Το δημοτικό τραγούδι ως παράγοντας συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού

Πέρα από τις φιλολογικές έρευνες των Ρωμηών λόγιων, υπάρχει και το Δημοτικό τραγούδι ως αδιάψευστη μαρτυρία της συνέχειας της ελληνικής γλώσσης.

by ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ

Μαρτυρία και ποίηση

Πέρα από τις φιλολογικές έρευνες των Ρωμηών λόγιων, υπάρχει και το Δημοτικό τραγούδι ως αδιάψευστη μαρτυρία της συνέχειας της ελληνικής γλώσσης.

Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το Δημοτικό τραγούδι τονίζουν τον θαυμασμό τους για την υψηλής ποιότητας ποίησή του, το πλουσιότατο λεξιλόγιο, το πλήθος και την ενάργεια των εικόνων, το πλούσιο συναισθηματισμό, το ηρωικό φρόνημα και, βεβαίως, τις διαρκείς αναφορές στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν. Σε εποχές μεγάλης αμάθειας και ιδιαίτερα στους πληθυσμούς της υπαίθρου, δεν θα υπήρχε καμία δυνατότητα καλλιτεχνικής δημιουργίας εάν η ελληνική γλώσσα δεν λειτουργούσε μέσα στο νου και την ψυχή του Νεοέλληνα ως μνήμη αλλά και ως ιδιαίτερο στοιχείο ταυτότητας.

Ιδιαίτερα, «το κλέφτικο τραγούδι είναι η ποιητική έκφραση των πληθυσμών της υπαίθρου, ειδικότερα των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων που είναι οι φυσικοί φορείς του δημοτικού τραγουδιού και οι παράγοντες που το συντηρούν και το αναπαράγουν»[1].

Ο οξυδερκέστερος ίσως μελετητής του δημοτικού τραγουδιού Κλώντ Φωριέλ, συγκρίνοντας τους ανώνυμους ποιητές με τους Κλέφτες και το κοινό πνεύμα που τους ενέπνεε, γράφει, αγγίζοντας ήδη αυτή την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο τραγούδι, τον δημιουργό του και τον ήρωα του:

«Ό,τι περισσότερο ξεχωρίζει αυτά τα βουνίσια τραγούδια από τα υπόλοιπα είναι ένα μοναδικά ρωμαλέο ύφος. Είναι μία ακόμα, πώς να το πω, άγρια τόλμη στη σύλληψη, στη σύνθεση και στις σκέψεις, που η απλότητα και το καθημερινό ύφος τής έκφρασής της κάνει να ξεπετάγονται πιο ζωντανές από ότι θα πετύχαινε μία γλώσσα εμφατική και πιο στολισμένη. Υπάρχει κάποια αναλογία, κάποια αρμονία ανάμεσα στην ιδιοφυΐα των κλεφτών και σε εκείνη των ποιητών, που θα μας έκανε να νομίζουμε πως οι τελευταίοι θα μπορούσαν να μάχονται σαν τους πρώτους, και αυτοί πάλι να τραγουδούν σαν τους άλλους. Και δύσκολα θα αποφάσιζε κανείς αν βρίσκεται περισσότερος ενθουσιασμός, περισσότερο μίσος για τους Τούρκους, περισσότερη αγάπη για την ελευθερία στους τοίχους των ραψωδών η στη ζωή των ηρώων τους»[2].

Ιδιαίτερα το κλέφτικο τραγούδι είναι εκείνο που μεταβάλλει αγροίκους πολεμιστές σε συνεχιστές των μεγάλων Ελλήνων ηρώων. Μετά το τέλος μιας μάχης, το δημοτικό τραγούδι καλεί διαρκώς τον Κλέφτη, τον πεινασμένο, τον αμόρφωτο, τον εξοργισμένο με την αδικία του κατακτητή, να μην ευτελίσει τον αγώνα του μόνον για το πλιάτσικο ή για την εκδίκησή. Πέραν των διαρκών αναφορών στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο χιλιοακουασμένος δημοτικός στίχος

«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις

πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας είναι»[3].

κρατάει ζωντανό ένα όραμα και καλεί κάθε φορά τους ακροατές Αρματολούς και Κλέφτες να θυμούνται ότι, πέρα από την επιβίωση, μάχονται για ένα μεγάλο στόχο, για ένα μεγάλο όραμα. «Μεταβάλλονται έτσι σε εκφραστές της εθνικής συνείδησης. Ο Ρήγας τόσο στο Θούριο που γράφτηκε σαν δημοτικό τραγούδι, όσο και στα υπόλοιπα επαναστατικά του άσματα, καλεί τους κλέφτες και τους αρματολούς να δώσουν σάρκα και οστά στη μεγάλη επανάσταση που οραματίζεται»[4]. Τους θεωρεί προμάχους του ελληνικού γένους και οι λέξεις γίνονται δεσμός με το παρελθόν.

Γλώσσα και μουσική

Από τους πρώτους κιόλας αιώνες του ελληνικού πολιτισμού, η σχέση λόγου και μουσικής ήταν απολύτως ξεκάθαρη: η μουσική υποτάσσεται στο λόγο. Τονίζει τα νοήματα του, φορτίζει συναισθηματικά τις λέξεις, καλεί σε συγκίνηση συναισθημάτων, συν-κίνηση χορευτικής κίνησης, αλλά και πολεμικής συντροφικότητας. Ακόμη και όταν ακούγεται μόνο το μουσικό όργανο, ο οργανοπαίχτης από μέσα του τραγουδά[5].

Ο ανώνυμος Έλληνας δημιουργός παρέμεινε διαχρονικά συγχρόνως ποιητής, μελωδός και χορογράφος. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Σίμων Καράς στο βιβλίο του για να αγαπήσουμε την ελληνική μουσική:

«Ο παλιός ποιητής είναι πάντοτε και μελοποιός, ο δε θεατρικός συγγραφέας ακόμη περισσότερο, υποκριτής και χορευτής, πλην των άλλων. Αυτοί είναι η παραδόσις η ελληνική που μόνον ο λαός τη διατηρεί, στα μουσικά και ποιητικά δημιουργήματα του, στο τραγούδι και στο χορό του. Ο χωρισμός και ο κατακερματισμός στην τέχνη την τωρινή, άλλος γράφει το έργο ή το ποίημα, άλλος το μελοποιεί, άλλος το τραγουδάει, το παίζει και άλλος το χορεύει, δεν είναι κατόρθωμα αλλά αδυναμία και μειονεκτήματα της νέας μας εποχής»[6].

Συμπερασματικά

Η γλώσσα της παραδοσιακής μουσικής και του δημοτικού τραγουδιού δεν είναι περιορισμένοι, πεπαλαιωμένη, παρελθούσα και συντηρητική. Αντιθέτως είναι όπως το ελληνικό πνεύμα – οικουμενική και όχι επιφανειακά κοσμοπολίτισσα. Παραμένει πηγή για γνώση και αυτογνωσία, λειτουργεί επαναστατικά ως σύμβολο αντίστασης στη μία, την ξύλινη γλώσσα, στον έναν, ομοιόμορφο πολιτισμό και στο ρόλο του παθητικού ακροατή – θεατή – καταναλωτή που τείνει να μας επιβάλει ένα σύγχρονο σύστημα τόσο ξένο προς τις ανάγκες και τις παραδόσεις μας. Ευτυχώς, το τραγούδι εξακολουθεί να διδάσκει σε όλους τους Έλληνες, σε όλους τους ανθρώπους, ελευθερία και γλώσσα. Η γλώσσα της μουσικής και η μουσική της γλώσσας παραμένουν σταθερά σύμβολα ταυτότητας για κάθε ομάδα η κοινότητα. Ενώ, όταν επιπλέον υπεισέρχεται και ο χορός, τότε ο λόγος και το μέλος προεκτείνονται στην κίνηση, αποκτούν σάρκα και οστά, αποκτούν κορμί και τότε διεκδικούν την ελευθερία στην έκφραση και την επικοινωνία[7]. Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να εκτιμήσει κανείς τον θησαυρό της παραδοσιακής μας μουσικής.

Παραπομπές:

[1] Ερατοσθένη Καψωμένου, «Η πρωτόγονη επανάσταση στο ελληνικό δημοτικότραγούδι, η περίπτωση του κλέφτικου τραγουδιού», στο Δημοτικότραγούδι, μια διαφορετική προσέγγιση, Πατάκης, Αθήνα 1996, 278-326, εδώ 320-321.

[2] Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, 2 τ., επιμ. Αλέξης Πολίτης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2007, 84-85.

[3] Νικολάου Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, εκδ. Εστία, Αθήνα 1914, ανατ. Εκδ. Γράμματα 1998, 14.

[4] Γιώργου Καραμπελιά, 1821. Η παλιγγενεσία, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2015, σ. 554.

[5] Λάμπρου Λιάβα, Η μουσική της γλώσσας και η γλώσσα της μουσικής 

[6] Σ. Καράς, 72

[7] Βλ. Λιάβας, όπ. π.

Πηγή: www.pemptousia.gr

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com