Τζoν Κέιτζ (1912 – 1992) Πειραματιστής συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής

Ήταν πρωτεργάτης του αλεατορισμού (μουσική του τυχαίου), της ηλεκτρονικής μουσικής και της αντισυμβατικής χρήσης μουσικών οργάνων

by Times Newsroom

Ο Τζoν Κέιτζ (5 Σεπτεμβρίου 1912 – 12 Αυγούστου 1992) ήταν πειραματιστής συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής, φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός καλλιτέχνης, χαράκτης, καθώς και ερασιτέχνης μελετητής και συλλέκτης μανιταριών. Ήταν πρωτεργάτης του αλεατορισμού (μουσική του τυχαίου), της ηλεκτρονικής μουσικής και της αντισυμβατικής χρήσης μουσικών οργάνων. Ήταν μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής αβάν-γκαρντ. Οι κριτικοί τον έχουν αναγορεύσει ως έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Επίσης είχε ουσιώδη συμβολή στην ανάπτυξη του μοντέρνου χορού, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με το χορογράφο Μέρς Κάνιγχαμ, ο οποίος υπήρξε σύντροφος του Κέιτζ για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.

Ο Κέιτζ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την σύνθεση του “4’33″” το 1952, το οποίο εκτελείται χωρίς να παιχτεί ούτε μια νότα. Το περιεχόμενο της σύνθεσης αυτής σκοπεύει να εκληφθεί ως οι ήχοι του περιβάλλοντος που ακούν οι ακροατές καθώς αυτό παίζεται, παρά ως 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα σιωπής. Το κομμάτι αυτό υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες συνθέσεις του 20ου αιώνα. Μια άλλη διάσημη δημιουργία του Κέιτζ είναι το “prepared piano” (προετοιμασμένο πιάνο -ένα πιάνο του οποίου ο ήχος μεταβάλεται τοποθετώντας χρηστικά αντικείμενα στις χορδές του), για το οποίο έγραψε έναν αριθμό χορευτικών έργων και μερικές συνθέσεις, με πιο γνωστή από αυτές τα “Sonatas and Interludes” (1946–48).

Στους δασκάλους του περιλαμβάνονται ο Χένρυ Κάουελ (1933) και ο Άρνολντ Σένμπεργκ (1933–35), και οι δύο γνωστοί για τις καινοτομίες τους στην μουσική, αλλά σημαντική επιρροή του Κέιτζ υπήρξαν διάφορες Ανατολικές Κουλτούρες. Μέσω των σπουδών του πάνω στην Ινδική φιλοσοφία και τον Βουδισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Κέιτζ συλλαμβάνει την ιδέα της αλεατορικής μουσικής (Aleatoric music), μουσικής που ελέγχεται από την τύχη, που αρχίζει να συνθέτει το 1951. Το Ι Τσινγκ, η αρχαία κινέζικη τεχνική σχετικά με την αλλαγή γεγονότων, έγινε το σταθερό εργαλείο σύνθεσης του Κέιτζ για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε μια διάλεξη το 1957, με θέμα την Πειραματική Μουσική, περιέγραψε την μουσική ως ένα “άσκοπο παιχνίδι” το οποίο αποτελεί μια “επιβεβαίωση της ζωής – όχι μια προσπάθεια για να φέρει τάξη στο χάος, ούτε να προτείνει διορθώσεις στη δημιουργία, αλλά απλά ένας τρόπος να ξυπνήσεις σε ακριβώς αυτήν την ζωή που ζούμε.”

Ο Κέιτζ γεννήθηκε στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του, Τζον Μιλτον Κέιτζ (1886-1964), ήταν εφευρέτης και η μητέρα του Λουκριτία Χάρβεϊ (1885-1968) εργαζόταν κατά διαστήματα ως δημοσιογράφος για τους Los Angeles Times. Οι ρίζες της οικογένειας ήταν καθαρά Αμερικάνικες: σε μια συνέντευξη το 1976 ο Κέιτζ αναφέρει “ ένας Τζον Κέιτζ βοήθησε τον Ουάσινγκτον στην χαρτογράφηση της Βιρτζίνια”.

Η πρώτη επαφή του με τη μουσική ήταν τα ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου που έκανε. Έκανε το πρώτο μάθημα πιάνου όταν ήταν στην τετάρτη δημοτικού. Το 1928 ο Κέιτζ δηλώνει ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Γράφεται στο Pomona College, Claremont, το οποίο όμως εγκαταλείπει το 1930 πιστεύοντας ότι “το κολλέγιο δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα σε έναν συγγραφέα”. Σε μια δήλωση του το 1991 λέει:

“στο κολλέγιο ήμουν σοκαρισμένος που έβλεπα τους 100 συμφοιτητές μου στην βιβλιοθήκη να διαβάζουν όλοι τα ίδια βιβλία. Αντί για αυτό, πήγα στα ράφια και διάβασα το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε από έναν συγγραφέα που το όνομα του άρχιζε από Ζ. Πήρα το μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη μου. Αυτό με έπεισε ότι το σύστημα δεν δούλευε σωστά. Έφυγα. “

Ο Κέιτζ πείθει τους γονείς του ότι ένα ταξίδι στην Ευρώπη θα ήταν πιο ευεργετικό για έναν μελλοντικό συγγραφέα από τις πανεπιστημιακές σπουδές. Παρέμεινε στην Ευρώπη για 18 μήνες, ενώ ασχολήθηκε με διάφορους τομείς της τέχνης: πρώτα ασχολήθηκε με την Γοτθική και την Ελληνική αρχιτεκτονική, αλλά αποφάσισε ότι δεν τον ενδιέφερε αρκετά η αρχιτεκτονική για να αφιερώσει την ζωή του σε αυτήν. Ύστερα ασχολήθηκε με την ζωγραφική, την ποίηση και την μουσική. Στην Ευρώπη άκουσε για πρώτη φορά μουσική σύγχρονων συνθετών (όπως του Ιγκόρ Στραβίνσκι και του Πάουλ Χίντεμιτ) και τελικά γνώρισε την μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, την οποία δεν είχε ακούσει μέχρι τότε. Γυρίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1931, στην Santa Monica, California. Ο Cage αργότερα δηλώνει:

“Οι άνθρωποι που άκουγαν την μουσική μου είχαν καλύτερα πράγματα να πουν για αυτήν, από τους ανθρώπους που έβλεπαν τους πίνακες μου”

Αυτήν την περίοδο γνωρίζει τους δασκάλους του Richard Buhlig, Henry Cowell, Arnold Schoenberg και Adolph Weiss. Μετά από ερώτηση του δασκάλου του Arnold Schoenberg, ο Cage δεσμεύεται ότι θα αφιερωθεί στην μουσική. Υπόσχεση που ίδιος ένιωθε υποχρεωμένος να κρατήσει, παρά τις δημιουργικές περιπλανήσεις των χρόνων που ακολούθησαν στον χώρο των εικαστικών, του χορού και της performance.

Ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές δουλειές που αναγκαζόταν να κάνει το Cage, το 1936 αρχίζει να γράφει μουσική για μια ομάδα μοντέρνου χορού. Παράλληλα διδάσκει ένα μάθημα στο UCLA με θέμα “Musical Accompaniments for Rhythmic Expression”. Το 1938 ήδη έχει αρχίσει να πειραματίζεται πάνω στην ιδέα των μη συμβατικών οργάνων και αναλαμβάνει να διδάσκει ακόμα ένα μάθημα με το ίδιο θέμα στο Mills College.

Το Εργο του

Ο ρόλος που έπαιξε ο John Cage ως καλλιτέχνης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ξεπερνά τα όρια της μουσικής. Ο  Cage μπόρεσε να αντλήσει στοιχεία από κάθε καλλιτεχνικό χώρο και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση ενός από τα πιο κύρια χαρακτηριστικά της Αμερικάνικης avant garde, της διακαλλιτεχνικότητας.

Γνήσιο διακαλλιτεχνικό προϊόν είναι και το Theater Piece Νο. 1, αφού στην ουσία πρόκειται για ένα παραστασιακό γεγονός που συντέθηκε με την συμβολή επιμέρους καλλιτεχνικών καταθέσεων. Στο “event” συμμετείχαν ο Merce Cunningham (1919 – 2009), ο Robert Rauschenberg (1925 – 2008), εικαστικός καλλιτέχνης, εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της Ποπ Αρτ, που εξέθεσε για πρώτη φορά τους διάσημους Λευκούς Πίνακες του κατά την διάρκεια του Theater Piece Νο 1, ο Charles Olson (1910 – 1970), ποιητής και συγγραφέας, η Mary Caroline Richards (1916 – 1999), ποιήτρια καθηγήτρια του Black Mountain College και ο David Tudor (1926-1996), πιανίστας και συνθέτης πειραματικής μουσικής, ο οποίος θα ερμηνεύσει αργότερα στην Ευρώπη το 4’33” του Cage.

Το “Event” δεν μαγνητοσκοπήθηκε, μια εικόνα για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα στην τραπεζαρία του  Black Mountain College μπορούν να συνθέσουν μόνο οι μαρτυρίες των παρευρισκόμενων. Ο Cage είχε την ιδέα για το πολυμορφικό “event” μια μέρα μετά το μεσημεριανό, ενώ το ίδιο το “event” έλαβε χώρα, χωρίς πρόβες, σενάριο και  κουστούμια το ίδιο βράδυ. Σε κάθε ένα από τους συνεργάτες ανατέθηκαν δύο τυχαία τμήματα χρόνου, μέσα στα οποία παρουσίασαν δραστηριότητες της επιλογής τους. Ο Cage έδωσε γενικές οδηγίες για το τι θα έκανε ο καθένας, αφήνοντας μεγάλες ελευθερίες στους συντελεστές. Το συνολικό αποτέλεσμα κράτησε 45 λεπτά.

Ο χώρος που συνέβη το Theater Piece Νο.1 περιγράφετε από τον Cage ως εξής:

“Το κοινό κάθονταν σε τέσσερα ισομερή τριγωνικά τμήματα, οι κορυφές των οποίων άγγιζαν μια μικρή τετράγωνη performance area και διάδρομοι ανάμεσα σε αυτήν οδηγούσαν στην μεγαλύτερη  performance area, η οποία τους περικύκλωνε.”

Όλες οι δραστηριότητες συνέβαιναν ταυτόχρονα: ο Charles Olsen και η  M. C. Richards απάγγειλαν την ποίηση τους από την κορυφή μιας σκάλας έξω από τον χώρο του κοινού. Ο  Cunningham χόρεψε ακολουθούμενος από ένα σκυλί, ανάμεσα στους θεατές. Ο David Tudor έπαιξε μουσική του Cage σε ένα προετοιμασμένο πιάνο, του οποίου ο ήχος παραμορφωνόταν από την προσθήκη τσόχας και ξύλου μεταξύ των χορδών, ή ανοιγόκλεινε ένα ραδιόφωνο. Τρεις πίνακες από του Λευκούς Πίνακες του Rauschenberg κρέμονταν από το ταβάνι και σχημάτιζαν έναν σταυρό, και χρησίμευαν ως οθόνες για την προβολή σλάιντς και ως φόντο για την δράση. Κρεμάστηκε επίσης ένας μεγάλος μαυρόασπρος πίνακας του Franz Kline, τον οποίο είχε ζωγραφίσει εκείνο το καλοκαίρι στο Black Mountain College. Ο Rauschenberg στέκονταν κάτω από έναν από τους πίνακες του και έπαιζε δίσκους της Edith Piaf σε ένα παλιό γραμμόφωνο. Ο Cage παράλληλα έδινε μια διάλεξη για τον Meister Eckhart και το Ζεν. Η διάρκεια αυτής της διάλεξη καθόριζε και την συνολική διάρκεια του “Event”. Στο τέλος του “Event” τέσσερα αγόρια ντυμένα στα λευκά σέρβιραν καφέ, σε φλιτζάνια που βρίσκονταν πάνω στις καρέκλες από την αρχή του δρώμενου.

Φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση σε σχέση με το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το απόγευμα στο Black Mountain College, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί και μέρος της επιτυχίας αυτής της έκθεσης δράσεων που συνέβαιναν ταυτόχρονα. Η πρόσληψη από τον κάθε θεατή εξαρτιόταν από το πού θα καθόταν και τι θα επέλεγε να δει από τις παράλληλες δράσεις που εξελίσσονταν μπροστά του και γύρω του. Η Johanna Jalowetz πήγε νωρίτερα στον χώρο της τραπεζαρίας, προκειμένου να πιάσει “καλή θέση”. Τότε ο Cage της απάντησε ότι όλες οι θέσεις είναι εξίσου καλές για το συγκεκριμένο θέαμα. Οι αντιδράσεις του κοινού δεν ήταν όλες θετικές: ο Edgar Taschdjian δήλωσε ότι προτιμά να ακούει την μουσική από βατράχους, ο Lou Harrison βρήκε όλο το συμβάν βαρετό, ενώ  άκουσαν την Johanna Jalowetz να λέει μετά το “Event” ότι “Αυτοί είναι οι σκοτεινοί καιροί”

Το “Event” αναγνωρίζεται ως το πρώτο happening από τον Allan Kaprow. Τα happenings κατέλαβαν τον κόσμο της τέχνης από τότε μέχρι και σήμερα, ενώ από δρώμενα αυτού του είδους προήλθε το θέατρο των μικτών μέσων.

Αναφορές

  • Bernstein, David W., and Hatch, Christopher (ed.). 2001. Writings through John Cage’s Music, Poetry, and Art. University of Chicago Press. ISBN 0-226-04407-6
  • Perloff, Marjorie, and Junkerman, Charles. 1994. John Cage: Composed in America. University of Chicago Press, 1994. ISBN 0-226-66057-5
  • Pritchett, James, and Kuhn, Laura, Grove Art Online, groveart.com, ανακτήθηκε 15/12/2006.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com