Το στοιχειό του Σωρού

Εκεί λέγανε ότι, βαθιά μέσα στην σπηλιά, ήτανε κρυμμένα πολλά χρυσαφικά, τζοβαΐρια και χρυσά λεφτά και ότι αυτά τα φύλαγε ένα τεράστιο ανθρωπόμορφο στοιχειό

by Times Newsroom
  • Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης*

Σωρού, ονομάζεται ο επιμήκης βραχίονας του Ακρωριακού λόφου που προεκτείνεται δυτικά από το χωριό Πρινάρι (πρώην Καραγιούζι) Πηνείας και επεκτείνεται μεταξύ των οικισμών Λουκά Πηνείας, Καρυάς και Βαρβαρίνας Ωλένης και καταλήγει στην Ανατολική παρυφή του οικισμού Ροδιά Πηνείας. Ο λόφος μοιάζει ως ένα τεράστιο μακρόστενο σωρό από χώματα και πέτρες και αποτελείται από αρκετές χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης και δασικής έκτασης. Η ονομασία Σωρού, νομίζω, ότι έχει προέλθει από την ομοιότητα -που έχει όπως προανέφερα- που ομοιάζει ως ένας τεράστιος χωμάτινος κροκαλοπαγής σωρός. Ακόμη έχει και άλλη μια ονομασία που λέγεται και Ράχη, ενώ επ’ αυτού του τεράστιου λόφου, υπάρχουν ακόμη και τοποθεσίες που έχουν δικά τους τοπωνύμια, όπως Αναζήρι ή Αναγύρι, Γέρου Πέτρου, Μαύρη, Σφεντουκωμένη Πέτρα, Τριαντάφυλλου κ.ά. Ακόμη επί του λόφου υπάρχουν μικρές πηγές η μία ήταν στην τοποθεσία Αναζήρι και η άλλη στου Τριαντάφυλλου.

Η τοποθεσία Αναζήρι βρίσκεται περίπου στο τέλος της εν λόγο λοφοσειράς και η ονομασία Αναγύρι, όπως έχω εντοπίσει σε πιο παλιά βιβλιογραφία, νομίζω ότι δίνει την σωστή ονομασία της δυτικής κατάληξης του λόφου, διότι δυτικά του βραχίονά του, εκεί που καταλήγει σχηματίζει όπως φαίνεται από μακρινή απόσταση, ένα τεράστιο ημικύκλιο.

Ο μύθος του στοιχειού

Από μικρός, τα μεσημέρια που λημεριάζαμε με τα πρόβατα στην τοποθεσία Πουρνάρι, άκουγα από τους αείμνηστους Αριστείδη Δανίκα από τα Άγναντα, από τον Νίκο Δούλο (Ζωγράφο) από τον οικισμό Λουκά, ένα μύθο που ανέφερε για κάποιο ανθρωπόμορφο στοιχειό που κρυβότανε στο βάθος μιας σπηλιάς, που βρίσκεται επάνω στην Ράχη ή στου Σωρού. Αργότερα έπειτα από αρκετά χρόνια επισκέφθηκα τον Γεώργιο Μπεκρή (Καλλιμάνη) και τον ιερέα Γεώργιο Παπαναστασίου στον οικισμό Ροδιά, και τέλος τον Γενάρη του 1996 επισκέφθηκα τον Χαρίλαο Μπακάλη, και Μήτσο Σκούτα κάτοικους Δάφνης – Ντάμιζας, ο Μπακάλης με καταγωγή από το Λουκά και ο Σκούτας από την Ροδιά Πηνείας.

Εκεί λέγανε ότι, βαθιά μέσα στην σπηλιά, ήτανε κρυμμένα πολλά χρυσαφικά, τζοβαΐρια και χρυσά λεφτά και ότι αυτά τα φύλαγε ένα τεράστιο ανθρωπόμορφο στοιχειό.

Αυτά είχανε -όπως κατά καιρούς μου ανέφεραν- μια τρανή κατάρα που τα έδερνε πολλά χρόνια, λέγανε ότι, άμα δεν τα έβγανε να τα ποτίσει και επειδή εδιψάγανε πολύ, τότενες ευτούνα εγινόσαντε κάρβουνα.

Όμως ο μύθος ανέφερε ότι τα βράδια ευτούνα εγινόσαντε πρόβατα και σκαρίζανε στην Ράχη και τα μεσάνυκτα το στοιχειό που τα φύλαγε, τα ροβόλαγε κάτου στο Νταρέϊκο ποτάμι για να τα ποτίσει. Όμως ευτούνα δεν έκανε να τα ιδεί ο Ήλιος, γιατί τάχατις ήσαντε δικά του και του τα είχε κλέψει με πονηριά το στοιχειό του σκοταδιού. Όταν έπεφτε ο Ήλιος και σκοτάδιαζε, τότενες το στοιχειό έβγαζε τα λεφτά από την σπηλιά, εκείνα, μόλις τα βλέπανε τ’ άστρα, αμέσως με μιας ευτούνα εγινόσαντε πρόβατα τα βόσκαγε. Μόλις χορταίνανε τα ’ρινε κάτου στο ρέμα τα πότιζε νερό και ανάγκαζε πάλενες πρου χαράξει η αυγή, τα σκάλωνε στην Ράχη και τα τρουπώνε μέσα στην σπηλιά. Εκείνα σάματις τρουπώνανε μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς και χανόσαντε τ’ άστρα, από τα μάτια τους, ματαγινόσαντε τζοβαΐρια. Τότενες το στοιχειό, έκλεινε την πόρτα της σπηλιάς να μην μπει ο ήλιος μέσα και να μην του τα αρπάξουνε, όσο θα κοιμότανε ούλη την ημέρα, να ξαποστάσει.

Μολογάγανε, οι παλαιοί, ότι η σπηλιά ήταν πολύ βαθειά και καταραμένη κι όταν κάποιος έμπαινε στην σπηλιά τον έτρωγε το στοιχειό. Γι’ αυτό υπάρχει ακόμη ο μύθος ότι σάματις μπούνε δύο στην σπηλιά ο ένας θα πισωγυρίσει κι αυτό το λέγανε γιατί το στοιχειό όταν έτρωγε έναν ολόκληρο άνθρωπο χόρταινε για τα καλά και μετά κοιμόταν μέχρι να τόνε χωνέψει.

Το στοιχείο είχε και μια νεράϊδα, ελέγανε ότι τάχατις ήτανε η αδερφή του, και ότι ήτανε καταραμένη καλόγρια και αφού την είχανε αφορίσει από ένα μοναστήρι ’κεια απού κα’, κι ήτανε γινωμένη νεράιδα. Όσο ευτούνος κοιμότανε μέσα στη σπηλιά, η νεράιδα φύλαγε τα χρυσαφικά μην πάνε και του τα αρπάξουνε. Αν πέρναγε κάποιος που δεν ήξερε και σαλάχαγε τα πρόβατα, τσάκ η νεράϊδα του έπαιρνε την λαλιά, και άμα γύρω στα χωριά, έχανε κανείς την λαλιά του, λέγανε ότι τάχατις του την πήρανε τα νεραϊδικά.

Μολογιότανε ότι ο Ήλιος, είχε τάχατις πονηριαστεί, ότι τα λεφτά του τα είχε πάρει το στοιχειό και κάθε καλοκαίρι έκανε λίβα απάνω στην Ράχη, ώστε να στερέψουνε τα νερά για να μην βρίσκει το στοιχειό νερό να τα ποτίζει. Γιατί τάχατις, άμα στερεύανε ούλες οι βρύσες και τα λαγκάδια, τότενες το στοιχειό, θα τράβαγε αλάργα να τα ποτίσει και θα τον πρόκανε ακόμη στη στράτα το πρωί και θα του τα έπαιρνε.

Μια βραδιά, τότενες που είναι τα δρίματα*, το στοιχειό αρρώστησε βαριά και δεν δυνώτανε να τα σκαρίσει να βοσκήσουνε και να τα ποτίσει.

Τότενες άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και είπε της νεράιδας τα να βγάλει όξω να βοσκήσουνε και μετά να τα ρίξει στο Νταρέϊκο ρέμα, να πιούνε νερό και να τα σκαλώσει γλήγορα και να τα σάξει να τρουπώσουνε στην σπηλιά, προτού χαράξει η αυγή.
Εκείνο το βράδυ είχε φεγγαράδα, η νεράιδα παράκουσε την διάτα του στοιχειού, έβγαλε έξω τα λεφτά και αφού γίνανε πρόβατα και βοσκάγανε τ’ απαράτηκε και έσαξε στ’ Αναζήρι στην άκρη του βουνού να κράξει τις άλλες νεράιδες που ήσαντε στα τρογύρω λαγκάδια να κάμουνε σύναξη και να κουβεντιάσουνε, όπως το συνηθίζανε χρόνια τώρα.

Τότενες οι νεράιδες, όταν ήτανε το φεγγάρι τεψί, βγαίνανε τα μεσάνυκτα καθόσαντε στο τούμπι που ήτανε πιο ψηλότερο μέρος και κουβεντιάζανε τα δικά τους. Την μάζωξη, -έλεγε ο Νίκος Δούλος- ότι την κάνανε στην Σφεντουκωμένη Πέτρα, τάχατις μαζωχνόσαντε ούλες** τρογύρω γύρω με ξέπλεκα τα μαλλιά και ντυμένες με ολόασπρα σκουτιά σαν νιφάδες, και κουβεντιάζανε τα δικά τους, με μπίτ ακαταλαβίστικες κουβέντες.***

Εκείνη τη βραδιά, τα πρόβατα μείνανε μπέσικα και βρήκανε τράτο κάτι κλέφτες και τα βάλανε μπροστά και τραβάγανε κατά την Γκάπελη. Όταν ξαγναντήσανε, τα πρόβατα αρχίσανε να χάνουνται από τα μάτια των κλεφτών. Τότενες εκείνοι πονηριαστήκανε, ότι τούτα δεν ήσαντε πρόβατα, αλλά αερικά κι από την τρομάρα τους, τα παρατήκανε και όπου φύγει- φύγει, πέσανε κατά τον κατήφορο και σάξανε για τον τόπο τους. Την κονταυγή τα πρόβατα δεν ματαγυρίσανε πάλενες στην μεριά τους.
Μετά την σύναξη, η νεράιδα, πισωγύρισε αλλά για κακή της τύχη, δεν βρήκε τα πρόβατα και απολύθηκε μαυλώντας τα, μέσα στα ρουμάνια και στο ποτάμι να τα βρει να τα μάσει και να τα φέρει πίσω στην σπηλιά, που φύλαγε το στοιχειό, προτού σκάσει ο ήλιος. Όμως κόντευε να πάρει η κονταυγή και αφού δεν μπορούσε να τα μαζώξει, πρου σκάσει ο ήλιος, ματαγύρισε στην σπηλιά χολοσκασμένη.

Το στοιχειό μόλις την είδε την μάλωσε και της είπε να σηκωθεί φύγει και να βγει όξω από την σπηλιά, στα μάτια του ήλιου, για να χαθεί, γιατί είχε μολέψει και του λόγου της από την κατάρα των τζοβαϊρικών. Η νεράιδα αρνήθηκε και τότενες τήνε έπιασε από τα μαλλιά και έχωσε σε μια τρούπα της σπηλιάς. Η δόλια από τον κάματο της πιλάλας, ούλη την νύχτα να βρει τα πρόβατα, λάγιασε κι αποκοιμήθηκε. Τότενες εκείνος για να τήνε τσιγουρίσει για το κακό που του έκαμε, της έκτισε την τρούπα μπροστά, για να μην μπορεί να βγει ποτέ από δαύτη.

Την άλλη μέρα, και μέχρι να βγει τρυφεροφεγγιά βουίζανε τ’ αυτιά του από το κλάμα της νεράιδας, σαν να βαρήγανε ταβούλια γύρω από το κεφάλι του. Δεν μπόργιε να ησυχάσει διόλου και σηκώθηκε κι έφυγε, πήρε τα μάτια του κι έσαξε κάτου κατά της Μαύρης και έγινε μπίτι χαϊτός από τον τόπο.

Από εκείνη την ημέρα λένε ότι λόγω της κατάρας, ότι όσο κλαίει η νεράιδα τόσο βαθαίνει η σπηλιά. Μολόγαγε ο Νίκος Δούλος, ότι ο γέρο Νιόνιος Χρονόπουλος από του Λουκά, ότι πρου κάμποσα χρόνια, πήγανε κάτι επιτήδειοι παλληκαράδες και αφού ροβολήκανε στην σπηλιά, ψάξανε για τα λεφτά, αλλά βρήκανε ούλο κάρβουνα. Κάμποσοι λένε ότι υπάρχουνε ακόμη τα λεφτά και ότι η νεράιδα είναι ακόμη φυλακισμένη βαθιά μέσα στη σπηλιά. Λένε ότι όποιος κατεβαίνει στην σπηλιά, ακούει ακόμη τα βογγητά της νεράιδας, που προσπαθεί να γκρεμίσει τον τοίχο και να βγει από τα σκοτάδια.

Άλλοι τάχατις μολογάνε ότι στοίχειωσε η νεράιδα και όποιος μπει μέσα στη σπηλιά, τον τραβάει με το κλάμα και τα παρακάλια της, να γκρεμίσει το ντουβάρι και να λευτερωθεί και όποιος της απολογιέται, ευτύς του παίρνει για πάντα την λαλιά. Ακόμη μολογάγανε όταν κατεβαίνουνε να εξερευνήσουνε την σπηλιά, τάχατις να βρούνε τα λεφτά από τους δυό, ο ένας δεν γυρίζει ποτέ πίσω.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*Δρίματα είναι μια φορά τον μήνα καθ’ όλον τον χρόνο. Όταν λιοκρίζει (ημέρα πανσελήνου, ήτοι εκείνη κατά την οποίαν ο ανατέλλων ήλιος ρίχνει τις ακτίνες στο φεγγάρι όταν αυτό πάει για να δύσει, «την κρούει ο ήλιος»).

Κατά τις ημέρες αυτές τα αντρόγυνα κοιμόντουσαν χώρια για να μην βγει σημαδεμένο το παιδί και άτυχο, λένε ότι όσα παιδιά «πιάστηκαν» κατά τις δρίμες έχουν βγει ανάπηρα. Τα παιδιά που είναι ανάπηρα τα λέγανε «δριμάδια ή δριμιάτικα».

Επίσης όταν λούζονται το βράδυ δεν κάνει να βγουν οι γυναίκες και τ’ αμάλλιαγα παιδιά έξω γιατί θα νεραϊδοπαρθούνε, όταν καμιά φορά βγαίνανε, γυρίζανε πίσω με μελανιές στο σώμα αλλά και στο πρόσωπο, οι οποίες έμεναν εφ’ όρου ζωής. Τις μελανιές αυτές τις λέγανε νεραϊδοπέρασμα. Αυτοί που είχαν τις μελανιές έλεγαν ότι θα ήσαν άτυχοι στην ζωή και για τούτο φυλάγονταν τις ημέρες που λεγόταν δρίμες ή δρίματα. Κάθε μια φορά τον χρόνο, όταν έχουμε τις δρίμες, οι νεράιδες κάνουν μια μεγάλη σύναξη στα Νεραϊδόβουνα, Νεραϊδόραχες, Νεραϊδάλωνα, Νεραϊδόστρατα, Νεραϊδότοπους, Νεαρϊδόβρυσες και Νεραϊδόλιμνες, και μιλάνε για τα δικά τους χωρίς ν’ ακούγονται από τους ανθρώπους. Λένε ότι άμα βρεθεί κοντά άνθρωπος του παίρνουνε την μιλιά και μένει μουγγός για ούλη του την ζωή. Μολογάνε ότι τα αηδόνια ξέρουνε να κουβεντιάζουνε με τις νεράιδες, γι’ αυτό τ’ αηδόνια όταν κελαηδάνε ούλη την νύχτα, λένε κουβεντιάζουνε με τις αδερφές τους, τις νεράιδες.

** Γι’ αυτό τα βράδια που είναι οι Δρίμες δεν πρέπει να βγαίνουνε οι λουσμένες τσούπες όξω την νύχτα γιατί οι νεράιδες θα τους πάρουνε την λαλιά.

***Μολόγαγε ένας που κοιμότανε ένα βράδυ κάτου από μια συκιά, άκουσε τις νεράιδες, άνοιξε τα μάτια του και τήραγε τρογύρω του που κουβεντιάζανε ακαταλαβίστικα, αλλά δεν μίλησε ούτε κουνήθηκε ρούπι. Εκείνες μόλις κιώσανε την δική τους κουβέντα, αρχίσανε να τραγουδάνε, σαν τα αηδόνια με τις γλυκές φωνές τους. Εκείνον τον πήρε ο ύπνος από τα τραγούδια μέχρι που ξημέρωσε, και χωρίς να το πάρει χαμπάρι, εκείνες χαθήκανε σαν τον ίσκιο.
Χρησιμοποιήθηκε η ντοπιολαλιά όπως καταγράφηκε.

Ο μύθος του Σωρού νομίζω ότι έχει μια μυθολογική σύνδεση με αυτή του Βασιλιά Ανήλιαγου της Παλιόπολης και του Χλεμουτσίου, εφόσον πρωτεύονται ρόλο διαδραματίζουν, ο ήλιος και το σκοτάδι. Στις ημέρες μας φαίνεται ότι ο μύθος καλά κρατεί, διότι κατά καιρούς διάφοροι επίδοξοι αρχαιοκάπηλοι, που τον διαιωνίζουν μεταλλάσσοντας αυτόν, με διάφορες παραλλαγές αναζητούν πληροφορίες αλλά και έχουν επισκεφθεί, τις εν λόγο τοποθεσίες πραγματοποιώντας λαθρανασκαφές προ ανεύρεση χρυσών νομισμάτων, που υποψιάζονται ότι βρίσκονται στου Σωρού, στο Αναζήρι, στην Σφεντουκωμένη Πέτρα, στο Θεογιόφυρο, στου Τριαντάφυλλου, στην σπηλιά ή και κοντά στις πηγές. Στις 9 Φεβρουαρίου 1949 εκεί διεξήχθηκε μια φοβερή μάχη μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού (9ης Μεραρχίας) και δύναμης ανταρτών υπό τον Καπετάν Ζαχαριά. Για αυτόν το λόγο, διάφοροι επίδοξοι χρυσοθήρες γνωρίζοντας για την μάχη της Καριάς εικάζουν ότι εκεί οι αντάρτες έκρυψαν αρκετές χρυσές λίρες και ευρίσκονται ακόμη εκεί.

Λεξιλόγιο:

  • Ανάγυρα, (επίρρ.) = ολόγυρα πέριξ.
  • Γκάπελη, η = (ιδιωμ.) τοπ. διάλεκτος η Κάπελη, το δρυοδάσος.
  • Δυνώτανε, = μπορούσε.
  • Κιώνω, = τελειώνω.
  • Λιόκριση η, = η ημέρα της Πανσελήνου, ήτοι εκείνη κατά την οποία ο ανατέλλων ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του επί της δυούσης Σελήνης (δηλ. την κρούει).
  • Μολογάω, = (τοπ. διάλεκτος) αναφέρω, μαρτυρώ, λέγω.
  • Μουγγός, ο = ο άλαλος, αυτός που δεν μιλάει.
  • Μπέσικο, το = το ελεύθερο οικόσιτο ζώο, που έχει ξεφύγει από τον ιδιοκτήτη του και γυρίζει ελεύθερο.
  • Μπίτ, μπίτι, = (τοπ. διάλεκτος) καθόλου, τελείως.
  • Πιλάλα, η = (τοπ. διάλεκτος), γρήγορα, τρέχοντας.
  • Ροβολάω, = κατεβαίνω.
  • Τηράου, = (τοπ. διάλεκτος) ορώ, βλέπω.
  • Τσιγουρίζω, = ταλαιπωρώ, κουράζω.

Πηγές:

  • Αριστείδης Δανίκας από τα Άγναντα και Νίκος Δούλος (Ζωγράφος) από τον οικισμό Λουκά, καταγραφή Δευτέρα 30 Ιουλίου 1975.
  • Γεώργιος Μπεκρής (Καλλιμάνης) και ιερέας Γεώργιος Παπαναστασίου από τον οικισμό Ροδιά, καταγραφή Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 1984.
  • Χαρίλαος Μπακάλης, και Σκούτας Δημήτριος κάτοικοι Δάφνης – Ντάμιζας, ο Μπακάλης με καταγωγή από Λουκά και ο Σκούτας από την Ροδιά Πηνείας, καταγραφή Κυριακή 21 Ιανουαρίου 1996.
  • Δημήτριος Γ. Κυριαζής, Τρίτη 5 Μαΐου 1998,από την Δάφνη Αμαλιάδας, ο οποίος κατά μαρτυρία του, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, συμμετείχε στην μάχη της Καριάς.

____________________

Ο Ηλίας Τουτούνης είναι λαογράφος- συγγραφέας

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή