλεισμό μου σαν μια τιμωρία. Όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, κατάλαβα πόσο η ζωή που είχα περάσει μεταμφιεσμένη σε άντρα έμοιαζε με φυλακή: δεν είχα ελευθερία μια κι ήμουν περιορισμένη σ’ ένα μονάχα ρόλο. Έξω απ’ αυτό το όριο ήταν η καταστροφή. Τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ υπέφερα. Το πεπρωμένο μου είχε εκτραπεί, τα ένστικτά μου βασανιστεί, το κορμί μου είχε μεταμορφωθεί, η σεξουαλικότητά μου καταργηθεί και οι ελπίδες μου ήταν διαλυμένες. Δεν μπορούσα να κάνω καμιά επιλογή.

Η φυλακή είναι ένας τόπος όπου μιμούνται τη ζωή. Είναι μια απουσία. Έχει το χρώμα της απουσίας, το χρώμα μιας μεγάλης ημέρας δίχως φως. Είναι ένα σεντόνι, ένα σάβανο στενό, ένα πρόσωπο καμένο, αφανισμένο απ’ τη ζωή.

Το κελί μου ήταν στενό και μ’ άρεσε· προαπεικόνιζε τον τάφο. Θεωρούσα τη διαμονή μου εκεί σαν μέρος της προπαρασκευής για τη μεγάλη αναχώρηση. Η υγρασία των τοίχων δε με άγγιζε. Ήμουν ευχαριστημένη που είχα επιτέλους ένα χώρο στα μέτρα του κορμιού μου. Διατηρούσα όσο το δυνατόν πιο ελάχιστες σχέσεις με τις άλλες κρατούμενες. Αρνιόμουν να βγω για τον περίπατο. Ζήτησα χαρτί και μολύβι. Ήθελα να γράψω. Ένιωθα τις λέξεις να με καλούν από παντού. Έρχονταν αμέτρητες, κοπαδιαστά, και χτυπούσαν πάνω στους τοίχους του κρύου κελιού μου. Λέξεις, μυρωδιές, εικόνες, ήχοι περιφέρονταν γύρω από την αιχμαλωσία μου. Τον πρώτο καιρό δεν τους έδινα σημασία·  βρισκόμουν στη μαθητεία της αναμονής. Δεν ήθελα να μετρώ το χρόνο. Γι’ αυτό και κατάργησα το λιγοστό φως που κατέβαινε από ένα άνοιγμα ψηλά στον τοίχο. Τι χρειαζόταν αυτή η απομίμηση της ημέρας και του φωτός της, μια κι όλος εκείνος ο τόπος ήταν βυθισμένος σε μια νύχτα μαύρη, ατέλειωτη και βαθιά; Ζήτησα σκοτάδι και το απέκτησα. Προτιμούσα να ζω μες σ’ ένα χώρο ομοιόχρωμο,, να συνηθίσω σ’ εκείνο το επίπεδο τοπίο, σ’ εκείνη την ίσια γραμμή που επάνω της πορευόμουν· σιγά-σιγά εισχώρησα στον καθημερινό κόσμο εκείνων που είναι στερημένοι από δράση, όπως εγώ ήμουν στερημένη από ελευθερία. Ζούσα με τα μάτια κλειστά.  Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να το συνηθίσω. Είχα δέσει τα μάτια μου, για περισσότερη σιγουριά. Όχι μόνο επειδή δεν υπήρχε τίποτα να δω σ’ εκείνο το άθλιο μέρος αλλά επειδή αυτός ήταν κι ένας τρόπος να βρίσκομαι κοντά στον Πρόξενο. Προσπαθούσα να μπω στα σκοτάδια του, ελπίζοντας να τον συναντήσω, να τον αγγίξω, να του μιλήσω.

Ερχόταν να μ’ επισκεφτεί κάθε Παρασκευή, νωρίς το απόγευμα. Η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από αυτές τις εβδομαδιάτικες επισκέψεις. Στην αρχή αυτό προκαλούσε τα γέλια κάποιων ηλίθιων: κορόιδευαν «τον τυφλό που έρχεται να τη δει, μάλιστα να τη δει…» Δεν απαντούσα ποτέ σ’ αυτούς τους σαρκασμούς. Τον πρώτο καιρό – δεν είχα κλείσει ακόμα τα μάτια μου – κοιταζόμασταν και δε λέγαμε τίποτα. Όλη ην ώρα της επίσκεψης κρατιόμασταν από τα χέρια δίχως να αρθρώνουμε λέξη. Μου έφερνε βιβλία, μπλοκ, στυλό. Όταν έδεσα τα μάτια μου, καταδίκασα τον εαυτό μου να μη γράφει πια. Ταυτόχρονα όμως η λαχτάρα για γράψιμο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο μέσα μου. Κάθε βράδυ,  απ’ τις επτά ως τις εννιά, σσ’ όλα τα κελιά  ήταν αναμμένο το φως. Αποφάσισα να έχω ανοιχτά τα μάτια μου αυτές τις δυο ώρες κι έγραφα. Ορνιθοσκάλιζα. Μουντζούρωνα. Είχα τόσα πολλά να καταγράψω που δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Ξανάβαζα λοιπόν τον επίδεσμο πάνω στα μάτια μου κι έχωνα το κεφάλι μου μες στο μαξιλάρι. Ο γυρισμός στο σκοτάδι με καθησύχαζε. Μ’ έφερνε σ’ επαφή με τον Πρόξενο. Εκείνος δεν το ήξερε και εγώ δε θέλησα να το μάθει. Η αγάπη μου γι’ αυτόν ακολουθούσε τα ίδια μονοπάτια όπου πορευόταν κι εκείνος, κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να βρίσκομαι μαζί του. Η τυφλότητα, όταν είναι αποδεκτή, σου δίνει μια διαύγεια, και μια διορατικότητα τόσο σχετικά με τον εαυτό σου όσο και στις σχέσεις σου με τους άλλους. Καθώς δεν κατάφερνα να γράψω, περνούσα τις δυο ώρες του φωτός διαβάζοντας. Δεν μπορούσα να μην κάνω μεταθέσεις πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα  των μυθιστορημάτων που διάβαζα. Τους έδενα συστηματικά τα μάτια, ή τους έστελνα στη φυλακή για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Οι αναγνώσεις μου δεν ήταν ποτέ αθώες. Καμιά φορά μάλιστα μετέφερα κάποιον ήρωα από τη μια ιστορία σε μιαν άλλη. Αυτό με διασκέδαζε και μου επέτρεπε λίγη δράση. Όλ’ αυτά συγχέονταν μες στο μυαλό μου. Κι ύστερα ξανάρχονταν τις νύχτες, ανάκατα με τα όνειρα και τους εφιάλτες, και με παίδευαν. Σιγά-σιγά έγινα και η ίδια ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο αυτών των ταραγμένων, ροκαμβολικών νυχτών, σε τέτοιο σημείο ώστε βιαζόμουν ν’ αποκοιμηθώ για να μπορέσω να ζήσω, επιτέλους, περιπέτειες έξω από τα κοινά μέτρα.

Έτσι μπλέχτηκα σε μια απάνθρωπη ερωτική ιστορία όπου ήμουν ο Σασουκέ, ο μαθητής που είχε ερωτευτεί την καθηγήτριά του της μουσικής, και ταυτόχρονα η καθηγήτρια, η Σουνκίν, που τυφλώθηκε όταν άδειασαν πάνω στο πρόσωπό της μια χύτρα με βραστό νερό. Ήμουν ταυτόχρονα ο άντρας και η γυναίκα, άλλοτε ένας άγγελος όλο χάρη κι αγάπη κι άλλοτε μια θύελλα εκδικητική κι ανήλεη. Ήμουν η μουσική νότα και το μουσικό όργανο, το πάθος και η οδύνη. Ζούσα τόσες ιστορίες ώστε συνέχεα μ’ ευχαρίστηση τα πάντα, γεμάτη περιέργεια για τα ενδύματα που θα μου έφερνε η επόμενη νύχτα.

Φυσικά διάβασα τις Χίλιες και Μια Νύχτες, κομματάκι, κομματάκι. Πηδούσα από τη μια νύχτα στην άλλη και μάντευα πολύ καλά τις συνέπειες της αταξίας που προκαλούσα.

Οι νύχτες μου ήταν πλούσιες. Τις έτρεφα μ’ αναγνώσεις κι όχι με γραψίματα. Όσο για τις ημέρες, τις είχα καταργήσει, τις είχα κλείσει μες στο σκοτάδι, τις είχα δέσει όλες μες στο ίδιο σακί. Είχα αποφασίσει να μη δω τίποτα από τη φυλακή, ή τουλάχιστον να δω όσο το δυνατόν λιγότερα. Ήταν δικαίωμά μου και το εξασκούσα άσχετα από τα τυχόν σχόλια των δεσμοφυλάκων. Ο πρώτος χρόνος κύλησε σύμφωνα μ’ αυτόν τον κανονικό ρυθμό: τη μέρα μαυρίλα, άνοιγμα των ματιών μεταξύ επτά κι εννιά για διάβασμα ή γράψιμο, μετά πάλι μαυρίλα κι επιπλέον η νύχτα με τις κουστωδίες της, κι επίσκεψη του Πρόξενου κάθε Παρασκευή. Αυτό έπαιρνε τη μορφή ενός τελετουργικού.

Εκείνη την Παρασκευή, από τα ξημερώματα ήδη, είχα την προαίσθηση πως ο Πρόξενος δε θα ερχόταν. Η καρδιά μου ήταν σφιγμένη, ήμουν σε κακή διάθεση. Ήξερα.  Δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς. Ήξερα, αυτό ήταν όλο.

Στις πέντε η δεσμοφύλακας μου έφερε ένα γράμμα. Ο φάκελος ήταν σχισμένος. Έβγαλα την ταινία απ’ τα μάτια μου. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό για να μπορέσω να διακρίνω τα γράμματα. Ανέβηκα πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλα το μαύρο πανί που είχα κρεμάσει στο παράθυρο. Στο κελί μπήκε μια λεπτή λουρίδα φωτός κι άρχισα να διαβάζω. Τα πόδια μου έτρεμαν και δυσκολευόμουν ν’ ανοίξω εντελώς τα μάτια μου. Περίμενα για λίγο.

Φίλη,

Η αδελφή μου πέθανε την Τετάρτη το πρωί από εγκεφαλική αιμορραγία. Την έθαψα ολομόναχος την ίδια μέρα. Το τέλος ήρθε γρήγορα και τόσο το καλύτερο. Η ζωή στο σπίτι είχε γίνει αφόρητη. Τσακωνόμασταν όλη την ώρα. Εγώ ήμουν δυστυχισμένος, κι εκείνη επίσης. Δεν άντεχα πια τις συνήθειές της, το φαΐ της, το ροχαλητό, τη μυρωδιά, τη φωνή της. Είχα γίνει αλλεργικός στην παρουσία της. Έχανα την υπομονή μου κι αντιδρούσα επιθετικά. Ανακάλυψα πόσο βίαιο μπορεί να γίνει ένα πλάσμα όταν του εναντιώνονται διαρκώς.

Η βιαιότητά μου ήταν σωματική στην αρχή. Ύστερα, καθώς τα πράγματα επαναλαμβάνονταν αδιάκοπα, έγινε εσωτερική. Καλλιεργούσα ένα μίσος για εκείνη τη δύστυχη γυναίκα. Ολόκληρη η ζωή της ήταν μια σειρά από αποτυχίες, από κρυφές ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες, μια λύσσα να με απομονώσει και να με κρατήσει μονάχα για τον εαυτό της. Ήθελε να με παραταΐσει και να με καταβροχθίσει. Όμως εγώ δεν παραδινόμουν. Είχα το νου μου. Μετά το δράμα και την αναχώρησή σας, κατηγορούσε τον εαυτό της για ένοχο και μιλώντας για σας πρόσθετε: «Όπως και να ’ναι, τίποτε το αληθινό δε θα μπορούσε να βγει από κάποιον που έχτισε τη ζωή του πάνω στο ψέμα». Την άφηνα να μιλάει. Δεν της απαντούσα. Έκλαιγε κι ευχόταν να πεθάνει. Της το ευχόμουν κι εγώ νοερά. Η ζήλια της μας κατέστρεψε, αφάνισε τα πάντα. Τίποτα το ζωντανό δεν απόμεινε πια στο σπίτι μας.

Εκείνη άρχισε τις έρευνες για σας στη γενέθλια πόλη σας. Έλεγε πως ήθελε να σας ξεμασκαρέψει. Κατάφερε να βρει εκείνον το βρομερό άνθρωπο, το θείο σας, έναν τοκογλύφο που χρησιμοποιούσε το παπουτσάδικό του για προπέτασμα. Ξέρετε πως ο θάνατός του έκανε πολύ κόσμ ευτυχισμένο. Οι άνθρωποι τον καταριόνταν. Ήταν ανακατεμένος σε αρκετές σκοτεινές δουλειές αλλ’ όχι πολύ σημαντικές. Όλα αυτά σας τα αναφέρω για να δείτε πως η πράξη σας ήταν νόμιμη. Σας σκέφτομαι. Τα μάτια μου, σφαλισμένα πάνω από τη σκέψη μου για σας,  λαχταρούν να σας ξαναβρούν. Έχω να τακτοποιήσω τα προβλήματα  που δημιούργησε ο θάνατος της αδελφής μου. Πρέπει να αναδιοργανωθώ. Χρειάζομαι κάποιον να ασχολείται με το σπίτι και να μου ανάβει τη φωτιά στην κουζίνα. Για την ώρα μου κάνει συντροφιά ένας νεαρός γιος γειτόνων. Μου διαβάζει και λέει πως είναι μαθητής μου. Αυτό με κάνει και γελάω.  Οι γονείς του μου στέλνουν φαγητό τρεις φορές την ημέρα. Είναι πολύ ευγενικοί. Τα παιδιά τους φοιτούν στο σχολείο μου. Από προχτές δέχομαι συνέχεια επισκέψεις. Οι άνθρωποι έρχονται πιο πολύ για να με βοηθήσουν παρά για να με συλλυπηθούν. Η αδελφή μου δεν ήταν αγαπητή. Νομίζω πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτό. Το να πεθαίνεις μόνος και δίχως να σε κλάψει κανείς είναι μια θλίψη αβάσταχτη. Από πάντα ήξερα πως οι κακοί τελειώνουν τη ζωή τους μέσα σε μια φριχτή μοναξιά. Η αδελφή μου δεν πρόλαβε να νιώσει αυτή την οδύνη., αλλά δεν ήταν αγαπητή και υπέφερε αδιάκοπα γι’ αυτό. Ήμουν τα μόνο πλάσμα που είχε στον κόσμο. Την αγαπούσα και υποχωρούσα στις απαιτήσεις της. Επέμενε ν’ ασχολείται με όλα, ακόμα και με την τουαλέτα μου. Ποτέ μου δεν την αγάπησα σαν μια αδελφή, αλλά σαν μια ζητιάνα που προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει για λίγη ζεστασιά. Αυτό είναι οίκτος. Είμαι αυστηρός, γιατί αν έχω επιζήσει το χρωστάω σ’ εκείνη. Αλλά πρέπει να κουβαλάμε μαζί μας ως το θάνατο αυτούς που μας καταδίκασαν να ζούμε; Τώρα που κοιμάται έναν ύπνο δίχως ήχους, δίχως εικόνες, ‘έναν ύπνο πέρα απ’ όλες τις νύχτες, δεν πρόκειται να την ξυπνήσουμε με μια κρίση δίχως οίκτο.

Η οδύνη που με κατοικεί δε μιλάει για εκείνη αλλά για σας, νύχτα και μέρα. Οι σκέψεις μου βυθίζουν τις ρίζες τους σ’ ένα μουχρωμένο δάσος που σας κρατά για την ώρα αιχμάλωτη. Η καρδιά μου είναι ένας πέτρινος πάγκος καλυμμένος με φυλλώματα, ένας πάγκος στο πλάι του δρόμου για μια μικρή στάση και λίγη ξεκούραση. Η τύχη ή ο άνεμος θα σας ξαναφέρουν σ’ αυτήν. Σας περιμένω. Ελπίζω να σας ξαναδώ αμέσως.

Tahar Ben JELLOUN

Μετάφραση: Λόισκα Αβαγιανού

Εκδόσεις Αστάρτη 1988

Tahar Ben Jelloun par Claude Truong-Ngoc sept 2013.jpg

Ταχάρ Μπεν Ζελούν

Ο Ταχάρ μπεν Ζελούν (Tahar Ben Jelloun, αραβικά: الطاهر بن جلون‎, (1944- ) είναι συγγραφέας από το Μαρόκο που γράφει στην γαλλική γλώσσα. Έγινε γνωστός το 1985 με το μυθιστόρημά του L’Enfant de Sable. Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του La Nuit Sacrée (ήταν το πρώτο γαλλόφωνο μυθιστόρημα από Άραβα, που βραβεύτηκε) και έχει υπάρξει υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1997 και 1998.

Γεννήθηκε στην Φες του Μαρόκου τον Δεκέμβριο του 1944 και την πρώτη μόρφωση την πήρε σε μουσουλμανικό θρησκευτικό σχολείο αποστηθίζοντας στίχους από το Κοράνι. Σε ηλικία 7 χρονών εισήχθη σε γαλλοαραβικό σχολείο όπου έμαθε και τις δυο γλώσσες. Το 1971 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στην ψυχολογία και ψυχοθεραπεία στη Σορβόνη, επάγγελμα που άσκησε τα επόμενα χρόνια, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα Harrouda, εκδόθηκε το 1973.

Έγινε ευρύτερα γνωστός και εκτός Γαλλίας με την τριλογία για τη ζωή της Ζάχρα/Αχμέντ ενός κοριτσιού που εξαιτίας της εμμονής του πατέρα της για αρσενικό παιδί, μεγαλώνει σαν αγόρι. Η τριλογία αποτελείται από το L’Enfant de sable (1985), βιβλίο που έγινε μπεστ-σέλερ στη Γαλλία, το La Nuit Sacrée (1987) και το La Nuit de l’erreur (1997).

Το 2006 τιμήθηκε με το γαλλικό Λογοτεχνικό Βραβείο «Οδυσσέας» (fr:Prix Ulysse) για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2008 παρέλαβε από τον τότε Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί το υψηλότερο γαλλικό παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της Τιμής.

Σημαντικότερα έργα

  • Les amandiers sont morts de leurs blessures, ποιητική συλλογή, 1976, (τιμήθηκε με το «Βραβείο Γαλλο-Αραβικής Φιλίας»)
  • L’Écrivain public, 1983 – (Ο γραφιάς, μτφ. Πηγή Αστερίου για τις εκδ. “Καστανιώτης”, 1989)
  • La Prière de l’absent, 1981 – (Η προσευχή της ερήμου, μτφ. Βασίλης Αλεξάκης, για τις εκδ. “Αστάρτη”, 1985)
  • L’Enfant de sable, 1985, – (Το κορίτσι της άμμου, μτφ. Λόισκα Αβαγιανού για τις εκδ. “Αστάρτη”, 1987)
  • La Nuit sacrée, 1987, (τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ) – (Ιερή νύχτα, μτφ. Λόισκα Αβαγιανού, εκδ. “Αστάρτη”, 1988)
  • Moha le fou, Moha le sage, 1978 – (τιμήθηκε με το «Βραβείο Βιβλιοθηκαρίων Γαλλίας» το 1979) – (Μοχά ο τρελός, Μοχά ο σοφός, μτφ. Πέμη Ζούνη για τις εκδ. “Εξάντας”, 1981)
  • Jour de silence à Tanger, 1990 – (Ημέρα σιωπής στην Ταγγέρη, μτφ. Λόισκα Αβαγιανού, εκδ. “Αστάρτη”, 1991)
  • Les Yeux baissés, 1991 – (Με χαμηλωμένα μάτια, μτφ. Βλάσης Καμάρας για τις εκδ. “Πατάκης”, 1995)
  • L’Ange aveugle, 1992 – (Το μυθιστόρημα της Μαφίας, μτφ. Αγγελική Φιλιππάτου, εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1992)
  • L’Homme rompu, 1994 – (Ο διεφθαρμένος, μτφ. Έλενα Χουζούρη για τις εκδ. “Πατάκη”, 1995)
  • Le premier amour est toujours le dernier, συλλογή διηγημάτων, 1995 – (Η πρώτη αγάπη είναι πάντα η τελευταία, μτφ. Ντίνα Σιδέρη για τις εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1995
  • Les Raisins de la galère, 1996 – (Τα σταφύλια της γαλέρας. Νάντια., μτφ. Μίρκα Σκάρα, εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1996)
  • La Nuit de l’erreur, 1997 – (Η μοιραία νύχτα, μτφ. Βάνεσσα Λάππα για τις εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1997)
  • Le Racisme expliqué à ma fille, 1997 – (Ο ρατσισμός όπως τον εξήγησα στην κόρη μου, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη για τις εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1998)
  • L’Auberge des pauvres, 1997 – (Το πανδοχείο της αγάπης, μτφ. Γιώργος Καλαμαντής, εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 1999)
  • Le Labyrinthe des sentiments, 1999 – (Λαβύρινθος συναισθημάτων, μτφ. Ελένη Χρονοπούλου για τις εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 2005)
  • Cette aveuglante absence de lumière, 2001, (τιμήθηκε με το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο IMPAC Dublin) – (Μια εκτυφλωτική απουσία φωτός, μτφ. Γιώργος Καλαμαντής, εκδ. “Λιβάνης Α.Α.”, 2001)
  • L’École perdue , 2007 – (Το χαμένο σχολείο, μτφ. Ρίτα Κολαϊτη για τις εκδ. “Σύγχρονοι Ορίζοντες”, 2009)
  • Le Bonheur conjugal, 2012, (Η συζυγική ευτυχία, μτφ. Μίνα Γαρέφη-Πατεράκη για τις εκδ. “Gema”, 2013)
  • L’Ablation, 2014

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή