Ξαναδιαβάζοντας τη “Ζωή εν τάφω” του Στράτη Μυριβήλη…

...διαβάζεται η “Ζωή εν Τάφω” όπως κι όταν πρωτοτυπώθηκε. Ανήκει στην κατηγορία των έργων της φαντασίας που μπορεί να τους αφαιρεί κάτι αλλά και που μπορεί να τους προσθέτει πολλά το πέρασμα του χρόνου.

by Times Newsroom
  • ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ(Άνδρος, 1910 – Αθήνα, 27 Ιουνίου 1982)

ΞΕΝΟΣ διανοητής με κάποια θλίψη πιστοποιούσε, εδώ και λίγα χρόνια, πόσο γρήγορα έρχονται και αντιπαρέρχονται στον καιρό μας οι διάφορες φιλολογικές σχολές, τα καλλιτεχνικά δόγματα και τα σχετικά συνθήματα, οι τεχνοτροπίες, τα είδωλα και οι προτιμήσεις του κοινού. Η παρατήρηση αυτή, που δεν είναι δύσκολο να την επαληθεύσει κανείς ψάχνοντας μέσα στην περιοχή της δικής μας πνευματικής ζωής, μας κάνει να στοχαζόμαστε με ανάλογη θλίψη μήπως η ιδέα που είχαμε ώς τώρα για την αφθαρσία των έργων της τέχνης δεν ήταν και τόσο απόλυτη και μήπως οι ταχύτατες αυτές αντικαταστάσεις δεν προκαλούν κάποια μοιραία φθορά στα έργα της δημιουργικής φαντασίας, ακόμη και στα πιο πρόσφατα, και σε κείνα που, πέρα από την υποταγή τους σε σχολές και σε δόγματα, προβάλλουν μια εσωτερική δύναμη αντιστάσεως και αντιμετωπίζουν μ’ όσο το δυνατό λιγότερη φθορά τον άπληστο για αλλαγές χρονικό ρυθμό της εποχής μας. Ωστόσο δε θα ήταν σωστό να υπερτιμήσουμε τη σημασία που έχει για την κριτική η σχετική αυτή φθορά των έργων της τέχνης, γιατί τότε θα ’πρεπε να παραδεχτούμε πως είναι αδύνατη η καλλιτεχνική συνεννόηση ανάμεσα σε δυο διαδοχικές εποχές. Πρέπει όμως να την υπολογίζουμε πάντα, γιατί μονάχα έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά τι μας συμβαίνει με έργα τέχνης άλλων εποχών που αλλάζουν χρώματα μέσα μας και πότε πιάνουν πιο λίγο και πότε πιο πολύ τόπο, ενώ από καθαρά καλλιτεχνική άποψη βλέπουμε πως έχουν αμετάβλητη αξία.

Αφορμή να θυμηθούμε τον ξένο συλλογισμό μας δίνει η τέταρτη έκδοση της “Ζωής εν Τάφω”, του Στρατή Μυριβήλη, πραγματοποιημένη από την εκδοτική εταιρεία “Οι Φίλοι του Βιβλίου” που ώς τώρα έχει πολλά προσφέρει στην κίνηση και την πολιτισμένη “εμφάνιση” της πνευματικής μας ζωής. Η απόλυτη καλλιτεχνική αξία της “Ζωής εν Τάφω”, η ουσιαστική σύνδεσή της με μια ιστορική στιγμή του 20ού αιώνα και η ξαναπαρουσιασμένη στις ημέρες μας ιδιομορφία των αντικειμενικών συνθηκών της γένεσής της, την κάνουν κατεξοχήν πρόσφορη για μια συνοπτική εξέταση με βάση τον παραπάνω συλλογισμό. Από την εξέταση αυτή η “Ζωή εν Τάφω” βγαίνει κερδισμένη. Όσα φθαρτά στοιχεία κι αν της παρατηρήσουμε, είναι αδύνατο να μην παραδεχτούμε πόσο άνετα μας κινεί, μας συγκινεί και μας επιβάλλεται το κλασικό πια αυτό ιστόρημα της ψυχολογίας του προηγούμενου πολέμου που συνέπεσε κιόλας να είναι το πιο λογοτεχνικό πεζογράφημα της νεώτερης φιλολογίας μας.

Αλλ’ ας κοιτάξουμε πρώτα τα φθαρμένα από τη μεταβολή των “πολεμικών όρων” στοιχεία του. Είναι ακριβώς τα στοιχεία της εξωτερικής θεαματικής του πολέμου, που αν και διατηρούν ακόμη τη σημασία και τη γραφικότητα της εποχικής τους επικαιρότητας, χάσανε κάτι από το ενδιαφέρον τους, σα να τρίφτηκαν από τα σιδερένια δάχτυλα της τελευταίας εξέλιξης του πολέμου, που μας παρουσίασε αφάνταστα ανανεωμένη και σατανικά τελειοποιημένη την υλική μορφή και την εξολοθρευτική δυναμική του.

Όλοι εμείς, τυφλωμένοι ακόμα από την ακατακάθιστη σκόνη των απίστευτων ερειπίων της τελειοποιημένης πολεμικής μηχανής, χάσαμε από τα μάτια μας τη συναρπαστική, την άγρια θέα των παλαιότερων πολεμικών τοπίων. Έτσι κι οι καθαυτό πολεμικοί πίνακες της “Ζωής εν Τάφω” δε δημιουργούν μέσα μας την παλαιά εκείνη έκπληξη και τον αποκαλυπτικό αποτροπιασμό, το έλεος και το φόβο, μπροστά στο φριχτό θέαμα των αποτελεσμάτων του πολέμου. Το σκληρό και το απάνθρωπο φαίνουνται σχεδόν ειδυλλιακά μπροστά σε όσα είδαμε και πάθαμε. Γιατί ο τελευταίος πόλεμος, και σα “μάστιξ Θεού”, και σα βάρβαρο έπος, και σα φριχτή εμπειρία των λαών, ήταν πολύ πιο καθολικός, πιο ογκώδης, πιο ισοπεδωτής, πιο εισδυτικός από τον πρώτο.

Έτσι τουλάχιστο αισθανόμαστε όλοι σήμερα. Περιτύλιξε και σκέπασε με τρομαχτικά σεισμικά κύματα όλη την υδρόγειο, κι ο μικρός μας τόπος, γη, αέρας, θάλασσα, πληθυσμός μάχιμος κι άμαχος, αισθάνθηκε ολοκληρωτικά τον πόλεμο, αντίκρισε πέντε συγκρατητά χρόνια τα πύρινα, τα εωσφορικά του μάτια. Και μέσα στην αφάνταστη ετούτη δοκιμασία, το αίσθημα της φρίκης και του θανάτου διογκώθηκε ώς τα υπέρτατα όριά του, για να καταπέσει ώς την πόρωση και την αναισθησία, όπως ένα υψηλός πυρετός κατεβαίνει απότομα κάτω από τα όρια της φυσιολογικής θερμοκρασίας όταν ζυγώνει ο θάνατος. Από τη μια μεριά λοιπόν, τυραννική, ζωντανή μνήμη πρωτόφαντων πολεμικών θεαμάτων, και από την άλλη, επικίνδυνη άμβλυνση του ανθρώπινου μέσα μας – προσωρινή, ας ελπίσουμε – εμποδίζουνε την “εις ακέραιον” επαναβίωση των παλαιών συγκλονιστικών εντυπώσεων από την πολεμική πλευρά της “Ζωής εν Τάφω”, και την αρμονική τους σύνδεση με την πρόσφατη αιματόβρεχτη εμπειρία των συνταραχτικών γεγονότων που ζήσαμε.

Επιφυλακτικοί, ψυχροί κάπως, θα έλεγα, αντιμετωπίζουμε σήμερα τη συνειδητή αντιπολεμική στάση του Μυριβήλη των χρόνων εκείνων. Ήταν μια στάση καθαρά κι ατομικιστικά ανθρώπινη, βίαιη κι αυθόρμητη, τόσο πολύ αυθόρμητη μάλιστα, που μέσα στην ορμή της ξερίζωσε τότε από την ηφαιστειακή καρδιά του συγγραφέα το Έθνος, τη Φυλή, τα Δίκαια των Λαών, τη Μεγάλη Ελλάδα του Βενιζέλου, και κάθε τι το υπερατομικό της ζωής και της κοινωνίας που δίκαια ή άδικα, εξαναγκάζει τ’ άτομα να θυσιάζουνε πρόωρα κι απάνθρωπα τη μια ζωή που τους δόθηκε να ζήσουν. Η αξία της ατομικής ζωής τοποθετήθηκε ψηλότερα από την αξία και την οποιαδήποτε σκοπιμότητα της θυσίας του αίματος.

Όμως η στάση αυτή ήταν φυσική συνέπεια των ελπίδων που φύτρωσαν επάνω από τους τάφους των νεκρών του περασμένου πολέμου. Απηχούσε έντονα και θερμά το κοινό αίσθημα όλων των μαχητών της οικουμένης. Έτσι η “Ζωή εν Τάφω”, στάθηκε η πηγή που τροφοδότησε με άφθονα αντιπολεμικά συναισθήματα και ιδέες μια ολόκληρη εποχή, από τα 930 ώς τα 1940. Σ’ όλο αυτό το διάστημα περπάτησε κι ακτινοβόλησε παράλληλα με τις κατευθύνσεις της ειρηνόφιλης παγκόσμιας πολιτικής που προσπαθούσε με όλα τα μέσα να διατηρήσει άσβηστη τη φρίκη του πολέμου στη μνήμη των ανθρώπων που τον κάμανε και των νεοτέρων που μάθανε να τον αποστρέφονται θανάσιμα στα λογοτεχνικά, τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά έργα της αντιπολεμικής “παιδείας”.

Ο Μυριβήλης άδραξε με τελειωτικές λογοτεχνικές χειρονομίες εκείνες τις μεγάλες στιγμές του αισιόδοξου αντιπολεμικού μένους που έζησε η ανθρωπότητα από τα 1918 ώς τα πρώτα απειλητικά φανερώματα της πολεμικής φιλοσοφίας των ολοκληρωτικών κρατών. Ποιος Έλληνας δεν έζησε με το βιβλίο του Μυριβήλη έξαλλες στιγμές αντιπολεμικού πάθους και ποιος νέος της εποχής του μεσοπολέμου δεν πίστεψε πως ο σύγχρονος άνθρωπος ξεπέρασε οριστικά την ακατανόητη ανάγκη και την αποτρόπαιη προϊστορική συνήθεια της αλληλοσφαγής; Ξέσπασε όμως ο δεύτερος πόλεμος κι ο ήχος των σειρήνων κατακουρέλιασε τις αγαθές, τις χριστιανικές ελπίδες της ειρηνόπιστης ανθρωπότητας.

Ξέσπασε και τέλειωσε, ανοίγοντας μπροστά μας μια σκοτεινή προοπτική που αναγκάζει τον πιο πολύ κόσμο να φαντάζεται πιθανή τη συνέχειά του, και τον αρματώνει με μια πένθιμη και στωική απαισιοδοξία που δεν συμβιβάζεται ψυχολογικά με το παλαιό αντιπολεμικό κήρυγμα, γιατί κανείς δε θέλει να πάρει επάνω του την ευθύνη να μη βρεθεί προετοιμασμένος, εσωτερικά τουλάχιστο, σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι η δριμύτατη γλώσσα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας που τόσο μας συγκλόνιζε και μας φαίνονταν δραστικό φάρμακο για την ειρηνική καταπολέμηση της ιδέας του πολέμου, ακούεται σήμερα μέσα μας σα μακρινή, απελπιστική κραυγή ηρώων του ανθρωπισμού που αγωνίστηκαν ειλικρινά, αλλά μάταια, κατά της αφεύγατης μοίρας και της σκληρής αναγκαιότητας των πολέμων. Μα ποιος ξέρει! Μπορεί κάποτε η ανθρωπότητα να ξαναζήσει με νέο πάθος το αντιπολεμικό πνεύμα, όταν πειστεί πως με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποτελειώθηκε ο πόλεμος αυτός και πως πήρε μαζί του για πάντα την πιθανότητα ενός νέου και βιομηχανικά συγχρονισμένου Μεσαίωνα.

Αυτά είναι τα δυο κύρια χάσματα που ανοίγουνται μέσα μας, καθώς ξαναδιαβάζουμε σήμερα τη “Ζωή εν Τάφω”, κι ασφαλώς το ίδιο θα μας συμβεί αν τύχει να φυλλομετρήσουμε τα γνωστά μας αριστουργήματα της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Όμως το πεζογράφημα του Μυριβήλη που και στην περίοδο του μεσοπολέμου βάρυνε στις αντιλήψεις μας για τον πόλεμο όσο κανένα άλλο ελληνικό και ξένο, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο το βιβλίο του πολέμου, το βιβλίο ενός πολέμου. Σήμερα, βοηθημένοι κιόλας από τα κριτήρια που μας προμήθεψαν τα ύστερα από τη “Ζωή εν Τάφω” φανερωμένα έργα της πεζογραφίας μας, βλέπουμε πιο ξάστερα από πριν, πως ο Μυριβήλης μας έδωσε το βιβλίο της τέχνης, το βιβλίο της ζωής, το βιβλίο του ζωντανού, του φυσικού ανθρώπου, το αξεπέραστο ακόμη πεζογραφικό καλλιτέχνημα της νεότερης λογοτεχνίας μας.

Καυτερό αίσθημα της ζωής πιδακίζοντας από τη ρίζα ώς την κορφή της ύπαρξης, και τέχνη του λόγου κυρίαρχη των άφθονων γλωσσικών μέσων της, ποτίζουν τις σελίδες της “Ζωής εν Τάφω” με αμάραντη δροσιά και με αξεθύμαστο μοσκοβόλημα. Ίσως να μην προσέχτηκε ακόμη από την κριτική όσο πρέπει το συνεχές αυτό ανάβρυσμα της αχαλίνωτης νεότητας, το πράσινο πάθος της ζωής, ο παράφορος αυτός Διονυσιασμός που στη “Ζωή εν Τάφω” σκεπάζει τους λάκκους του θανάτου και τα πολεμικά χαρακώματα με μια οργιαστική βλάστηση, με μια χλώρη αιώνιας νιότης.

Ο λυρικός αυτός Διονυσιασμός του Μυριβήλη, ενεργώντας παράλληλα με τον ανθρωπισμό του, είναι γερό, χλωρό παρακλάδι του τραγικού και τόσο αυθόρμητου ρεαλισμού του. Άνθρωπος του 20ού αιώνα κι ο Μυριβήλης δεν μπορούσε βέβαια παρά να ζήσει και να διαμορφωθεί καλλιτεχνικά μέσα στην ατμόσφαιρα του ρεαλισμού. Όμως υπάρχουν δυο μορφές ρεαλισμού: ο αποκτηνωτικός και ο εξανθρωπισμένος ρεαλισμός, εκείνος δηλαδή που παρουσιάζει τον άνθρωπο δοσμένο και χαμένο δίχως ψυχική αντίδραση μέσα στην απέραντη, απορροφητική και αντιφατική πραγματικότητα του υλικού κόσμου, κι εκείνος που μας τον δείχνει να έχει τραγική αυτοσυνείδηση της ρεαλιστικής του αυτής πραγματικότητας: να βλέπει δηλαδή το θάνατο να παραμονεύει πίσω από τον έρωτα και το απέραντο μηδέν κάτω από την ανοιξιάτικη χλόη της πρόσκαιρης ατομικής ζωής.

Τέτοιος ρεαλιστής είναι κι ο Μυριβήλης. Βλέπει, αισθάνεται γύρω του τη φθορά και το θάνατο και μας τα παρασταίνει σαν κάτι το μοιραίο, σαν να μην μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά να υπάρχει φθορά και ο θάνατος πέρα από την ομορφιά και τη ζωή. Κι απ’ αυτή την αντιπαραβολή που τόσο τραγικά την επιχειρεί μέσα του, πηγάζει κι ο βαθύς ανθρωπισμός του, αλλά κι ο Διονυσιασμός του, που αυτός και μόνο μας κρύβει προσωρινά τη μορφή του θανάτου, καθώς αγκαλιάζει φρενιτικά όλα τα ζεστά πιασίματα και τα τρυφερά χέρια της πρόσκαιρης ετούτης ζωής.

Οι νέοι μονάχα μπορούν να συνταιριάζουν και να ταυτοποιούν χαρούμενα το χλωρό, ανοιξιάτικο λυρισμό, τον τραγίσιο ρεαλισμό του Πάνα και τη μορφή του θανάτου. Δεν τους φοβίζει η σκληρή γνώση κι ο πόνος της ζωής και μήτε τους αηδιάζει το μεθύσι της. Κι ήταν νέος ο στρατιώτης Μυριβήλης όταν έζησε και μορφοποίησε καλλιτεχνικά σ’ ένα αγέραστο πρότυπο πεζογραφίας τον ακράτητο λυρισμό της ζεστής φαντασίας του και τον σκληρό, λαίμαργο ρεαλισμό των αισθήσεών του. Στην πεζογραφία μας που τα πιο πολλά της έργα φαίνουνται γραμμένα από άχαρους γέρους που δε ζήσανε ποτέ τα νιάτα τους, ο Μυριβήλης πρόσφερε τα δικά του, θαυμαστά μετουσιωμένα σ’ έκφραση.

Είναι περιττό να διατρέξουμε όλο τον κύκλο της εμπειρίας που συνθέτει τα γνωστά μας κεφάλαια της “Ζωής εν Τάφω”. Όλα όμως τα περιστατικά που μας ιστορεί ο Μυριβήλης περνάνε μέσα από το πύρινο συναίσθημα της ρεαλιστικής νεότητας. Η κούραση του πολέμου, η αγωνία του θανάτου, η αγάπη του φίλου και συμπολεμιστή, η νοσταλγία του Αιγαίου, ο πόνος για τα θύματα, η λατρεία της φύσης, η ανάμνηση της αγαπημένης γυναίκας, ο βαθύς πόθος της ζωής η άρνηση των συμβατικών ιδεών, αποτυπώνονται στη “Ζωή εν Τάφω” δυνατά, σκληρά, εμφαντικά, στρογγυλά, βίαια, με την ορμή και την αποφασιστικότητα ενός αθλητικού εφήβου.

Το συνεχές ανάβρυσμα της αχαλίνωτης νεότητάς του μονάχα στην τέχνη της τέλειας φράσης και στον αμέτρητο πλούτο της ζωντανής γλώσσας, δέχτηκε να υποταχθεί. Η υποταγή αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη προσφορά του Μυριβήλη στην πνευματική μας ζωή.

Είναι ο θρίαμβος του καλλιτέχνη απάνω στο υλικό του. Ο Μυριβήλης, ό,τι αγγίζει το αισθάνεται σα ζωντανή ουσία, μα και ταυτόχρονα το επεξεργάζεται σοφά και ψύχραιμα ωσότου εξελιχτεί σε τέλεια, οργανική έκφραση λόγου, σε μορφή καλλιτεχνικής ζωής, με το σπόρο, το στέλεχος, το άνθος, τον καρπό της. Ο λόγος του είναι φύση πρωτόγονη που, πριν γίνει έκφραση, δουλεύεται με απίστευτη υπομονή από τα δάχτυλα μιας ανεξάντλητης σε ευρήματα γλωσσοπλαστικής. Η διπλή αυτή συγκυριαρχία της ζωής και της τέχνης είναι το δαιμόνιο και το μυστικό της υπεροχής του Μυριβήλη. Πλεονέκτημα μοναδικό που δεν το συναντάμε τόσο αναπτυγμένο σε κανένα πεζογράφο μας. Γι’ αυτό διαβάζεται η “Ζωή εν Τάφω” όπως κι όταν πρωτοτυπώθηκε. Ανήκει στην κατηγορία των έργων της φαντασίας που μπορεί να τους αφαιρεί κάτι αλλά και που μπορεί να τους προσθέτει πολλά το πέρασμα του χρόνου.

  • Πρώτη δημοσίευση: “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”. Μηνιαία έκδοση πνευματικής καλλιέργειας. Τόμος δεύτερος, τεύχος 6, Αύγουστος 1946.

Στράτης Μυριβήλης: ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας

Ανδρέας Καραντώνης: Είναι ο πολυγραφότερος μετά τον Κωστή Παλαμά λογοτεχνικός κριτικός

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com