Γνωστές και άγνωστες ηρωίδες που με γενναιότητα και αυτοθυσία συνέβαλαν στον αγώνα για την απελευθέρωση

Εκτός λοιπόν από τις γυναίκες που μένουν πίσω και περιμένουν καρτερικά το γυ­ρισμό των ανδρών, τους οποίους εμψυχώνουν και ενθαρρύνουν, είναι κι εκείνες που αγωνίζονται δί­πλα τους, ισότιμα, αξίζοντας το ίδιο μερίδιο αν­δρείας

  • Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Δεν ήταν μόνο η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους που κατά την Επανάσταση του 1821 οι «ραγιάδες» Έλληνες ξεσηκώθηκαν κατά του μακραίωνου οθωμανικού ζυγού δαμάζοντας με την κινητοποίησή τους τα περιθώρια ελευθερίας που έθετε το φύλο τους αλλά και οι χιλιάδες ανώνυμες Ελληνίδες, που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο και αποτέλεσαν στυλοβάτες της επανάστασης μαχόμενες είτε στην πρώτη γραμμή είτε στα μετόπισθεν, αλλά όμως έμειναν αθέατες από τους ιστορικούς της εποχής.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του αγώνα αλλά κυρίως τις ανώνυμες ηρωίδες φέρνει στο φως και αποκαθιστά η ιστορικός και καθηγήτρια θεμάτων νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ) Βασιλική Λάζου, στις 280 σελίδες του βιβλίου της «1821 – Γυναίκες και Επανάσταση», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

Μαντώ Μαυρογένους

Τελικά, όσο κι αν ακούγεται περίεργο στη σύγχρονη πραγματικότητα, φαίνεται να ισχύει αυτό που λένε, ότι η ιστορία γράφεται από άνδρες για άνδρες.

«Μπορεί η Ιστορία να μην τους χαρίστηκε, όμως, 200 χρόνια μετά το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού κράτους, ήρθε η ώρα να πάρει και η γυναίκα τη θέση που της αναλογεί ως ιστορικού υποκειμένου» σχολιάζει η ιστορικός Βασιλική Λάζου.

Ευτυχώς έχουμε τις απόψεις του Αριστοτέλη για τις γυναίκες σχετικά με την κατωτερότητά τους και την πολιτική κυριαρχία τους από τους άντρες μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα. Απόψεις που επηρέασαν την επιστημονική σκέψη σε μεταγενέστερους δυτικούς αλλά και Άραβες διανοητές οι οποίοι θεώρησαν τον μεγάλο αρχαίο φιλόσοφο αυθεντία.

Έτσι οι ιστορικές πηγές για τις γυναίκες στον απελευθερωτικό αγώνα είναι λιγοστές. Αυτό δε που καθιστούσε πιο δύσκολο το εγχείρημα για την συγγραφή του βιβλίου ήταν η αναζήτηση μαρτυριών για τη δράση των γυναικών, οι οποίες σπανίως μνημονεύονται στις ιστορικές πηγές, όπως υποστηρίζει η ιστορικός κ. Λάζου η οποία και διευκρινίζει:

«…Οι γυναίκες είναι απούσες από τις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις και των ίδιων των αγωνιστών που γράφουν τα απομνημονεύματά τους, αλλά και από τους μεγάλους ιστορικούς, όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, οι οποίοι γράφουν για την επανάσταση.

Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης οι γυναίκες είναι μια “περιφρονημένη” από την έρευνα θεματολογία και ελλείψει πολλών τεκμηρίων συνιστά μια αρκετά άγνωστη πτυχή των ταραγμένων εποχών πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της η Βασιλική Λάζου έχει να μας δώσει σημαντικές πληροφορίες:

«…Ήδη από την προετοιμασία του αγώνα γνωρίζουμε τις αριστοκράτισσες και τις Φαναριώτισσες, τη μητέρα των Υψηλάντηδων, τη Μαριγώ Ζαφειροπούλου, την Ασήμω Γκούρα, την Γκούραινα, που ήταν στην πολιορκία της Ακρόπολης, την Κυριακή Ναύτου που ήταν στη Φιλική Εταιρεία και γυναίκες διανοούμενες όπως η Ευανθία Καΐρη, η οποία μαζί με άλλες 21 γυναίκες έστειλε επιστολή στις φιλελληνίδες και άφησε πίσω της σπουδαίο θεατρικό έργο, τον Νικήρατο, που αφορά στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Υπάρχουν επίσης γυναίκες καπετάνισσες, όπως η Δόμνα Βισβίζη, οι οποίες συμμετείχαν, όπως και η Μπουμπουλίνα και η Μαυρογένους, με το πλοίο τους στον ναυτικό αγώνα και διέθεσαν την περιουσία τους στην επανάσταση. Νομίζω, όμως, πώς όταν αναφερόμαστε στις επώνυμες, αδικούμε όλες εκείνες τις απλές γυναίκες του λαού που έδωσαν και τη ζωή τους στον αγώνα και τη συνεισφορά τους. Ήταν αυτό που λέμε στρατιωτικά η επιμελητεία του αγώνα. Ήταν τα εργατικά χέρια που έχτιζαν και επισκεύαζαν τα τείχη, κατασκεύαζαν πολεμοφόδια και φάρμακα, έδεναν τους τραυματίες, μαγείρευαν και μετέφεραν τρόφιμα στους άνδρες πολεμιστές. Γιατί διαχρονικά η γυναίκα δεν είναι αυτή που κρατάει το όπλο, αν και είχαμε και τέτοια παραδείγματα. Είναι στα μετόπισθεν με ουσιαστικό όμως υποστηρικτικό ρόλο σε όλες τις επιχειρήσεις

Εκτός λοιπόν από τις γυναίκες που μένουν πίσω και περιμένουν καρτερικά το γυ­ρισμό των ανδρών, τους οποίους εμψυχώνουν και ενθαρρύνουν, είναι κι εκείνες που αγωνίζονται δί­πλα τους, ισότιμα, αξίζοντας το ίδιο μερίδιο αν­δρείας. Είναι οι γυναίκες που αποφασίζουν να παί­ξουν ενεργητικό ρόλο, να βγουν κι αυτές στα βουνά για να πολεμήσουν τον εχθρό, όπως η «Διαμάντω» του ομώνυμου κλέφτικου τραγουδιού:

«Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρ­μένη, / ποιος είδε κόρη όμορφη στα κλέφτικα ντυ­μένη; / Δώδεκα χρόνους έκανε αρματολός και κλέ­φτης, / κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν η Διαμάντω. / Μια μέρα και μιαν εορτή και μια λα­μπρήν ημέρα / βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι / κι όπως έπαιζαν το σπαθί, και ρίχναν το λιθάρι, / εκόπη το θηλύκι της κι εφάνη το βυζί της […]»

Σελίδες που διασώζονται και από άλλες πηγές αποδίδουν το μέγεθος της συμβολής των ανώνυμων γυναικών στον αγώνα για την ανεξαρτησία της πατρίδας:

«Παροιμιώδης είναι η συμπεριφορά των Σουλιωτισσών οι οποίες είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των ανδρών συμπατριωτών τους. Μεγαλωμένες στο άγριο και άγονο περιβάλλον των χωριών του Σουλίου, μαθημένες στη σκληρή και κακοτράχαλη ζωή, λιτοδίαιτες, εξοικειωμένες με τον κίνδυνο, πολεμούν αρματωμένες τους Αλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά . Οι Σουλιώτισσες διακρίνονται για τη φιλοπατρία τους και αγωνίζονται μέχρις εσχάτων αψηφώντας το θάνατο και δημιουργώντας διαχρονικά πρότυπα ηρωισμού και λεβεντιάς. Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων του 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα – ηρωίδα, που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά και με τόσο τραγικό τρόπο τη «γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα»: «Στη στεργιά δεν ζει το ψάρι / ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Μια θυσία που έχει εμπνεύσει τόσο τη λογοτεχνία όσο και τις εικαστικές τέχνες. Την ίδια χρονική στιγμή (Δεκέμβριος του 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο για να μην παραδοθούν στον εχθρό.

Ο ηρωισμός της Δέσπως Μπότση, έχει απαθανατιστεί στο γνωστό δημοτικό τραγούδι:

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;

Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.

η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.

«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»,

και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, η Δέσπω Σέχου-Μπότση, η Δέσπω Φώτου Τζαβέλα, η Ελένη Μπότσαρη, η Χρυσούλα Μπότσαρη και οι κόρες της Βασιλική και Αικατερίνη, αλλά και πολλές άλλες τίμησαν την πατρίδα με την ηρωική στάση τους στις κρίσιμες για το Σούλι εποχές του διωγμού του Αλή πασά, αλλά και στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης.»

«Στη διάρκεια της Επανάστασης οι γυναίκες – ανώνυμες και επώνυμες – ως άμαχος πληθυσμός γίνονται θύματα της θηριωδίας του κατακτητή και υφίστανται την εκδικητική μανία του. Ύστερα από κάθε καταστροφή ακολουθούν φοβερές λεηλασίες και αιχμαλωσίες. Οι σφαγές της Χίου το 1822 εμπνέουν το Γάλλο ζωγράφο Ντελακρουά, που στο γνωστό του πίνακα, που σήμερα φυλάσσεται στο Λούβρο, αποτυπώνει όλη τη φρίκη αυτής της τραγωδίας. Από τους 100.000 κατοίκους στο νησί έμειναν λιγότεροι από 2.000 .

«Χιλιάδες γυναίκες, κορίτσια και αγόρια πουλιόνταν κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά απ’ αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή μ’ όλο που μαστιγώνονται, για να πεθάνουν από την πείνα», ανέφερε προς τη Levant Company ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Φράνσις Ουέρι (Francis Werry). Η ανηλεής αυτή καταστροφή, ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Επανάστασης, σύντομα έγινε γνωστή στο εξωτερικό και εμψύχωσε το φιλελληνικό κίνημα που δημιουργήθηκε σε Ευρώπη και Αμερική.»

«Η ίδια τύχη ανέμενε τα γυναικόπαιδα της Μακεδονίας, της Κρήτης, των Κυδωνιών, της Κάσου, των Ψαρών. Ανάμεσα στις Ψαριανές που κατάφεραν να σωθούν από το κύμα της τουρκικής θηριωδίας και μανίας ήταν η Δέσποινα Μανιάτη – Κανάρη, η αγαπημένη σύζυγος του πυρπολητή Κωνσταντή Κανάρη. Καθώς γνώριζε πολύ καλό κολύμπι, έπεσε στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά της, ώσπου επιβιβάστηκε σε πλοίο και κατέφυγε με την οικογένειά της στην Αίγινα. Η παρουσία της πάντοτε είλκυε την προσοχή και το θαυμασμό των ξένων περιηγητών που επισκέπτονταν τότε την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Πέκιο, που την πρωτοσυνάντησε στο σπίτι τους στην Αίγινα, σημειώνει τις πρώτες του εντυπώσεις: «Ενώ μιλούσαμε με τον Κανάρη, η σύζυγός του, με μητρική στοργή, θήλαζε ένα μωρό τριών μηνών, ονομαζόμενο Λυκούργο. Η μητέρα είναι Ψαριανή, με ωραίο σώμα, σοβαρή, με πρόσωπο γεμάτο μετριοφροσύνη – σωστή Αθηνά».

«Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπύργιου της δυτικής Ελλάδας βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα: μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών. Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος (10 Απριλίου 1826) μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη όπως και οι άνδρες της Εξόδου κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.»

Μερικά μόνο από τα παραδείγματα γυναικών-συμβόλων πατριωτισμού της Ελληνικής Επανάστασης που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας, κάνοντας θυσίες και επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη γενναιότητα είναι:

«H Τζαβέλενα»

Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, αντιστάθηκε γενναία, όταν ο Αλή πασάς έστειλε ισχυρό απόσπασμα για να καταλάβει το Σούλι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης, τα όπλα των ανδρών περιήλθαν σε αχρηστία λόγω υψηλής θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να κηρύξουν προσωρινή ανακωχή.

Η Τζαβέλα, η οποία μέχρι τότε κρατούσε απόσταση από το σημείο της μάχης, παρατηρώντας τη διακοπή των πυροβολισμών, υπέθεσε πως οι Οθωμανοί σκότωσαν τους Σουλιώτες. Τότε, επικεφαλής 400 γυναικών, επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς του Αλή, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν, αφού οι άνδρες μπροστά στο γυναικείο γιουρούσι, ακολούθησαν και ο εχθρός αιφνιδιασμένος απωθήθηκε. Το μέγα επίτευγμά της γέμισε δέος τους Οθωμανούς, ενώ ενέπνευσε τη λαϊκή παράδοση.

Η Μανιάτισσα αγωνίστρια Σταυριάνα Σάββαινα

Είχε πάρει μέρος σε πλήθος σημαντικών μαχών.

Η «Εφημερίς των Κυριών» γράφει γι’ αυτήν: «Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχρινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».

Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά

Επίσης καταγόμενη από την Πελοπόννησο, για να εκδικηθεί τον θάνατο του κλέφτη πατέρα της από τους Τούρκους παίρνει τα όπλα, υψώνει επαναστατική σημαία στο σπίτι της και επικεφαλής δύναμης 500 ανδρών αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο του Μυστρά, ρίχνει την ημισέληνο από το τέμενος και σκοτώνει τον βοεβόδα της περιοχής αφού πρώτα πυρπολεί το σπίτι του.

Η Ελένη Μπότσαρη

Η κόρη του Κίτσου και αδερφή του Νότη Μπότσαρη, η οποία μετά τη μάχη του Σέλτσου, έπεσε και πνίγηκε στον Αχελώο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η ηρωική πράξη της 19χρονης Σουλιώτισσας τραγουδήθηκε από όλους τους Έλληνες. Κατά μία εκδοχή οι διώκτες της νεαρής ήταν τρεις, κατά μία άλλη επτά.

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, αρκετά χρόνια μετά, απηχεί τις σκέψεις πολλών Ελλήνων της εποχής: «… Είμαι η Λέν’ του Μπότσαρη δηλαδή η κόρη της τιμής, του παλληκαρισμού, της ξακουσμένης ανδρείας. Η κόρη γενεάς, η οποία ουδέποτε έσκυψε το μέτωπον προ τυράννων, η οποία αψηφεί τας μυριάδας των εχθρών, η οποία ουδένα άλλον ανεγνώρισεν αρχηγόν εις ουδενός άλλου τα διατάγματα υπήκουσε ή εις αυτού του Θεού».

Η Δόμνα Βισβίζη

Λιγότερο ίσως ξακουστή αλλά εξίσου αξιόλογη, είναι μια άλλη θαλασσομάχος ηρωίδα, η Δόμνα Βισβίζη από τη Θράκη. Πιστεύοντας βαθιά στη Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην οποία και μυήθηκε και παρ’ ότι μητέρα, τεσσάρων παιδιών, η Δόμνα έγινε καπετάνισσα και πολέμησε, πέφτοντας ηρωικά.

Η Χαρίκλεια Δασκάλακη

Από την απαρίθμηση των θαραλλέων γυναικών μας, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Κρητικές, που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση του αγώνα, τόσο παράγοντας και υποστηρίζοντας τους Κρητικούς αγωνιστές όσο και μέσα στην ψυχή της μάχης. Μία από αυτές, η ηρωική καπετάνισσα Χαρίκλεια Δασκάλακη ανδραγάθησε στο Αρκάδι, ενώ έχασε τα τρία παιδιά της ηρωικά μαχόμενα, στους αγώνες της Κρήτης, το 1866.

Και στη Μακεδονία όμως, οι γυναίκες δεν δείλιαζαν. Η Νάουσα, η Δοβρά, ο Όλυμπος, η Χαλκιδική, υπήρξαν μερικά μόνο από τα κέντρα της Επανάστασης. Η Καρατάσαινα, η Ζαφειράκαινα και άλλες που η ιστορία δεν κράτησε με τα ονόματα τους στη μνήμη της, έπεσαν, μαχόμενες για την ελευθερία ολόκληρης της χώρας. Η γυναίκα του Καρατάσου, αγωνιστή τη Ημαθίας, οπλαρχηγού και μέλους της Φιλικής εταιρίας, αποκαλούμενη σύμφωνα με πηγές, ως «ή ήρωΐς Καρατάσαινα» η ίδια καταγόμενη από τη Βέροια, υπεβλήθη σε βασανιστήρια ιδιαίτερης βαρβαρότητας από τους Τούρκους και απεβίωσε θυσιαζόμενη μαζί με τις δύο κόρες της, καθώς δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί.

Η Ζαφειράκαινα, σύζυγος του οπλαρχηγού της Νάουσας Ζαφειράκη, σφαγιάστηκε για την επαναστατική της δράση, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, μένοντας στην ιστορία και την τοπική παράδοση, ως σύμβολα και ηρωίδες που υμνήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι «Μακρυνίτσα»:

«Τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,

τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,

στης Νάουσας το κάστρο,

το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,

μοιρολογεί και λέγει,

Μακρυνίτσα μου

καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.

Η Ελισάβετ Υψηλάντη

H Ελληνίδα αριστοκράτισσα, καταγόμενη από την Βόρεια Ήπειρο και τη Μολδαβία, η μητέρα των Υψηλάντηδων, που αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως.

Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους:

«Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου». Καμία Επανάσταση δεν θα ήταν ίδια χωρίς τις γυναίκες. Το ίδιο και η Ελληνική του ΄21, στην οποία οι γυναίκες -επώνυμες και ανώνυμες- διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο. Γυναίκες, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους… και πολλές πολλές άλλες ακόμη, που μόνο μια λέξη τους ταιριάζει «Αθάνατες».

Η Μαριγώ Ζαφειροπούλου

Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Χρησιμοποιώντας γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, καθώς και την περιουσία της, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι.

Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις, ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε.

Μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης.

Μάλιστα, στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου.

Εν μέσω της επανάστασης, η ίδια παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά.

Πέθανε άπορη μετά το 1865, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων.

Την προσφορά της Ζαραφοπούλας στην επανάσταση, πιστοποίησαν με σχετικά έγγραφα αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Χατζηχρήστος, Νικηταράς κ.ά.

Σεβαστή Ξάνθου

Η Σεβαστή Ξάνθου μαζί με την μητέρα της Μαριόρα και τις δύο αδελφές της Ευφροσύνη και Ελένη, ζούσαν στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 17 ετών (1815) και μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η Σεβαστή θα παντρευτεί τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Από αυτό τον γάμο θα προέκυψαν τρία παιδιά ο Νικόλαος, ο Περικλής και η Ασπασία. Όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η οικογένεια θα μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στο Ισμαήλ για μεγαλύτερη ασφάλεια, μαζί πάντα με την μητέρα και τις αδελφές της Σεβαστής, ενώ το 1822 με πρωτοβουλία της Σεβαστής αισθανόμενη το εχθρικό περιβάλλον γύρω της θα εγκαταλείψουν το Ισμαήλ και θα εγκατασταθούν στο Κισνόβι . Η Σεβαστή Ξάνθου βίωσε για αρκετά χρόνια την απουσία του συζύγού της παρ’ όλα αυτά αντεπεξήλθε μεγαλώνοντας την οικογένειά της, ήρθε σε επαφή με αρκετούς αγωνιστές, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής ζητώντας βοήθεια και πληροφορίες για τον σύζυγό της.

Η Ασήμω Γκούραινα

Γυναικεία μορφή του ’21, σύζυγος του στρατηγού Γιάννη Γκούρα.

Στην εποχή της ήταν γνωστή ως Γκούραινα ή Νταλιάνα, επειδή ήταν υψηλόσωμη και ωραία (νταλιάνι, το μακρύ καριοφίλι και κατ’ επέκταση νταλιάνα, η ψηλή και όμορφη γυναίκα).

Ήταν κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφή του αγωνιστή και πολιτικού Αναστάση Λιδωρίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα, που είχε διακριθεί ιδιαίτερα στη μάχη της Γραβιάς και τώρα ήταν φρούραρχος Αθηνών.

Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη

Η Ψαριανή Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη ή Μιχάλμπεη βρέθηκε από 7 ετών στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όταν απήχθη από τα Ψαρά κατά την καταστροφή του νησιού στις 20 Ιουνίου του 1824. Ταλαιπωρήθηκε ως δούλα και διασώθηκε από Αμερικανό διπλωμάτη ή έμπορο ο οποίος την έστειλε στις ΗΠΑ για να τη φροντίσει ο πατέρας του. Η μικρή δυστυχώς σε ηλικία 13 ετών πέθανε. Η ιστορία της ενέπνευσε δύο διεθνούς ακτινοβολίας έργα, το ζωγραφικό έργο “Το κορίτσι από την Ελλάδα” (The Greek girl) της Anne Hall και πιθανόν το γλυπτό “Η Ελληνίδα Σκλάβα”(The Greek Slave) του Hiram Power όπως και άλλα έργα.

Η οικογένεια της Γαριφαλιάς (τότε Γαρυφαλλιάς) ήταν μεταξύ των ευπόρων στα Ψαρά. Η μικρή μοιράστηκε όμως την τύχη χιλιάδων κατοίκων του νησιού που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν κατά την απόβαση των οθωμανικών δυνάμεων και την επακόλουθη πλήρη καταστροφή του τόπου

Η Δόμνα Βισβίζη

Γεννιέται στα 1784 στον Αίνο της Θράκης. Συμμετέχει ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση παίρνοντας μέρος μαζί με τον άνδρα της, Χατζή Αντώνη Βισβίζη, στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αγώνα στο Άγιο Όρος, στη Λέσβο και στη Σάμο. Με το θάνατο του άνδρα της, η Δόμνα Βισβίζη αναλαμβάνει η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και συνεχίζει τη δράση της στην περιοχή της Εύβοιας. Εξοπλίζει και συντηρεί το πλοίο της «Καλομοίρα» με δικά της χρήματα για τρία χρόνια. Μετά το τέλος του Αγώνα, της παραχωρείται μία μικρή σύνταξη. Πεθαίνει στον Πειραιά.»Πουλάκι πόθεν έρχεσαι; Πουλάκι αποκρίσου. Μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα την όμορφη, τη δυνατή, την αρχικαπετάνα, πούχει καράβι ατίμητο, το πρώτο μες στα πρώτα, καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο, καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι». Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βεβαιώνει με έγγραφο του ( Μάης 1822) πως η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο».

Η Αλεφαντώ, η Μεσολογγίτισσα

Κάτω από την – κατ’ ανάγκη – ανδρική της ενδυμασία κρυβόταν μια ψυχή που αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη.

Η Ευφροσύνη Νέγρη

Όπως λέει η συγγραφέας Παρρέν, η Ευφροσύνη Νέγρη : « Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των».

Η Ακριβή Τσαρλαμπά

Ήταν κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά, σύζυγος του Ανδρέα Βερούση (καπετάν Ανδρούτσος) και μητέρα του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα γύρω στο 1766 και ήταν κόρη του ντόπιου προεστού Δημητρίου Τσαρλαμπά. Στις 13 Μαρτίου 1786 παντρεύτηκε τον Ρουμελιώτη αρματολό Ανδρέα Βερούση. Γύρω στο 1790, γέννησε στην Ιθάκη[(σύμφωνα με άλλη εκδοχή στην Πρέβεζα) τον μετέπειτα σημαντικό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Λίγο αργότερα, το 1793, ο σύζυγός της συνελήφθη από τις βενετικές αρχές και παραδόθηκε στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1798, η Τσαρλαμπά βρισκόταν στην Πρέβεζα όπου έκανε αίτηση μέσω των γαλλικών αρχών για την απελευθέρωση του συζύγου της, ο οποίος όμως τελικά εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές. Όταν ο γιος της Οδυσσέας ήταν περίπου 15 ετών, η Ακριβή παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Φίλιππο Καμμένο, με τον οποίο απέκτησε άλλα πέντε παιδιά.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, κατέφυγε, για λόγους ασφαλείας, μαζί με την κόρη της Ταρσίτσα και την γυναίκα του πρωτότοκου γιου της, Ελένη, στο στρατόπεδο του Ανδρούτσου στο Κωρύκιον Άνδρον του Παρνασσού. Σύμφωνα με την αναφορά της ιδίας το 1832 προς την Ε’ Εθνοσυνέλευση, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 σκοτώθηκαν τρία από τα παιδιά της.

Από τον γάμο της με τον Φίλιππο Καμμένο, η Τσαρλαμπά απέκτησε πέντε παιδιά ονόματι Γιαννάκης, Πάνος, Βαγγέλης, Ταρσίτσα και Αγγελική. Από αυτά, ο Γιαννάκης Καμμένος σκοτώθηκε γύρω στα 1827 στη θέση Ζαγαρά Ελικώνα ενώ η Ταρσίτσα, είχε έναν σύντομο γάμο με τον Βρετανό συμπολεμιστή του Ανδρούτσου, Τρελώνη.

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χορηγήθηκε στην Ακριβή Τσαρλαμπά μηνιαία σύνταξη 40 φοινίκων. Αργότερα, το 1844 ο Ιωάννης Ζαμπέλιος της αφιέρωσε την τραγωδία του «Οδυσσέας Ανδρούτσος»

Η Αντωνούσα η Οπλαρχηγός

Η περιβόητη Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.

Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.
Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Α
ʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.

Ελένη Βάσσου- Η “Ωραία Ελένη” της ελληνικής επανάστασης

Γεννήθηκε στην Ήπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικογένειά της καταδιώχτηκε και κατέφυγε στην Κέα. Εκεί έμεινε η Ελένη μέχρι την ενηλικίωσή της. Εκεί γνώρισε τον στρατηγό Μαυροβουνιώτη Βάσσο, ο οποίος γύρω στα τέλη της επανάστασης του 1821 πηγαίνοντας προς την Συρία για να κάνει και εκεί επανάσταση στάθμευσε στην Κέα και την ερωτεύτηκε. Αν και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, οι γονείς της αρνήθηκαν τον γάμο. Ο στρατηγός Βάσος τότε απήγαγε την Ελένη και την άφησε στην Άνδρο, όπου την έβαλε στον ιστορικό πύργο του Γιαννούλη και έστησε φρουρά για να την φυλάει. Στον πύργο αυτό έμεινε η Ελένη κλεισμένη σαν τις ηρωίδες των μεσαιωνικών θρύλων για πολλούς μήνες. Το 1826, στον γυρισμό του από την Βηρυτό, ο στρατηγός Βάσσος την πήρε μαζί του και την μετέφερε στον Πειραιά. Εκεί αρχίζει και η δράση της Ελένης.

Στις μάχες που έδινε ο Βάσσος, η γυναίκα του ήταν νοσοκόμα και γραμματέας. Τον βοήθησε στην λύση της πολιορκίας της Καρύστου και κράταγε την αλληλογραφία του με τον Κιουταχή, ενώ ήταν η κυρίως σύμβουλός του σε όλες τις σημαντικές διαπραγματεύσεις.

Μετά την επανάσταση η Ελένη Βάσσου από την Σαλαμίνα όπου είχε εγκατασταθεί, αντιτίθενταν με πολύ ζήλο εναντίον του Καποδίστρια υποστηρίζοντας μια άλλη πολιτική με πρότυπο την Ρωσία. Το σπίτι της είχε γίνει κέντρο της αντιπολίτευσης.

Επί Όθωνα η Ελένη Βάσσου και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε μια από τις πιο ευγενείς και φιλόξενες κυρίες της εποχής της. Στους χειμερινούς χορούς που έδινε συνέρρεε όλη η αριστοκρατία. Διακρίθηκε για την ομορφιά της, αλλά και για την νοημοσύνη και το μεγαλείο του φρονήματός της. Τραγουδήθηκε από τους ποιητές της εποχής της.

Απεβίωσε στα βαθιά γεράματα αφήνοντας πολλούς απογόνους, από τους οποίους δύο γιοι έγιναν επίσης σημαντικοί ανώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα τους.

Πηγές:

  • Το βιβλίο «1821 – Γυναίκες και Επανάσταση» της Βασιλικής Λάζου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
  • Δηλώσεις της γνωστής ιστορικού.
  • Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας κι Πολιτισμού.
  • ARGOLIKOS ARCHIVAL LIBRARY OF HISTORY AND CULTURE www.argolikivivliothiki.gr
  • Βικιπαίδεια

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com