ΒΙΛΕΛΧΜ ΜΥΛΛΕΡ
Τρία ποιήματα γιὰ τὴν Ὕδρα
Ὁ Γιόχαν Λούντβιχ Βίλχελμ Μύλλερ (Johann Ludwig Wilhelm Müller) Γερμανὸς ποιητὴς καὶ φιλέλληνας, γεννήθηκε στὸ Ντεσσάου στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1794 καὶ πέθανε στὴ γενέθλια πόλη του, στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1827. Στὰ ἔντεκά του, κι ἔχοντας ὀρφανέψει ἀπὸ μητέρα, ἔγραψε τὰ πρῶτα ποιήματα. Στὰ δεκαοκτώ του, τὸ 1812, ἐνεγράφη στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου ὅπου καὶ ἀσχολήθηκε μὲ φιλολογικὲς καὶ ἱστορικὲς μελέτες, ἐπηρεαζόμενος καθοριστικὰ ἀπὸ τὸν φιλόλογο Φρειδερῖκο-Αὔγουστο Βόλφ. Στὰ δεκανεννιά του, τὸ 1813, κατατάχθηκε ὡς ἐθελοντὴς στὸν Πρωσικὸ στρατὸ καὶ παρ᾽ ὅτι φιλειρηνιστής, μετεῖχε στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Ναπολέοντος. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ θὰ τὸν μεταπλάσει σὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔμεινε ἀργότερα γνωστός: ὡς ὁ ρομαντικὸς πατριώτης ποιητὴς καὶ φιλέλληνας. Ἦταν δὲ τέτοιος ὁ ἐνθουσιασμός του ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος, ποὺ ἀπέκτησε τὸ προσωνύμιο «Ὁ Ἕλληνας». Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ Γερμανικὸ Ἰδεῶδες ἐκφράστηκε ποικιλοτρόπως, ἐμφορούμενη πρωτίστως ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ ρομαντισμοῦ τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ ἡ τύχη τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων τὸν ἀπασχόλησε ἐξ ἴσου στὴ σύντομη ζωή του, ἀφήνοντας μιὰ σειρὰ ποιητικῶν συνθέσεων, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπιχείρησε νὰ παρακινήσει τοὺς Εὐρωπαίους ὑπὲρ τῆς ἑλευθερίας τῶν Ἑλλήνων, ἐξυμνώντας τους ἔτσι ὅπως ἡ φαντασία του τοὺς εἶχε ἐξιδανικεύσει. Ὁ πρόωρος θάνατός του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἰδεῖ τὴν τύχη τῆς Ἑλλάδος, ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ ὕμνησε.
Τρία ἀπὸ τὰ ποιήματά του, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν Ὕδρα, μεταφράστηκαν ἐκ νέου στὰ Ἑλληνικά, μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἡ Ὕδρα, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸν ποιητή, «ἀκουμποῦσε ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος!», εὐγνωμονοῦσα, τοῦ ἀνταποδίδει ἕναν ἐλάχιστο φόρο τιμῆς. (Β. Μ.)
Ἀπόδοση: Βασίλης Μπούτος
Ὁ γερο–Ὑδραῖος
Στάθηκα ψηλὰ στὸν βράχο, μὲ τὸ πέλαγος στὸ βάθος,
Ἡ ψυχή μου λυτρωμένη, ἄρχισε νὰ πετᾶ μὲ θάρρος.
Τὰ μάτια μου πλανήθηκαν σὲ θάλασσα καὶ σὲ στεριά,
Καμιὰ ἁλυσίδα δὲν μὲ ἐμπόδιζε νὰ ἰδῶ πέρα, μακριά.
Μέχρις ἐκεῖ, ὅπου ἡ ἡμισέληνος δὲν φαινόταν,
Σὲ βουνά, πύργους, ἰστούς, μεγαλόσταυρος κρεμόταν.
Κι ὅσο πιὸ μακριά κοιτοῦσα, τὸ στῆθος μου ἄλλο τόσο
Ἀπὸ τῆς πίστης τὴ φλόγα κόρωνε, τὴν ἀγάπη, τὸν πόθο.
Ὅ,τι μᾶς συνθλίβει κι ὅ,τι μᾶς χαροποιεῖ,
Ὅ,τι μᾶς ἐμψυχώνει κι ὅ,τι μᾶς ἀνησυχεῖ,
Στὴ φωτιὰ τὸ ρίχνουμε, τὸ πετᾶμε στὸ νερό,
Στὶς καρδιές μας πεταρίζει, λάμπει κάτι ἱερό.
Βλέπω πλέοντα καράβια, ὑπερήφανα στὰ νερά,
Εἶν’ τῆς λευτεριᾶς ὁ ἀέρας ποὺ φουσκώνει τὰ πανιά;
Χαῖρε ἐσὺ καὶ τὸ ταξίδι σου! Χαῖρε τὸ ὄμορφο φορτίο σου!
Χαῖρε ὁλόκληρο σκαρί, ἀπ’ τὴν καρίνα μέχρι τὸ ἱστίο σου!
Διασχίζετε φουρτοῦνες γιὰ ἕναν εὐγενὴ σκοπό,
Φέρνετε τῆς νίκης τὸ ἄνθος, θρεμμένο μὲ αἷμα ἡρωικό.
Εἶν’ οἱ μακρινὲς βροντὲς ὁ ἀπόηχος τῆς μάχης;
Ἢ συντρίβεται στὰ βράχια τὸ ἄγριο κύμα τῆς θαλάσσης;
Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σπάσει ἀπ’ τοῦ κρότου τὴν ἠχώ,
Μὰ εἶμαι γέρος γιὰ τὴ μάχη, καὶ δὲν ἔχω μήτε γιό.
DER GREISE VON HYDRA. Wilhelm Müller, Lieder der Griechen, 1821, Erstes Heft, Christian Georg Ackerman, Dessau 1822
Τὸ Ὑδραιόπουλο
῎Ημουνα μικρὸ ἀγόρι, εἶχα μόλις στὰ πόδια σταθεῖ,
Κι ὁ πατέρας μου μὲ πῆγε στῆς θαλάσσης τὴν ἀκτὴ
Ἐκεῖ, μὲ μαστοριὰ μοῦ ἔμαθε πὼς νὰ κολυμπῶ,
Κι ὣς τὴν ἄμμο τοῦ βυθοῦ της θαρραλέα νὰ βουτῶ.
Ἀσημένιο νόμισμα στὰ νερά της πετοῦσε τρίς,
Δῶρο μου, ἂν τρὶς τὸ εὕρισκα, ὡς καλὸς βουτηχτής.
Ἔπειτα μ’ ἔβαλε σὲ βάρκα, δίνοντάς μου τὸ κουπὶ
Ὁ ἴδιος στάθηκε στὸ πλάι, στὴ θέση τοῦ ἐκπαιδευτῆ,
Μοῦ ‘δειχνε καὶ μοῦ ‘λεγε πὼς νὰ μὴν εἶμαι χύμα
Πὼς τὶς ξέρες νὰ ἀποφεύγω καὶ νὰ πολεμῶ τὸ κύμα.
Κι ἀπ’ τὴ βαρκούλα μ’ ἔβαλε σὲ καΐκι μεγάλο,
Ἡ θύελλα μᾶς ἔσπρωξε σιμὰ σ’ ἕναν βράχο.
Στὸ κατάρτι ἀνέβηκα, κάτω ἡ θάλασσα, πέρα ἡ στεριά,
Βουνὰ, πύργοι, ἀκτὲς ἔφευγαν, χάνονταν μακριά.
Ὁ πατέρας μοῦ ἔδειξε πὼς τὰ πουλιὰ νὰ μελετῶ
Τὶς κίνησεις, τοὺς ἀνέμους, καὶ τὰ νέφη νὰ κοιτῶ.
Κι ὅταν ἡ καταιγίδα θέριεψε πάνω ἀπ᾽τὸ κεφάλι μου
Καὶ τὸ κύμα ἔφτανε ψηλὰ ὡς τὸ καλάθι* μου,
Μὲ τὸ βλέμμα του ὁ πατέρας μοῦ ‘λεγε μὴ φοβηθῶ
Κι ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου βρισκόμουν, διόλου νὰ μὴν κουνηθῶ
Κι ἐμψυχώνοντάς με εἶπε, μὴν κάνεις σὰν παιδόπουλο
Ἀέρα στὰ πανιά σου, Ὑδραιόπουλο!
Σήμερα, ὁ πατέρας μοῦ χάρισε ἐκεῖνο τὸ σπαθί,
Γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα, ποὺ μ’ εἶχε ὑποσχθεῖ.
Μὲ θωροῦσε ξαναμμένος ἀπὸ κάτω ὡς τὴν κορφή,
Μπήγοντάς μου ἅγριο βλέμμα, σὰν νὰ ἤτανε καρφί.
Κι ἀδράχνοντας τὴ λάμα, τὴν ἔσεισε σὰν πούπουλο
Τὸ σπαθί σου νὰ ‘χει τύχη, μοῦ εὐχήθη, Ὑδραιόπουλο!
* Κόφα, στὴ ντόπια ναυτικὴ ὀρολογία.
DER KLEINE HYDRIOT. Wilhelm Müller, Lieder der Griechen, 1821, Zweites Heft, Christian Georg Ackerman, Dessau 1822
Ὕδρα
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ὅπου ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀκουμπᾶ!
Βλέποντας τὴ νεφοσκεπῆ κορφή σου, τὸ αἷμα μου βράζει κι ἡ καρδιὰ σκιρτᾶ.
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ἡ θάλασσα γύρω σου ἀλυχτᾶ,
Κι ὁ κεραυνὸς πάνω στὴ γυμνή σου ράχη ἀστράφτει καὶ βροντᾶ!
Ἀλλ’ ἐσὺ γενναία ἀντιστέκεσαι στὴν καταιγίδα αὐτή,
Καμιὰ ἀστραπὴ δὲν σὲ δειλιάζει, ὅσο κι ἂν εἶναι δυνατή·
Κι ἀπ’ τὶς βαθύτατες σπηλιές της, ἡ θάλασσα λυσσομανᾶ,
Ὅμως ἐσὺ ἵστασαι ἐκεῖ, στὰ πόδια σου, γερὰ καὶ εὐγενικά,
Δὲν σείεσαι, παρὰ ὅπως τὰ ἔλατα ἀπὸ τὶς αὔρες ποὺ περνᾶνε
Τὰ ἐρεβώδη κύματα ἀφρίζουνε, ἐξατμίζονται, σκορπᾶνε.
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ὅπου ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀκουμπᾶ!
Ὕδρα, ἀκούγοντας τὸ ὄνομά σου, τὸ αἷμα μου βράζει κι ἡ καρδιὰ σκιρτᾶ.
Μὲ τὰ πανιά σου τὸ πνεῦμα μου στὶς θάλασσες περιπλέει,
Ἐκεῖ ὅπου τὸ ἀεράκι στὰ κύματα γιὰ τὶς νίκες σου λέει.
Ἐρειπώθηκε ἡ Ἀθήνα, δηώθηκε τοῦ Ἀμφίωνος ἡ πόλη,
Ἀγνοεῖ τὸ ἐγγόνι, ποὺ ἦταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ κατώφλι,
ὅπου ἡρωίδα μάνα ἔδιωξε τὸν γιό ―ἔρριψε τὸ ξίφος του στὴ γῆ!
βλέποντάς τον νὰ στέκεται στὴ θύρα της, δίχως στεφάνι καὶ πληγή.
Ἀφῆστε τείχη καὶ πύργους νὰ πέσουν· ὅ,τι χτίσατε, πρέπει νὰ γκρεμιστεῖ,
Τῆς λευτεριᾶς ὁ βράχος ὑψώνεται ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ποὺ ἔχει ἐλευθερωθεῖ!
HYDRA. Wilhelm Müller, Neue Lieder der Griechen, Sweites Heft, F.A. Brockhaus, Leipzig 1823
Ἐπίλογος
Ἡ Ελλὰς καὶ ὁ κόσμος
Χωρὶς ἐλευθερία, τί θὰ ‘ταν ἡ Ἑλλάς;
Χωρὶς ἐσέ, Ἑλλάς, τί θὰ ‘ναι ὁ κόσμος;
Ἑλᾶτε, ὅλοι οἱ λαοί,
Ἰδοῦ τὰ στήθη
Ποὺ σᾶς θήλασαν
Μὲ τὸ καθάριο γάλα τῆς σοφίας! –
Θὰ ἀποκοποῦν ἀπ᾽τοὺς βαρβάρους;
Ἰδοῦ τὰ μάτια
Ἐκείνων ποὺ σᾶς φώτισαν
Μὲ οὐράνια λάμψη ὀμορφιᾶς! –
Θὰ τυφλωθοῦν ἀπ᾽τοὺς βαρβάρους;
Ἰδοῦ ἡ φλόγα
Ποὺ καταυγάζει
Τὸ μέσα σας,
Καθορίζοντας
Ποιοὶ εἶστε
Τὶ θέλετε
Πὼς κινῆστε
Ὁ εὐγενὴς ἀνθρωπισμός σας,
Ἡ ἐλευθερία σας! –
Θὰ καταπνιγοῦν ἀπ᾽τοὺς βαρβάρους;
Ἑλᾶτε, ὅλοι οἱ λαοί,
Ἑλᾶτε νὰ ἐλευθερώσετε,
Αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀπελευθέρωσαν!
Χωρὶς ἐλευθερία, τί θὰ ‘ταν ἡ Ἑλλάς;
Χωρὶς ἐσέ, Ἑλλάς, τί θὰ ‘ναι ὁ κόσμος;
Wilhelm Müller, Neueste Lieder der Griechen / Leopold Voss, Leipzig 1824
________________________________________
Ο Βασίλης Μπούτος γεννήθηκε στο Μακρυχώρι Λάρισας το 1959. Εργα του: “Χειρονομίες ντροπής”, 1986. “Νυχτερινή αποστασία”, 1988. “Ο Ιωάννης Μαρία του φθινοπώρου”, 1990. “Γυναίκες στα πάρκα”, 1993. “Το χάσμα”, 1994, “Η συκοφαντία του αίματος”, 1997. “Τα δάκρυα της Βασίλισσας”.